Τον Απρίλη του ‘99 οι παγκόσμιοι τηλεοπτικοί δέκτες γέμισαν με τον παγωμένο τρόμο της πιο φρικτής ως τότε έξαρσης των φαινομένων τυφλής βίας της αμερικανικής κοινωνίας, με τη σφαγή στο λύκειο του Columbine, και τρία χρόνια αργότερα ένας Αμερικανός ντοκιμαντερίστας βρήκε τη χαραμάδα που θα μεταμόρφωνε σε παράθυρο προς τον συναρπαστικό κόσμο των ντοκιμαντέρ, μετατρέποντας το Bowling for Columbine (2002) του σε παγκόσμιο κινηματογραφικό σουξέ ανήκουστου βεληνεκούς για το είδος του. Το πρώτο μεγάλο hit του Michael Moore έκανε τα διεθνή ακροατήρια να στραφούν με ενδιαφέρον προς ένα κινηματογραφικό είδος που ως τότε αγνοούσαν ότι μπορούσε να τους δείξει συναρπαστικές και ζώσες οπτικές του κόσμου τους, κι όταν μερικά χρόνια αργότερα ο ιδιότροπος δημιουργός με το επιθετικό χιούμορ και το προφίλ του ιεροκήρυκα της κοινής λογικής, ξετίναζε τις αμφιβόλου σκοπιμότητας τακτικές της διοίκησης Bush με το Fahrenheit 9/11 (2007), όχι μόνο ισοπέδωσε τα ταμεία ανά την υφήλιο, αλλά σάρωσε τα μεγαλύτερα βραβεία του κινηματογραφικού παλμαρέ, ξεκινώντας απ’ τις Κάννες και καταλήγοντας στα Όσκαρ. Το ντοκιμαντέρ, ως είδος, με δυο ταινίες μόνο μπήκε φαρδύ-πλατύ στο κινηματογραφικό spotlight. Έκτοτε, παλεύει για να ξαναεμφανιστεί.
Ο Michael Moore έστησε άλλα δυο ντοκιμαντέρ με πορεία σταθερά καθοδική, η σπαρταριστή, gonzo προσέγγισή του έγινε σχεδόν σχολή που γέννησε μιμητές σαν τον Morgan Spurlock (Super Size Me / 2005), και μεγάλες, επιθετικές ατζέντες όπως αυτή της κλιματολογικής αφύπνισης, ή της βεγκανιστικής συνειδητοποίησης κατάφεραν να κινητοποιήσουν μαζικούς μηχανισμούς προώθησης για να φτάσουν σε περίβλεπτες οθόνες μεγάλων κινηματογραφικών φεστιβάλ με ταινίες όπως το An Inconvenient Truth (2006) του Al Gore και το Eleventh Hour (2007) με τον Leonardo Di Caprio. Όσο όμως το ντοκιμαντέρ φούντωνε, ο ενθουσιασμός του κόσμου για το είδος ξεφούσκωνε. Αλλά όσο κι αν η μόδα άλλαξε, το ντοκιμαντέρ παραμένει ένα κινηματογραφικό είδος που μπορεί να συνεπάρει τον θεατή όχι μονάχα ανοίγοντάς του παράθυρα σ’ έναν κόσμο που δύσκολα θα μπορούσε αλλιώς να δει, αλλά και να προσεγγίσει ζητήματα που τον απασχολούν με τρόπο που δεν είχε φανταστεί. Κι όσο παλεύει το ντοκιμαντέρ ν’ αναπτυχθεί, τόσο υπάρχουν κι οι άνθρωποι που παλεύουν να το φέρουν στο κοινό του. Όπως τα κορίτσια πίσω από το CineDoc.
Η Δήμητρα Κουζή, η Ρέα Αποστολίδη, και η Αύρα Γεωργίου, περνούν όλη τους τη χρονιά ψάχνοντας (και καμιά φορά παράγοντας) τα ντοκιμαντέρ που θα ξεκινήσουν τη συζήτηση: μια οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από θέματα που ενδιαφέρουν το κοινό τους κατ’ αρχήν, κι ύστερα γύρω απ’ το ίδιο το είδος και το πώς ο κόσμος θα αντιληφθεί πως ντοκιμαντέρ δεν είναι μόνο αυτό το πράγμα με τα δελφίνια στην τιβί: «Συγκρίνοντας την κατάσταση σήμερα, με κάποια ντοκιμαντέρ που είχαμε βγάλει εμείς πριν από δέκα χρόνια, είναι εμφανές ότι τα πράγματα πάνε πολύ χειρότερα», παραδέχονται η Δήμητρα Κουζή και η Ρέα Αποστολίδη, που περάσαν ένα μεσημέρι στα γραφεία της Popaganda, εξηγώντας μας τι ακριβώς προσπαθούν να διορθώσουν. «Το CineDoc είναι μια προσπάθεια να χρησιμοποιήσουμε διαφορετικές πλατφόρμες media για να φτάσουμε το ντοκιμαντέρ σ’ ένα ευρύ κοινό σ’ όλη την Ελλάδα: είναι σινεμά, είναι σχολείο, είναι Video on Demand, είναι όποιος τρόπος μπορείς να βρεις για να φτάσεις σ’ ένα καινούριο κοινό το οποίο μπορεί να μην ήθελε να δει ντοκιμαντέρ».
Η αιχμή τους βέβαια, είναι ο ετήσιος χειμωνιάτικος κύκλος προβολών τους στην Αθήνα. «Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε με το CineDoc είναι στην ουσία κι αυτό που χρειάζεται το ντοκιμαντέρ: να υποστηρίξεις ουσιαστικά την προβολή, και να την αναγάγεις σε κάτι παραπάνω απ’ αυτό, να την κάνεις μια εμπειρία. Να βοηθήσεις τον θεατή να αντιληφθεί ότι θα έρθει στην αίθουσα να δει κάτι που τον αφορά, γιατί το θέμα του τον αφορά. Άρα, έχουμε ένα ειδικό κοινό που προσεγγίζουμε κάθε φορά με συγκεκριμένους τρόπους και τεχνάσματα, κι ύστερα ένα ειδικό πάνελ, ή μια ειδική συζήτηση, ή μια ειδική διοργάνωση που πλαισιώνει αυτές τις ταινίες. Και ουσιαστικά υποστηρίζει ακριβώς αυτήν την αίσθηση της εμπειρίας, βοηθώντας τον κόσμο κατ’ αρχήν να μην αισθάνεται ότι πηγαίνει παθητικά να καταναλώσει κάτι, αλλά να αποκτά κι εκείνος έναν ρόλο στην ίδια ιστορία: να κάνει ερωτήσεις, να προβληματιστεί, να συμμετάσχει. Κι αυτό είναι τελικά που κάνει τον κόσμο να ενδιαφέρεται για το ντοκιμαντέρ: το ότι έχει ανάγκη από απαντήσεις, όλοι μας έχουμε ανάγκη από απαντήσεις. Έχει ανάγκη αυτή τη διαδραστικότητα, κι αυτήν την αντιπληροφόρηση που μπορεί να αποκτήσει μέσα απ’ το ντοκιμαντέρ».
Οι ευκαιρίες για αντιπληροφόρηση βέβαια, είναι τόσο ευρείες όσο κι η γκάμα των ντοκιμαντέρ που κυκλοφορούν εκεί έξω: «πέρυσι παίξαμε το Alphabet» θυμούνται τα κορίτσια, «ένα γερμανικό ντοκιμαντέρ για την εκπαίδευση, στο οποίο ήρθαν πάρα πολλοί γονείς, εκπαιδευτικοί, γέμισε η αίθουσα, κι αυτό που ήταν το τόσο ωραίο στην συζήτηση που ακολούθησε μετά, ήταν το πώς ένα γερμανικό ντοκιμαντέρ για την παιδεία κατέδειξε τα ζητήματα που υπάρχουν και στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, το πώς καταπιέζουμε τα παιδιά μας και λοιπά, κι όλο αυτό που προέκυψε ήταν λίγο σαν αποκάλυψη. Κι αυτό γιατί συνδέσαμε το ντοκιμαντέρ με τη δική μας εμπειρία. Τη δική μας κατάσταση. Το οποίο είναι κι αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε κάθε φορά δηλαδή».
Η προ-πρεμιέρα του φετινού CineDoc πάντως, δεν χρειάζεται και ιδιαίτερη προσπάθεια για να προσαρμοστεί στα ελληνικά δεδομένα: το The Forecaster του Marcus Vetter, που θα προβληθεί στις 29/9, θα συστήσει στο ελληνικό κοινό τον Martin Armstrong, έναν Αμερικανό οικονομολόγο ο οποίος ανέπτυξε ένα μοντέλο που προβλέπει τις οικονομικές κρίσεις με τρομακτική ακρίβεια. «Ο Armstrong, που θα έρθει στην Αθήνα και θα παραστεί στην προβολή, προβλέπει μια πάρα πολύ έντονη και παρατεταμένη οικονομική κρίση, η οποία θα ξεκινήσει στην Ευρώπη την 1η Οκτωβρίου του 2015» λένε τα κορίτσια και η συζήτηση για λίγο παγώνει. «Η ταινία και η συζήτηση που θα ακολουθήσει θα προβληθούν ταυτόχρονα στη Μυτιλήνη, το Ρέθυμνο και τη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε περισσότερες από 15 αίθουσες σε όλη την Ευρώπη», συνεχίζει η Δήμητρα Κουζή, κι άρα τουλάχιστον αν είναι να καταστραφούμε, θα καταστραφούμε όλοι μαζί.
«Αυτό που κάνουμε στην ουσία μ’ αυτό το ντοκιμαντέρ είναι μια συζήτηση – event για το τι περιμένει την Ελλάδα και την Ευρώπη στους επόμενους μήνες» αλλάζει θέμα η Δήμητρα, οπότε είναι παραπάνω από δίκαιο να το μάθουν κι οι άλλοι Ευρωπαίοι συγχρόνως μ’ εμάς, «κι είναι ουσιαστικά μια προσπάθεια που ξεκίνησε με ιδρυτικό μέλος το CineDoc, για τη δημιουργία ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού δικτύου, το Moving Docs, που έχει ως στόχο την εφαρμογή μιας κοινής στρατηγικής marketing και επικοινωνίας στις πάνω από επτά χώρες που συμμετέχουν ως στιγμής, για την προώθηση πέντε επιλεγμένων ντοκιμαντέρ τον χρόνο».
Αν ο Forecaster δεν πέσει τελείως μέσα κι η Γη συνεχίζει να γυρίζει μετά την 1η του Οκτώβρη, αυτό το μοντέλο του CineDoc θα εφαρμοστεί και για το Bikes vs Cars, εξαπλώνοντας τη γοητεία των ντοκιμαντέρ σε ολόκληρη τη χώρα πρακτικά. «Ποτέ δεν είχαμε μονάχα την Αθήνα στο μυαλό μας», συνεχίζει η Δήμητρα, «και πάντα η ιδέα ήταν η δημιουργία ενός δικτύου διανομής: όπου υπάρχει κόσμος και αίθουσα, να υπάρχει και το CineDoc. Φέτος όμως, θα το κάνουμε αυτό πολύ πιο οργανωμένα, με παράλληλες προβολές σε σχεδόν 40 πόλεις σ’ όλη την Ελλάδα». Σχεδόν 40 πόλεις στις οποίες το πολύ οργανωμένο εγχώριο ποδηλατικό κίνημα θα καλέσει τον λαό σε εξέγερση μέσω του Bikes vs Cars, ενός ντοκιμαντέρ που μιλά για την πολύ πραγματική και πολύ παγκόσμια, ολοένα διογκούμενη διαμάχη μεταξύ των ποδηλατών και των αυτοκινητιστών για την τελική επικράτηση στους δρόμους. Κι εκεί αναρωτιέται κανείς: αν δεν μας ξεκάνει η οικονομική καταστροφή, θα μας φάει η μάχη των τροχών; Κι εκεί απαντάει κανείς: η απάντηση στο φετινό CineDoc.