Είναι ένας πολύ καλός λόγος για να γυρίσουμε στην πόλη με ανυπομονησία. Το Μεγάλο Θέαμα του Μεγάλου Beat θα μας περιμένει. Οι Chemical Brothers, ο Tom Rowlands κι ο Ed Simmons, επιστρέφουν στην Αθήνα μετά την επεισοδιακή τους πρώτη φορά το 2002. Αυτή τη φορά ίσως δεν είναι το πιο επίκαιρο όνομα της ηλεκτρονικής σκηνής, είναι σίγουρα όμως οι πιο επιφανείς βετεράνοι της. Εκείνοι που έμειναν πιστοί στην έκρηξη των 90s, όταν γεφύρωσαν το χάσμα μεταξύ rock κι electronica, χωρίς στη συνέχεια να εκφυλλίσουν τον ήχο τους όπως έκαναν, ας πούμε, οι Prodigy.
Διατήρησαν ένα υψηλότατο επίπεδο παραγωγών (πραγματικά ελάχιστοι μπορούν να κάνουν στο στούντιο όσα είναι ικανοί οι δυο τους) και πήγαν σε άλλο επίπεδο την εμπειρία ενός ηλεκτρονικού live. Ανεβάζοντας σε κάθε περιοδεία κι άλλο τον πήχη των visuals που τους συνοδεύουν, ενώ είναι σκυφτοί πάνω από τα μηχανηματά τους στην σκηνή.
Θα έχουμε την ευκαιρία να τα διαπιστώσουμε στις 8 Σεπτεμβρίου. Μέχρι τότε ας κοιτάξουμε πίσω στη δισκογραφία τους, της οποίας σχεδόν όλοι υπήρξαμε κάποια στιγμή αιχμάλωτοι, κι ας κατατάξουμε με χειρουργικά υποκειμενική ακρίβεια τα οκτώ άλμπουμ τους από το χειρότερο στο καλύτερο (το ένατο έρχεται μάλλον προς το τέλος του 2018, όπως έχουν αφήσει να εννοηθεί στα σόσιαλ μίντια)…
Με τη συμπλήρωση μιας δεκαετίας στη δισκογραφία τους κι απολαμβάνοντας πια δάφνες “superstar DJs, here we go”, οι Bros συλλαμβάνονται για πρώτη φορά ανέμπνευστοι. Στην Ελλάδα, ο δίσκος συνδέθηκε με το «τσιφτετέλι» “Galvanize”, αποτέλεσε το διαβατήριο του γκρουπ για τα «ελληνάδικα» και μοιραία αποκηρύχθηκε απ’ όσους νομίζουν ότι είμαστε (και το μουσικό) κέντρο του κόσμου, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι το δικό μας μπανάλ ανατολίτικο είναι για σχεδόν όλους τους δυτικούς εξωτικό. Δεν τοποθετώ στην θέση του ουραγού το Push The Button λόγω του hit του, αλλά γιατί είναι πραγματικά ένα μέτριο άλμπουμ. Για να είμαι ακριβής, είναι το μοναδικό μέτριο έως κακό της πορείας τους. Οι συνεργασίες δε λειτουργούν, το “The Boxer” με τον Tim Burgess των Charlatans είναι άνοστο, το κάλεσμα στους Magic Numbers δείχνει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αστοχίας, διασώζεται κάπως το electropunk ξέσπασμα του “Believe” (με τον Kele των τότε πύρκαυλων πρωτοεμφανιζόμενων Bloc Party). Στην πραγματικότητα, τα καλύτερα tracks είναι στη μέση του άλμπουμ: το τίμιο electro b-side “The Big Jump” και το μιλιτέρ hip hop του “Left Right” με τον Anwar Superstar να καλεί σε παγκόσμιο ξεσηκωμό.
Ίσως το πιο άνισο άλμπουμ των Μανκουνιανών, σίγουρα εκείνο που στηρίζεται περισσότερο στις συνεργασίες σε σχέση με τα υπόλοιπα. Το recruiting εδώ υπήρξε πολύ καλό: ο άγνωστος αμερικάνος Willy Mason εμφανίζεται από το πουθενά στην αρχή και το τέλος του δίσκου (“The Pills Won’t Help You Now” λέει η βετεράνικη κατακλείδα – καμπανάκι ότι τα 90s τελείωσαν οριστικά;), οι Klaxons ήταν το it γκρουπ της εποχής που βοηθά και βοηθιέται από τη συμμετοχή στο “Battle Scars”, ο Ali Love στέκεται στο ύψος των περιστάσεων ενός chemical single σαν το “Do It Again”. Η συνοχή είναι πάντως άγνωστη λέξη, ενώ εύφημος μνεία σε ένα από τα καλύτερα –από τα καθαρά χορευτικά– αουτσάιντερ της δισκογραφίας τους, το “Saturate”.
Το 2010 οι Bros αντιλαμβάνονται ότι είναι λίγο εκτός κάδρου και γυρίζουν στα basics. Φτιάχνουν έναν δίσκο χωρίς καμία από τις πατροπαράδοτες συνεργασίες στα φωνητικά, χωρίς MCs και pop/rock stars. Οι δυο τους και η κονσόλα. Μια ηλεκτρονική άσκηση που φανερώνει τη μαστοριά τους, ειδικά αν τους συνέκρινε κανείς με κάτι επίγονούς τους τύπου Crystal Castles που στις αρχές των 10s διεκδικούσαν την ηλεκτρονική πρωτοκαθεδρεία. Άλμπουμ-στροφή, με το οποίο δε συνδεθήκαμε όμως, γιατί έμοιαζαν με εκείνους τους παλιούς καλούς φίλους με τους οποίους ξαναβρίσκεσαι, περνάς φίνα ενώ θυμάστε το κοινό παρελθόν, αλλά δεν τους παίρνεις ποτέ τηλέφωνο για να το επαναλάβετε.
Είναι 2015, δεν έχουμε αλλάξει μόνο εμείς (οι παλιοί fans), η τεχνολογία ή το δυνητικό κοινό τους. Έχουν αλλάξει και οι ίδιοι. Ο Ed Simmons, ας πούμε, ο σοβαρός -συχνά βλοσυρός- μελαχρινός Αδερφός δεν μπορεί να ακολουθεί πια το βαρύ πρόγραμμα μιας μπάντας με τέτοιες υποχρεώσεις. Συμμετείχε στην κατασκευή του άλμπουμ, αλλά απείχε στην αναπόφευκτη παγκόσμια περιοδεία. Ήθελε να ασχοληθεί περισσότερο με τον εαυτό του… και τις σπουδές Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ (έχει επανακάμψει μετά το sabbatical, στην Αθήνα θα τον δούμε κανονικά). που κάποτε είχε αφήσει στη μέση όταν έφτιαχνε τους Dust Brothers με τον Tom Rowlands.
Αυτό που δεν αλλάζει είναι το μοτίβο με το οποίο οι Bros σκηνοθετούν το tracklist. Ρομποτική electronica (“Sometimes I Feel So Deserted”), σπουδαίοι και πάλι guests – ο παλιόφιλος Q-Tip στο καταπληκτικό “Go’ και η μούσα τους για το 2015, η Annie Clark aka St. Vincent, στην -πιτσαρισμένη θαρρείς στο +8- electropop του “Under Neon Lights”, ένας dance δυναμίτης (“EML Ritual”), λίγη βαρετή επίδειξη του τι μπορούν να κάνουν με το hardware κι ένα αποζημιωτικό κλείσιμο: η πρώτη φορά που μπαίνουν μαζί στο στούντιο με τον Beck αντανακλά την κλάση και των δύο «συμβαλλόμενων» μερών – το “Wide Open” είναι ένα θαυμάσιο κομμάτι που τιμά την παράδοση των αξέχαστων φινάλε στα άλμπουμ τους. Και είναι ωραίο που αυτή είναι η τελευταία γεύση. Η αίσθηση οικειότητας που γενικά, χωρίς να εκπλήσσει ή να ενθουσιάζει, αφήνει ολόκληρο το άλμπουμ. Το μίνιμουμ δηλαδή που περιμένει κανείς από μια τέτοια μακροχρόνια σχέση.
Οι λίστες φτιάχνονται πάντα με το συναίσθημα. Πιθανότατα το Come With Us να μπορούσε να πάει μία ή και δύο θέσεις κάτω. Αλλά, το 2002, όχι και τόσο εθισμένοι στο downloading ακόμα, θυμάμαι να το περίμενουμε πώς και πώς. Ήταν και οι προσδοκίες που είχε δημιουργήσει το πρώτο single “It Began In Africa”, το οποίο κατά την πάγια τακτική τους οι Bros είχαν μοιράσει σε επιφανείς DJs ως white label για να δοκιμαστεί στις πίστες αρκετούς μήνες πριν την κυκλοφορία του δίσκου. Κάπως είχε φτάσει και στα αθηναϊκά clubs και μας πυρπολούσε με τον tribal ρυθμό του (που ήταν και λίγο της μόδας τότε, πριν οι πίστες παραδοθούν για λίγο άνευ όρων στον αυτισμό του minimal techno). Κατά τα άλλα, υπάρχει φυσικά το anthem “Star Guitar” με την υπερταχεία toy αγχολυτικού βίντεο κλιπ, το αουτσάιντερ εδώ είναι το “Denmark” και ο υψηλός καλεσμένος λέγεται Richard Ashcroft και δίνει μια πολύ ψυχωμένη ερμηνεία «νιώθοντας» το “The Test”. Βέβαια, είπαμε, «όλα ξεκίνησαν από την Αφρική», ο Tom κι ο Ed προφήτεψαν με αυτόν τον τίτλο τη συνολική στροφή στη μάνα ήπειρο καθ’ όλη τη διάρκεια των 00s (που εδώ που τα λέμε συνεχίζεται ακόμα)…
Ας αφήσουμε εμάς που ήμασταν έφηβοι τότε, κι ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε πως υποδέχθηκαν πιο κατασταλλαγμένοι, έμπειροι ακροατές το ντεμπούτο των Chemical Brothers το 1995. Τι ακολούθησε την εισγωγή-δέσμευση “The Brothers Gonna Work it Out” στο “Leave Home”; Όσοι είχαν ανέβει στο τρένο του rave και είχαν περάσει τα προηγούμενα 6-7 χρόνια τους κυνηγώντας το smiley σε απέραντα λιβάδια και υπόγεια clubs, θα θυμήθηκαν ίσως τις punk -ακόμα και hip hop- ρίζες τους. Δεν ήταν ακριβώς dance αυτό το πράγμα. Όσοι είχαν αντίθετα είχαν μείνει αμετακίνητοι μακριά από κακές λέξεις όπως acid house και κακές συνήθειες όπως «χαρούμενες ταμπλέτες» κάτω από τη γλώσσα τους, εδώ πιθανότατα θα κλονίστηκαν.
Δεν ήταν ακριβώς rock αυτό το πράγμα, ακουγόταν όμως αρκούντως ψυχεδελικό όπως οι αγαπημένοι τους 60s δίσκοι και μπορούσε να τους συμφιλιώσει με τα ηλεκτρονικά beats, ειδικά αφού παρεμβάλλονταν οι φωνές της Beth Orton (“Alive Alone”) και Tim Burgess (“Life Is Sweet”). Όσοι έζησαν στα 80s την έκρηξη του hip hop, αναπροσδιορίστηκαν κάποια στιγμή ως b-boys και προσήλθαν στην εκκλησία του Afrika Bambaataa,θα είδαν επίσης φως. Δεν ήταν ούτε break dance αυτό το πράγμα, δε θα μπορούσαν να το χορέψουν ανεμόμυλο, όμως αυτά τα ψιλοκομμένα drum patterns μπερδεμένα με προσεκτικά επιλεγμένα samples χτυπούσαν με γνώριμο τρόπο κάποια νεύρα της σπονδυλικής τους στήλης.
Τον Ιούνιο του 1995 δύο παιδικοί φίλοι, φοιτητές Ιστορίας από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ πετυχαίνουν τη Μεγάλη Συμφιλίωση. Φτιάχνουν μια νέα μουσική που εντελώς απλοϊκά, πλην δίκαια, θα ονομαστεί Big Beat (όρος που, όπως όλοι οι αντίστοιχοι, στην πορεία θα εκφυλιστεί). Γιατί αρέσει σε όλους.
«Εγκατεστημένοι» πια, μετά το ντεμπούτο τους που έσπασε ταμεία, οι Bros υπογράφουν στη Virgin και το πάνε ένα βήμα παρακάτω. Με κεκτημένη ταχύτητα και, προφανώς, τα φρένα σπασμένα. Το Dig Your Own Hole πιθανότατα στα περισσότερα αντίστοιχα countdowns θα βρίσκεται στην κορυφή. Απόλυτα δίκαια, είναι ένας από τους οριακούς και κυρίως τους πιο χαρακτηριστικούς δίσκους των 90s. Συμβολίζει μαζί με τα υπόλοιπα, σύγχρονά του, άλμπουμ των Underworld, Leftfield, Orbital et al. την ανάγκη της παγκόσμιας νεανικής κουλτούρας για ένα big room μουσικό ξέσπασμα μετά την εσωστρέφεια που κληροδότησε η αυτοκτονία του Cobain και η διάψευση του grunge. Ευφορία ουσιαστική όμως, όχι επιφανειακή.
Τα Χημικά Αδέρφια κάνουν συγκλονιστικά πράγματα στο στούντιο σε αυτόν τον δίσκο. Απογειώνονται με τον ορισμό της «electronica για indie kids» που λέγεται “Block Rockin’ Beats” (τώρα το βαριέστε, αλλά για θυμηθείτε πως νιώσατε όταν ακούσατε πρώτη φορά την εισαγωγή του), βάζουν τάξη στο χάος με μερικές από τις εντυπωσιακότερες ηλεκτρονικές παραγωγές που είχαμε ακούσει ως τότε (με κορυφαία τον οδοστρωτήρα “Elektrobank”), τσιγκλάνε το κοινό της brit pop με τη συμμετοχή του Noel Gallagher στο “Setting Sun”, κάνουν τις υπόλοιπες χημικές καρδιές να ραγίσουν όταν η Beth Orton εκφράζει την αγωνία του ξημερώματος στο “Where Do I Begin” και κρατάνε για το τέλος το καλύτερο, τουλάχιστον για τον υπογράφοντα, κομμάτι τους ever. To σχεδόν δεκάλεπτο έπος “The Private Psychedelic Reel” με τις κιθάρες του Jonathan Donahue των Mercury Rev, μια διαστημική συμφωνία που ενώνει τους 13th Floor Elevators με τους Kraftwerk, αποδεικνύοντας ότι σε όλη τη διάρκεια της καριέρας τους οι Chemical Brothers προσπάθησαν να σταθούν ακριβώς στη μέση.
Εντάξει, πρώτο single ήταν το “Hey Boy, Hey Girl”. Δεύτερο το “Let Forever Be” πάλι με τον Noel Gallagher, το πιο «μπιτλικό» track της «χημικής δισκογραφίας». Τρίτο, και πιθανότατα καλύτερο (χώρια το φανταστικό βίντεο), ήταν το “Out Of Control”, περισσότερο βρετανικό all-star game παρά ένα απλό track, αφού συμμετείχαν ο Bernard Sumner των New Order κι ο «καπετάνιος» Bobby Gillespie των Primal Scream. Τέταρτο, το “Music: Response”, ένας μοτορικός φόρος τιμής στην παράδοση του Trans-Europe Express.
Κι όμως, το Surrender δεν είναι οι αναμφισβήτητα εντυπωσιακές στιγμές του. Είναι το σύνολο ενός δίσκου που σε 1 λεπτό κι 1 ένα δευτερόλεπτο λίγότερο από 1 ώρα δεν κάνει πουθενά κοιλιά. Ούτε ένα αχρείαστο track, ούτε ένα κομμάτι που να μην εξυπηρετεί την αφήγηση, στην οποία -έχοντας χορτάσει από τα πυροτεχνήματα των δύο πρώτων δίσκων- οι Bros ποντάρουν περισσότερο από ποτέ. Και την επιτυγχάνουν έτσι όπως δε θα τα ξανακαταφέρουν στο μέλλον. Ίσες δόσεις από παραλήρημα (“Under The Influence”, “Hey Boy, Hey Girl”) και όνειρο (το παραισθησιογόνο διάλειμμα στη μέση του δίσκου με τη διαδοχή του “The Sunshine Underground” από το “Asleep From Day” με τη φωνή της Hope Sandoval), εκατοντάδες μικρές λεπτομέρειες στην παραγωγή, εκατοντάδες στοιχεία να ανακαλύπτεις λιώνοντας το άλμπουμ (κάτι που κάναμε ακόμα το 1999, θυμάστε;) μέχρι να βάλουν τον επίλογο και πάλι οι κιθάρες του Jonathan Donahue στο “Dream On”.
Στο Surrender οι Chemical Brothers αλλάζουν χιλιετία χαμηλώνοντας ένα κλικ το volume, ανεβαίνοντας μια πίστα ωριμότητας, παραδίδοντας μάλλον το αριστούργημά τους. Πιο διάσημοι, πιο έμπειροι, πιο ταξιδιάρικοι, καλύτεροι από ποτέ.