Έχοντας δει πλέον τις δύο μεταφορές του Dune που υπογράφει ο Ντενί Βιλνέβ (το αν θα υπάρξει τρίτη αντιμετωπίζεται με συγκρατημένη αισιοδοξία αυτή τη στιγμή), μπορούμε με σιγουριά να πούμε ότι ο Καναδός σκηνοθέτης κατάφερε το ακατόρθωτο: να δαμάσει το λογοτεχνικό έπος επιστημονικής φαντασίας του Φρανκ Χέρμπερτ όπως ο Τιμοτέ Σαλαμέ το σκουλήκι της άμμου, μετά από αποτυχημένες απόπειρες (με πιο ξακουστή εκείνη του Ντέιβιντ Λιντς) που είχαν τοποθετήσει το βιβλίο στην περίφημη κατηγορία “unfilmable”.
Μετά την υπόσχεση της πρώτης ταινίας, που αναγκαστικά είχε κυρίως εισαγωγικό ρόλο στο σύμπαν του Dune, ο Βιλνέβ ξετυλίγει πλήρως το όραμά του στο ολοκαίνουργιο Dune: Μέρος Δεύτερο, ένα μεγαλειώδες κινηματογραφικό κατόρθωμα από όλες τις απόψεις.
Στην ταινία πρωταγωνιστούν ανερχόμενοι σταρ της Gen Z όπως ο Τιμοτέ Σαλαμέ, η Ζεντάγια, ο Όστιν Μπάτλερ και η Φλόρενς Πίου δίπλα σε καταξιωμένα ονόματα όπως ο Κρίστοφερ Γουόκεν, ο Στέλαν Σκάρσγκαρντ, η Ρεμπέκα Φέργκιουσον και ο βραβευμένος με Όσκαρ Χαβιέ Μπαρδέμ. Πρόκειται για ένα εμπνευσμένο κάστινγκ που εναρμονίζεται με τα συγκλονιστικά τοπία του διευθυντή φωτογραφίας, Κρεγκ Φρέιζερ, την ατμοσφαιρική μουσική του Χανς Ζίμερ και τα σκηνικά του Πατρίς Βερμέτ.
Η Popaganda παρακολούθησε τον σκηνοθέτη σε συνέντευξη Τύπου λίγες ώρες πριν την πρεμιέρα της ταινίας παγκοσμίως, στην οποία, όπως θα διαβάσετε παρακάτω, μοιράστηκε τις ανησυχίες, τους θριάμβους και τις λεπτομέρειες που κάνουν το Dune: Μέρος Δεύτερο μια από τις συναρπαστικότερες ταινίες της χρονιάς που μόλις ξεκίνησε.
Το Dune: Μέρος Δεύτερο είναι η κινηματογραφική εμπειρία που θα καθορίσει μια ολόκληρη γενιά. Αυτό δεν μπορεί να αντικατασταθεί από τις οθόνες στο σπίτι. Ήταν αυτή μια σκέψη που είχατε στο μυαλό σας κατά τη διάρκεια όλης της διαδικασίας; Δηλαδή ο σκοπός της πραγματικής κινηματογραφικής μαγείας;
Denis Villeneuve: Αυτές οι ταινίες μου αρέσουν, αυτές μου έβαλαν τη σπίθα για να γίνω σκηνοθέτης: οι ταινίες που αγκαλιάζουν τη δύναμη της μεγάλης οθόνης και σε βάζουν στον κόσμο τους. Ναι, είμαι σίγουρα ερωτευμένος με την κινηματογραφική εμπειρία και προσπαθώ όσο μπορώ να κάνω ταινίες που θα βρουν την πλήρη τους δύναμη μέσα σε ένα σινεμά. Όλες μου οι ταινίες είναι γραμμένες, σχεδιασμένες, γυρισμένες και μονταρισμένες με τη σκέψη της μεγάλης οθόνης. Φυσικά, ο σχεδιασμός ήχου είναι επίσης σημαντικός. Δεν πιστεύω ότι στο μέλλον οι τηλεοράσεις θα γίνουν καλύτερες με το VR, ίσως υπάρξει μια οθόνη που μπορεί να γεμίσει το οπτικό σου πεδίο, αλλά ποτέ δεν θα το εμπλουτίσει με την ευκρίνεια ή τον ήχο μιας κινηματογραφικής αίθουσας. Χρειάζεσαι χώρο, οξυγόνο γύρω σου, για να δημιουργήσεις αυτή την πίεση στην ιδέα, αυτή την απήχηση. Δουλεύω πολύ σκληρά με το συνεργείο μου για να φτιάξω αυτή την έννοια του θεάματος όσο το δυνατόν περισσότερο.
Όταν γράφατε και σκηνοθετούσατε το Dune: Μέρος Δεύτερο, πώς ισορροπήσατε το επικό και το συναισθηματικό στοιχείο της ταινίας;
Είναι όλο ένα έπος και η δράση δεν είναι δύσκολη. Το δύσκολο είναι να μην παραβλέψουμε την κεντρική σχέση, την ιστορία ανάμεσα στον Πολ και την Τσάνι. Αυτοί είναι η καρδιά της ταινίας, η σχέση τους θα γίνει καταλύτης για όλη την εξέλιξη της ταινίας. Μέσα από τα μάτια της Τσάνι και του Πολ, νιώθουμε την πολιτική πίεση, την πίεση της κουλτούρας [του κόσμου γύρω τους], την καταπίεση. Έχτισα την ταινία πάνω στη μεταξύ τους ένταση. Γνωρίζοντας αυτό, έλεγα συνέχεια στους συνεργάτες μου: “Αν δεν πιστέψουμε στη σχέση τους, δεν έχουμε ταινία”. Εκεί ήμουν επικεντρωμένος σε όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων, στο να τους φροντίσω και να είμαι κοντά τους όσο περισσότερο γινόταν.
Η δυναμική των σχέσεων στην ταινία είναι απίστευτα περίπλοκη. Πώς δουλέψατε με τους ηθοποιούς για να αναδείξετε αυτή την πολυπλοκότητα επί της οθόνης; Το καστ είναι πολύ εντυπωσιακό.
Δεν ξέρω πώς ακριβώς να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Θα πω ότι η δουλειά μου είναι να δημιουργήσω ένα περιβάλλον γύρω από την κάμερα που θα είναι όσο καλύτερο γίνεται ώστε να είναι συγκεντρωμένοι οι ηθοποιοί και να νιώθουν προστατευμένοι και ασφαλείς. Να υπάρχει μια ζώνη ασφάλειας γύρω από την κάμερα, θα έλεγα. Πολλές φορές μου έχουν πει ηθοποιοί ότι νιώθουν πως γυρίζουν μια ανεξάρτητη ταινία, δηλαδή ότι υπάρχει μια αίσθηση οικογένειας γύρω από την κάμερα. Προσπαθώ να τους προστατέψω και να εξασφαλίσω ότι δεν θα νιώσουν ποτέ την πίεση της “μεγάλης μηχανής”. Αυτή είναι δική μου δουλειά και μπορώ να αντιμετωπίσω τα μεγάλα κεφάλια. Αλλά στους ηθοποιούς οφείλω να δώσω τον απαραίτητο χώρο για να συνδεθούν με το συναίσθημα που πρέπει να αποτυπώσω στην κάμερα. Είναι ένας από τους λόγους που χτίσαμε σκηνικά και που προσπαθούμε να γυρίζουμε σε αληθινά μέρη και να περιτριγυριζόμαστε από στοιχεία που δημιουργούν μια πραγματικότητα γύρω από τους ηθοποιούς.. Μπορούν να θεωρήσουν δεδομένα τα πάντα γύρω τους. Είναι εκεί, είναι αληθινά, μπορούν λοιπόν να εστιάσουν στη σχέση τους και την εσωτερική κίνηση του χαρακτήρα τους.
Μιλώντας για τον ρεαλισμό, τα φοβερά σκηνικά και τον κόσμο που χτίσατε, η στιγμή που ο Πολ γίνεται αναβάτης του σκουληκιού της άμμου είναι πολύ σημαντική. Πώς ήταν να βλέπετε τον Τιμοτέ να το κάνει αυτό, σε σχέση με το πώς το είχατε φανταστεί;
Αυτή η σκηνή είναι η μεγάλη μου χαρά. Βγήκε ακριβώς όπως τη φανταζόμουν. Ήταν το πιο περίπλοκο πράγμα που έχω αποπειραθεί ποτέ να κάνω. Απαίτησε πολλή δουλειά, αλλά προσπάθησα να βρω ένα επίπεδο ρεαλισμού. Ήθελα η μητέρα μου να πιστέψει ότι μπορείς να καβαλήσεις ένα σκουλήκι της άμμου. Ήθελα να είναι τολμηρό, κομψό, επικίνδυνο και συναρπαστικό. Χρειάστηκε, λοιπόν, πολλή δουλειά από το συνεργείο για να μεταφερθεί στην οθόνη. Ευτυχώς, το στούντιο πίστευε σε αυτή τη σκηνή κι έτσι μου έδωσαν όλα τα μέσα και τα εργαλεία για να την κάνω σωστά.
Πόσο δύσκολο ήταν να δημιουργήστε μια νέα γλώσσα για τους χαρακτήρες και πώς την εφηύρατε;
Όταν κάναμε το πρώτο μέρος, ακουγόταν λίγο η γλώσσα των Φρέμεν, που στην οθόνη θα ακούσουμε από τον χαρακτήρα το Χαβιέ Μπαρδέμ, τον Στίλγκαρ. Προσλάβαμε έναν γλωσσολόγο, τον Ντέιβιντ Πίτερσον. Είχε δουλέψει στο παρελθόν στο Game of Thrones και σε άλλες τηλεοπτικές σειρές και ταινίες, και ανέπτυξε τη γλώσσα εμπνευσμένος από αυτά που υπάρχουν στα βιβλία. Ο Φρανκ Χέρμπερτ όντως έχει βάλει στο βιβλίο λίγη από αυτή τη γλώσσα κι εμείς την επεκτείναμε. Ο Ντέιβιντ τη διεύρυνε σύμφωνα με τους διαλόγους που είχα γράψει με τον Τζον Σπέιθς [σ.σ. συν-σεναριογράφος της ταινίας]. Δεν πρέπει να ξεχάσω ότι δεν ήμουν ο μόνος σεναριογράφος της ταινίας. Το πιο συγκινητικό ήταν ότι δημιούργησε πραγματικά μια πλήρη γλώσσα με πλήρες λεξιλόγιο, με πλήρη σύνταξη, γραμματικές δομές, με πλήρη λογική. Και μετά δίδασκε τους ηθοποιούς μέσω βίντεο την προφορά, τη λογική και το νόημα της κάθε λέξης. Έτσι οι ηθοποιοί μπορούσαν πραγματικά να καταλάβουν τι έλεγαν. Υπήρχε κι ένας δάσκαλος διαλέκτων στο πλατό, που ήταν εκεί για να τους διορθώσει, για να βεβαιωθεί ότι όλοι θα μιλούν ακριβώς με την ίδια προφορά, την ίδια “μουσική” κάτω από τη γλώσσα τους. Σε κάποια στιγμή ήταν αρκετά αστείο, γιατί πήγαν όλοι στο σχολείο των Φρέμεν, έμαθαν τη γλώσσα και τη μιλούσαν άπταιστα. Θυμάμαι μια μέρα που είπα “εντάξει, το καταλάβαμε, είναι φανταστικό”. Και ο Φαμπιάν, ο δάσκαλος αυτός, ήρθε και μου είπε: “ναι, αλλά προφέρει λάθος αυτή τη λέξη”. Και του λέω, “Φαμπιάν, σε παρακαλώ, άστο να πέσει κάτω». Αλλά ήταν πολύ συγκινητικό για μένα να βλέπω πόσο στα σοβαρά το είχαν πάρει όλοι. Νιώθω ακόμα δέος. Όταν τους ακούω, νιώθω ότι ακούγεται σαν αληθινή γλώσσα γιατί είναι όντως έτσι.
Μια από τις κλασικές θεματικές της ταινίας, που εμφανίζεται σε όλη την πορεία του σινεμά, είναι η κόντρα ανάμεσα στο καλό και το κακό, το σωστό και το λάθος. Πώς πιστεύετε ότι το Dune: Μέρος Δεύτερο το εξερευνά αυτό και πόσο εύκολα μπορούμε να δούμε στο δικό μας κόσμο τις αναζητήσεις των χαρακτήρων σας;
Μου αρέσει να φέρνω νόημα στην οθόνη. Θέλω να ελπίζω ότι τα πράγματα δεν είναι 1 και 0, άσπρο και μαύρο. Το αγνό κακό υπάρχει, αλλά είναι σπάνιο. Τις περισσότερες φορές είναι θέμα οπτικής. Φυσικά, κανείς δεν θα αμφισβητήσει ότι ο βαρώνος Χαρκόννεν είναι κακός. Αλλά αν πάρεις έναν χαρακτήρα σαν τον Αυτοκράτορα, βλέπεις κάποιον που τον έχει στύψει το πολιτικό παιχνίδι και έχει πάρει πολύ κακές αποφάσεις. Είναι, όμως, πραγματικά κακός; Δεν είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Είναι τεχνοκράτης και δειλός, αλλά θέλω να του δώσω περισσότερα επίπεδα. Το σημαντικό είναι ότι όταν ο Φρανκ Χέρμπερτ έγραψε το πρώτο βιβλίο, είχε πολύ συγκεκριμένες προθέσεις. Ήθελε η ιστορία να είναι ένα παράδειγμα προς αποφυγήν, μια προειδοποίηση για μεσσιανικές φιγούρες. Και είχε απογοητευτεί από την υποδοχή του βιβλίου όταν κυκλοφόρησε. [Οι αναγνώστες είχαν ειδωλοποιήσει] τον Πολ, ενώ εκείνος τον ήθελε να είναι αντι-ήρωας. Για να διορθώσει αυτή την άποψη, έγραψε ένα δεύτερο βιβλίο, το “Dune: Messiah”, που ήταν ένας μικρός επίλογος που διόρθωνε την αντίληψη του πρώτου βιβλίου. Προσπάθησα να κάνω μια μεταφορά κοντά στις αρχικές προθέσεις του Χέρμπερτ, δηλαδή μια ταινία-προειδοποίηση. Δεν είναι μια αποθέωση του Πολ. Ο Πολ γίνεται αυτό που ο ίδιος καταδίκαζε. Πρόδωσε τον λαό του. Ερωτεύτηκε την κουλτούρα.
Σαν σκηνοθέτης, ποια ήταν η μεγαλύτερη ανταμοιβή σας από αυτό το project ως τώρα και πώς άλλαξε ή εξέλιξε την προσέγγισή σας στο σινεμά από εδώ και πέρα;
Είναι μεγάλη κουβέντα αυτή, γιατί μόλις ολοκλήρωσα την ταινία. Ακόμα το επεξεργάζομαι. Θα έλεγα ότι με ενδιαφέρουν συγκεκριμένες στιγμές, που γυρίζεις κάτι και νιώθεις ότι ανοίγει μια πόρτα, κι έτσι συνέβη στο δεύτερο μέρος, κάποιες φορές είπα “εντάξει, προς τα εκεί πρέπει να πάω την επόμενη φορά”. Κάτι που πάντα μου έκανε εντύπωση είναι ότι [η διαδικασία] είναι σαν ένα γλυπτό. Την ώρα που το δουλεύεις, βλέπεις μια ευκαιρία – και ανακαλύπτεις κάτι στην πράξη, που θα μπορούσε να σε βελτιώσει σαν σκηνοθέτη. Νιώθω ότι κάθε ταινία με έχει πάει λίγο πιο μπροστά και πάντα υπάρχει η ιδέα ότι μπορείς να γίνεις καλύτερος. Αυτό είναι το απαραίτητο κίνητρο για να κάνεις άλλη μια ταινία.