– Σελίν –
Μετάφραση, σημειώσεις, επίμετρο: Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου
Ο συνταγματάρχης έκοβε βόλτες δυο βήματα πιο πέρα. Θα πήγαινα να του μιλήσω. Ποτέ μου δεν το ’χα κάνει. Ήταν η στιγμή να το τολμήσω. Εκεί που ’χαμε φτάσει, δεν είχα πια σχεδόν τίποτα να χάσω. «Τι θέλετε;» θα με ρωτούσε αυτός, φανταζόμουνα, κατάπληκτος βέβαια για το θράσος μου να τον διακόψω. Θα του εξηγούσα τότε τα πράγματα, καταπώς εγώ τα αντιλαμβανόμουνα. Θα βλέπαμε τότε τι πίστευε η αφεντιά του. Το παν είναι να ξηγιέσαι σ’ αυτή τη ζωή. Δύο μαζί τα καταφέρνουν καλύτερα από έναν.
Ετοιμαζόμουν να προβώ σ’ αυτό το αποφασιστικό διάβημα όταν, την ίδια στιγμή, έφτασε καταπάνω μας, ολοταχώς, κατάκοπος, ξεχαρβάλωτος, ένας άνιππος ιππέας (καθώς λέγανε τότε), με το κράνος του ανάποδα στο χέρι, σαν τον Βελισάριο, και τρεμουλιάρης και καταλασπωμένος, με πρόσωπο πιο κιτρινιάρικο κι απ’ του άλλου του συνδέσμου. Τραύλιζε κι έμοιαζε σαν να δυσκολευόταν αφάνταστα να βγει από κάποιον τάφο ο ιππέας, τόσο πολύ που του ερχόταν εμετός. Ούτε και σ’ αυτό το φάντασμα λοιπόν δεν άρεσαν τα βόλια; Τα μυριζόταν όπως εγώ;
«Τι συμβαίνει;» τον έκοψε απότομα ο συνταγματάρχης, αψύς, ενοχλημένος, ρίχνοντας σ’ αυτό το εκτόπλασμα ένα κάτι σαν ατσάλινο βλέμμα.
Nα τον βλέπει έτσι αυτόν τον άθλιο ιππέα με τόσο αντικανονική εμφάνιση, και χεσμένο πατόκορφα απ’ την ταραχή, πολύ τονε φούρκιζε τον συνταγματάρχη μας. Διόλου δεν του άρεσε ο φόβος. Ήταν φανερό. Κι έπειτα, αυτό το κράνος στο χέρι προπαντός, ίδιο μπομπεδάκι, ήτανε κάργα παραφωνία μες στο σύνταγμά μας της εμπροσθοφυλακής, ένα σύνταγμα που εφορμούσε στον πόλεμο. Έμοιαζε σαν να τον χαιρέτιζε του λόγου του, ο άνιππος ιππέας, τον πόλεμο, μπαίνοντας.
Υπό το βλέμμα αυτό της καταισχύνης, ο τρεκλός αγγελιαφόρος στάθηκε πάλι «κλαρίνο», με τα μικρά του δάχτυλα στη ραφή του παντελονιού, καταπώς πρέπει σε τέτοιες περιστάσεις. Ταλαντευόταν έτσι, μονοκόμματος, πάνω στο χαράκωμα, με τον ιδρώτα να του τρέχει κατά μήκος του υποσάγονου, κι οι μασέλες του τρέμανε τόσο δυνατά που έβγαζε ανάκοφτες φωνούλες, σαν σκυλάκι που ονειρεύεται. Δεν μπορούσες να ξεδιακρίνεις αν ήθελε να σου μιλήσει ή αν έκλαιγε.
Oι Γερμαναράδες μας, κωλοκαθιστοί στην άλλη άκρη του δρόμου, είχαν πάνω στην ώρα αλλάξει βιολί. Τώρα τις συνεχίζανε με πυροβόλα τις κουταμάρες τους· τα κροτούσαν λες κι ήταν μεγάλα σπιρτόκουτα κι ολόγυρά μας πετούσαν σμάρια τα βόλια, κακιωμένα, τσιμπιάρικα σαν σφήκες.
O άντρας κατάφερε επιτέλους να βγάλει κάτι έναρθρο απ’ το στόμα του.
«O λοχίας ιππικού Μπαρούς μόλις σκοτώθηκε, συνταγματάρχα μου», λέει μονοκοπανιά.
«Και λοιπόν;»
«Σκοτώθηκε πηγαίνοντας να φέρει το φορτηγό με τις κουραμάνες, στο δρόμο των Ετράπ, συνταγματάρχα μου.»
«Και λοιπόν;»
«Τον τίναξε μια οβίδα.»
«Και λοιπόν, να πάρει η οργή;»
«Ε, να! Συνταγματάρχα μου…»
«Αυτό είναι όλο;»
«Μάλιστα, αυτό είναι όλο, συνταγματάρχα μου.»
«Κι οι κουραμάνες;» ρώτησε ο συνταγματάρχης.
Ήταν το τέλος του διαλόγου, γιατί θυμάμαι καλά πως ο συνταγματάρχης πρόφτασε ίσα ίσα να πει: «Κι οι κουραμάνες;» Κι αυτό ήταν όλο. Μετά, μόνο φωτιά κι αντάρα. Αλλά μια αντάρα που ούτε τη βάζει ο νους σου. Τόσο γεμάτα ήταν τα μάτια μας, τ’ αυτιά μας, το στόμα μας, ξάφνου, απ’ την αντάρα, που πίστευα στ’ αλήθεια πως πάει τέλειωσε, είχα γίνει φωτιά κι αντάρα εγώ ο ίδιος.
Κι όμως όχι, η φωτιά έφυγε, η αντάρα έμεινε για πολύ μες στο κεφάλι μου, πόδια και χέρια τρέμανε, σαν κάποιος να σ’ τα τράνταζε από πίσω. Μοιάζαν να μ’ εγκαταλείπουν, κι όμως μου μείνανε τα μέλη μου. Μες στην κάπνα που έτσουξε για πολύ ακόμα τα μάτια, η στυφή μυρωδιά απ’ το μπαρούτι και το θειάφι κρατούσε ακόμη, θαρρείς για να σκοτώσει τους κοριούς και τους ψύλλους της γης ολόκληρης.
Αμέσως μετά, σκέφτηκα τον λοχία ιππικού Μπαρούς που ’χε μόλις τιναχτεί, καταπώς μας πληροφόρησε ο άλλος. Ευχάριστο νέο. «Τόσο το καλύτερο!» συλλογίστηκα επιτόπου του λόγου μου: «Μια γουρουνόφατσα λιγότερη στο σύνταγμα!» Είχε θελήσει να με περάσει από στρατοδικείο για μια κονσέρβα. «O καθείς τον πόλεμό του!» είπα μέσα μου. Απ’ αυτή τη σκοπιά, να το παραδεχτούμε, πού και πού, όλο και σε κάτι έμοιαζε να χρησιμεύει ο πόλεμος! Γνώριζα ακόμα τρεις τέσσερις στο σύνταγμα, γομάρια πρώτης, που θα τους είχα πολύ ευχαρίστως βοηθήσει να βρουν καμιάν οβίδα, σαν και του Μπαρούς.
Όσο για τον συνταγματάρχη, εγώ δεν ήθελα το κακό του. Μα είχε κι αυτός πεθάνει. Στην αρχή, δεν τον έβλεπα πια. Είναι γιατί είχε ξοκείλει στο χαράκωμα, πεσμένος στο πλευρό απ’ την έκρηξη και σφεντονισμένος μες στην αγκάλη του άνιππου ιππέα, του αγγελιαφόρου, που τέρμα κι αυτός. Φιλιόντουσαν οι δυο τους, τώρα και για πάντα, μα ο ιππέας δεν είχε πια το κεφάλι του, μόνο μια τρύπα πάνω απ’ το λαιμό, όλο αίμα που σιγόβραζε κάνοντας γκλου γκλου σαν μαρμελάδα στη χύτρα. Η κοιλιά του συνταγματάρχη έχασκε ανοιχτή, τον έκανε να μορφάζει απαίσια. Θα τον πόνεσε η ξανάστροφη τη στιγμή που την έφαγε. Τόσο το χειρότερο για δαύτον! Αν είχε φύγει με τα πρώτα βόλια, δεν θα την έτρωγε.
Ματώναν πολύ όλα αυτά τα κρέατα μαζί.
Oβίδες σκάζαν ακόμη, δεξιά ζερβά της σκηνής.
Άφησα εκείνα τα μέρη, δίχως να επιμείνω, κατευχαριστημένος που ’χα βρει μια πρώτης τάξεως πρόφαση να λακίσω. Σιγοτραγουδούσα κιόλας λιγάκι, παραπατώντας, όπως όταν έρχεσαι από μια καλή βαρκάδα και νιώθεις λίγο αλλόκοτα τα πόδια σου. «Μια μόνο οβίδα! Σαν πολύ γρήγορα να βολεύτηκε η κατάσταση, όσο να ’ναι, με μια μόνο οβίδα», μονολογούσα. «Κοίτα να δεις!» να ξαναλέω ολοένα. «Κοίτα να δεις!…»
Για το έργο:
Το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, πρωτόλειο μυθιστόρημα και αριστούργημα του Λουί-Φερντινάν Σελίν –ψευδώνυμο του γιατρού Λουί Ντετούς (1894-1961)– δημοσιεύτηκε στο Παρίσι τον Οκτώβριο του 1932 από τον εκδοτικό οίκο Denoël & Steele, προκαλώντας το λογοτεχνικό σκάνδαλο της χρονιάς, της δεκαετίας, ίσως και ολόκληρου του εικοστού αιώνα. Η ρεαλιστική, φανταστική, αλληγορική πορεία του αφηγητή Φερδινάνδου Μπαρνταμού –πρώτου πραγματικού αντιηρωικού «εγώ» της λογοτεχνίας– από το μακελειό του Μεγάλου Πολέμου στην ανάλγητη υποκρισία των μετόπισθεν, από την πύρινη θηριωδία των αποικιοκρατούμενων Τροπικών στην ψυχρή μηχανοποίηση της Αμερικής και πάλι πίσω στη μιζέρια των εξαθλιωμένων παρισινών προαστίων, διαγράφει έναν κύκλο, ασφυκτικά κλειστό. Από τον επερχόμενο ώς τον συντελεσμένο θάνατο –του πατριωτισμού, της πίστης, του έρωτα, του θάρρους, της αλήθειας, των άλλων, του εαυτού– ο Μπαρνταμού οδηγεί τους αναγνώστες-συνομιλητές του ώς την «άκρη της νύχτας».
Η καταγγελτική και αυτοκαταγγελτική δριμύτητα του Ταξιδιού, η ζοφερή του λάμψη, ο αμείλικτος σαρκασμός του αποτυπώνονται σε μια ωμή, αλλά χυμώδη γλώσσα, όπου κυριαρχεί μια σπαρακτική, αλλά και σπαρακτικά κωμική αργκό, πρωτόφαντη στα γαλλικά λογοτεχνικά χρονικά. Το κορυφαίο βιβλίο του Σελίν στέφτηκε με το βραβείο Renaudot, γνώρισε απαραμείωτη εκδοτική επιτυχία και πυροδότησε αμέσως αναρίθμητες αντιδράσεις, έντονες συζητήσεις, βιαιότατες συγκρούσεις. Δεκάδες διάσημες πένες (του Αντρέ Μωρουά, του Ζωρζ Μπερνανός, του Λεόν Ντωντέ, του Ζωρζ Μπατάιγ, του Κλωντ Λεβί-Στρως, του Μαξίμ Γκόρκι, του Λεόν Τρότσκι, μεταξύ πολλών άλλων) έσπευσαν να εκθειάσουν ή να στηλιτεύσουν, να υμνήσουν ή να καταδικάσουν αυτό το απίστευτο Ταξίδι, που άλλαξε άρδην τα τοπία της γλώσσας, της τέχνης και της ζωής.
Για τον συγγραφέα:
Κορυφαίος πεζογράφος του εικοστού αιώνα, ο Σελίν (κατά κόσμον, Λουί-Φερντινάν-Ωγκύστ Ντετούς) γεννιέται το 1894 στο Παρίσι. Το 1912, κατατάσσεται εθελοντικά στο πεζικό, όπου τον προλαβαίνει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Τον Σεπτέμβριο του 1914, τραυματίζεται, παρασημοφορείται και αποστρατεύεται. Εργάζεται στο Καμερούν και επιστρέφοντας σπουδάζει ιατρική στη Ρεν. Συμμετέχει για λογαριασμό της Κοινωνίας των Εθνών σε υγιειονολογικές αποστολές στην Αμερική, την Αφρική και την Ευρώπη, προτού εγκατασταθεί ως γιατρός στο Παρίσι.
Το 1932, εκδίδει το αριστουργηματικό Ταξίδι στην άκρη της νύχτας που προκαλεί σκάνδαλο και στέφεται με απαραμείωτη επιτυχία. Εννέα ακόμα μυθιστορήματα (Θάνατος επί πιστώσει, Μακελειό, Από τον ένα πύργο ο άλλος, Βορράς, κ.ά.) επισφραγίζουν την ιδιοφυή καινοτομία του.
Η αντισημιτική και φιλοναζιστική στάση του τον αναγκάζει να καταφύγει το 1944 στη Γερμανία και εν συνεχεία στην Κοπεγχάγη, όπου φυλακίζεται για ένα διάστημα και όπου παραμένει μια εξαετία, εν αναμονή της δίκης του στη Γαλλία επ’ εσχάτη προδοσία. Το 1951, αμνηστεύεται και αποσύρεται στο παρισινό Μεντόν, συνεχίζοντας να συγγράφει έως το θάνατό του, το 1961.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΕΣΤΙΑ ΣΕΛΙΔΕΣ: 639 ΤΙΜΗ: € 25,00