Έχει μόλις δύσει, τα φώτα της μεγάλης πόλης είναι ολόφωτα, «τι λες μαν, πάμε στο Πάρκο;», «γιατί όχι, φύγαμε!», «ρε συ αυτοί πάνε στο Πάρκο, πάμε κι εμείς;», «άσε με μπρο, πάω να παίξω μπάσκετ, τράβα μόνος σου», κάποιοι γνωρίζονται ήδη μεταξύ τους, κάποιοι άλλοι θα κάνουν απόψε καινούργιους φίλους, κανείς τους δεν ξέρει ότι πριν ξημερώσει μερικοί από ετούτο το τσούρμο μαύρων και λατίνων τινέιτζερς θα βρεθούν στο κρατητήριο, ότι μέχρι να αλλάξει ο χρόνος θα έχουν καταδικαστεί για τον βιασμό και τον ξυλοδαρμό μιας λευκής Νεοϋορκέζας, για την ώρα κανείς τους αυτό το βράδυ δεν φοβάται, όχι περισσότερο απ’ όσο φοβόταν το προηγούμενο βράδυ, όχι περισσότερο απ’ όσο φοβόταν όλα τα προηγούμενα βράδια που όλοι τους άλλαζαν δρόμο μόλις έβλεπαν, λευκούς ή μη, «μπάτσους» από μακριά, έτοιμους όπως πάντα να καταχραστούν την εξουσία τους στους δρόμους του ανατολικού Χάρλεμ, τώρα δεν έχει σημασία τίποτα από όλα αυτά, το μόνο που έχει σημασία είναι ότι ένας-ένας είναι πια όλοι μαζί, έτοιμοι για μια ανέμελη, φωνακλάδικη βόλτα στο Σέντραλ Παρκ, γιατί «η ελευθερία του λόγου μας είναι ελευθερία ή θάνατος, πρέπει να πολεμήσουμε την εξουσία», μέχρι να γίνει η πρώτη μανούρα, να αρχίσει να χάνεται ο έλεγχος και να τελειώνει η λογική, μόλις σιγήσουν οι ρίμες του Chuck D.
Έπρεπε να περάσουν ακριβώς τρεις δεκαετίες από το “Do the Right Thing” -στη διάρκεια των οποίων βέβαια το “Fight the Power” κάθε άλλο παρά σταμάτησε να αποτελεί έναν από τους πιο αξιόπιστους ύμνους, της μαύρης και μη, ακόμη και δημιουργικά ασαφούς, δεν τρέχει και τίποτα, επαναστατικότητας ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων- ώστε το τραγούδι που οι Public Enemy έγραψαν κατά παραγγελία του Spike Lee για το καλύτερο (;) μέχρι σήμερα joint του, να επιβεβαιώσει με τρόπο πανηγυρικό τη διαχρονικότητά του μέσω της καίριας σημασίας χρήσης του ως «χαλί» στην αρχή του “When they see us”, της μίνι σειράς που, αφηγούμενη την αληθινή ιστορία της ενοχοποίησης πέντε εφήβων, τεσσάρων Αφροαμερικανών και ενός ισπανόφωνου, για τον βιασμό και τον βαρύτατο τραυματισμό μιας λευκής κοπέλας τον Απρίλιο του 1989, ανακάτεψε τα στομάχια ακόμη και όσων δεν ξέχασαν ποτέ ότι η ζωή μπορεί να αποδειχτεί χειρότερη από εφιάλτη αν βρεθείς στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή και το χρώμα του δέρματός σου δεν είναι το λευκό.
Είναι αυτή, η εναρκτήρια, καθώς και οι τελευταίες σκηνές -όπου εμφανίζονται στην οθόνη οι πραγματικοί, κάλλιο αργά παρά ποτέ δικαιωμένοι «5 του Σέντραλ Παρκ»- της δικαίως πολυσυζητημένης τηλεοπτικής παραγωγής, που έχω κατά νου όταν στην άλλη άκρη, όπως λέγεται ακόμη και στο ψηφιακό παρόν, της τηλεφωνικής γραμμής ακούγεται μια βαριά, επιβλητική φωνή.
«Γεια. Είμαι ο Chuck. Να μιλάς αργά και δυνατά για να μπορέσω να καταλάβω την προφορά σου. Θα κάνω κι εγώ το ίδιο για να μπορέσεις να καταλάβεις κι εσύ τη δική μου».
«Θα προσπαθήσω λοιπόν…» προλαβαίνω μόνο να του πω πριν πάρει και πάλι το λόγο.
«Έι, έι, άκου. Σου ζητώ συγνώμη. Εσύ εκτός από τη μητρική σου γλώσσα μπορείς και μιλάς αγγλικά. Ενώ εγώ ξέρω μόνο μία γλώσσα. Οπότε και πάλι σου ζητώ συγνώμη», λέει εμφατικά και τώρα πια ναι, ο Chuck D, γεννημένος την 1η Αυγούστου 1960 στο Queens (Carlton Douglas Ridenhour το πραγματικό του όνομα), ηγέτης των Public Enemy, MC στο «υπερσυγκρότημα» των Prophets of Rage (τους περιμένουμε πώς και πώς στην Αθήνα, στις 27/8), συγγραφέας, ακτιβιστής, ίσως ο πιο σημαντικός ράπερ της γενιάς του και σίγουρα ένας από τους πιο αξιόμαχους θεματοφύλακες της hip hop παράδοσης, είναι έτοιμος να ακούσει και να μιλήσει στην Popaganda. Για τις κοινωνικές ανισότητες, για τη λυτρωτική δύναμη της μουσικής, για το Πούλιτζερ του Κέντρικ Λαμάρ, για το αληθινό-μόνο-όταν-είναι-ελεύθερο hip hop και για τη σημασία του να ακούς τον άλλο πριν προσπαθήσεις να τον πείσεις για ό,τι έχεις στο κεφάλι σου. Α, ναι, και για εκείνον τον «κακό διασκεδαστή» που κατοικεί σε ένα μεγάλο, λευκό σπίτι…
Πίσω στο 2017, με τους Prophets of Rage να μετράνε μόλις λίγους μήνες ζωής, έλεγες στις συνεντεύξεις ότι ο μόνος λόγος που αποφάσισες να ενδώσεις στις πιέσεις του Tom Morello για να συμμετάσχεις στο γκρουπ, ήταν η ανάγκη σου να θεραπευτείς από τον πόνο για τον χαμό του πατέρα σου. Μπορείς να μου εξηγήσεις πώς λειτουργεί μέχρι σήμερα όλο αυτό; Όντως, κατά κάποιο τρόπο για αυτό το έκανα. Μπορείς να πεις ότι οι Prophets of Rage με έσωσαν σε μια δύσκολη στιγμή. Αυτό το γκρουπ άλλαξε τη στάση μου απέναντι στη ζωή, το εύρος, αν θες, της οπτικής μου απέναντι στα πράγματα. Ένιωσα ξανά ότι όλα είναι πιθανά, οπότε γιατί να μην το δοκιμάσω; Κάπως έτσι είναι ακόμη. Ο δρόμος είναι μπροστά μας. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να πατήσουμε το γκάζι.
Πέρα από αυτό όμως, πρέπει να ένιωσες καλά όντας μέλος μιας νέας, πολιτικοποιημένης μπάντας σε μια περίοδο μεγάλης πολιτικής αναταραχής για τη χώρα σου. Ναι, φυσικά, αλλά κανείς μας δεν θέλει τα πράγματα να είναι σκατά μόνο και μόνο για να εμπνεόμαστε και να γράφουμε δίσκους. Καταλαβαίνεις τι εννοώ; Θα προτιμούσα να ζω σε έναν πιο δίκαιο κόσμο κι ας μου κόστιζε όλα τα ριζοσπαστικά, πολεμικά χιτ που έχω γράψει μέχρι σήμερα. Όμως ο κόσμος δεν είναι δίκαιος και το καθήκον μας είναι να φτιάχνουμε δίσκους που λειτουργούν σαν αποκούμπι για τον κόσμο, που σου δίνουν τη δυνατότητα να πιστέψεις στις δυνατότητές σου και να αντέξεις τον καθημερινό βομβαρδισμό ανοησίας και μαλακίας από αυτούς που έχουν στα χέρια τους την εξουσία.
Πρόσφατα παρακολούθησα το συγκλονιστικό “When they see us”, σε μια χαρακτηριστική σκηνή του οποίου ακούγεται το “Fight the power”. Λίγες μέρες αργότερα είδα στις ειδήσεις μία ρεπόρτερ να ρωτά τον Ντόναλντ Τραμπ αν έστω τώρα, τόσα χρόνια μετά, πιστεύει ότι πρέπει να ζητήσει συγνώμη από τους «5 του Central Park» για την καμπάνια του να τιμωρηθούν με τη θανατική ποινή. Δεν είναι άλλωστε λίγοι όσοι υποστηρίζουν ότι ο Τραμπ επηρέασε την κοινή γνώμη και όχι μόνο υπέρ της καταδίκης των αθώων εφήβων. Ο πρόεδρός σας όπως πάντα απέφυγε να απαντήσει και άλλαξε το θέμα. Αναρωτιέμαι τι θα του έλεγες εκείνη τη στιγμή αν ήσουν παρών. Θα του έλεγα το εξής: «Τραμπ είσαι ένας κακός διασκεδαστής. Δεν είσαι κατάλληλος για την προεδρία των ΗΠΑ. Μπορείς αν θες να αγοράσεις μία αθλητική ομάδα, ίσως καταφέρεις να τη διοικήσεις, αλλά δεν μπορείς να κυβερνήσεις ένα λαό. Φύγε και άσε μας να ζήσουμε.»
Ψύχραιμο σε ακούω… Κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ ξέροντας ότι τα σημάδια που θα αφήσει στη χώρα μου αυτός ο φτηνός, κακός διασκεδαστής υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μη φύγουν ποτέ. Ίσως μάλιστα επανεκλεγεί…
Δεν τρέφεις δηλαδή ελπίδες τώρα που έχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση στις ΗΠΑ για την επιστροφή του σοσιαλισμού; Ανέκαθεν πίστευα ότι οι βασικές αρχές του σοσιαλισμού μπορούν να οδηγήσουν σε έναν καλύτερο κόσμο. Αλλά δεν είμαι πολιτικός. Το μόνο που ξέρω είναι ότι η απληστία των πλούσιων είναι σατανική. Πιστεύω, λοιπόν, ότι ο σοσιαλισμός με έναν τρόπο που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες του μοντέρνου ανθρώπου, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε κάτι καλύτερο από αυτό που έχουμε ζήσει μέχρι σήμερα. Δεν είμαι πολύ καλός με την πολιτική ορολογία. Η ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη όμως είναι επιτακτική. Πάντα ήταν και πάντα θα είναι.
«Τραμπ είσαι ένας κακός διασκεδαστής. Δεν είσαι κατάλληλος για την προεδρία των ΗΠΑ. Μπορείς αν θες να αγοράσεις μία αθλητική ομάδα, ίσως καταφέρεις να τη διοικήσεις, αλλά δεν μπορείς να κυβερνήσεις ένα λαό. Φύγε και άσε μας να ζήσουμε.»
Σχετικά με το hip hop, ξέρεις καλύτερα από τον καθένα ότι δεν είχε ποτέ να κάνει μόνο με τη μουσική, αλλά και με το στυλ, τα γκραφίτι κλπ. Παρ’ όλα αυτά, έχω την αίσθηση ότι, όπως και κάθε άλλο genre, χρόνο με το χρόνο έχει να κάνει ολοένα και περισσότερο με οτιδήποτε άλλο παρά με τη μουσική καθαυτή. Εσύ πώς το βλέπεις «από μέσα»; Κοίταξε, το hip hop είναι μια ολόκληρη κουλτούρα. Όπως είπες, ποτέ δεν ήταν μόνο ο ήχος. Ήταν και η εικόνα. Ήταν και η ιστορία πίσω από τα τραγούδια. Ήταν και το στυλ. Οπότε ο ήχος, η εικόνα, η ιστορία και το στυλ συνθέτουν το όλον του hip hop. Πάντα ήταν κάτι περισσότερο από «απλώς» μουσική. Έτσι είναι και σήμερα. Ίσως να έχουν αλλάξει τα μέσα στο κομμάτι της εικόνας και του στυλ. Δεν πρέπει όμως ποτέ να προσπαθούμε να βάζουμε το hip hop σε καλούπια. Πρέπει να το αφήνουμε ελεύθερο να εξελιχθεί, χωρίς φυσικά να ξεχάσει τις ρίζες του.
Εντυπωσιακή εξέλιξη ήταν και η απονομή του Πούλιτζερ στον Κέντρικ Λαμάρ. Ακριβώς. Ήταν σαν να ήρθε το πλήρωμα του χρόνου.
Έχεις εκφράσει επανειλλημμένα την ικανοποίησή σου για αυτή τη βράβευση και κατά βάση συμφωνώ μαζί σου. Yπάρχουν όμως και ορισμένοι σκεπτικιστές που λένε ότι αυτός ήταν απλά άλλος ένας τρόπος πολιτισμικής οικειοποίησης του hip hop από το λευκό κατεστημένο, άλλο ένα βήμα ώστε να απομακρυνθεί από το φυσικό του περιβάλλον: το δρόμο. Επίτρεψέ μου να σου κάνω μία ερώτηση. Πόσο χρονών είναι αυτοί οι σκεπτικιστές; Μήπως είναι τίποτα μεγάλοι άνθρωποι που κρίνουν τους πάντες με βάση μόνο όσα έχουν διαβάσει σε βιβλία;
Θα είχε διαφορά αν ήταν πιτσιρικάδες; Όχι και τόσο. Κάθε γενιά έχει τις δικές της κοινές αναφορές και θέσεις. Καμίας γενιάς η κρίση δεν είναι αλάνθαστη. Η γνώμη μου είναι ότι πρέπει να δουλέψουμε όλοι μαζί.
Δεν μου είπες όμως για τον Κέντρικ Λαμάρ. Τι άλλο να πω πέρα από το ότι θεωρώ το Πούλιτζερ μία πολύ σημαντική στιγμή στην ιστορία του hip hop;
Κάτι που με ενδιαφέρει πάντα να μαθαίνω από ενεργούς επί δεκαετίες καλλιτέχνες είναι το κατά πόσο η δημιουργικότητα επηρεάζεται από τις αλλαγές στα μέσα κατανάλωσης του παραγόμενου έργου. Προσωπικά δεν με απασχολεί ο τρόπος με τον οποίο θα ακουστεί η μουσική μου, δεν έχει σημασία αν κάποιος αγοράζει δίσκους ή CD ή αν προτιμάει το streaming. Η μουσική υπήρχε πολύ πριν γεννηθούμε εγώ κι εσύ. Υπήρχε μια εποχή που ο μόνος τρόπος για να ακούσεις μουσική ήταν να δεις ζωντανά ένα μουσικό. Τώρα ο καθένας μπορεί να ακούει ό,τι θέλει, όπου κι αν βρίσκεται, από το τηλέφωνό του. Εμένα αυτό μου φαίνεται ευλογία, κάτι που κάνει τη ζωή μας καλύτερη και σίγουρα όχι κάτι για το οποίο αξίζει να γκρινιάζει κανείς. Είναι πάντα προτιμότερο να ακούς περισσότερη μουσική, παρά λιγότερη, δεν συμφωνείς;
Και πάλι ακούγεσαι πολύ ψύχραιμος και ήρεμος. Αυτό θα συμβούλευες και τον νεότερο εαυτό σου, ας πούμε το μακρινό 1989 που βγήκε το “Fight the power”, αν είχες την ευκαιρία να τον συναντήσεις; Να διατηρεί γενικά την ψυχραιμία του; Θα είχα πολλές καλές συμβουλές να του δώσω. Νομίζω ότι ο Chuck D πίσω στο 1989 ήταν ωραίος τύπος και θα καθόταν ν’ ακούσει όσα θα είχε να του πει ο Chuck D του 2019. Με μεγάλωσαν δύο απίθανοι γονείς που μου έμαθαν να σέβομαι πάντα τους άλλους ανθρώπους και ειδικά τους μεγαλύτερους, να κάθομαι και να τους ακούω ακόμη κι αν δεν συμφωνώ μαζί τους. Γιατί αν έχεις την υπομονή να ακούσεις, σημαίνει ότι έχεις την όρεξη να μάθεις.