Υπάρχει μια μικρή ιστορία γύρω από αυτήν την συνέντευξη που έγινε πριν ενάμιση μήνα. Αρχικά ήταν να την κάνει κάποιος άλλος. Ο Χρήστος Χωμενίδης όμως ζήτησε να συναντηθεί με κάποιον που θα τον «κοντράρει» (άλλη λέξη χρησιμοποιήθηκε, αλλά ας μείνουμε κόσμιοι). Ο κλήρος έπεσε σε μένα να γνωρίσω κι από κοντά αυτόν τον (όσο κι αν το αρνείται) αδιόρθωτο agent provocateur με το σπινθηροβόλο πανούργο βλέμμα και την ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ. Φτάνοντας στο διαμέρισμά του στην Άνω Κυψέλη συζητήσαμε λίγο για τις βόλτες που κάνει στην Κέρκυρα με τον φίλο του Παντελή Δημητριάδη, των Κόρε Ύδρο που τόσο αγαπά, αλλά και για το «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον» των κλειστών κοινωνιών τη ελληνικής περιφέρειας. Και μετά του ξεκαθάρισα ότι δεν πιστεύω (ούτε με ενδιαφέρουν) σε λεονταρισμούς του τύπου «ο συνεντευξιαστής ξεσκίζει τον συνεντευξιαζόμενο». «Μήπως το ζήτησες γιατί θες να επιβεβαιώσεις ότι είσαι ανίκητος;» τον ρωτάω. Γελάει και μου απαντά ότι ήθελε να μιλήσει με κάποιον που «δεν έρχεται με τη διάθεση να εισχωρήσει στην προσωπική μυθολογία εκείνου που δίνει τη συνέντευξη, αλλά στέκεται απέναντί του».
Αφήνοντας στην άκρη αυτά τα παιχνίδια, ας έρθουμε στην πραγματική αφορμή της κουβέντας που έγινε με τη διακριτική παρουσία και τις πολύτιμες παρεμβάσεις του Θοδωρή Πανάγου. Είναι η Νίκη (εκδόσεις Πατάκη), το νέο του, πολύ ενδιαφέρον, μυθιστόρημα. Είναι η ζωή της Νίκης Νεφελούδη (Αρμάου στο κείμενο) της μητέρας του Χρήστου Χωμενίδη. Της κόρης μιας ιστορικής μορφής για την ελληνική Αριστερά, του Βασίλη Νεφελούδη, βουλευτή και υποψηφίου δημάρχου Αθηναίων, κάποτε «ηρωικού αρχηγού των εργατών» και στην πορεία «προδότη της εργατικής τάξης» όπως γράφει και το οπισθόφυλλο φωτίζοντας τη σχέση του με το Κόμμα. Είναι η ιστορία ενός κοριτσιού που συνελήφθη βρέφος, έζησε εξορίες κι εκτοπισμούς, παρανομία και οικογενειακούς διχασμούς, αλλά και τον έρωτα. Αντιλαμβάνεστε ότι τα όρια μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ είναι δυσδιάκριτα (αν κι ο Χωμενίδης όπως θα διαβάσετε παρακάτω, τα ξεκαθαρίζει απόλυτα), αλλά και ότι «οι άνθρωποι της Νίκης είναι η Ιστορία της Ελλάδας τον 20ο αιώνα» για να δανειστώ άλλη μια φράση από την περίληψη.
Με τον Χρήστο Χωμενίδη συζητήσαμε για όλα, πότε με ένταση πότε με γέλια. Για όλα εκτός από το λαϊκό τραγούδι, όσο κι αν το ήθελε ρωτώντας με κάθε 10 λεπτά «γιατί μιλάμε όλο για πολιτική;». Την απάντηση την ήξερε βέβαια πολύ καλά. Γιατί βρίσκεται στο νέο του βιβλίο…
Πάντως αν ήμουν εσύ, αν είχα έστω και λίγη από τη δεινότητα που έχεις δείξει ως προβοκάτορας κατά καιρούς, θα ζητούσα να μου σχολιάσεις το οξύμωρο να γράφει το βιβλίο της ελληνικής Αριστεράς, κάποιος που έγραφε τους λόγους του Γιώργου Παπανδρέου… Ούτε καν δυο μήνες δεν κράτησε αυτή η συνεργασία, αν έχει κάποια σημασία.
Σε κάθε συνέντευξη που δίνεις, όλο και λιγοστεύουν… Ήταν η προεκλογική περίοδος του 2004. Το Γενάρη πήρε ο ΓΑΠ το δαχτυλίδι από τον Σημίτη, για τον Μάρτη προκηρυχθήκαν οι εκλογές με το περίφημο «πάρτι, πάρτι, στις 8 του Μάρτη». Εγώ, λοιπόν, δέχθηκα τότε να συμμετάσχω στην ομάδα, γιατί πίστευα (και το πιστεύω ακόμα) ότι η ατζέντα του Παπανδρέου τότε ήταν ότι πιο ενδιαφέρον και καινοτόμο υπήρχε στο πολιτικό προσκήνιο. Άσχετα αν τελικά δεν την εφάρμοσε, ή αν ήθελε πραγματικά να την εφαρμόσει, μιλούσε για διαφάνεια, πράσινη ανάπτυξη, διαχωρισμό Κράτους κι Εκκλησίας, σύμφωνα συμβίωσης μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου… όλο το πακέτο ήταν πολύ ελκυστικό. Επίσης, τότε όλοι είχαμε την πεποίθηση ότι η Ελλάδα πάει από το καλό στο καλύτερο. Όλοι. Τα περιστατικά διαφθοράς που παρατηρούσαμε, και ήταν πασπαλισμένα με αρκετή δόση κιτς, ήταν μέσα στο πλαίσιο της δημοκρατίας. Στο ίδιο πλαίσιο που κι ο Φειδίας είχε κατηγορηθεί για διαφθορά εντός του καθεστώτος Περικλή ενώ ανεγειρόταν η Ακρόπολη.
Τον δικαιολογημένο αντίλογο τον ξέρεις. Κάποιος έπρεπε να φωνάξει ότι ζούσαμε πάνω από τις δυνατότητές μας φορτώνοντας συνεχώς τον λογαριασμό σε τρίτους ή στους επόμενους… Τότε ήμουν συχνά καλεσμένος σε πάνελ στην τηλεόραση. Με ενδιέφερε και συγγραφικά να δω, ας πούμε, πώς συμπεριφέρεται στο στούντιο ένας υπουργός. Ήταν ένας λοιπόν, που δεν μπορώ να πω το όνομά του γιατί δεν μπορώ να αποδείξω τη συνομιλία μας, και μου λέει στο διάλειμμα για διαφημίσεις: «Τι να έχουμε έλλειμμα 6%, τι 8%; Αφού θα μας δανείσουν». Τα λέει όλα αυτό, νομίζω. Πάντως, σε εκείνη την Ελλάδα δεν πρέπει να ξεχνάμε π.χ. ότι έβγαιναν 8.000 βιβλία τον χρόνο, τώρα μετράμε το ένα λουκέτο μετά το άλλο στον χώρο του βιβλίου, μην πάω αλλού.
Ναι, αλλά δεν έδιναν τον τόνο εκείνης της εποχής οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, μην τρελαθούμε… Είναι δύσκολο να πεις τι δίνει τον τόνο σε μια εποχή. Ας πούμε, εσύ λες ότι τον έδινε η ψευτοχλιδή, το τζιπ και τα μπουζούκια κι εγώ μπορώ να πω ότι ίσως τον έδωσε η Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων…
…που ήρθε σε μια πολύ ενδιαφέρουσα αντίθεση (ή και αντίφαση) με την Τελετή Λήξης, δε συμφωνείς; Εκεί συμμετείχαν και καλλιτέχνες που αργότερα έγιναν ακραιφνώς αντιμνημονιακοί. Αλλά, ούτε κι εκείνοι, ούτε κανείς, μπορούσε να δει την τρύπα στο χρηματοκιβώτιο. Οι σκηνές της Τελετής με τα Ντάτσουν και τα καρπούζια ήταν λίγο Κουστουρίτσα, είναι ο βαλκανικός εξωτισμός μας που οφείλουμε να ενισχύουμε και να εισπράττουμε. Είναι κάτι ανάλογο με την σκηνή στο Όλα Είναι Δρόμος που ο Αρμένης γκρεμίζει το σκυλάδικο.
Δε μ’ αρέσει να προκαλώ, μ’ αρέσει να λέω τη γνώμη μου, χωρίς να την στρογγυλεύω. Το έχω πληρώσει κατά καιρούς, γιατί – μη νομίζεις το αντίθετο – μ’ αρέσει να με συμπαθούν.
Δεν πρέπει να υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι με αποστολή να προειδοποιούν; Στο ξαναρωτάω… Δεν εισακούονται. Χωρίς κατ’ ανάγκη να συμφωνώ μαζί τους πολιτικά, θα πω ότι και ο Στέφανος Μάνος και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Κώστας Σημίτης είχαν κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου.
Όχι όμως όταν ήταν πρωθυπουργός ο τελευταίος, αλλά εκ των υστέρων. Οι πολιτικοί της Μεταπολίτευσης θεωρείς ότι ενδιαφέρονταν στα σοβαρά για την υστεροφημία τους; Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής νομίζω ναι. Και πολύ. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήθελε να δείχνει ότι δεν ενδιαφέρεται καθόλου. Ο Σημίτης ενδιαφέρεται, η αποτίμηση του δικού του ιστορικού ρόλου θα επανεκτιμηθεί, μην κοιτάς που είναι στον βόρβορο τώρα και τον αντιμετωπίζουν ως σατανά π.χ. μεγαλοδημοσιογράφοι που τότε ήθελαν να βάλουν τα χέρια τους στο βάζο με το μέλι. Μερικές φορές είναι καλό και να το βουλώνει κανείς για λίγο. Αλλά γιατί το έχουμε πάει τόσο πολιτικά από την αρχή;
Να γυρίσουμε σε σένα, λοιπόν. Είσαι agent provocateur επειδή είναι δομικό στοιχείο της προσωπικότητάς σου ή επειδή με τα χρόνια έγινε στοιχείο της δημόσιας εικόνας σου; Δε μ’ αρέσει να προκαλώ, μ’ αρέσει να λέω τη γνώμη μου, όπως πιστεύω ότι πρέπει να κάνουν όλοι. Χωρίς να την στρογγυλεύω και χωρίς να σκέφτομαι το συμφέρον μου. Το έχω πληρώσει κατά καιρούς, γιατί – μη νομίζεις το αντίθετο – μ’ αρέσει να με συμπαθούν.
Σ’ αρέσει περισσότερο να σε συμπαθούν ή να ασχολούνται μαζί σου; Θέλω να ασχολούνται μαζί για καλό, όχι για κακό. Να ασχολούνται με το έργο μου.
Θεωρώ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τόσο αριστερούς εξαιρετικών προθέσεων, όσο και απολιθώματα, τυχοδιώκτες, γραφειοκράτες κι απομεινάρια του βαθέως ΠΑΣΟΚ. Όλα τα κόμματα, βέβαια, έχουν αθλίους. Πλην της Χρυσής Αυγής. Που έχει μόνο αθλίους.
Το νέο σου μυθιστόρημα Νίκη το αφιερώνεις περισσότερο στην κόρη σου παρά στη μητέρα σου… Έγραψα το βιβλίο γιατί ήθελα να μεταφέρω στην κόρη μου και τη γενιά της τις διηγήσεις και τις εικόνες μιας ατμόσφαιρας μέσα στην οποία μεγάλωσα, η οποία έχει χαθεί και κάποιος οφείλει να τη διαφυλάξει.
Ως τι; Ως μια κληρονομιά, γιατί κληρονομιά μας είναι οι ιστορίες μας. Όχι ως δίδαγμα. Είναι ένας καημός για την κοινωνία που είχαν οι άνθρωποι της Νίκης. Κομμουνιστές, πολύ βασανισμένοι, που μέσα από την αριστερή τους αντίληψη δεν έλεγαν ποτέ «τι θα κάνει η Αριστερά», έλεγαν πάντα «τι θα κάνει η Ελλάδα». Κι εγώ είχα την τύχη να τους γνωρίσω.
Νίκη και Αριστερά πάνε μαζί; Νομίζω πώς ναι. Η Αριστερά νικάει καθημερινά. Διάγει συνεχώς μικρές νίκες. Η Αριστερά είναι ένας τρόπος. Σημαίνει, για μένα, τη διαρκή διεύρυνση της πολιτικής, της κοινωνικής και της οικονομικής δημοκρατίας. Πρακτικά, καλύτερη παιδεία και καλύτερη υγεία για όλους καθώς κι ενίσχυση του δημόσιου χώρου σε σχέση με τον ιδιωτικό. Πράγματα που δε συνεπάγονται μοιραία τον κρατικισμό.
Σε ρώτησα γιατί, με τα πρωτοφανώς υψηλά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στις Ευρωεκλογές, ερχόμαστε πια σε ευθεία σύγκρουση με το μύθο της ηττημένης Αριστεράς… Ναι, είναι πια ορατό το ενδεχόμενο να κυβερνήσει ένα κόμμα που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως αριστερό, το ίδιο και οι ψηφοφόροι του…
…εσύ όχι όμως; Εγώ δεν μπορώ παρά να σέβομαι και να λαμβάνω υπ’ όψιν αυτό που πιστεύει ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού. Θεωρώ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τόσο αριστερούς εξαιρετικών προθέσεων, όσο και απολιθώματα, τυχοδιώκτες, γραφειοκράτες κι απομεινάρια του βαθέως ΠΑΣΟΚ. Όλα τα κόμματα, βέβαια, έχουν αθλίους. Πλην της Χρυσής Αυγής. Που έχει μόνο αθλίους.
Οι ιστορίες της Νίκης συνέβησαν τόσο κοντά σου που δεν μπορούν παρά να είναι εγγεγραμμένες στην προσωπικότητά σου. Θα ήταν, ας πούμε, διαφορετικός ο ορισμός που έδωσες πριν αν δεν ήσουν αυτόπτης μάρτυράς τους; Έχω γεννηθεί το 1966. Ανήκω στην πρώτη φουρνιά παιδιών που μπορούσαμε να μας αρέσουν και τα αντάρτικα και οι ABBA, που μπορούσαμε να έχουμε στο δωμάτιο τόσο την αφίσα του Τσε Γκεβάρα όσο και της Ορνέλα Μούτι. Είχαμε τη δυνατότητα του εκλεκτισμού. Το δικό μου οικογενειακό περιβάλλον με απέτρεψε να στρατευθώ πολιτικά, είχα δει που οδηγεί αυτό. Από την άλλη, όμως, η πολιτική έγινε ένα από τα 2-3 σοβαρότερα θέματα της ζωής μου. Την παρακολουθώ με το πάθος ενός συλλέκτη.
Λίγο και σαν ιστορικός; Ναι, γιατί σε βάθος χρόνου τα γεγονότα σχηματίζουν μια μεγαλύτερη εικόνα που μας κάνει να αναθεωρούμε πολλά παροδικά συμπεράσματα.
Οι δικοί σου άνθρωποι αναθεώρησαν; Είχαν αυτή τη δυνατότητα, ναι. Ο πατέρας μου πέθανε περίπου στην ηλικία μου έχοντας επανεφεύρει τον εαυτό του. Ο Βασίλης Πουλαντζάς μου έχει πει ότι τον θυμάται με το tommy gun να φιλάει, παιδάκι ακόμα, τα γραφεία του ΕΑΜ στην Αγίας Ζώνης. Και δεν ήταν ο μόνος, όσο προχωρούσε ο εμφυλιος τόσο μίκραινε η ηλικία των «στρατιωτών». Στην πορεία, με όσα έγιναν, το ’74 και το ’77 ψήφισε Κωνσταντίνο Καραμανλή, γιατί έλεγε «μπλουτζινάκια» τον Ανδρέα. Ήταν πολύ θυμωμένος με την Αριστερά, όπως κι αρκετοί σαν κι αυτόν.
Το «μπλουτζινάκιας» δε θυμίζει λίγο τους σημερινούς αφορισμούς προς τον Τσίπρα; Εντάξει ναι, απλά ο Παπανδρέου αν έμενε στην Αμερική μάλλον θα έπαιρνε το Νόμπελ Οικονομίας για τις ιδέες που είχε αναπτύξει όσον αφορά τον περιφερειακό καπιταλισμό. Ήταν σπουδαίος αφηγητής με μοναδική ικανότητα να βάζει τους ακροατές του στο κάδρο. Η ιδέα του εκσυγχρονισμού που πιστώθηκε στον Σημίτη, στην πραγματικότητα ανήκει στον Ανδρέα. Γιατί το 1981 που ανήλθε στην εξουσία, υπήρχε η επείγουσα προτεραιότητα η κοινωνία να ομογενοποιηθεί. Όσοι ζούσαν «εκτός των τειχών», που έλεγε ο Βασίλης Βασιλικός, εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων, ήταν πάμφτωχοι.
Page: 1 2