Υπάρχουν και σήμερα καλλιτεχνικές πράξεις που παίρνουν πολιτική θέση διά της αισθητικής. Η έκθεση Carta Povera στην Γκαλερί Αγκάθι είναι μια τέτοια περίπτωση. Η Popaganda συνάντησε την εικαστικό και επιμελήτρια της έκθεσης Λένια Οικονόμου, και μίλησε μαζί της για το τι σημαίνει να είναι κανείς καλλιτέχνης στην Ελλάδα σήμερα.
Γιατί Carta Povera; Η ιδέα ήρθε την ημέρα των εγκινίων της πρηγούμενης έκθεσης που είχαμε κάνει με το σταθμό Στο Κόκκινο τον Ιούνιο του ’15, μια έκθεση που είχα επιμεληθεί στην οποία συμμετείχαν δώδεκα καλλιτέχνες, και ήταν πάνω σε πολιτικά θέματα της Ελλάδας. Και πρότεινε μια ζωγράφος, η Ισμήνη Μπονάτσου, να κάνουμε μια έκθεση με θέμα το φθηνό χαρτί. Έτσι προέκυψε η Carta Povera. Ο τίτλος ήρθε από έναν άλλο καλλιτέχνη, τον Νίκο Κυρίτση, ενώ εγώ ανέλαβα την οργάνωση και την επιμέλεια. Δουλέψαμε σε διάφορα είδη χαρτιού: εφημερίδες, χρησιμοποιημένα φύλλα τετραδίου, χαρτί ρολό, στρατσόχαρτο, χαρτί περιτυλίγματος, φύλλα βιβλίου που τυπώθηκαν επάνω εικόνες κι επιζωγραφίστηκαν. Σε διάφορα είδη, δηλαδή, φτηνού χαρτιού.
Ως καλλιτέχνες τι κοινά έχετε, εκτός από το υλικό που χρησιμοποιήσατε; Είμαστε πάνω-κάτω της ίδιας γενιάς, και σχεδόν όλοι έχουμε μια μεγαλύτερη επιμονή στο σχέδιο. Αυτό είναι που μας συνδέει. Με αυτό το κριτήριο επέλεξα τους ζωγράφους.
Και στην προηγούμενη έκθεση, και σε αυτή, σε αυτό που κάνετε περιέχεται κι ένα σχόλιο πάνω σε όσα συμβαίνουν γύρω μας, κι αυτό σε μια εποχή όπου, πέρα από το ολίγον καιροσκοπικό «Πάμε-Να-Κάνουμε-Κάτι-Σχετικό-Με-Τους-Πρόσφυγες», γενικά ο καλλιτεχνικός κόσμος έχει αποφύγει να τοποθετηθεί. Απέχει αρκετά ο καλλιτεχνικός κόσμος. Δεν μιλάει, είναι αρκετά απομονωμένος. Δεν νομίζω να τον ρωτάνε κιόλας τη γνώμη του, ή να ενδιαφέρει το τι πιστεύουν οι καλλιτέχνες για την πολιτική και κοινωνική κατάσταση. Είναι στην απομόνωση. Αλλά γενικώς σε κάθε εποχή η τέχνη καταδεικνύει πράγματα. Θεωρώ ότι είναι καλό να πράττουμε κιόλας. Να μιλάμε για τους πρόσφυγες, να γράφουμε, να ζωγραφίζουμε, αλλά και να προσφέρουμε, ο καθένας ό,τι μπορεί. Άλλος με εθελοντική βοήθεια, άλλος με χρήματα, άλλος με εργασία.
Η εμπειρία σου από αυτές τις εκθέσεις ποια είναι; Όσον αφορά την ομαδικότητα, ξεκινάμε, κάνουμε μια έκθεση, έρχεται ο κόσμος στα εγκαίνια, και μετά δεν πατάει άνθρωπος, ούτε οι ίδιοι οι καλλιτέχνες. Όσο για τη στάση απέναντι στην πολιτική και κοινωνική κατάσταση, ο καθένας μεμονωμένα πια κάνει ό,τι μπορεί. Όποιος θέλει να βοηθήσει, βοηθάει. Όποιος θέλει να διαμαρτυρηθεί ή να κατέβει σε κάποια πορεία το κάνει, χωρίς να το κάνει σημαία. Λίγο πιο μόνοι μας είμαστε σε όλα αυτά που γίνονται.
Τι μας λειπει από αυτό που υπήρχε κάποτε, το ’60 ή το ’70, που υπήρχαν μαζικά κινήματα; Γιατί δεν συμβαίνει πλέον αυτό; Δεν ξέρω. Μπορεί να είμαστε όλοι σε κατάθλιψη. Λείπει το όνειρο. Δεν υπάρχει η πίστη και η ελπίδα για ένα καινούριο κόσμο. Έχουμε πάρει απόφαση πάνω-κάτω όλοι ότι τα πράγματα δεν πρόκειται να αλλάξουν. Γίνονται κάποιες κινήσεις, μετά όλα τα κινήματα χάνονται. Να, αυτό που ζήσαμε κάποιοι με τους Αγανιατισμένους. Κατεβήκαμε, φωνάξαμε, και μετά… έσβησε.
Η αλήθεια είναι πως μας κυνηγάει κι ένα καθημερινό άγχος επιβίωσης. Ένας εικαστικός στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή πώς βιοπορίζεται; Θα μιλήσω για τον εαυτό μου και για τους λίγους ανθρώπους που ξέρω, κι είναι λίγο έως πολύ στην ίδια φάση με μένα, δηλαδή δεν είμαστε οι σούπερ επώνυμοι καλλιτέχνες. Βιοποριζόμαστε συνήθως από μαθήματα. Κάποιοι δουλεύουν σε σχολείο, κάποιοι σε δήμους – σε όσα δημοτικά εργαστήρια υπάρχουν πια, γιατί έχουν κλείσει κι αυτά. Και κάποιοι που έχουν σχέση με τα γραφιστικά ή με τα sites, δουλεύουν σε αυτά. Από πωλήσεις πλέον δεν γίνεται, δεν ζουν οι καλλιτέχνες από τα έργα τους.
Άκουσα πως η Μαρίνα Αμπράμοβιτς είπε πως η Αθήνα θα αποκτήσει μια πολύ σημαντική θέση στον παγκόσμιο πολιτιστικό χάρτη ή κάτι παρόμοιο. Μακάρι να γίνει. Το βλέπω δύσκολο, γιατί δεν βγαίνει προς τα έξω η ελληνική τέχνη. Όσο για την αγορά, δεν ξέρω τι να πω, αν φτηνύνουν τόσο πολύ τα έργα… Ήδη έχουν πέσει οι τιμές πάρα πολύ. Θα αρχίσουν να αγοράζουν οι συλλέκτες φθηνά έργα από Έλληνες καλλιτέχνες; Δεν μπορώ να κάνω προβλέψεις.
Υποτίθεται πως τα εικαστικά είναι ένας χώρος όπου τα πράγματα παγκοσμίως προχωράνε, εξελίσσονται. Πώς μένετε σε επαφή με αυτό το γίγνεσθαι; Από το ίντερνετ – τουλάχιστον εγώ. Από τα sites των μουσείων και των καλλιτεχνικών οργανισμών, από κάποια περιοδικά… Βέβαια υπάρχει κι ένα θέμα γενικά με την υπερπληροφόρηση. Κουράζεσαι από την πολλή πληροφορία, διαβάζεις διαγώνια, δεν αφομοιώνεις τίποτα και δεν μπορείς να συγκεντρωθείς. Είναι όλα αποσπασματικά, είναι καμματάκια-κομματάκια και δεν μπορείς να φτάσεις ποτέ στο βάθος. Είναι τόσα πολλά, αλλά στο τέλος δεν είναι τίποτα. Είναι μεγάλο πράγμα το διαδίκτυο, και το facebook, κι όλα αυτά, σου δίνουν πολλά, αλλά σου παίρνουν και πάρα πολύ χρόνο.
Εσύ σε ποια τάση τοποθετείς τον εαυτό σου; Εγώ ζωγραφίζω. Κι έχω μια εμμονή στο σχέδιο. Και ειδικά σχεδιάζω και ζωγραφίζω με μολύβι.
Οι επιρροές σου ποιες είναι; Πάρα πολλά πράγματα. Αυτό που είμαστε είναι ένα σύνολο πραγμάτων: η χώρα που ζούμε, η οικογένεια, οι φίλοι, οι μουσικές, οι ταινίες που βλέπουμε, τα βιβλία, οι εκθέσεις που πηγαίνουμε, οι σχέσεις. O αγαπημένος μου καλλιτέχνης είναι ο William Kentridge. Κι η Paula Rego μου αρέσει πάρα πολύ. Όπως και τα βίντεο της Shirin Neshat. Ο Ακριθάκης, ο Ματίς, ο Chen Zhen. Στην έκθεσή του στο ΕΜΣΤ έκλαιγα! Δεν μου έχει ξανασυμβεί…
Πότε κατάλαβες ότι αυτό θέλεις να κάνεις στη ζωή σου; Από το δημοτικό! Ήθελα να γίνω ζωγράφος. Ζωγράφιζα πάντα. Τότε δεν υπήρχαν εργαστήρια όπως τώρα, ούτε στο σχολείο κάναμε ζωγραφική. Αλλά είχα τη μανία.
Πού θα μας βγάλει το πράγμα σε αυτή τη χώρα, και μάλιστα στο χώρο που επιλέξαμε να κινούμαστε; Δεν ξέρω. Πάντα μετά τα άσχημα έρχονται τα καλά. Ποτέ τα πράγματα δεν είναι σταθερά. Είναι μια μεταβατική περίοδος. Εμείς κάνουμε αυτό που αγαπάμε με κέφι, ταλαιπωρούμαστε, αλλά από την άλλη παίρνουμε μεγάλη χαρά, κι αυτό μας ισορροπεί.
Στην καθημερινότητα των ανθρώπων αυτής της χώρας, πιστεύεις ότι η τέχνη παίζει κάποιο ρόλο; Για μια μερίδα ανθρώπων, πολύ μεγάλο. Όλοι αυτοί είναι μερικές χιλιάδες. Στα 10-11 εκατομμύρια που είμαστε, δεν τους λες και πολλούς.