Χρήστος Μποκόρος: «Είναι κατόρθωμα η ζωή μας. Δεν είναι παροχή δικαιωμάτων κι επιδομάτων.»

«Χτυπάει η ψυχή; Χτυπάει η φλέβα; Σε πιάνει στην καρδιά; Αν όχι, προχώρα. Βρες άλλο», λέει ο Χρήστος Μποκόρος θέλοντας να μου (μας) δώσει έναν οδηγό πλοήγησης στο μυστικιστικό έργο του που κατακλύζει σαν θεία κοινωνία τον δεύτερο όροφο του Μουσείου Μπενάκη, στην οδό Πειραιώς.

Τα ρεαλιστικά έργα της πρώτης ενότητας, όπου χτυπάει η φλέβα και το βλέπεις (νιώθεις), οδηγούν στις αναμμένες φλογίτσες της δεύτερης που θαρρείς πως σαλεύουν και θα σβήσουν αν τολμήσεις να ανασάνεις κοντά τους. Και στις σημαίες. Στον γενειοφόρο ‘Αρη, μοναχικό μάρτυρα απέναντι από τον Επιτάφιό του. Στον άρτο.

Αποκαλύπτει πως «ζωγράφιζα από παιδί, έφηβος τα παράτησα, ήθελα να αλλάξω τον κόσμο. Δεν ευδοκίμησα». Τον σημαδέψαν τα Φαγιούμ, οι βυζαντινές εικόνες, ο Θεοτοκόπουλος, ο Τσαρούχης με τα 4 χρώματα του Πολυγνώτου.

Όταν αργότερα συζητάμε μου απαγγέλει Γκέτε, Ησίοδο, ρομαντικούς έλληνες ποιητές, όχι για να εντυπωσιάσει. Είναι κομμάτια της ιδεολογίας, της ιδιοσυγκρασίας, της ύπαρξής του. Αντιλαμβάνομαι σιγά σιγά τι ακριβώς γεννάει το έργο του. Μια άγνωστη γυναίκα πλησιάζει και μάς διακόπτει. Είναι συγκινημένη. Τον ευχαριστεί. Για το φως που της έδωσε με το έργο του.«Ο πόνος σας γίνεται και δικός μας, γίνεται καντηλάκι. Σας ευχαριστούμε.

Δεν είναι τακτοποιημένα τα έργα μου, ποτέ, μην αναζητάτε να είναι τακτοποιημένα, ούτε εδώ. Η ζωγραφική είναι ένα φωτεινό παραπέτασμα στο χάος. Προσπαθεί να ορθώσει το πρόσωπό της, να βρει τον εαυτό της. Κι η ζωή μας, νομίζω, είναι μια ευκαιρία να πορευτούμε σε μια οδό αυτογνωσίας. Και τη ζωγραφική εγώ έτσι την αντιμετωπίζω. Δεν είναι διασκέδαση η ζωγραφική, δεν είναι απόλαυση. Η ζωγραφική είναι μια προσπάθεια αναγωγής, να σώσουμε ένα πνεύμα αθανασίας μέσα στην εικόνα, μέσα στα φαινόμενα.

Ο τίτλος της έκθεσης είναι «Όψεις αδήλων» και υπανίσσεται τη φράση του Αναξαγόρα. Τι σημαίνει; ‘Οτι το βάθος κρύβεται στην επιφάνεια. Ζωγραφική μαρτυρία μιας διαδρομής αυτογνωσίας, από τη μαθητεία στο πραγματικό μέχρι τους πειρασμούς του αόρατου κι από εκεί στα στοιχειώδη ζητούμενα μιας λιτής ευημερίας. 


Χώρισα την έκθεση σε δύο αίθουσες. Η μαθητεία στο πραγματικό είναι η πρώτη ενότητα. Είναι τα έργα που έκανα όσο καιρό πίστευα ότι μαθητεύω στην πραγματικότητα απέναντί μου και προσπαθούσα να την παραστήσω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Στη δεύτερη μεγάλη αίθουσα είναι αυτό που κατονόμασα οι πειρασμοί του αόρατου. Όταν προσπάθησα να παραστήσω και κάτι πέρα απ΄το πραγματικό. Παρόλα αυτά στην πρώτη αίθουσα εκτίθενται και τα πορτρέτα των δυο παιδιών μου, που είναι τα τελευταία έργα μου και είναι ανολοκλήρωτα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Ήμουνα εγκλωβισμένος στο ορατό, χωρίς να έχω καταλάβει ότι η ζωγραφική είναι χάρισμα. Χάρισμα σημαίνει ότι είναι χρέος. Τι ελέγχουμε από αυτό το χάρισμα; Δύσκολο. Μας ελέγχει, θα έλεγα. Τα έργα γίνονται όταν θέλουνε αυτά. Βέβαια όλη αυτή η βάσανος είναι όπως το λέει κι η λέξη, παίδεμα και παίδευση. Μεσ’τις δυσκολίες μαθαίνουμε.

Εγώ είμαι επαρχιώτης. Δεν έχω καλλιτεχνική παιδεία. Όταν ήρθα στην Καλών Τεχνών αισθανόμουνα ναυαγός. Μέσα στα λιβάδια, στις πλατείες και στα ρέματα έπαιζα. Μου έλεγε ο πατέρας μου διάφορα σπουδαία κι οι δάσκαλοί μου με μάθανε σπουδαία πράγματα, αλλά δεν είχα μια οργανωμένη καλλιτεχνική παιδεία, δεν ήξερα το νόημα. Γι’αυτό και για πολλά χρόνια είχα παρατήσει τη ζωγραφική. Τη θεωρούσα ένα δεδομένο ταλέντο, που δεν μου έλεγε τίποτα περισσότερο.

Όταν βρέθηκα στην Καλών Τεχνών έπαθα ένα ψιλοσόκ ως ναυαγός. Όλα αυτά που διδάσκονταν εκεί αισθάνθηκα ότι δεν με αφορούσανε. Δεν καταλάβαινα γιατί έπρεπε να σπουδάσω απέναντι στα μοντέλα. Επίσης, βλέποντας από κοντά μετά στα μεγάλα μουσεία τη μεγάλη ζωγραφική, υποκλινόμουνα βέβαια στην τεχνική, στο μεγαλείο της, αλλά δεν αισθανόμουν ότι με περιέχει, δεν αισθανόμουν ότι είμαι εγώ εκεί. Αισθανόμουν ότι είναι κάτι ξένο, μακριά από μένα.

Αναρωτιόμουν τι νόημα μπορεί να έχει η ζωγραφική ζωγραφίζοντας σιγά σιγά τα πράγματα που είχα γύρω μου, απλά αντικείμενα, ένα ποτήρι νερό, μια διπλωμένη πετσέτα, ένα πινέλο, το δωμάτιό μου, τα κορίτσια που ήμουνα μαζί τους, το υπνοδωμάτιό μου, για να παραστήσω κάτι πιο μύχιο. Έλεγα “τι θέλω να δείξω στους άλλους, τον εαυτό μου; Ποιος είναι ο εαυτός μου, τι είμαι εγώ;”.


‘Ενα ποτήρι νερό ήταν ένα κοινό σύμβολο για όλους. Πάνω σε ένα παλιό ξύλο το έκανα, που κουβαλούσε τα ίχνη πολλών προηγούμενων ανθρώπων και χρήσεων σα να μετέχω σε μια κοινότητα, σα να μετέχει και η δικιά μου δεξιότητα με ένα σύμβολο που όλοι μπορούν να αναγνωρίσουν. Να μετέχουμε και να κοινωνούμε. Αυτό ήταν ένα ζητούμενο.

Βλέποντας τα ελληνικά πορτρέτα της Αιγύπτου, αυτά που λέμε πορτρέτα Φαγιούμ, συνειδητοποιήσα ότι αυτά τα πρόσωπα μού απευθύνονται. Τα μάτια τους με κοιτούσαν κατ’ενώπιον. Κι επίσης συνειδητοποίησα ότι ήταν κάτι που λειτουργούσε πάνω μου πιο άμεσα. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν κοινοί άνθρωποι, καθημερινοί, σαν τους δικούς μου, σαν τους γύρω μου. Και το βλέμμα τους σαν κάτι να μου ζητούσε και σαν κάτι να μου έδινε. Το βλέμμα μιας αιωνιότητας. Ήταν ταφικά, νεκρικά πορτρέτα. Σκέφτηκα τότε ότι αυτό είναι ένα νόημα για τη ζωγραφική. Η αναστροφή του μνήματος σε μνημείο. Η μνήμη παράγει πολιτισμό. Η μνήμη είναι το μόνο μας προικιό. Το μόνο μας εφόδιο, η μόνη σκευή που έχουμε για να προχωρήσουμε στο μέλλον.

Η σημαία, η ελιά κι ο άρτος είναι σύμβολα; Στην τέχνη η εικόνα, η παράστασή τους είναι σύμβολο. Αλλά είναι η αναγκαστική σκευή με την οποία λειτουργεί η ζωγραφική. Παρουσιάζοντας τον κόσμο, φτιάχνοντας μια εικόνα δεν παριστάνεις ακριβώς τον κόσμο. Η ζωγραφική δεν είναι στιγμιότυπα του κόσμου. Απ΄την ώρα που κάτι το αναπαριστάς ανάγεται σε σύμβολο, ανάγεται σε κάτι άλλο».

Δικαιούμαστε αυτά τα σύμβολα να τα παραπατάμε και να τα καίμε στους δρόμους; Μια τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική αβρόχοις ποσίν, αλλοτρίοις χρήμασι;

Η σημαία για μένα είναι ό,τι είναι για όλο τον κόσμο. Τι άλλαξε; Το ότι την έχει σφετεριστεί η Χ.Α. είναι αμέλεια των άλλων. Κανείς δεν μπορεί να ιδιοποιηθεί τη σημαία. Η σημαία ανήκει σε όλους. Το θέμα είναι ποιος την τιμά και ποιος όχι. Ας ορθώσουμε το ανάστημά μας, επιμένω! Ας βρούμε τα σύμβολά μας.

Τον καιρό της πρώιμης επαναστατικότητάς μου, της εφηβικής νεοφώτιστης Αντίστασης, πίστευα ότι για να αλλάξουμε τον κόσμο ίσως έπρεπε να περιφρονήσουμε και τα σύμβολά του. Ήταν τρέχουσα η αντίληψη αυτή. Δεν έφτασα βέβαια στην ακραία πεποίθηση να υποβαθμίσω τη σημαία, αλλά λίγο την περιφρονούσα. Δεν ήταν σύμβολο. Τη χρησιμοποίησε η Χούντα, την χρησιμοποιούσαν όλοι αυτοί που καταπίεζαν τη ζωή μου. Αλλά ωριμάζοντας καταλαβαίνω ότι πρέπει να έχουμε κυρίως διάκριση, να κρίνουμε, να διακρίνουμε και να προκρίνουμε το Καλό και το Κύριο. Δεν είναι έτοιμα αυτά, δεν μας δίνονται με συνθήματα και δεν κυκλοφορούν ακριβώς στους δρόμους. Αυτά τα σύμβολα που θεωρούνται παλαιομοδίτικα και παρηκμασμένα είναι σύμβολα ανθρώπων που τα τιμήσανε. Χάριν μιας σημαίας πέσαν. Πέσαν πάρα πολλοί και πέφτανε επί αιώνες πάρα πολλοί. Δικαιούμαστε αυτά τα σύμβολα να τα παραπατάμε και να τα καίμε στους δρόμους; Μια τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική αβρόχοις ποσίν, αλλοτρίοις χρήμασι;

Τι να ερμηνεύσω από μια εικόνα; Από ένα έργο; Χτυπάει η ψυχή; Χτυπάει η φλέβα; Σε πιάνει στην καρδιά; Αν όχι, προχώρα! Βρες άλλο. Αυτό που ζωγραφίζω ελπίζω ότι δεν είναι απλώς ένα αισθητικό αποτέλεσμα. Με ενδιαφέρει τα έργα να χτυπάνε στην καρδιά. Η ζωγραφική είναι κοινωνία, όχι επικοινωνία. Είναι ένας χώρος όπου μπορεί κανείς να κοινωνήσει, να μετέχει. Αν δεν κοινωνεί δεν έχει νόημα. Είναι μια γέφυρα προς κάτι υπερβατικό.

Η ζωγραφική από μόνη της χρειάζεται κόπο και χρόνο για να γίνει. Κι όταν γίνει δεν αναμένει να ανταλλαχτεί με μια επόμενη. Προσδοκά την αλήθεια και τη αιωνιότητα. Η εποχή μας μας διδάσκει βεβαίως ότι πρέπει να αλλάζουμε τα πράγματα με νέα, με νεότερα, με ακόμα νεότερα. Πότε παλιώνει το παλιό; Ποιο παλιό έχει παλιώσει; Πάλιωσε ο Πλάτωνας; Πάλιωσε ο Πραξιτέλης; Πάλιωσε ο Ρέμπραντ; Τι παλιώνει; Πότε; Μην ακολουθούμε τους ρυθμούς της τεχνολογίας. Δεν είμαστε εδώ για να αναπτυσσόμαστε. Το γίγνεσθαι των ανθρώπων είναι μια συνεχής πορεία. Δεν είναι ζητούμενο.

Όλη η έκθεση είναι, θεωρώ, πολιτική. Στο έργο “Ελευθερία ή Θάνατος”, που έγινε γιορτάζοντας τα 35 χρόνια της μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας στην Ελλάδα, προσπάθησα να παραστήσω αυτό που ζήσαμε σε πολλές ψηφίδες πιστεύοντας ότι η σημαία ανήκει σε όλους κι ο καθένας πρέπει να βάλει τη δική του ψηφίδα. Προσπάθησα να παραστήσω σύμβολα που μας επηρεάσαν όλα εκείνα τα χρόνια, Κρατών, εθνοτήτων, μειονοτήτων, του Πατριαρχείου, της Κύπρου, την εβραϊκή, του Αραφάτ, των Αναρχικών, της 17Ν, των Φιλιππινέζων κ.ά. και μαζί με κομματάκια από τα παλαιά μαντήλια ευρέπειας του πατέρα μου έντυσα τα κέδρινα ξύλα.

Νεοφώτιστος αντιστασιακός στα νεανικά μου χρόνια σπούδασα Νομικά, πιστεύοντας πώς μαθαίνοντας τον τρόπο που δομείται μια κοινωνία μπορώ να συμβάλλω στη βελτίωσή της, μπορώ να δω το όραμά μου να γίνεται πραγματικότητα και τον κόσμο να γίνεται καλύτερος. Ήταν Μεταπολίτευση. Σχετικά σύντομα διαπίστωσα ότι δεν γίνεται η βελτίωση του κόσμου με νόμους, νομίζω ότι αυτό που μας οδηγεί περισσότερο δεν είναι ο νόμος, στον οποίο υποτασσόμαστε, φοβούμενοι την τιμωρία, αλλά το λαμπρό παράδειγμα. Σκέφτομαι ότι η μεγαλύτερη συμβολή μας στην βελτίωση του κόσμου είναι η ελάχιστη συμβολή της αλλαγής του εαυτού μας. Δηλαδή, να ορθώσουμε τον εαυτό μας και να τον κάνουμε ένα φωτεινό παράδειγμα, να κάνουμε το έργο μας φωτεινό, να αντισταθούμε στο σκοτάδι. Να αντισταθούμε στην πτώση, να είναι ανατατική η ζωγραφική και ανατατική η ζωή μας. Θέλει κόπο αυτό, προσπάθεια, πειθαρχία και νόμους. Νόμο με την έννοια του κανόνα που πρέπει να εφαρμόσουμε στον εαυτό μας. Να υποταχτούμε στο υψηλό και το κύριο.

Είναι κατόρθωμα η ζωή μας. Δεν είναι παροχή δικαιωμάτων κι επιδομάτων. Εμείς πρέπει να το κατορθώσουμε. Δεν θα το φάμε έτοιμο. Κόπος, μόχθος, κανόνας. Ποιο Επέκεινα; Εδώ πρέπει να ορθώσουμε το ανάστημά μας. Το Επέκεινα είναι το άγνωστο.

Ο ΕΛΑΣίτης κατατρεγμένος πατέρας μου με έπαιρνε μαζί του όταν γύριζε τον τόπο και φωτογράφιζε και μελετούσε τις αρχαιότητες, την ιστορία του τόπου. Μου έλεγε συνήθως “ζώντας πρέπει να πάμε μπροστά, αλλά να μην ξεχνάμε πούθε ερχόμαστε, αν ξεχάσουμε πούθε ερχόμαστε μπροστά δεν πάμε”. Μπαίνοντας στο μοναστήρι της Μυρτιάς ένα απόγευμα μού δίδαξε πώς εικονογραφείται ένας ναός. Πώς όλες οι εικόνες εκεί μέσα δεν είναι ως έτυχε. Σε κάτι αποσκοπούν. Η παράσταση του κόσμου εκεί μέσα έχει ένα νόημα. Είναι μια μυητική πορεία. ‘Ετσι είναι κι η ζωή μας, μια μυητική διαδικασία. Προς τα πού; Ας το διαλέξουμε. Μου έκανε εντύπωση που όλη αυτή η μαθητεία, όλη αυτή η διδασκαλία έγινε από έναν άνθρωπο που είχε ήδη περιθωριοποιηθεί εκείνα τα χρόνια από το θεσμικό καθεστώς. Παρόλα αυτά μέσα στα σύμβολα αυτής της μακραίωνης πορείας αναζητούσε το ‘Υψος. Διότι το ύψος είναι καταγεγραμμένο σε μεγάλες διάρκειες κι η ζωή μας δεν έχει νόημα να την βλέπουμε σε μικρές διάρκειες.

Από τον αντιστασιακό διωκόμενο πατέρα μου κρατάω αυτή την ανατατική πίστη, ότι η ζωή κερδίζεται σε δύσκολες συνθήκες και ότι το όραμα της ελευθερίας και του ύψους σώζει. Δείτε και την κατάσταση γύρω μας. Καχεκτική, δύσκολη, μίζερη. Οι αιτίες δεν είναι οικονομικές. Η παρακμή δεν είναι μόνο ο αναδασμός που επιδιώκουν οι σύγχρονες κυρίαρχες δυνάμεις. Οι αιτίες προϋπάρχουνε, είναι μια ηθική απονεύρωση και ένας πνευματικός εφησυχασμός στον οποίο είχαμε αφεθεί εδώ και πολύ καιρό.

Τι κάνουμε εδώ; Τι είμαστε εδώ; Να απολαμβάνουμε; Μας φορτώνουν συνεχώς με υποσχέσεις αειφορίας, ανάπτυξης, σα να ξεχνάμε όμως το αυτονόητο, που μας το διδάσκει η φύση γενναιόδωρα. Για να έρθει η Άνοιξη και το Καλοκαίρι, πρέπει να περάσει Φθινόπωρο, Χειμώνας.Και θα επαναληφθεί αυτό. Και πάλι και πάλι θα’ρθεί. Είμαστε εδώ για να το βιώσουμε. Δεν θα βιώνουμε μόνο την Άνοιξη.

Δεν είμαστε εφήμεροι. Επίσης, η πραγματικότητα δεν χωρά διακρίσεις, δεν κόβεται σε κομματάκια, όπως την κόβουμε σήμερα, λέγοντας Αριστερός, Δεξιός, Χριστιανός, άθεος, ομοφοβικός, ετεροφοβικός. Αλλού είναι το νόημα. Η αλήθεια κρύβεται εκεί που δεν κοιτάμε. Ψάξε το σκοτάδι σου να βρεις το φως, το νόημα. Είναι κατόρθωμα η ζωή μας. Δεν είναι παροχή δικαιωμάτων κι επιδομάτων. Εμείς πρέπει να το κατορθώσουμε. Δεν θα το φάμε έτοιμο. Κόπος, μόχθος, κανόνας. Ποιο Επέκεινα; Εδώ πρέπει να ορθώσουμε το ανάστημά μας. Το Επέκεινα είναι το άγνωστο.

Και θεωρούμε επαναστατικό και προοδευτικό στις μέρες μας κάτι που προωθείται από όλα τα μέσα του καθεστώτος, με όλες τις καθεστωτικές δυνάμεις. Να χαιρόμαστε την αυταπάτη μας!

Η πίστη μάς σώζει. Αλλά σε τι πρέπει να πιστεύεις; Πρέπει να πιστεύεις εδώ στις ευκαιρίες της ζωής σου, να μπορείς να πιστεύεις στον εαυτό σου, να μπορείς να ορθώσεις εαυτό. Και για να αναγνωρίσεις τις ετερότητες πρέπει να έχεις ταυτότητα πρώτα.

Εγώ παιδεύομαι εν απιστία. Η πίστη είναι ζητούμενο του ανθρώπου, πού να πιστέψεις; Μέσα στο σκοτάδι τσαλαβουτάω κι εγώ και προσπαθώ να το γρατζουνίσω μπας και βρω μια χαραμάδα φως».

Η πολιτική μου κατάθεση είναι η ζωή μου και το έργο μου, το παράδειγμά μου. Δεν έχω άλλο. Αυτό είναι και το νόημα αυτής της έκθεσης. Ανάληψη, ανάληψη της ευθύνης να ορθώσουμε τον εαυτό μας απαλλαγμένο από τα περιττά. Άλλο χρέος απέναντι σε κανένα δεν έχω. Έχω την αλαζονεία να πιστεύω ότι είναι χρέος αυτό του καθενός. Όλα αυτά φτάσαμε να θεωρούνται αιρετικά. Αντάρτικο είναι! Και θεωρούμε επαναστατικό και προοδευτικό στις μέρες μας κάτι που προωθείται από όλα τα μέσα του καθεστώτος, με όλες τις καθεστωτικές δυνάμεις. Να χαιρόμαστε την αυταπάτη μας!

Για ποια κοινωνία να μιλήσουμε; Σε τι ομονοεί η ελληνική κοινωνία; Έχει σύμβολο; Ποιο είναι; Ε, τότε, για ποια κοινωνία μιλάμε; Ορθώστε τον εαυτό σας ως κοινωνία, αυτό είναι το πρόταγμα που έχω ζώντας και δουλεύοντας. Δημιουργός σημαίνει κάνω έργα για το Δήμο. Το ποιος Δήμος θα το αναγνωρίσει και ποια κοινότητα θα αναχθεί μέσα από αυτό, είναι θέμα του Δήμου.

Η ποίηση όλη με έχει επηρεάσει από τον Όμηρο. Θυμάμαι τελευταία και απαγγέλω εδώ στην έκθεση Ερωτόκριτο. Και Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, τον ρομαντικό που μου απάγγειλε ο πατέρας μου. Μόνο τέτοια φευγάτα οράματα μας σώζουνε».

Το τσίπουρο είναι σαν το πνεύμα, σαν την τέχνη, είναι παράδειγμα και για την τέχνη. Η τέχνη πρέπει να λειτουργεί σαν αυτό, να σου δίνει φτερά για να περνάς τα δύσκολα. Το να πας απένανι είναι κατόρθωμα. Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία. Έχουμε;

Η αναδρομική έκθεση του Χρήστου Μποκόρου Όψεις αδήλων στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς) διαρκεί μέχρι τις 26 Φεβρουαρίου.
Ιωάννα Κλεφτόγιαννη

Share
Published by
Ιωάννα Κλεφτόγιαννη