Categories: ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ

Χρόνης Μπότσογλου: «Μνήμη είναι ο τρόπος που ζούμε τα πράγματα»

Το εργαστήρι του κάθε ζωγράφου είναι το σύμπαν του. Ο Χρόνης Μπότσογλου άνοιξε την πόρτα του ατελιέ του στην Popaganda και μοιράστηκε τις σκέψεις του για τη ζωγραφική, την πρωτοπορία, τη σημερινή πολιτική κατάσταση και τη δική του θητεία στην πρυτανεία της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Πρόσχαρος, ζωηρός, παθιασμένος στον λόγο του και στις εκφράσεις του επιβεβαιώνει με κάθε του κίνηση ότι αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της σύγχρονης τέχνης στη χώρα μας.

Από πολύ μικρός είχα αποφασίσει τι θα κάνω. Κι όταν λέω από μικρός εννοώ από το δημοτικό. Από τότε ζωγράφιζα. Ίσως ένα από τα καλύτερα έργα που έχω κάνει να είναι καμωμένο ακριβώς όταν τελείωνα το δημοτικό. Απεικόνιζε την κουζίνα του σπιτιού που έμενα, στην Πάνω Πόλη της Θεσσαλονίκης. Στο δημοτικό ζωγράφιζα ότι έβλεπα μέσα στο σπίτι π.χ. το καντηλάκι που έφεγγε.

Κάποια στιγμή στη Θεσσαλονίκη είχε γίνει μια συλλογική έκθεση σε μια γκαλερί. Ένα απόγευμα καθόμουν εγώ εκεί και μπαίνει μέσα ένα γεροδεμένος τύπος στο δικό μου μπόι. Περνούσε μπροστά από τα έργα, τα έβλεπε κι επαναλάμβανε τη λέξη «σκατά». Εκνευρίζομαι κι εγώ και του λέω: «Πολύ μεγάλο κώλο έχεις, ρε παιδί μου», λογοφέρνουμε και ήμασταν έτοιμοι να βγούμε έξω για να πιαστούμε στα χέρια. Και τότε, λίγο πριν το ξύλο, μου λέει: «Το μόνο που αξίζει εδώ μέσα είναι αυτό» και δείχνει ένα δικό μου. Τα βρήκαμε αμέσως. Αυτός λοιπόν ήταν ο Γιώργος Δέρπαπας, με τον οποίο είμαστε πολύ φίλοι.

Τον καλλιτέχνη τον ενδιαφέρει η γνώμη του κοινού. Δεν ζωγραφίζω πίνακες για να τους κρατώ στο σπίτι μου. Θυμάμαι τη συμμετοχή μου σε μια έκθεση, ενώ βρισκόμουν ακόμη στην ΑΣΚΤ. Είχα φτιάξει σε τέμπερα ένα γυναικείο γυμνό, εμπνευσμένο από μια αφίσα στριπτιτζάδικου, και είχα φτιάξει άλλο ένα έργο σε λάδι που απεικόνιζε έναν καμπινέ. Μπαίνει στο χώρο της έκθεσης ο Γιάννης Βαλαβανίδης και κοιτά τα έργα μου. Τον ρωτώ πώς τα βλέπει και μου απαντά «ασορτί». Η καλύτερη κριτική που δέχτηκα.

Θυμάμαι όταν ήρθα στην Αθήνα για να σπουδάσω στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, αρχή της δεκαετίας του 1960, στη ζωγραφική ήμασταν 12 άτομα. Όσο ήμουν στη Σχολή βρισκόμουν κάθε ημέρα στους δρόμους, διαδηλώσεις, ξύλο, ξύλο με τον Έβερτ. Υπήρχε ένα συνεχές κυνηγητό αλλά κι ένας δυνατός ενθουσιασμός. Στο εργαστήρι του Μόραλη ήμασταν συνολικά περίπου 50-60 άτομα. Ήταν η εποχή που μας ωθούσε να έχουμε ανάγκη από παρέες και κοινές δράσεις. Αλλά και τώρα δεν βλέπετε τι γίνεται; Πώς αντέχουν τα νέα παιδιά; Μέσα σε τόσο δύσκολες συνθήκες και ανοίγουν συνεχώς καινούρια θέατρα. Είναι η φυσική αντίδραση σε αυτή την πολύ κακή κατάσταση που ζούμε, όλοι. Θυμάμαι μια χρονιά που κατεβήκαμε σε απεργία και δεν εκθέταμε αλλά τα βράδια παρουσιάζαμε στα σπίτια ο ένας στον άλλον τα έργα μας. Κι έτσι ήρθαμε σε επαφή.

Τι ξέρουν από τέχνη οι πολιτικοί μας; Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να κρατάνε τα πατροπαράδοτα.  Σκεφτείτε τι έλεγε η χούντα: «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών.» Και μιλούσαν για την αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο. Τι σχέση έχει το ένα με το άλλο; Και τώρα δυστυχώς είναι πολύ άσχημη η κατάσταση. Και το τραγικό είναι ότι την άνοδο της ακροδεξιάς τη βιώνει όλη η Ευρώπη. Οι πολιτικοί μας δεν είναι άξιοι της θέσης τους. Σοβαρή πολιτική δεν κάνει κανείς. Και είμαστε αναγκασμένοι να λέμε το «μη χείρον βέλτιστον» και να ψηφίζουμε με αυτή τη λογική.

Όντας φαντάρος είχα κερδίσει δύο υποτροφίες από το ΙΚΥ, μία εσωτερικού και μία εξωτερικού. Έκανα αρχικά την πρώτη και μετά χάρη στη δεύτερη βρέθηκα στο Παρίσι, το 1970. Δεν είχε περάσει καιρός από τον Μάη του ’68. Το Παρίσι ήταν μια τρέλα. Άλλος κόσμος, άλλος τρόπος ζωής. Ο πρώτος φίλος που έκανα ήταν ένας Τούρκος, ο Μεμέτ, ένας καταπληκτικός ζωγράφος με τον οποίο κάνουμε ακόμη παρέα. Είχαμε αργήσει να γραφτούμε στη Σχολή και περιμέναμε έξω από το γραφείο του πρύτανη για να διευθετήσουμε το θέμα. Τον άκουσα κάποια στιγμή να λέει «ρεζίλι», τον πλησιάζω τον ρωτάω στα ελληνικά αν είναι Τούρκος,  μου απαντάει καταφατικά και μετά δέσαμε. Συνεννοούμασταν λίγα ελληνικά, λίγα τουρκικά, λίγα γαλλικά. Επιστρέψαμε στην Ελλάδα όταν γεννήθηκαν οι δίδυμες κόρες μου.

Μέσα στην ΑΣΚΤ έκανα πολύ λίγες καλές σπουδές γιατί εγώ τότε ήμουν κολλημένος με τον Γιώργο Μπουζιάνη αλλά δεν είχα καταλάβει τίποτα από τον Μπουζιάνη. Είχα πάει στο σπίτι του όταν ήταν η γυναίκα του εδώ, η Ρία, και είδα και την παλέτα του. Αν δεις την παλέτα του ζωγράφου βλέπεις τον τρόπο που αναπτύσσει τη σκέψη του. Είχα την τιμή να μπω στο εργαστήριο του Διαμαντόπουλου, που δεν άφηνε κανέναν να μπαίνει μέσα, είχε ένα τεράστιο μαρμάρινο τραπέζι. Στη γωνία μπροστά είχε όλα τα χρώματα που έβγαιναν από την Rembrandt, στη σειρά το ένα δίπλα από το άλλο. Αν ήταν μαέστρος θα λέγαμε ότι διηύθυνε ταυτοχρόνως τρεις μεγάλες ορχήστρες. Και μου αποκάλυψε ότι δεν ανακάτευε τα χρώματα, μόνο καμιά φορά λίγο το άσπρο με κάποιο άλλο.

Τη ζωγραφική τη μαθαίνουμε από τη ζωγραφική, δεν τη μαθαίνουμε από το δάσκαλο. Ο δάσκαλος μας μαθαίνει άλλα πράγματα. Εμένα για παράδειγμα ο Μόραλης, με τον οποίο διαφωνούσα και ιδεολογικά γιατί η «ελληνικότητα» δεν μου έλεγε τίποτα, μου έμαθε πώς να σπουδάζω, δεν με οργάνωσε με συνταγές αλλά με βοήθησε να ανακαλύψω αυτό που εγώ θέλω να κάνω. Γι’ αυτό για μένα ήταν ο καλύτερος δάσκαλος.

Αποφάσισα να γίνω πρύτανης στην ΑΣΚΤ γιατί έπρεπε να γίνουν κάποια πράγματα. Υπήρχε μια αντίληψη ότι δεν πρέπει να αλλάξει τίποτα. Αλλά ειδικά η συγκεκριμένη σχολή οφείλει να είναι καινοτόμα. Παραιτήθηκα όμως όταν θύμωσα. Όταν είσαι σε μια τέτοια θέση δεν είναι προσωπικό σου το θέμα. Οφείλεις να παλεύεις και να κάνεις ό,τι καλύτερο για τη σχολή, για το σύνολο. Αν όμως κάποιος σου φέρνει εμπόδια και εσύ το πάρεις προσωπικά τότε καλύτερα να αποχωρήσεις γιατί σημαίνει ότι δεν κάνεις πια για αυτή τη δουλειά. Αν θυμώσεις πρέπει να φύγεις γιατί περισσότερο κακό θα κάνεις παρά καλό. Το θυμικό δεν είναι καλός σύμβουλος σε αυτές τις δουλειές.

Η Προσωπική Νέκυια είναι ένα έργο εγκατάσταση. Το έχω ήδη παρουσιάσει αρκετές φορές. Η αρχική ιδέα ήταν μια φιλόδοξη σκέψη που πήγαζε μέσα από το Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο του Proust, που διάβαζα τότε. Είναι καταπληκτικό πώς κάνει δύο φορές την περιγραφή της Βενετίας, με αρκετά χρόνια διαφορά ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη. Δεν ξέρετε πώς αλλάζει ο τρόπος που μιλάει ενώ πάντα παραμένει ο δικός του τρόπος. Έκατσα λοιπόν να σκεφτώ το πώς θυμάμαι. Έκανα διάφορα πειράματα. Υπάρχουν πολλών ειδών μνήμες. Συνήθως ζούμε με μια μνήμη φωτογραφική. Υπάρχει όμως μια άλλη μνήμη που έρχεται και σε βρίσκει μόνη της, μια εντελώς αισθησιακή μνήμη. Και τότε θυμάσαι πολύ έντονα μια λεπτομέρεια από ένα πρόσωπο, από ένα αντικείμενο ή ένα τοπίο. Όλη αυτή η προσπάθεια με τη Νέκυια ήταν ένα πείραμα για το αν μπορούν να συνυπάρξουν αυτές οι δύο μνήμες. Κάθε πορτρέτο στη Νέκυια έχει το δικό του σκοτάδι.

Ήθελα να ζωγραφίσω τον Καββαδία. Θυμόμουν έντονα τα τατουάζ που είχε στα χέρια του, ένα στο καθένα, αλλά δεν μου ερχόταν πολύ καθαρά στο μυαλό το τατουάζ που είχε στη μέση. Θυμόμουν κάτι σαν φίδι αλλά δεν ήμουν πολύ σίγουρος. Τηλεφώνησα λοιπόν στη γυναίκα του, τη Θεανώ, για να τη ρωτήσω και εκείνη μου απάντησε ότι δεν είχε κάτι τέτοιο πάνω στο σώμα του. Ήταν μια ψευδής ανάμνηση. Κάποια στιγμή μου είχε ζητήσει να του φτιάξω ένα σχέδιο για να το χτυπήσει τατουάζ και ίσως είχα σκεφτεί το φίδι αλλά τελικά δεν το κάναμε ποτέ. Έτσι το μυαλό μου κατασκεύασε μια ανάμνηση. Ο Bill Viola έχει δουλέψει σε κάποια έργα του με αυτή τη διάσταση της μνήμης.

Η απώλεια αγαπημένων προσώπων δεν ξεπερνιέται με την καλλιτεχνική δημιουργία. Ισχύει αυτό που είπε ο Σεφέρης: «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί.» Η μνήμη είναι ο τρόπος που ζούμε τα πράγματα.

Επειδή δεν πιστεύω σε τίποτα πια ο θάνατος δεν με ενδιαφέρει. Άλλωστε ο Επίκουρος το έχει πει τέλεια: «Όταν ο θάνατος θα είναι εκεί εγώ δεν θα είμαι.»  Θα προτιμούσα όμως να με κάψουν γιατί με ενοχλεί όλο αυτό το εμπόριο που στήνεται στα νεκροταφεία.

Xρόνης Μπότσογλου, «Προσωπική Νέκυια-ένα εικαστικό δρώμενο για τη μνήμη», Φωκίωνος Νέγρη 16. Διάρκεια έως 15/6.

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου