Χρήστος Βαλαβανίδης: «Ξέρεις ποιο είναι το μυστικό που σκοτώνει; Η ποίηση. Κατά βάθος ήμουν ποιητής.»

«Για όσους δεν με ξέρουν, ή με ξέρουν αλλά δε με θυμούνται θα πω τούτα μόνο… Χρήστος, το πιο παλιό κουρέλι της παρέας».  Έτσι μας συστηνόταν ο Χρήστος Βαλαβανίδης στην ταινία-θρύλο του Νίκου Νικολαΐδη «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμη». Για την ερμηνεία του αυτή τιμήθηκε με το βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ήταν η αρχή -περίπου, γιατί είχαν ήδη περάσει έξι χρόνια από την αποφοίτηση του από την δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου- μιας πορείας που συμπεριλάμβανε και άλλες ταινίες σταθμούς όπως το «Λούφα και παραλλαγή» αλλά και βιντεοκασέτες, σειρές που έχουν μείνει όπως το «Μινόρε της αυγής», το «Σιγά, η πατρίδα κοιμάται» και φυσικά «Οι αυθαίρετοι» αλλά και άλλες που μάλλον πια κανείς δε θυμάται. Ο Βαλαβανίδης κατάφερε να περάσει απ’ όλα δια πυρός και σιδήρου ίσως γιατί τον σώζει η ποίηση, αυτή που διαβάζει αλλά και αυτή που γράφει. Και το ότι ξαναγύρισε στη θεατρική σκηνή αμέσως μετά την ανάρρωση του από εγκεφαλικό επεισόδιο πριν δύο χρόνια. Ίσως αυτός ο μικρόσωμος αλλά με τόσο φευγάτο βλέμμα άνθρωπος που βρίσκεται απέναντι μου και μου μιλάει, μεταξύ άλλων για τον ρόλο του στο “Proof” λίγο πριν ανέβει στη Θεσσαλονίκη για τις εκεί παραστάσεις, είναι η καλύτερη απόδειξη ότι όντως Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμη.

Πολλές φορές επαφίεμαι στο ταλέντο μου, που λειτουργεί με δύο τρόπους. Κυρίως, ας πούμε κατά 70%, με το ένστικτο και το υπόλοιπο 30% με τη «διανόηση», τη σκέψη δηλαδή. Το ένστικτο δεν περιγράφεται, ούτε ορίζεται. Ή το έχεις ή δεν το έχεις. Επειδή πολλές φορές το ένστικτό μου με έχει βγάλει ασπροπρόσωπο το εμπιστεύομαι. Επειδή όμως γράφω, είμαι ποιητής, μοιραία σκέφτομαι, δεν μπορώ να το αποφύγω. Αλλά στους ρόλους πηγαίνω κυρίως με το ένστικτο.

Έγινα ηθοποιός λόγω του πατέρα μου. Είχα περάσει στη Νομική Θεσσαλονίκης, σπούδαζα εκεί και κάποια στιγμή είχαμε ανεβάσει μια φοιτητική παράσταση, το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας». Με είδε ο πατέρας μου και μου είπε «Άσε παιδί μου τα νομικά, ασχολήσου με τα θέατρο». Ήταν ανοιχτό μυαλό, δημοσιογράφος από την καλή γενιά των δημοσιογράφων.

«Έχω την ατάκα στο στόμα. Αυτό με χαρακτηρίζει. Δεν αφήνω τίποτε να πέσει κάτω. Βαράτε τους αλύπητα.»

Το 1979 πήρα το βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τον ρόλο μου στο «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμη». Ο Νικολαΐδης μου έμαθε πειθαρχία μπροστά στον φακό. Ήταν πρώτος στην χαρά και την καζούρα κατά την περίοδο των προβών, κατά τη περίοδο των γυρισμάτων ήταν δικτάτωρ. Έπρεπε όμως να είναι. Δεν κυβερνιέται αλλιώς αυτό το πλοίο.

Ήμασταν τρελοπαρέα, ο Τζούμας, ο Παναγιωτίδης, η Όλια (Λαζαρίδου), η Μπενσουσάν, εγώ. Προτείναμε πράγματα στον Νικολαΐδη. Το έλεγχε όμως. Του είχα πει στην σκηνή που ανακαλύπτω ότι ο Τζούμας έχει αυτοκτονήσει «Μπορώ να κλάψω εδώ;». Μου απάντησε πως όχι.  Ήθελε άλλο πράγμα να βγει. Ήθελε απελπισία, λύσσα, όχι κλάμα. Είναι ηττοπαθές το κλάμα για άτομα ροκ. Τα «Κουρέλια» ήταν δικό μας πράγμα. Το είχαμε στις αποσκευές μας. Το μόνο που είχαμε να κάνουμε ήταν να ανοίξουμε τα ντουλάπια και να το βρούμε. Αυτό έκανε ο Νικολαΐδης. Μας έκανε να ανοίξουμε τα ντουλάπια μας και να βγάλουμε τον καλύτερο εαυτό μας. Υπήρχαν βέβαια πράγματα που με ξένιζαν ως προς την συμπεριφορά αλλά εκ των υστέρων κατάλαβα ότι είχε πολύ δίκιο. Ήταν πολύ απαιτητικός προς τους νεότερους ηθοποιούς.

Έχω ταλέντο, είναι αλήθεια. Τι να κάνω; Δεν ξεγελιέμαι, ούτε κρύβομαι. Υπήρξαν βέβαια ρόλοι που απαιτούσαν πολύ δουλειά. Όπως ένας μονόλογος που ανέβηκε στο «Από Μηχανής» με τίτλο «Είσαι η μητέρα μου» όπου έπαιζα δύο ρόλους, έναν ανδρικό και έναν γυναικείο.  Τον ρόλο του καθηγητή στο “Proof” τον προσέγγισα επίσης με πολύ δουλειά. Συνήθως, εγώ δε διαβάζω πολύ. Είχα, τουλάχιστον, πολύ καλή μνήμη και μάθαινα τα κείμενα πολύ γρήγορα. Αυτή τη φορά επειδή το κείμενο και ο ρόλος είναι δυσνόητος χρειάστηκε πολύ δουλειά και για το κείμενο και για το παίξιμο. Ευτυχώς ο Δημήτρης Μυλωνάς ο σκηνοθέτης μας, ως εμμονικό άτομο, κατάφερε να βγάλει τον καλύτερο εαυτό μου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Έχω κάνει βιντεοκασέτες, επιθεωρήσεις, θέατρο κακής ποιότητας. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος, είχα μια οικογένεια, έπρεπε να τη ζήσω. Δεν υπήρχε ιδιωτική τηλεόραση και στα κανάλια της ΕΡΤ αν δεν ήσουν υμέτερος κάπου δεν είχες δουλειά. Μου είχε συμβεί κι εμένα να βρεθώ εκτός ΕΡΤ είτε ως τιμωρία για μια απεργία, είτε επειδή άλλαζαν οι κυβερνήσεις και τα πρόσωπα. Ηθοποιός σημαίνει φως αλλά σημαίνει και ρεύμα, νερό, κοινόχρηστα. Κακές αναμνήσεις έχω μόνο από θεάματα χαμηλής ποιότητας, χαμηλού iq. Αλλά είπαμε είχα οικογένεια, δεν σκότωσα κανένα.

Το περίεργο είναι ότι δεν με κατάπιε όλο αυτό. Ξέρεις ποιο είναι το μυστικό που σκοτώνει; Η ποίηση. Κατά βάθος ήμουν ποιητής. Η ποίηση σε βγάζει από αδιέξοδα. Μπορεί βέβαια και να σε σκοτώσει. Έχω γράψει ένα στίχο «Μη μιλήσεις/ Θα φύγει, θα πετάξει/ Μη κουνηθείς/ Θα σε σκοτώσει». Έτσι αντιμετωπίζω την ποίηση.

Έχω κάνει μια πολύ μεγάλη επιτυχία στην τηλεόραση, τους «Αυθαίρετους» στο αείμνηστο Mega. Μόλις ολοκληρώθηκε άρχισαν οι παράγοντες του χώρου να μου προτείνουν ξανά και ξανά το ίδιο, να επαναλάβω δηλαδή με λίγα λόγια τον χαρακτήρα των «Αυθαίρετων». Είπα όχι, πήγα στον διευθυντή παραγωγής και του πέταξα το χαρτί εξ ου και με έκοψε. Η εποχή των «Αυθαιρέτων» ήταν βέβαια γλέντι. Όχι από οικονομικής απόψεως, αλλά ευφορίας επειδή κάναμε κάτι καινούριο.

«Ο θεατής που θα έρθει να με δει στο θέατρο ή ο αναγνώστης που θα αγοράσει το βιβλίο μου είναι ο φίλος που δεν γνώρισα ποτέ ή η αγάπη που δεν γνώρισα ποτέ, αν πρόκειται για γυναίκα. Και είμαι πολύ γυναικάς, μου αρέσουν πολύ οι γυναίκες από μικρός. Δεν ξέρω γιατί, φαντάζομαι ότι λειτουργεί το ένστικτο του αρσενικού.»

Στο γυμνάσιο έχασα τάξη. Βαριόμουν. Αν με ρωτήσεις «τι αισθανόσουν στο γυμνάσιο;» θα σου απαντήσω «πλήξη, αφόρητη πλήξη». Στα φιλολογικά ήμουν πρώτος, στα μαθηματικά 1+1 κάνουν 3. Κι εδώ η ζωή με έφερε να παίξω έναν ιδιοφυή καθηγητή μαθηματικών. Τα θαυμάζω όμως τα μαθηματικά όπως θαυμάζω το σύμπαν.

Έγραφα ποίηση από το γυμνάσιο. Μετά αποκτήσαμε και Κύκλο Χαμένων Ποιητών, Γιάννης Ευσταθιάδης, Μαριανίνα Κριεζή και κάποιους μεγαλύτερους από εμάς όπως ο Κουμανταρέας. Τέτοια παρέα ήμασταν.  Από αυτές τις συναναστροφές πήρα την ετοιμότητα να αντιμετωπίζω δύσκολες καταστάσεις. Κάποτε βρέθηκα σε ένα πάρτι με πολύ κόσμο «των γραμμάτων και των τεχνών», πριν την χούντα, ήμουν περίπου 23-24. Έπεσα πρόσωπο με πρόσωπο με τον Ταχτσή που με ρώτησε με μια δόση ειρωνείας «Εσείς είστε του άσματος;» κι αμέσως του απάντησα «Όχι, του χάσματος». Δεν έχω ξαναδεί άνθρωπο να φεύγει τόσο γρήγορα.  Έχω την ατάκα στο στόμα. Αυτό με χαρακτηρίζει. Δεν αφήνω τίποτε να πέσει κάτω. Βαράτε τους αλύπητα.

Αφήνομαι στους ρόλους σα να ανοίγω δωμάτια, πολλά δωμάτια. Το δωμάτιο είναι κλειστό, δεν ξέρω τι έχει μέσα. Μου έχουν πει «Μην μπεις μέσα, είναι επικίνδυνο» αλλά εγώ μπαίνω.  Ανοίγω την πόρτα λίγο, μόνο σκοτάδι στο δωμάτιο. Στέκομαι, σκέφτομαι αν θα μου χιμήξει κάποιος αν μπω, αν θα ανοίξει το πάτωμα και θα εξαφανιστώ. Μπαίνω μέσα. Όταν μπαίνω μέσα, βρεθώ στο κέντρο και η πόρτα κλείνει πίσω μου τότε φωτίζει. Έτσι αντιμετωπίζω τους ρόλους.  Τα νοσταλγώ καμιά φορά αυτά τα δωμάτια όπως νοσταλγούμε τα παιδικά μας χρόνια, με μια μικρή δόση απέχθειας. Με απέχθεια γιατί πια δεν είμαστε τόσο νέοι. Χρησιμοποιώ τα δωμάτια αυτά για να δουλέψω νέους ρόλους.

Προτιμώ τη ποίηση από την πεζογραφία γιατί είμαι άνθρωπος της συμπύκνωσης. Λόγω της συμπύκνωσης έκανα και πολλές διαφημίσεις. Στη διαφήμιση καλείσαι να πείσεις τον άλλον μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα. Καλείσαι να περάσεις ένα μήνυμα με παίξιμο, με ατάκα, με timing.

Ο θεατής που θα έρθει να με δει στο θέατρο ή ο αναγνώστης που θα αγοράσει το βιβλίο μου είναι ο φίλος που δεν γνώρισα ποτέ ή η αγάπη που δεν γνώρισα ποτέ, αν πρόκειται για γυναίκα. Και είμαι πολύ γυναικάς, μου αρέσουν πολύ οι γυναίκες από μικρός. Δεν ξέρω γιατί, φαντάζομαι ότι λειτουργεί το ένστικτο του αρσενικού.

Πριν δύο χρόνια έπαθα εγκεφαλικό, ήμουν στο θέατρο λίγο πριν την παράσταση που έπαιζα τότε, το «Τοκ Τοκ» με τον Σπυρόπουλο. Επανήλθα από πείσμα. Ήταν μια πρόκληση, ένα στοίχημα με τον εαυτό μου ότι μπορώ να τα καταφέρω. Το πείσμα νίκησε τον φόβο. Παλιά είχα διάφορες φοβίες. Μέχρι τα 20 φοβόμουν το σκοτάδι, μικρός δεν μπορούσα να ανάψω σπίρτα. Τι σου είπα πριν; Οι ρόλοι είναι δωμάτια σκοτεινά που μπαίνω μέσα και φωτίζουν.

Proof του Ντέιβιντ Όμπερν. Μετάφραση: Άννα Ελεφάντη Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μυλωνάς Σκηνικά-κοστούμια: Αμαλία Αντώνη. Ρόμπερτ: Χρήστος Βαλαβανίδης Κάθριν: Ελεάνα Στραβοδήμου Κλερ: Άννα Ελεφάντη Χαλ: Χρήστος Καπενής. 9 & 10 Μαΐου, Θέατρο Αυλαία, Θεσσαλονίκη.
Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου