– Χόρχε Λουίς Μπόρχες-
Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
Ο ΣΤΥΓΕΡΟΣ ΛΥΤΡΩΤΗΣ ΛΑΖΑΡΟΥΣ ΜΟΡΕΛ
Η μακρινή αιτία
Το 1517, ο πατήρ Μπαρτολομέ ντε λας Κάσας λυπήθηκε πολύ τους ινδιάνους που αφανίζονταν στην πολυδαίδαλη κόλαση των χρυσωρυχείων των Αντιλλών, και πρότεινε στον αυτοκράτορα Κάρολο Κουίντο την εισαγωγή νέγρων, ώστε ν’ αφανιστούν αυτοί στην πολυδαίδαλη κόλαση των χρυσωρυχείων των Αντιλ-λών.
Σ’ αυτή την περίεργη φιλάνθρωπη αναπλήρωση οφείλουμε άπειρα γεγονότα: τα μπλουζ του Χάντυ· την επιτυχία που σημείωσε στο Παρίσι ο ουρουγουανός ζωγράφος Πέδρο Φιγκάρι· την ωραία και τραχιά πεζογραφία του επίσης ουρουγουανού δον Βισέντε Ρόσσι· το μυθικό παράστημα του Αβραάμ Λίνκολν· τους πεντακόσιες χιλιάδες νεκρούς του αμερικανικού εμφυλίου· τα τριάμισι δισεκατομμύρια που καταβλήθηκαν σε στρατιωτικές συντάξεις· το άγαλμα του φανταστικού Φαλούτσο· την κατα- χώριση του ρήματος linchar («λιντσάρω») στη δέκατη τρίτη έκδοση του Λεξικού της Ακαδημίας· τη χειμαρρώδη ταινία Αλληλούια· την ακάθεκτη επέλαση των «Μελαψών και Μαύρων» λογχοφόρων του Σολέρ στο Σερίτο· τη χάρη της Δεσποινίδος Τάδε· τον μαύρο που σκότωσε ο Μαρτίν Φιέρρο· την αξιοθρήνητη ρούμπα «El Manisero»· το ναπολεοντισμό του Τουσσαίν Λουβερτύρ που τον έπιασαν και τον έκλεισαν στα κάτεργα· το Σταυρό και τον Πύθωνα στην Αϊτή· το αίμα απ’ τις κατσίκες που σφάχτηκαν απ’ το μαχαίρι του παπαλουά· την αμπανέρα, μητέρα του τάνγκο· το καντόμπε.
Κι ακόμα: την περίλαμπρη εγκληματική ζωή του στυγερού λυτρωτή Λάζαρους Μορέλ.
Ο τόπος
Ο Πατέρας των Νερών, ο Μισσισσιππής, ο μεγαλύτερος ποταμός του κόσμου, υπήρξε το αντάξιο θέατρο αυτού του απαράμιλλου απατεώνα. (Ο Άλβαρες ντε Πινέδα ανακάλυψε τον Μισσισσιππή, και πρώτος εξερευνητής του υπήρξε ο λοχαγός Ερνάντο ντε Σότο, πρώην κατακτητής του Περού, που έμαθε στον Αταουάλπα, βασιλιά των Ίνκας, να παίζει σκάκι, για να του απαλύνει τους μήνες που έμεινε στη φυλακή. Όταν πέθανε, για τάφο τού έδωσαν τον ποταμό.)
Ο Μισσισσιππής είναι ένας ποταμός πλατύστερνος· είναι ένας σκοτεινός κι απέραντος αδελφός του Παρανά, του Ουρουγουάη, του Αμαζόνιου και του Ορενόκου. Είναι ένας ποταμός με ανάκατα νερά· κάθε χρόνο, εκβάλλει στον Κόλπο του Μεξικού πάνω από 400 εκατομμύρια τόνους λάσπη. Όλο αυτό το σεβαστό και πανάρχαιο σκουπιδαριό έχει σχηματίσει ένα δέλτα όπου τα γιγάντια κυπαρίσσια των βάλτων τρέφονται από τα κατάλοιπα μιας ηπείρου σε αδιάλειπτη αποσύνθεση, κι όπου λαβύρινθοι από λάσπη, ψόφια ψάρια και κορμούς διευρύνουν τα όρια και την ησυχία αυτής της δύσοσμης επικράτειας. Πιο βόρεια, στο ύψος του Άρκανσω και του Οχάιο, εκτείνονται τα πεδινά. Εκεί ζει μια κιτρινιάρικη ράτσα αποστεωμένων ανθρώπων, έρμαιων των πυρετών, που κοιτάζουν με λαχτάρα την πέτρα και το σίδερο, γιατί αυτοί δεν έχουν τίποτ’ άλλο από άμμο, ξύλα και λασπόνερα.
Οι άνθρωποι
Στις αρχές του 19ου αιώνα (η εποχή που μας ενδιαφέρει), στα μεγάλα βαμβακοχώραφα στις όχθες του Μισσισσιππή δούλευαν νέγροι απ’ το πρωί ώς το βράδυ. Κοιμόνταν σε ξύλινες παράγκες, στο πάτωμα από χώμα. Αν εξαιρέσεις τη σχέση μητέρα-γιος, οι συγγένειες ήταν συμβατικές και ύποπτες. Είχαν όνομα, αλλά το επώνυμο δεν τους χρειαζόταν και πολύ. Δεν ήξεραν να διαβάζουν. Οι γλυκές, ψιλές φωνές τους μιλούσαν κάτι αγγλικά με μακρόσυρτα φωνήεντα. Δούλευαν στη σειρά, κυρτωμένοι κάτω απ’ το καμτσίκι του επιστάτη. Αν το ’σκαγαν, άνδρες με μακριές γενειάδες καβαλούσαν όμορφα άλογα, και τρομερά λαγωνικά τούς παίρναν στο κυνήγι.
Σ’ ένα υπόστρωμα από ζωώδεις προσδοκίες και αφρικανικούς φόβους είχαν προσθέσει τα λόγια της Γραφής: επομένως, πίστευαν στον Χριστό. Όλοι μαζί κι από τα βάθη της καρδιάς τους τραγουδούσαν: «Go down, Moses». Ο Μισσισσιππής ήταν γι’ αυτούς το μεγαλόπρεπο είδωλο του θλιβερού Ιορδάνη.
Οι κύριοι αυτής της σκληρά δουλεμένης γης κι αυτών των κοπαδιών νέγρων ήταν ευγενείς – αργόσχολοι, άπληστοι και μακρομάλληδες· έμεναν σε μεγάλα σπίτια που έβλεπαν στον ποταμό – πάντα με μια ψευδοαρχαιοελληνική αψίδα από άσπρο πεύκο στην εξώπορτα. Ένας καλός σκλάβος τούς κόστιζε χίλια δολάρια και δεν κρατούσε πολύ: ορισμένοι επιδείκνυαν τόση αχαριστία, ώστε αρρώσταιναν και πέθαιναν. Επειδή, λοιπόν, έπρεπε να τους εκμεταλλευτούν όσο μπορούσαν περισσότερο, τους έβαζαν να δουλεύουν απ’ το ξημέρωμα ώς το βράδυ, κι απαιτούσαν από τις φυτείες μια συγκεκριμένη ετήσια σοδειά καπνού, βαμβακιού ή ζάχαρης. Η γη, ανασκαλεμένη κι εξουθενωμένη απ’ αυτή την ανυπόμονη καλλιέργεια, σε λίγα χρόνια στέρευε: λάσπη κι αγριόχορτα κατέκλυζαν τις φυτείες. Στα περίχωρα, στα εγκαταλειμμένα κτήματα, ανάμεσα σε πυκνά ζαχαροκάλαμα και μολυσμένους βάλτους, ζούσαν οι «poor whites», η λευκή φτωχολογιά. Ήταν ψαράδες, κυνηγοί στη χάση και στη φέξη, ζωοκλέφτες. Συνήθιζαν να ζητιανεύουν απ’ τους νέγρους κλεμμένα αποφάγια, αλλά, παρ’ όλο τους το χάλι, διατηρούσαν μια περηφάνια: την περηφάνια ενός καθαρού, αμόλυντου αίματος. Ένας απ’ αυτούς ήταν κι ο Λάζαρους Μορέλ.
Ο άνθρωπος
Οι δαγκεροτυπίες που συνήθως δημοσιεύουν τα αμερικανικά περιοδικά δεν είναι αυθεντικές. Το ότι δεν υπάρχει ούτε ένα γνήσιο πορτρέτο ενός τόσο διάσημου και αξιομνημόνευτου ανδρός δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Μας επιτρέπεται να υποθέσουμε ότι ο Μορέλ απέφυγε τη φωτογραφική πλάκα όχι μόνο για να μην αφήσει ίχνη, αλλά και για να θρέψει το μυστήριο γύρω απ’ το άτομό του. Ξέρουμε, πάντως, ότι η φύση δεν του είχε σταθεί γενναιόδωρη κι ότι τα λεπτά του χείλη και τα σμιχτά του μάτια διόλου δεν τον κολάκευαν. Με τον καιρό, τα χρόνια του προσέδωσαν αυτή την περίεργη μεγαλοπρέπεια που αποπνέουν οι γκριζομάλληδες αλιτήριοι, οι ριψοκίνδυνοι και ασύλληπτοι εγκληματίες. Ήταν ένας από τους παλιούς ευγενείς του Νότου, παρά την άθλια παιδική ηλικία και τις κακουχίες. Δεν αγνοούσε τις Γραφές και κήρυσσε με ξεχωριστή πειθώ. «Εγώ τον είδα τον Λάζαρους Μορέλ στον άμβωνα» σημειώνει ο ιδιοκτήτης ενός χαρτοπαικτείου στο Μπατόν Ρουζ της Λουιζιάνας· «άκουσα τα εποικοδομητικά του λόγια κι είδα τα μάτια του να πλημμυρίζουν δάκρυα. Ήξερα πως ενώπιον του Θεού ήταν μοιχός, κλέφτης νέγρων και φονιάς, αλλά και τα δικά μου μάτια έκλαψαν».
Μιαν άλλη πολύτιμη μαρτυρία αυτών των ιερών διαχύσεων έχουμε από τον ίδιο τον Μορέλ: «Άνοιξα τη Βίβλο στην τύχη, έπεσα σ’ ένα χωρίο του Αποστόλου Παύλου που ήταν ό,τι πρέπει, και κήρυξα επί μία ώρα και είκοσι λεπτά. Στο μεταξύ, ο Κρένσω και τα παιδιά δεν έχασαν το χρόνο τους κι έκλεψαν όλα τ’ άλογα του ποιμνίου. Τα πουλήσαμε στην Πολιτεία Άρκανσω, εκτός από έναν ατίθασο κοκκινοτρίχη που τον κράτησα για την πάρτη μου. Και του Κρένσω του άρεσε το άλογο, αλλά τον έπεισα με τον τρόπο μου ότι εκεινού θα του ήταν άχρηστο».
Η μέθοδος
Η κλοπή αλόγων σε μια Πολιτεία και η πώλησή τους σε μιαν άλλη δεν ήταν παρά ένα διασκεδαστικό διάλειμμα στην εγκληματική σταδιοδρομία του Μορέλ, αλλά προεικόνιζαν τη μέθοδο που έμελλε να του χαρίσει μια επάξια θέση στην Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας. Αυτή η μέθοδος είναι μοναδική, ως προς όχι μόνο τις sui generis περιστάσεις που την επέβαλαν, αλλά και την αχρειότητα που απαιτεί, την τραγική εκμετάλλευση της ελπίδας και την προοδευτική της εκτύλιξη, που μοιάζει με την αποτρόπαιη εξέλιξη ενός εφιάλτη. Ο Αλ Καπόνε και ο Μπαγκς Μοράν έδρασαν σε μεγαλουπόλεις, με τεράστια κεφάλαια και πειθήνια μυδραλιοβόλα, αλλά αυτό που διεκδικούσαν δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο: ένα μονοπώλιο – τίποτα παραπάνω. Όσο για τον αριθμό των ατόμων που απασχολούσαν, ο Μορέλ είχε ώς και χίλιους ανθρώπους στη δούλεψή του, όλους ορκισμένους. Διακόσιοι αποτελούσαν το Ανώτατο Συμβούλιο που εξέδιδε τις διαταγές τις οποίες εκτελούσαν οι υπόλοιποι οκτακόσιοι. Αυτοί που διέτρεχαν όλο τον κίνδυνο ήταν οι κατώτεροι. Σε περίπτωση ανταρσίας, τους κάρφωναν στην αστυνομία ή τους πετούσαν στο ορμητικό ποτάμι με τα βαριά νερά, με μια πέτρα γερά δεμένη στα πόδια τους. Συχνά αυτοί οι άνθρωποι ήταν μιγάδες. Η εγκληματική αποστολή τους ήταν η ακόλουθη:
Με φανταχτερά δαχτυλίδια στα χέρια, για να εμπνέουν σεβασμό, διέτρεχαν τις αχανείς φυτείες του Νότου. Πλεύριζαν έναν δυστυχισμένο νέγρο και του πρότειναν την ελευθερία. Του έλεγαν να το σκάσει, για να τον ξαναπουλήσουν αυτοί σ’ ένα άλλο κτήμα, μακριά. Μετά, θα του έδιναν ένα ποσοστό από την τιμή πώλησής του και θα τον βοηθούσαν να το ξανασκάσει. Ύστερα, θα τον οδηγούσαν σε μια ελεύθερη Πολιτεία. Χρήματα και ελευθερία, κουδουνιστά δολάρια και ελευθερία – υπήρχε καλύτερος πειρασμός; Ο σκλάβος αποτολμούσε την πρώτη του δραπέτευση.
Φυσικός δρόμος της φυγής, το ποτάμι. Ένα μονόξυλο, το αμπάρι ενός ατμόπλοιου, μια μαούνα, μια σχεδία απέραντη σαν ουρανός μ’ ένα καλυβάκι στην πούντα της ή με ψηλά αντίσκηνα από καραβόπανο – το μέσον δεν είχε τόση σημασία όσο η αίσθηση της κίνησης, η αίσθηση της ασφάλειας πάνω στον ακάματο ποταμό… Τον πουλούσαν σε άλλη φυτεία. Εκείνος το ’σκαγε ξανά προς τους καλαμιώνες και τις λαγκαδιές. Τότε, οι τρομεροί ευεργέτες του (που ήδη είχε αρχίσει να μην τους έχει και πολλή εμπιστοσύνη) προφασίζονταν κάτι μυστήρια έξοδα και ισχυρίζονταν ότι έπρεπε να τον πουλήσουν για τελευταία φορά. Με την επιστροφή του, θα του έδιναν την ελευθερία του και το ποσοστό του από τις δύο πωλήσεις. Ο άνθρωπος αφηνόταν να πουληθεί, δούλευε λίγο καιρό κι αποτολμούσε για τελευταία φορά τον κίνδυνο των μαστιγίων και των λαγωνικών. Επέστρεφε μέσα στο αίμα, τον ιδρώτα, την απόγνωση και το όνειρο.
Η τελική ελευθερία
Ας τα δούμε όλα αυτά από νομική άποψη. Οι συμμορίτες του Μορέλ δεν έβαζαν τον νέγρο για πούλημα παρά μόνο αφού ο πρώτος κύριός του είχε καταγγείλει τη φυγή του και προσφέρει αμοιβή σ’ όποιον τον έβρισκε. Επομένως, δεν είχε καμία σημασία ποιος τον είχε, και η επόμενη πώλησή του δεν ήταν πια κλοπή αλλά κατάχρηση εμπιστοσύνης. Η προσφυγή στην αστική δικαιοσύνη ήταν μια ανώφελη δαπάνη, γιατί κανείς δεν πλήρωνε τη ζημιά.
Όλα αυτά παρείχαν μεν απόλυτη εξασφάλιση αλλά όχι για πάντα. Ο νέγρος μπορεί να μιλούσε· ο νέγρος, είτε από χαρά είτε από στενοχώρια, ήταν ικανός να μιλήσει. Λίγα ποτηράκια ουίσκι σίκαλης στο μπορντέλο του Κάιρο, στο Ιλλινόι, όπου αυτός ο γεννημένος σκλάβος γιος της σκύλας θα πήγαινε να ξοδέψει τα ωραία λεφτουδάκια που δεν είχαν καμία υποχρέωση να του τα σκάσουν, και πάει το μυστικό. Εκείνη την εποχή, ένα κίνημα υπέρ της κατάργησης της δουλείας ξεσήκωνε το Βορρά· κάποιοι επικίνδυνοι παράφρονες που αρνιόνταν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, κήρυσσαν την απελευθέρωση των νέγρων και τους παρακινούσαν να δραπετεύσουν. Ο Μορέλ δε θ’ άφηνε να τον μπλέξουν μ’ αυτούς τους αναρχικούς. Αυτός δεν ήταν Γιάνκης· ήταν ένας λευκός από το Νότο, γιος και εγγονός λευκών, και έλπιζε ν’ αποτραβηχτεί μια μέρα απ’ τις επιχειρήσεις, να ζήσει σαν άρχοντας, να έχει λεύγες τα βαμβακοχώραφα και σειρές ολόκληρες γονατισμένους σκλάβους. Είχε αποκτήσει μεγάλη πείρα για ν’ αφήσει να εκτεθεί σε άχρηστους κινδύνους.
Ο φυγάς περίμενε την ελευθερία του. Τότε, οι σκοτεινοί μιγάδες του Λάζαρους Μορέλ έπαιρναν μια διαταγή που, καμιά φορά, δεν ήταν παρά ένα νεύμα του κεφαλιού, και τον απάλλασσαν από την όραση, την ακοή, την αφή, τη μέρα, την ατιμία, το χρόνο, τους ευεργέτες, το έλεος, τον αέρα, τα σκυλιά, τον κόσμο, την ελπίδα, τον ιδρώτα και τον εαυτό του. Μια σφαίρα, μια χαμηλή μαχαιριά ή ένα χτύπημα, και το τελευταίο μαντάτο το έπαιρναν οι χελώνες και τα ψάρια του Μισσισσιππή.
Η καταστροφή
Στα χέρια ανθρώπων εμπιστοσύνης, η δουλειά δεν μπορούσε παρά ν’ ανθήσει. Στις αρχές του 1834, γύρω στους εβδομήντα νέγρους είχαν «χειραφετηθεί» από τον Μορέλ, κι άλλοι ετοιμάζονταν ν’ ακολουθήσουν τους μακάριους προδρόμους. Η ζώνη των επιχειρήσεων είχε επεκταθεί κι ήταν ανάγκη να στρατολογήσουν νέους εταίρους. Ανάμεσα σ’ αυτούς που πήραν τον όρκο ήταν κι ένας νεαρός, ονόματι Βέρτζιλ Στούαρτ, απ’ το Άρκανσω, που γρήγορα ξεχώρισε για τη σκληρότητά του. Αυτός ο νεαρός ήταν ανιψιός ενός ευγενούς που είχε χάσει ουκ ολίγους σκλάβους. Τον Αύγουστο του 1834, πάτησε τον όρκο του και κατάγγειλε τον Μορέλ και τους άλλους. Το σπίτι του Μορέλ στη Νέα Ορλεάνη περικυκλώθηκε από την αστυνομία. Ο Μορέλ, χάρη σε αμέλεια ή σε δωροδοκία, κατάφερε να ξεφύγει.
Τρεις μέρες πέρασαν. Και τις τρεις αυτές μέρες ο Μορέλ τις πέρασε κρυμμένος σ’ ένα παλιό αρχοντικό της οδού Τουλούζ, με αυλές γεμάτες αγάλματα και περικοκλάδες. Πρέπει να έτρωγε ελάχιστα και να περιδιάβαζε ξυπόλυτος τα μεγάλα, σκοτεινά δωμάτια, καπνίζοντας σκεπτικά πούρα. Μ’ έναν σκλάβο του σπιτιού έστειλε δύο επιστολές: μία στο Νάτσεζ και μία στο Ρεντ Ρίβερ. Την τέταρτη μέρα, τρεις άνδρες μπήκαν στο σπίτι κι έμειναν κουβεντιάζοντας μαζί του ώς το ξημέρωμα. Την πέμπτη μέρα, μόλις βράδιασε, ο Μορέλ σηκώθηκε, ζήτησε ένα ξυράφι και ξύρισε προσεκτικά τα γένια του. Ντύθηκε και βγήκε. Διέσχισε με αργή αταραξία τα βόρεια προάστια. Με το που βρέθηκε στην εξοχή, στην ποταμιά του Μισσισσιππή, τάχυνε το βήμα του.
Το σχέδιό του μόνο ένας πιωμένος θα ’χε το κουράγιο να το σκαρφιστεί: θα αξιοποιούσε τους τελευταίους που ακόμα τον υπάκουαν, τους πάντα εξυπηρετικούς νέγρους του Νότου. Αυτοί είχαν δει συντρόφους τους να φεύγουν, αλλά όχι και να επιστρέφουν. Οπότε, τους θεωρούσαν ελεύθερους. Το σχέδιο του Μορέλ προέβλεπε μια γενική εξέγερση των νέγρων και την κατάληψη, τη λεηλασία και την κατοχή της Νέας Ορλεάνης. Ο Μορέλ, εκθρονισμένος και σχεδόν εξοντωμένος απ’ την προδοσία, οραματιζόταν μιαν ανταπόκριση εθνικής κλίμακας: μιαν ανταπόκριση, μέσω της οποίας το έγκλημα θα εξυψωνόταν ώς τη λύτρωση και την Ιστορία. Γι’ αυτόν το σκοπό κατευθύνθηκε προς το Νάτσεζ, όπου είχε και τη μεγαλύτερη δύναμη. Έτσι αφηγείται ο ίδιος το ταξίδι του:
«Βάδισα τέσσερις μέρες ώσπου να βρω ένα άλογο. Την πέμπτη μέρα, έκανα μια στάση κοντά σ’ ένα ρέμα για να πιω λίγο νερό και να πάρω έναν υπνάκο. Ήμουν καθισμένος σ’ ένα κούτσουρο, αγναντεύοντας το δρόμο που είχα κάνει, όταν είδα να ζυγώνει ένας καβαλάρης πάνω σ’ έναν ωραίο σταμπωτό ψαρή. Με το που τον είδα, αποφάσισα να του φάω το άλογο. Σηκώθηκα, τον σημάδεψα μ’ ένα ωραίο περίστροφο και τον πρόσταξα να ξεπεζέψει. Ξεπέζεψε, κι εγώ έπιασα τα γκέμια με το αριστερό μου χέρι, του ’δειξα το ρέμα και τον πρόσταξα να προχωρήσει. Προχώρησε καμιά διακοσαριά γιάρδες και σταμάτησε. Τον πρόσταξα να γδυθεί. Μου είπε: “Αφού είσαι αποφασισμένος να με σκοτώσεις, άσε με να προσευχηθώ πριν πεθάνω”. Του αποκρίθηκα πως δεν είχα χρόνο ν’ ακούω τις προσευχές του. Έπεσε στα γόνατα και του φύτεψα μια σφαίρα στο σβέρκο. Του άνοιξα την κοιλιά με μια σπαθιά, του ’βγαλα τ’ άντερα και τον πέταξα στο ρέμα. Ύστερα, έψαξα τις τσέπες του και βρήκα τετρακόσια δολάρια, τριάντα επτά σεντ και κάτι χαρτιά που δεν έχασα το χρόνο μου να τα κοιτάξω. Οι μπότες του ήταν ολοκαίνουργιες, φανταχτερές, και μου ’καναν μια χαρά. Τις δικές μου, που κόντευαν να διαλυθούν, τις πέταξα στο ρέμα.
»Έτσι απέκτησα το άλογο που χρειαζόμουν για να μπω στο Νάτσεζ».
Η διακοπή
Ο Μορέλ να οδηγεί ξεσηκωμένους μαύρους που λαχταρούν να τον κρεμάσουν, ο Μορέλ κρεμασμένος από στρατιές μαύρων που λαχταρούν να τους οδηγήσει στον ξεσηκωμό – με πόνο ομολογώ πως η ιστορία του Μισσισσιππή δεν εκμεταλλεύτηκε αυτές τις θαυμάσιες ευκαιρίες. Αντίθετα προς κάθε ποιητική δικαιοσύνη (ή ποιητική συμμετρία), τάφος του δε στάθηκε το ποτάμι των εγκλημάτων του. Στις 2 Ιανουαρίου 1835, ο Λάζαρους Μορέλ πέθανε από πνευμονική συμφόρηση στο νοσοκομείο του Νάτσεζ όπου είχε διακομιστεί με το όνομα Σίλας Μπάκλυ. Τον αναγνώρισε ένας απ’ τον ίδιο θάλαμο. Στις 2 και στις 4 Ιανουαρίου πήγαν να ξεσηκωθούν οι σκλάβοι σε αρκετές φυτείες, αλλά η εξέγερσή τους κατεστάλη χωρίς πολλή αιματοχυσία.
Για το έργο:
Όταν διαβάζεις, μεταφράζεις, εκδίδεις τα Άπαντα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, αυτού του μείζονος και, ασφαλώς, πιο οικουμενικού συγγραφέα του 20ού αιώνα, δεν επικοινωνείς απλώς µε ένα έργο ζωής, αλλά µε ένα έργο-ζωή· αισθάνεσαι ότι εισδύεις σ’ έναν κόσμο που σου φαίνεται ανοίκεια οικείος, σ’ έναν θαυμαστό λαβύρινθο που σε κάθε επίσκεψή σου δείχνει σαν να έχει ανανεώσει τις φενάκες του και που τον ενοικούν ιδέες και θέµατα-Μινώταυροι: ο ψευδαισθητικός χαρακτήρας της ανθρώπινης ύπαρξης· το απατηλόν του φυσικού κόσμου· η σχεδόν αναπόφευκτη αυθαιρεσία κάθε ορθολογιστικής σκέψης· το άπειρο και οι άπειρες δυνατότητες· η ιδέα πως ακόμα και το απειροελάχιστο πράγμα ή γεγονός περιλαμβάνει όλο το σύμπαν· πως ό,τι μπορούµε να φανταστούμε ή έχει ήδη συμβεί ή επίκειται να συμβεί· πως κάθε άνθρωπος είναι ταυτόχρονα κι ένας άλλος, αν όχι και όλοι οι άλλοι άνθρωποι· η ιδέα του κόσμου ως προσωπικής προβολής της βούλησης, εξού και, συχνά, στο έργο του Μπόρχες, θύμα και θύτης ταυτίζονται· η ιδέα του ανθρώπου ως πλάσματος του ονείρου κάποιου άλλου· η ιδέα μιας θείας χρονικής στιγμής όπου συμπυκνώνεται ή/και δικαιώνεται μια ολόκληρη ζωή· η ιδέα του κόσμου ως βιβλιοθήκης όπου παραδέρνουμε όλοι αναζητώντας ένα αδιανόητο ευρετήριο των ευρετηρίων στο οποίο μπορεί και να έχει αποδελτιωθεί το νόηµα-σχεδία· η ιδέα ότι τα πάντα έχουν γραφεί κι ότι εμείς δεν κάνουμε άλλο απ’ το να μηρυκάζουµε τα γεγραμμένα· η –συγγενής– ιδέα ότι μια λογοτεχνία διαφέρει από την άλλη ως προς τον τρόπο µε τον οποίο διαβάζεται, εξού και το σκανδαλώδες «Κάθε συγγραφέας δημιουργεί τους προδρόμους του»· η –επίσης συγγενής– ιδέα ότι ο συγγραφέας δεν εκφράζει την πραγματικότητα στην οποία γράφει, αλλά επινοεί την πραγματικότητα στην οποία εκφράζεται· η ιδέα ότι η λογοτεχνία είναι ένα παιχνίδι µε αντιμέτωπους καθρέφτες όπου οι μυθοπλασίες αντικρίζονται σε µια ιλιγγιώδη επανάληψη, κι ότι αυτό το παιχνίδι επιδέχεται (αν δεν απαιτεί ή επιβάλλει) εµπνευσµένες παραλλαγές, όπως, π.χ., την παρείσφρηση της ίδιας της μυθοπλασίας στον εαυτό της, σαν να της μεταγγίζεται το ίδιο της το αίµα· τέλος(;), η σύγχυση των ορίων και το θολό μεταίχµιο ανάμεσα στη ζωή και τοv θάνατο, σε διηγήματα όπου ο ήρωας είναι νεκρός και δεν το ξέρει, ή ξαναγεννιέται για να πεθάνει «όπως πρέπει».
Αχιλλέας Κυριακίδης
Για τον συγγραφέα:
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες το 1899 και πέθανε στη Γενεύη το 1986. Έζησε τυφλός τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. Νυµφεύτηκε δύο φορές. Ταξίδεψε και διάβασε πολύ. Χρημάτισε (µεταξύ άλλων) διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Μπουένος Άιρες. Έγραψε ποιήματα, πεζά (µόνο διηγήματα και παραβολές), δοκίμια, σενάρια για τον κινηµατογράφο. Δίδαξε και έδωσε διαλέξεις σε πανεπιστήµια της Αργεντινής και των ΗΠΑ. Αναγορεύτηκε επίτιµος διδάκτωρ στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Δεν τιμήθηκε µε το Βραβείο Νομπέλ.
ΣΕΙΡΑ: ΞΕΝΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕΛΙΔΕΣ: 608 (I), 488 (II) ΤΙΜΗ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ: 19,70 (I), 17,60 (II) ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2014