Ο Χρήστος Οικονόμου πιστεύει ότι η λογοτεχνία είναι «πεδίο δόξης λαμπρόν για να βγάζεις τα σώψυχά σου»

Έφυγα απ’ το γραφείο με την ψυχή στο στόμα. Είχα αργήσει. Τα έβαλα με τον εαυτό μου: «Δεν γίνεται πάλι να καθυστερείς. Δεν γίνεται. Για συνέντευξη πας, όχι για ποτό. Λίγο σεβασμός. Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, έργα μεταφρασμένα σε δέκα γλώσσες. ΣΕ-ΒΑ-ΣΜΟΣ. Να σε ήξερε, θα ήταν αλλιώς. Αλλά δεν σε ξέρει. Τι θα πει; Να τον ειδοποιήσεις έστω». Σταμάτησα. Δύο-τρεις ανάσες. Τον πήρα τηλέφωνο. «Καλησπέρα. Θα καθυστερήσω. Με συγχωρείς. Δέκα, δεκαπέντε λεπτά. Το πολύ». Ακούστηκε απελπισμένος και εκνευρισμένος, μαζί: «Μην ανησυχείς. Κι εγώ. Μισή ώρα τώρα, είμαι καρφωμένος στο ύψος του Πολεμικού». Ηρέμησα.

Έστριψα στην Παπαδιαμαντοπούλου. Την ανέβηκα σχεδόν τρέχοντας. Πήχτρα στον κόσμο. Λίγες μέρες πριν την Πρωτοχρονιά, ο πανικός με τα τελευταία δώρα. Βγήκα στη Βασιλίσσης Σοφίας. Ξεχειλισμένη αυτοκίνητα. Ένα παγωμένο ποτάμι λαμαρίνα, κι από πάνω, σαν φωτισμένες φτερούγες, τα γιορτινά φώτα. Περπατούσα τώρα ανάμεσα στα εγκλωβισμένα οχήματα. «Θα με περάσουν για τρελό». Ξαναπήρα. «Με τι αυτοκίνητο είσαι; ΟΚ. Ναι, σε βλέπω». Άνοιξα την πόρτα. Χώθηκα μέσα. «Καλησπέρα. Δεν άργησα;».

Σκέφτηκα να κάνουμε τη συνέντευξη στο αυτοκίνητο, εκεί, στη μέση του δρόμου, «ελεύθεροι πολιορκημένοι». Το πρότεινα: «Τι λές; Να ξεκινήσουμε;». Πριν προλάβει να απαντήσει, μια από τις φωτισμένες φτερούγες άρπαξε με ορμή τ’ αυτοκίνητο και μας σήκωσε ψηλά πάνω απ’ το σιδερένιο ποτάμι. Βλέπαμε τον Λυκαβηττό και την Ακρόπολη. Ανοίξαμε τα παράθυρα, να μπει καθαρός αέρας. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά. Κοιτάξαμε τα «μυρμήγκια» από κάτω και τα αστέρια από πάνω και πιάσαμε την κουβέντα.

 

Πιστεύεις στην έμπνευση; Στη μούσα; Με την έννοια της επιφοίτησης; Την παραδοσιακή; Όχι. Τουλάχιστον δεν είναι αυτό που συμβαίνει σε εμένα. Για εμένα είναι προϊόν δουλειάς αυτό που κάνω. Υπάρχει ένα αρχικό ερέθισμα κα έπειτα δουλειά. Είναι αυτό που έλεγε ο Τζακ Λόντον, «την έμπνευση, δεν την περιμένεις, τρέχεις ξοπίσω της, την κυνηγάς με ένα γκλομπ στο χέρι [1]». Δεν γίνεται να είσαι συγγραφέας του Σαββατοκύριακου. Δεν γίνεται να περιμένεις, να κάτσεις να γράψεις, όταν όλα θα είναι ήρεμα. Πρέπει να το κυνηγάς. Πρέπει να  να αποκτήσεις αυτό που ονομάζεται συγγραφικό ένστικτο, να συνειδητοποιήσεις ότι οτιδήποτε συμβαίνει γύρω σου μπορεί να είναι η αφορμή για το επόμενο διήγημά σου: μια κουβέντα που θα ακούσεις στο δρόμο, κάτι που θα δεις, κάτι που θα διαβάσεις. Αρχίζεις, και μετά σκέφτεσαι πάντα τον κόσμο σαν συγγραφέας

Πώς σκέφτεται ή κοιτάζει τον κόσμο ένας συγγραφέας; O Τζον Γκάρτνερ ένας σπουδαίος, αν και άγνωστος στην Ελλάδα, αμερικανός συγγραφέας – δάσκαλος του Ραίυμοντ Κάρβερ – έχει γράψει μια πολύ ωραία ιστορία σχετικά στο On becoming a novelist [2]. Ο Γκάρτνερ είχε πάθος με τις μηχανές. Σκοτώθηκε μάλιστα σε τροχαίο. Μία ημέρα, σε ένα από τα ταξίδια στην έρημο της Νεβάδα, όπως οδηγούσε μια από αυτές τις ατελεύτητες ευθείες, είδε, κάποια μέτρα μπροστά του, στην άκρη του δρόμου, ένα φορτηγό που είχε ανατραπεί. Κατάλαβε αμέσως ότι το ατύχημα είναι πολύ σοβαρό. Σταματά κι αρχίζει να τρέχει προς το φορτηγάκι. Ωστόσο, καθώς τρέχει, ως συγγραφέας αντιλαμβάνεται και κάτι άλλο. Ο ίδιος το περιγράφει στο βιβλίο ως εξής: «Ντρέπομαι που το λέω, αλλά, καθώς πλησίαζα, στο μισό κομμάτι του μυαλό μου είχα το πως θα βοηθήσω τους ανθρώπους, ενώ στο άλλο μισό είχα την έγνοια να αποτυπώσω ό,τι βλέπω: το σημείο, τα φρένα στο δρόμο, τα γυαλιά, τα λάδια, το θάνατο, την καταστροφή. Αυτό που βλέπεις εκείνην ώρα μπροστά σου. Ήθελα να καταγράψω αυτή τη σκηνή στο μυαλό μου με τη μεγαλύτερη δυνατή λεπτομέρεια». Ακραίο παράδειγμα, αλλά δεν θα μπορούσα να το περιγράψω καλύτερα. Αυτό είναι το συγγραφικό ένστικτο, το ότι σκέφτεσαι τον κόσμο από μία άλλη γωνία. Ορισμένες φορές, σχεδόν μόνον υπό αυτή τη γωνία.

Οι χαρακτήρες που φτιάχνεις στα διηγήματά, σου παραδίδονται ή τους κατακτάς; Τους κατακτάς. Τίποτα δεν σου παραδίδεται. Είναι αιματηρή η μάχη. Γιατί δεν αρκεί. Δεν αρκεί να τους κατακτήσεις. Αυτό είναι η μία πλευρά. Πρέπει και να τους διατηρήσεις υποταγμένους. Διότι οι χαρακτήρες θέλουν πάντα να κάνουν το δικό τους, ό,τι τους κατέβει: να πηδήξουν από τις πολεμίστρες, να περάσουν τους τοίχους, να διαφύγουν από τα υπόγεια. Εσύ πρέπει να τους κρατήσεις. Να τους ελέγξεις. Να μην σου ξεφύγουν.

Θέλει πειθαρχία η λογοτεχνία; Ναι. Θέλει. Είναι μία αναμέτρηση. Είναι μία αναμέτρηση με τον εαυτό σου. Αν είσαι όπως εγώ, που όταν γράφω είμαι σε μία κατάσταση έκστασης, τότε είναι μία αναμέτρηση με τον εαυτό σου. Γιατί σου έρχονται πράγματα στο κεφάλι ή όπου αλλού και θέλεις να τα βάλεις μέσα. Παρόρμηση. Δυνατή. Αυτό όμως στη λογοτεχνία είναι η καταστροφή. Είναι πολλοί άνθρωποι που δυσκολεύονται. Η γραφή θέλει πειθαρχία. Θέλει μεγάλη τιθάσευση και γενικά είναι μία σύνθετη διαδικασία.

Το διήγημα; Διαφέρει από άλλα είδη λογοτεχνίας, όπως το μυθιστόρημα; Το διήγημα έχει τις δικές του ισορροπίες. Δεν είναι μυθιστόρημα. Το διήγημα θέλει και κάποια οικονομία, θέλει και μία αμεσότητα, θέλει ένα μέτρημα. Δηλαδή τον άνθρωπο που πλάθεις, πρέπει να δεις τι είναι αυτό που θέλεις να κρατήσεις. Δεν είναι μυθιστόρημα που μπορείς να πάρεις έναν χαρακτήρα, πριν γεννηθεί και να τον φτάσεις πέντε γενιές μετά. Το διήγημα θέλει focus, θέλει εστίαση, θέλει να ξέρεις πολύ καλά τον χαρακτήρα σου. Να ξέρεις ποιος είναι, να γνωρίζεις όσο τον δυνατόν περισσότερα πράγματα για αυτόν και να είσαι πάντοτε σωστός και μετρημένος: να δεις τι από όλα αυτά που ξέρεις δουλεύουν για την ιστορία σου, τι από όλα αυτά θα περάσεις στο χαρτί.

Πώς σου ήρθε η ιδέα για τις Κόρες του ΗφαιστείουΓια μένα μία συλλογή διηγημάτων, πρέπει να έχει ένα στοιχείο ενότητας. Πρέπει να υπάρχουν κάποια νήματα που να συνδέουν τις ιστορίες μεταξύ τους. Τώρα, το ποιο νήμα θα παίξει αυτό το ρόλο, το ποιο θα είναι αυτό που θα συνδέει τις ιστορίες, το βρίσκω στην πορεία.
Στις Κόρες του Ηφαιστείου, για παράδειγμα, ξεκίνησα να γράφω δίχως να είμαι βέβαιος για το που θα καταλήξω. Το πρώτο διήγημα που ολοκλήρωσα είναι το δεύτερο στη συλλογή. Σε αυτό, κάποια στιγμή, ενόσω έγραφα, σαν από κάποιο μυστηριώδες σύμπαν που δεν ξέρω ποιο είναι, μου ήρθε η φράση «κόρη του ηφαιστείου» και, σχεδόν ταυτόχρονα, μου ήρθε και η αίσθηση των προσώπων που είναι με το ένα πόδι σε αυτόν τον τόπο και με το άλλο πόδι σε κάποιον άλλο τόπο. Μου φάνηκε αρκετά ενδιαφέρον. Δοκίμασα να δω αν θα μπορούσε να είναι το νήμα που θα ενώσει τα διηγήματα που είχα σκοπό να γράψω.

Αυτός ο συνδυασμός του να βρίσκεσαι «εδώ» κι «αλλού» ήταν σίγουρα πρόκληση… Ναι. Για την ακρίβεια, ωστόσο, η πρόκληση ήταν διπλή: ήταν η πρώτη φορά που δοκίμαζα να δημιουργήσω γυναικείους χαρακτήρες, να γράψω δηλαδή ιστορίες όπου τα κεντρικά πρόσωπα είναι γυναίκες, Δεν το είχα ξανακάνει. Με ιντρίγκαρε. Μου αρέσει να βάζω προκλήσεις στον εαυτό μου. Δεν έχει ενδιαφέρον, αλλιώς. Οπότε το δοκίμασα. Το πήρα απόφαση. Και άρχισα να φτιάχνω αυτό το σύμπαν.

Ζουν σε έναν κόσμο φανταστικό οι πρωταγωνίστριές σου; Δεν ξέρω εάν είναι φανταστικός, ή απλώς ότι βρίσκονται σε καταστάσεις όπου δεν είναι απτές άμεσα. Γενικά με τα μεταφυσικά, παραφυσικά, δεν τα πάω πολύ καλά. Γι’ αυτό και αποφεύγω το «φανταστικός κόσμος». Είναι αρκετά παρεξηγημένοι ως όροι. Εγώ πιστεύω ότι είναι ιστορίες αρκετά πραγματικές. Δεν ήθελα να γράψω ιστορίες που είναι στο χώρο του φανταστικού. Με απωθούν γενικά τα αφηρημένα πράγματα. Τον κόσμο και τον εαυτό μου γύρω τον σκέφτομαι με ιστορίες που «κουβαλούν» αλήθεια.

Γιατί επέλεξες το ηφαίστειο; Η διττή του φύση. Από τη μία έχεις μια πηγή καταστροφής και από την άλλη κάτι που αναγεννά, που χαρίζει ζωή. Τα αντιφατικά πράγματα με ελκύουν. Καλώς ή κακώς, έχω 45 εκατομμύρια αντιφάσεις μέσα μου. Με ελκύουν τα αντιφατικά πράγματα, ή αυτά που θα ονομάζαμε στοιχεία αλληλοσυγκρουόμενα.

Οι «Κόρες» σου μοιράζονται και τη δύναμη του «Ηφαιστείου»; Νομίζω ναι, κάποιες από αυτές ναι. Βέβαια δεν είναι καμία από αυτές, από όσο μπορώ να σκεφτώ πηγή καταστροφής, αλλά είναι κοντά στην καταστροφή, στην απώλεια, την ήττα που μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος στη ζωή του. Δεν είναι ισορροπημένη αφήγηση, σχεδόν όλα τα διηγήματα γέρνουν προς την πλευρά της αναγέννησης, της ανάστασης, της δημιουργίας, και αυτό γιατί τα πράγματα τα περνάς μέσα από το δικό σου φίλτρο.

Οι «μαδημένες» από την απώλεια, την καταστροφή και την ήττα, φτερούγες, ξαναφυτρώνουν; Σε κάποιους ξαναφυτρώνουν, όχι σε όλους. Ας είμαστε ειλικρινείς. Δεν μπορείς να κάνεις λογοτεχνία με ανθρώπους που έχουν άθικτες φτερούγες. Αυτά τα έχει λύσει εδώ και είκοσι αιώνες ο Αριστοτέλης: έλεος και φόβος. Πρέπει αυτό που διαβάζεις να έχει έναν καθαρτικό και έναν λυτρωτικό χαρακτήρα. Όχι με την έννοια την ψυχαναλυτική. Πρέπει να υπάρχει μία αίσθηση ευφορίας.

Δεν εννοείς το happy endΌχι. Αυτή η ευφορία δεν έχει να κάνει με το happy end. Η ανάγνωση της Μεταμόρφωσης του Κάφκα, ας πούμε. Σου χαρίζει αυτό το συναίσθημα. Ακούγεται παράδοξο, θα μου πεις: τί ευφορία, ο άλλος ξύπνησε το πρωΐ και έγινε κατσαρίδα. Κι όμως. Σκέψου το λίγο. Ο Κάφκα αποφασίζει να γράψει μια ιστορία για το πως είναι να είσαι ξένος. Όχι απλά ξένος, αλλά ξένος – ξένος, δηλαδή ξένος στην κλίμακα του σύμπαντος: προς τη φύση, τον κόσμο, τον θεό. Το γεγονός ότι αυτός ο άνθρωπος παίρνει αυτή την ιστορία και την κάνει λογοτεχνία και δεν την κάνει δοκίμιο ή ψυχαναλυτική εργασία και το κάνει με τέτοια δύναμη, εμένα μου προκαλεί ευφορία.
Δεν μπορείς να προκαλέσεις αυτή την κατάσταση, να προκαλέσεις ψυχικά τον αναγνώστη, όταν παρουσιάζεις άθικτες φτερούγες. Οι φτερούγες πρέπει να είναι μαδημένες. Αυτή είναι η αρχική κατάσταση. Τώρα το τι γίνεται μετά. Αυτό είναι άλλη υπόθεση. Εάν θα ξανα-φυτρώσουν κάποια πούπουλα, ή εάν οι μαδημένες φτερούγες θα κοπούν τελείως ή εάν θα γίνουν κάτι άλλο, όλα αυτά είναι θέματα που δεν έχουν κανόνες. Εκεί μπαίνουν μέσα πολλά πράγματα.

Σε ενδιαφέρουν αυτοί οι χαρακτήρες, προφανώς; Με ενδιαφέρουν πολύ. Με συγκινεί αυτός ο χαρακτήρας ανθρώπου. Το να έχει κανείς μαδημένες φτερούγες και να προσπαθεί να της κουνήσει. Με αναστατώνει. Το ότι δεν της κατεβάζει. Το ότι δεν παραδίδεται. Αυτό προσπαθώ να αποτυπώσω. Αυτό θέλω να δείξω.

Θεωρώ ότι η ανασφάλεια είναι καλό πράγμα, αρκεί να μην είναι παραλυτική. Να μην σε παραλύει. Απλά, με τα χρόνια και την πείρα το βάζεις στη σωστή δοσολογία. Είσαι μετρημένα και πιο ορθά ανασφαλής.

Αναφέρεις κάπου ότι ο συγγραφέας πρέπει να είναι ο ίδιος «σεισμός»; Κοίτα, δεν με ενδιαφέρει να είμαι, αυτό που λέμε πολλές φορές, ο σεισμογράφος ή ο σεισμολόγος της εποχής μου, δηλαδή αυτός που πιάνει τα ρεύματα και τον παλμό της εποχής, στην οποία ζει. Εγώ προτιμώ ή εάν θες επιλέγω τον ρόλο εκείνου που κάνει ρήγματα στην επιφάνεια των πραγμάτων. Επιλέγω να ανοίξω νέους δρόμους, είτε αυτοί είναι μυθοπλαστικοί, είτε αφηγηματικοί, είτε απλά δρόμοι σκέψης και αναζήτησης
Υπάρχει ας πούμε στην Ελλάδα μία πολύ διαδεδομένη άποψη ότι το διήγημα είναι πιο κοντά στην ποίηση. Δηλαδή, περισσότερο το αισθάνεσαι και λιγότερο το καταλαβαίνεις. Ενώ αντίθετα ο χώρος της πνευματικής επεξεργασίας είναι το βασίλειο του μυθιστορήματος. Δεν ξέρω εάν είναι έτσι, αλλά ακόμη κι αν είναι έτσι, δεν μου πολυαρέσει. Προσπαθώ να γράψω πράγματα που να ενεργοποιούν όχι μόνον το συναίσθημα και το ψυχικό φορτίο του αναγνώστη, αλλά να δουλεύουν κι εδώ (δείχνει το μυαλό). Με αυτή την έννοια λέω ότι ο συγγραφέας, δηλαδή το έργο του, πρέπει να είναι σεισμός. Μέσα από το έργο σου πρέπει να προσπαθείς και πρέπει να έχεις μια αχαλίνωτη φιλοδοξία.

Αρκεί η φιλοδοξία για να γίνεις σωστός συγγραφέας; Όχι. Προφανώς όχι. Για εμένα, τρείς είναι βασικές προϋποθέσεις. Πρώτον, η καλλιέργεια, δηλαδή το να έχεις μία βάση. Δεύτερον, η πειθαρχία, διότι το γράψιμο είναι δημοσιουπαλληλίκη, είναι ρουτίνα. Πρέπει να κάτσεις κάτω, να στρωθείς και να γράψεις. Τώρα, από τα εκατό που θα γράψεις τα ενενήντα το άλλο πρωί θα τα πετάξεις, αλλά τα δέκα που θα μείνουν είναι η μαγιά. Τρίτον, η φιλοδοξία. Δεν μπορεί να θέλεις να γράψεις πράγματα για τον περίγυρό σου. Πρέπει να προσπαθείς να γράψεις πράγματα που θα αλλάξουν τον κόσμο. Θα τον αλλάξουν πραγματικά; Όχι, δεν θα τον αλλάξουν, αλλά τουλάχιστον, εάν το προσπαθήσεις, θα κατορθώσεις να ταρακουνήσεις εκείνον που σε διαβάζει. Αυτό προσπαθώ. Θέλω αυτά που γράφω να αφήσουν ένα πολύ ισχυρό αντίκτυπο και στο πνεύμα και στην ψυχή του ανθρώπου.

Οι χαρακτήρες που φτιάχνεις, αν μπορούσαν να διαβάσουν, θα διάβαζαν τα διηγήματά σου; Κάποιες θα με διάβαζαν. Οι περισσότερες όμως θα με άκουγαν, θα καθόντουσαν να τις ακούσουν, θα τους «μιλούσαν» οι ιστορίες, θα είχαν την υπομονή να τις ακούσουν. Αυτό είναι ένα από τα πράγματα που έχω στο μυαλό μου όταν γραφώ, ασυναίσθητα. Είναι σαν να λες μία ιστορία σε έναν άνθρωπο που έχεις απέναντι σου. Ένα είδος τεστ: όταν η ιστορία αρχίζει να ξεφεύγει, τότε αυτός απομακρύνεται, τον σκέφτεσαι να σου λέει, «με χάνεις τώρα».

Γράφεις στον υπολογιστή ή στο χέρι; Μολύβι και χαρτί. Θέλω να έχω τη φυσική επαφή. Θέλω να το αισθάνομαι. Αλλιώς το χάνω όλο αυτό το πράγμα. Στον υπολογιστή θα περάσω πλέον όταν το έχω τελειώσει. Σβήνω, διορθώνω, γράφω και ξαναγράφω. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει περίπτωση να μην γράψεις και να ξαναγράψεις. Αυτόματη γραφή και θεϊκή σύλληψη. Μπορεί κάποιοι, εγώ όχι.

Δίνεις σε κάποιον να διαβάσει όσα γράφεις, πριν τα στείλεις στον εκδότη; Μόνο στη γυναίκα μου. Ποτέ σε άλλον. Εκείνη έχει τον πρακτικό ρόλο, τελείωνε, κλείσε τα τώρα, μάζεψε τα. Δεν είναι σκληρή. Πρακτική είναι. Ας πούμε για το Κάτι Θα Γίνει Θα Δεις, που το δούλευα έξι – επτά χρόνια, κάποια στιγμή, ενόσω ήμουν στη διαδικασία βγάζω κόμμα, βάζω κόμμα – διαδικασία που δεν έχει τέλος, εγώ έχω και την ανασφάλεια βλέπεις- έρχεται, μπαίνει μέσα και μου λέει, ήρεμα, δίχως ένταση, «κάνε στην άκρη», κι αρχίζει να μαζεύει ό,τι είχα γράψει. «Αυτό ήταν», μου λέει, «ό,τι έκανες, έκανες».

Παραμένεις ανασφαλής; Θεωρώ ότι η ανασφάλεια είναι καλό πράγμα, αρκεί να μην είναι παραλυτική. Να μην σε παραλύει. Απλά, με τα χρόνια και την πείρα το βάζεις στη σωστή δοσολογία. Είσαι μετρημένα και πιο ορθά ανασφαλής.

Υπάρχει μία αίσθηση – σπάνιας για την εποχή μας – ανθρωπιάς σε αυτά που γράφεις. Πώς γίνεται; Εγώ έτσι το βλέπω. Το μεγαλύτερο κίνητρο που έχεις είναι αυτό. Το ότι μπορεί να έρθει κάποιος και να σου πει: «καλά την ανθρωπιά τώρα που τη βρίσκεις γύρω σου εσύ;» Είναι ένας τρόπος να το δημιουργήσεις αυτό το πράγμα. Να δημιουργήσεις το βλέμμα το ίδιο, τη δυνατότητα να μπορέσεις να τη δεις την ανθρωπιά. Αυτό. Και αυτό είναι μία διαδικασία δύσκολη.
Γι’ αυτό, γράφω και ξαναγράφω. Δεν γράφω και ξαναγράφω από τεχνικής άποψης, εντάξει το κάνω κι αυτό, αλλά όχι κυρίως για αυτό. Θέλω κόπο και χρόνο για να πιστέψω ο ίδιος αυτά που γράφω. Επειδή κι εγώ σαν άνθρωπος, δεν ζω σε κάποιο γυάλινο πύργο. Είμαι μέσα στη ζωή, στην πιάτσα, στο πεζοδρόμιο. Έχω πολύ ισχυρές αμφιβολίες. Υπάρχουν πράγματα μέσα μου που παλεύουν. Θέλω χρόνο για να πιστέψω αυτά που γράφω. Και θέλω χρόνο, επίσης, για να πιστέψω στα πρόσωπα για τα οποία γράφω. Γιατί για εμένα αυτό είναι το κίνητρό μου, η μεγαλύτερη ανταμοιβή για εμένα.

Δεν είναι μόνον να ανοίγεις το βιβλίο. Πρέπει να ανοίγεσαι και εσύ στο βιβλίο. Βλέπω ανθρώπους που μπαίνουν σε ένα βιβλίο κουμπωμένοι. Εγώ θέλω να διαβάσω αυτό. Το βρίσκω θα το διαβάσω. Δεν το βρίσκω. Δεν θα το διαβάσω. Δεν γίνεται αυτό το πράγμα. Αυτό είναι θάνατος. 

Δεν είναι και εύκολη η τέχνη του να βρίσκεσαι «ανάμεσα»; Είναι μία δοκιμασία. Είσαι συνεχώς ανάμεσα σε κόσμους. Είσαι στον κόσμο, εδώ, τώρα, και είσαι και σε έναν άλλο κόσμο που μπορεί να μην είναι πραγματικός, αλλά είναι αληθινός κόσμος. Και σε αυτό τον μη πραγματικό, αλλά αληθινό κόσμο βρίσκεις ανθρωπιά, ή βρίσκεις ανθρώπους που αγωνίζονται με κάποιον τρόπο να βρουν ανθρωπιά.
Από τη στιγμή που υπάρχει αυτή η σύνδεση υπάρχει τέχνη. Σύνδεση και όχι ταύτιση, γιατί η ταύτιση σημαίνει εξομοίωση. Δεν παραιτείσαι από αυτό που είσαι. Απλώς βγαίνεις από τον εαυτό σου. Αλλά ανά πάσα στιγμή πρέπει να ξέρεις ότι θα γυρίσεις σε αυτό που είσαι. Αυτό είναι ρίσκο. Τεράστιο ρίσκο.

Γιατί το περιγράφεις ως ρίσκο; Γιατί ένα στραβοπάτημα και τινάζεται όλο στον αέρα. Από τη στιγμή που τα γράφεις όχι για να τα κρατήσεις στο συρτάρι σου. Πρέπει να υπάρχει αυτό το προσωπικό πράγμα. Δεν θές να φτιάξεις κάτι αυτό-αναφορικό, αυτιστικό. Αλλά κάτι εξωστρεφές. Ένα πράγμα ανοιχτό. Αυτή είναι η ευθύνη και το ρίσκο. Γι’ αυτό και λέω, δεν είναι μόνον να ανοίγεις το βιβλίο. Πρέπει να ανοίγεσαι και εσύ στο βιβλίο. Βλέπω ανθρώπους που μπαίνουν σε ένα βιβλίο κουμπωμένοι. Εγώ θέλω να διαβάσω αυτό. Το βρίσκω θα το διαβάσω. Δεν το βρίσκω. Δεν θα το διαβάσω. Πάμε στο άλλο. Δεν γίνεται αυτό το πράγμα. Αυτό είναι θάνατος. Αυτό είναι νέκρωση. Εάν δεν έχεις αυτή τη διάθεση να ανοιχτείς, ποιος ο λόγος να διαβάζεις ή το να κάνεις οτιδήποτε.

Πονάς, αρρωσταίνεις, όταν γράφεις; Όταν αρχίζεις και συνδέεσαι πολύ με αυτά τα πρόσωπα, γίνεται δύσκολο. Το γράψιμο, αν είναι η ζωή σου, είναι πολύ εθιστικό. Σε ρουφάει.Κι όταν καταλάβεις ότι σε έχει ρουφήξει είναι, όπως σε κάθε εθισμό, μάλλον αργά. Γι’ αυτό και χρειάζεται συνέχεια ένα βήμα εμπρός, λίγο πίσω. Ένα βήμα μπρος λίγο πίσω. Zoom in, zoom out. Αν είσαι στο zoom in όλη την ώρα, χάθηκες. Μαύρη τρύπα.

Την υστεροφημία σου την σκέφτεσαι; Το τι θα πουν για αυτά που γράφεις. Θα ήθελα να αντέξουν στο χρόνο. Νομίζω ότι κάθε άνθρωπος που έχει φιλοδοξία για αυτό που κάνει θα ήθελε να μείνουν αυτά που γράφει. Να αντέξουν στον υπέρτατο κριτή: τον χρόνο. Να μείνουν ζωντανά. Να μπορείς να τα διαβάζεις και να τα αισθάνεσαι. Είναι οπωσδήποτε η ύψιστη ανταμοιβή. Το να έχουν αξία αυτά που γράφω μετά από χρόνια, όχι αναγκαστικά και μόνον στην Ελλάδα, προφανώς είναι κάτι που θα ήθελα, ποιος θα το αρνιόταν; Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ικανοποίηση.

Το χιούμορ; Αυτό το απροσδόκητο χιούμορ στις ιστορίες σου, πώς προκύπτει; Εγώ πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να γελάει με αυτά που γράφω. Ζούμε και σε μια χώρα όπου η σοβαρότητα είναι σχεδόν ταυτόσημη με τη σοβαροφάνεια. Από την άλλη, εδώ, σε εμάς, χιούμορ θεωρείται το ανέκδοτο, η πλάκα της δεκάρας, η φάρσα, ο χαβαλές κι όλα αυτά τα πράγματα. Το χιούμορ, αντίθετα για εμένα, είναι πολύ σοβαρή υπόθεση. Ήθελα να δω εάν μπορώ να το κάνω. Το χιούμορ είναι και πολύ απελευθερωτικό. Σε βοηθάει να πάρεις την κατάλληλη απόσταση από τα πράγματα. Σε βοηθάει στο να μην σε ρουφήξει όλο αυτό το πράγμα. Όπως και ο αυτοσαρκασμός. Είναι υγιές. Όταν είναι όσο πρέπει και εκεί που πρέπει. Κι αυτό το δούλεψα πάνω στο βιβλίο, να βγει σωστά, να μην είναι τρυκ και να έχει χωνευτεί μέσα στις ιστορίες: πηγαίο, φυσικό, όχι καπελωμένο, όχι ένα καλαμπούρι. Από τους μεγαλύτερους επαίνους που μπορεί να μου κάνει κάποιος είναι να μου πει ότι «διάβασα κάτι που έγραψες κα γέλασα» είναι πολύ σημαντικό.

Κάνεις ένα φανταστικό πάρτι. Μπορείς να προσκαλέσεις τους αγαπημένους σου συγγραφείς και καλλιτέχνες. Ποιούς θα καλούσες; Κατ’ αρχάς, δεν θα τους καλούσα για να μιλήσω μαζί τους. Θα ήθελα να τους προσκαλέσω για να μπορέσω να τους ακούσω. Δηλαδή θα ήθελα να κάθομαι σε μια γωνιά κοντά σε αυτούς που συζητούν. Σχεδόν αόρατος. Και δεν θα καλούσα πολλούς. Άσε που από τους δέκα αγαπημένους μου οι εννιά είναι πεθαμένοι. Σημείωση, σημαντική: δεν θα ήθελα να κάθονται να συζητάνε για βιβλία και συγγραφείς, αλλά για τον Θεό, το καλό το κακό, τι υπάρχει μετά, εάν υπάρχει κάτι.
Ποιους θα καλούσα, τώρα; Σίγουρα, αυτόν που έχει γράψει το βιβλίο του Ιώβ, δεν ξέρω εάν είναι άνδρας ή γυναίκα. Φοβερή ιστορία. «Τι θα κάνουμε σήμερα; Ας ταλαιπωρήσουμε αυτόν τον άμοιρο κι αδύναμο». Από ζώντες, θα καλούσα οπωσδήποτε τον Κόρμαν ΜακΚάρθυ. Αυτός είναι ζωντανός, πιο εύκολο ίσως το να έρθει. Έπειτα την Φλάνερυ Ο’Κόνορ. Ωραία τύπισσα. Επίσης, τον Κομπέιν. Οι αυτόχειρες με ελκύουν πάρα πολύ. Αλλά στην περίπτωσή του είναι κι άλλα που με κάνουν να θέλω να τον καλέσω. Θα ήθελα έτσι να μιλήσει για όλο αυτό το όνειρο-εφιάλτη. Εικοσιπέντε χρονών παιδί και να τα έχεις δει όλα: γκόμενες, εκατομμύρια, κόκα βουνά, φανς χιλιάδες να σε λατρεύουν. Και την ίδια στιγμή να καταλαβαίνεις ότι είσαι το βλαχάκι από το πουθενά που δεν μπορείς να το χειριστείς. Και να λες: «Αυτό είναι. Τέρμα. Πρέπει να το λήξω». Αυτό με συγκινεί. Τελευταίο, θα καλούσα τον Καβάφη. Κυρίως γι’ αυτό που είχε πει ο Φόστερ για εκείνον, όταν τον περιέγραφε ως «ο κύριος με το ψαθάκι σε ελαφρά απόκλιση προς το σύμπαν» [3]. Θα τον ήθελα να είναι εδώ μόνον και μόνον για να καταλάβω πως είναι αυτή η ελαφριά απόκλιση προς το σύμπαν. Πώς πετυχαίνεις αυτή τη λοξή ματιά που σε ξεχωρίζει από θεούς κι ανθρώπους.

Αντέχετε η ζωή χωρίς αυτή τη λοξή ματιά; Αντέχετε χωρίς μία ελαφριά, έστω, απόκλιση προς το σύμπαν; Όχι. Αλλά, πως το ζυγιάζεις; Γιατί αυτές είναι ερωτήσεις που σου έρχονται όταν έχεις αρχίσει και συνειδητοποιείς το τι συμβαίνει, Δηλαδή μια χαρά είσαι, λεφτά, αυτοκίνητο, ταξίδια. Μια χαρά. Δεν αναρωτιέσαι για το σύμπαν ή για το πως ζεις ή για το πως να δεις διαφορετικά. Δεν έχεις τέτοιου είδους απορίες. Όταν όμως αρχίζεις να έχεις απορίες, τότε είναι αυτό που λέει ο Νίτσε: η σκέψη είναι δύναμη καταστροφής. Όσο δεν αναρωτιέσαι δεν υπάρχει πρόβλημα. Κάθε φορά, όταν γράφω, προσπαθώ να διαλύσω το εγώ μου σε αυτά που γράφω όχι να το διογκώσω. Για κάποιους το γράψιμο είναι λύτρωση. Για εμένα ποτέ δεν ήταν αυτό. Δεν είπα ποτέ ότι πνίγομαι και θα κάτσω να γράψω για να εκφραστώ. Who cares? Είναι τελείως διαφορετικά πράγματα: άλλο το έχω να πω κάτι και άλλο το θέλω να πω κάτι. Πεδίο δόξης λαμπρό η λογοτεχνία για να βγάζεις τα εσώψυχα σου. Η αυτοβιογραφία είναι κάτι που δεν με ενδιαφέρει. 95% φαντασία και 5% προσωπικά.

Στο ότι είμαστε τρωτοί, μήπως εκεί είναι και η μεγαλύτερη μας δύναμη; Δεν ξέρω αν είναι η μεγαλύτερη μας δύναμη. Αλλά πώς αλλιώς θα μπορούσε να είναι; Αυτή είναι η αξία του ανθρώπου. Εάν ήμασταν άτρωτοι, τότε δεν θα είχε σημασία τίποτε. Το κυνήγι της ευτυχίας έχει σημασία όσο την αναζητάς. Η ζωή έχει δηλαδή αξία όσο είναι αιτία προβλημάτων. Γι’ αυτό και όσο είμαστε ζωντανοί, είμαστε πρόβλημα. Οπότε άτρωτος σημαίνει και είναι θάνατος. Αυτή είναι η τραγωδία της ανθρώπινης φύσης. Επιζητάμε κάτι – το να γίνουμε άτρωτοι – που νομίζουμε ότι είναι η σωτηρία μας, ενώ είναι ο αφανισμός μας. Ναι, το να είσαι τρωτός, πονάει πολύ, έχει κόστος. Αλλά νομίζω ότι μπορείς να βρεις παρηγοριά και ενθάρρυνση σε αυτό τον κόσμο. Το έχω ζήσει αυτό. Και δεν μπορώ να το βάλω στην άκρη.

Μπορεί να μας προστατέψει κάποιος άλλος από τους ίδιους μας τους εαυτούς; Έχω νοιώσει τι σημαίνει να σε προστατεύει κάποιος. Όχι με μια ασφυκτική έννοια. Αλλά με την έννοια του να μπορείς κάποιες νύχτες να κοιμηθείς ήσυχος, λίγο πιο ήρεμα, χωρίς να πετάγεσαι από τον εφιάλτη και τον φόβο.

Δύσκολο όμως και το να αφεθείς να σε προστατέψουν; Ναι. Ειδικά το να αφεθείς σε ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα. Γιατί αυτό έχει και πάντοτε το ίσως, το μη ελεγχόμενο. Είναι πιο εύκολο να αφεθείς σε κάτι άσαρκο. Μπορείς να το πλάσεις όπως εσύ θες. Το να αφεθείς σε ένα ανθρώπινο πλάσμα έχει πάντοτε κάτι το πεπερασμένο. Υπάρχει πάντοτε ο σπόρος της αμφιβολίας: εάν εγώ γείρω, θα με πιάσει; Θέλει; Μπορεί; Είναι μια πολύ λεπτή ισορροπία. Και κάποια στιγμή εδώ μπαίνει το μέγα ζήτημα της πίστης. Της πίστης με την έννοια της εμπιστοσύνης. Και αυτά είναι πράγματα που με ενδιαφέρουν πάρα πολύ. Γι’ αυτό τους δίνω σάρκα και αίμα με όσα γράφω.

Με τον κυνισμό της εποχής μας, πώς τα πάς; Με τον κυνισμό δεν τα πάω καλά. Καταλαβαίνω ότι είναι μία πανοπλία και ένας αμυντικός μηχανισμός. Αλλά όταν την πανοπλία τη φοράς για πολύ καιρό, τότε μπορούν να συμβούν δύο πράγματα: είτε να λυγίσεις από το βάρος της στο χρόνο, είτε να κολλήσει πάνω σου. Οπότε είναι καλό να τη βγάζεις έστω που και που την πανοπλία.

Τί μπορεί να αντιτάξει κανείς σε αυτό τον κυρίαρχο κυνισμό; Το αληθινό και όχι το πραγματικό. Αυτή είναι η δύναμη και η αναγκαιότητα της τέχνης της λογοτεχνίας. Θα σου πει κάποιος, «μα εγώ έχω υποστεί τα πάντα: πόλεμο, ανατροπές, φτώχεια, τι μου λες εσύ τώρα για τέχνες και συγγραφείς και λογοτεχνία και ποίηση».
Κι απαντώ: για σκέψου πως θα ήταν ο κόσμος εάν δεν υπήρχαν όλα αυτά. Εάν εικοσιτέσσερις ώρες το 24ωρο, επτά φορές την εβδομάδα, τριάντα ημέρες το μήνα, τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες το χρόνο, κουβαλούσαμε όλα αυτά που πραγματικά μας συμβαίνουν. Θα είχαμε τελειώσει εδώ και χιλιετίες. Την έχουμε ανάγκη αυτή τη δύναμη της αποσυμπίεσης. Όχι του fun, του να ξεσκάσω. Αλλά τη δύναμη να βρίσκεις ή και να δημιουργείς κάθε φορά κάτι διαφορετικό. Κάτι πέρα από αυτό που ζεις. Να δίνεις μια προέκταση στην πραγματικότητα. Να πηγαίνεις την πραγματικότητα λίγο πιο εκεί. Το έχουμε ανάγκη αυτό. Αυτό κάνει και η τέχνη και η λογοτεχνία. Τουλάχιστον η τέχνη και η λογοτεχνία που εγώ υπηρετώ.

Στο ραδιόφωνο ακουγόταν ο Κομπέιν να σιγοτραγουδά: «We never lost control. You’re face to face. With the man who sold the world» [4]. Αρχίσαμε να χάνουμε ύψος. Οι Κόρες του Ηφαιστείου χάθηκαν μέσα στη νύχτα. Ακουμπήσαμε σχεδόν ανεπαίσθητα στην άσφαλτο. Ο δρόμος είχε αδειάσει ώρα. Αποχαιρετιστήκαμε με ένα νεύμα.


[1] “You can’t wait for inspiration. You have to go after it with a club.” Jack London (1876-1916).
[2] John Gardner, “On Becoming a Novelist”, New York: 1999, Norton Publishers
[3] “A Greek gentleman in a straw hat, standing absolutely motionless at a slight angle to the universe”. E.M. Forster, “The poetry of C.P. Cavafy”. In Pharos and Pharillon, London: Hogarth Press, 1923
[4] Nirvana, “The Man who Sold the world”

Η συλλογή διηγημάτων Οι Κόρες του Ηφαιστείου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.
Ο Χρήστος Οικονόμου έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και στο έργο του, το οποίο έχει μεταφραστεί σε πάνω από δέκα γλώσσες, συμπεριλαμβάνονται οι συλλογές διηγημάτων: Κάτι θα Γίνει θα Δεις, Το Καλό θα’ ρθει από τη Θάλασσα (εκδ. Πόλις) και Η Γυναίκα στα Κάγκελα (εκδ. Ελληνικά Γράμματα).
Βασίλης Μουρδουκούτας

Share
Published by
Βασίλης Μουρδουκούτας