Categories: ΣΙΝΕΜΑFeatured

20 χρόνια Υπόθεση Καρλίτο

Όταν σκέφτεσαι γκανγκστερική ταινία, πιθανότατα η πρώτη που σου έρχεται στο μυαλό είναι ο Σημαδεμένος. Μπράιαν ντε Πάλμα, Αλ Πατσίνο, Όλιβερ Στόουν στο σενάριο, η πορεία του Τόνυ Μοντάνα απ’ το τίποτα, στην κορυφή του κόσμου του οργανωμένου εγκλήματος, δεν έγραψε απλώς κινηματογραφική ιστορία: έχει γίνει εικονική οντότητα. Ο Σημαδεμένος, όμως, δεν είναι παρά μισή ιστορία, χωρίς την Υπόθεση Καρλίτο, που ξανάφερε μαζί Ντε Πάλμα και Πατσίνο δέκα χρόνια μετά, κι έκλεισε δυο δεκαετίες από την πρώτη της προβολή στις 10 Νοέμβρη.

Κι ίσως είναι λίγο άδικο να αντιμετωπίζεις την Υπόθεση Καρλίτο σαν την άλλη πλευρά του Σημαδεμένου, όμως οι ομοιότητες κι οι διαφορές τους είναι τόσο έντονες, που δεν μπορείς παρά να δεις τη μια ως κομμάτι της άλλης. Όχι μόνο από άποψη θέματος, πλοκής, ή συντελεστών, βέβαια, αλλά κι από τα δεδομένα της πραγματικότητας μέσα στην οποία δημιουργήθηκαν και την οποία διαμόρφωσαν. Άλλωστε, η τραγική ιστορία του Καρλίτο, της ανόδου του, της μεταμέλειας, και της απόπειράς του για λύτρωση, έχει απάνω της κι αρώματα από εκείνη του Ντε Πάλμα.

Ο Ντε Πάλμα, ο Χίτσκοκ του αμερικανικού σινεμά των 70s, ανδρώθηκε στο Χόλιγουντ ως αποπαίδι της παρέας των Σκορσέζε, Κόπολα, Σπίλμπεργκ και Λούκας – τα Movie Brats του Νέου Χόλιγουντ, αν τα πας καλά με τις ταμπέλες. Η λίστα περιλάμβανε κι άλλους, βέβαια, όμως μ’ αυτήν την τετράδα των wunderkinds της αμερικανικής νουβέλ βαγκ γκρουπαριζόταν ο Ντε Πάλμα, και στα περιθώρια της δουλειάς τους, τοποθετούνταν κι η δική του, χρονικά και υφολογικά.

Ο Σημαδεμένος δεν είναι παρά μισή ιστορία, χωρίς την Υπόθεση Καρλίτο, που ξανάφερε μαζί Ντε Πάλμα και Πατσίνο δέκα χρόνια μετά.

Μέχρι που στις αρχές των 80s, ο Ντε Πάλμα, που έψαχνε το χώρο του στο νέο στουντιακό σύστημα με τίτλους όπως η Κάρι (1976) κι ο Δολοφόνος του Μεσονυκτίου (1981), φάνηκε να βρίσκει το πραγματικό του κάλεσμα, με τον Σημαδεμένο (1983). Μια ταινία που σόκαρε το κινηματογραφικό κατεστημένο, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων για την ασυγκράτητη βία της, την ακαταμάχητη ωραιοποίηση και ιδεολογική ανύψωση του υποκόσμου, και την ασυμβίβαστη φυλετική της κατηγοριοποίηση. Μια κοινωνική αλληγορία για το αχόρταγο κυνήγι εξουσίας της Αμερικής του Ρήγκαν, η ταινία δίχασε στο άνοιγμά της, από το οποίο συμπληρώνει 30 χρόνια την 1η του Δεκέμβρη, οπότε όπως μαντεύεις θα ξαναμιλήσουμε γι’ αυτήν σύντομα.

Μετά τον Σημαδεμένο, η καριέρα του άλλαξε πορεία. Το Διχασμένο Κορμί (1984), που ακολούθησε, ήταν αναθυμιάσεις της μέχρι τότε θεματικής του, και οι Εξυπνάκηδες (1986), με πιο κλασάτο καστ και κωμικό twist στην γκανγκστερική του πλοκή, φαίνεται σαν η κίνηση καλής θέλησης που τον έβαλε στο τιμόνι για τους Αδιάφθορους (1987). Αναμφίβολα η πιο φιλόδοξη και μεγαλύτερη δουλειά του μέχρι τότε, η επιστροφή του στην Αμερική της ποτοαπαγόρευσης για την αναμόχλευση της πτώσης του Αλ Καπόνε, έμοιαζε μεν θεματικά σαν λογικό επόμενο βήμα, όμως βλέποντάς την, δεν μπορείς να μην νιώσεις τον Ντε Πάλμα να παίζει το καλό παιδί για τους παραγωγούς που τού είχαν ανοίξει φαρδιά πλατιά την πόρτα τους.

Οι Αδιάφθοροι ήταν σουξέ, ο Ντε Πάλμα βρισκόταν στην κορυφή του κόσμου, κι είχε φαινομενικά μεγαλύτερη ελευθερία να κάνει πράγματα πιο κοντά στην καρδιά του. Φευ. Με τις τρεις επόμενες δουλειές του, χάνει την δημιουργική του αιχμή, και μαζί τον θρόνο του, και μπαίνει στα 90s με πολύ λιγότερες επιλογές στα χέρια του, απ’ όσες φάνταζε να έχει πέντε χρόνια πριν. Στο δρόμο του βρίσκεται η Υπόθεση Καρλίτο, την οποία όπως έχει πολλάκις πει, δεν ήθελε να δει ούτε ζωγραφιστή: είχε τελειώσει με τους γκάνγκστερ και την αγριάδα τους, ο υπόκοσμος δεν τον ενδιέφερε πια, ήθελε τέλος πάντων, λίγο παραπάνω φως.

Η τραγική ιστορία του Καρλίτο, της ανόδου του, της μεταμέλειας, και της απόπειράς του για λύτρωση, έχει απάνω της κι αρώματα από εκείνη του Ντε Πάλμα. 

Δεν ξέρω να σου πω πόσο ο Ντε Πάλμα επηρέασε το σενάριο που του παρέδωσε ο Ντέιβιντ Κεπ για την Υπόθεση Καρλίτο, όμως η καλύτερη δουλειά που έχει υπογράψει ποτέ ο σεναριογράφος της, είναι πέρα για πέρα ταινία του σκηνοθέτη. Ένας κουρασμένος Πορτορικανός κακοποιός, σπασμένος στην αιχμή του και πεταμένος για πέντε χρόνια στη φυλακή, ο πάλαι ποτέ «JP Morgan της κόκας», βγαίνει λεύτερος στους δρόμους και το πρώτο του μέλημα δεν είναι να ξανακονίσει τα δόντια του και να δαγκώσει τη νύχτα. Θέλει να φύγει, να γλιτώσει, να χαθεί. Κάπως σαν τον Ντε Πάλμα, ο Καρλίτο του, έχει δώσει τις μάχες του, έχει φτάσει στην κορυφή του συστήματος, έχει δει το σύμπαν του να καταρρέει, και δε θέλει άλλο. Ήρθε η ώρα του να βγει στο φως.

Αυτή η γλυκιά μελαγχολία του ανθρώπου που δάγκωσε τον πολυπόθητο απαγορευμένο καρπό μέχρι το κουκούτσι, κι είδε ότι τελικά δεν είναι όσο σπουδαίος νομίζουν όλοι, αυτό είναι το βασικό συναίσθημα που στοιχειώνει το βλέμμα του Αλ Πατσίνο, σε μια απ’ τις πιο φινετσάτες στιγμές της καριέρας του. Ο ήρωας του Κεπ, προσπαθεί να αλλάξει ζωή, όμως η μοίρα τον τραβάει πάλι στα σκοτάδια από τα οποία προσπαθεί να ξεφύγει –το καρακλασικότερο μοτίβο του φιλμ νουάρ: «Δεν τα κυνηγάω αυτά τα σκατά, απλώς μού έρχονται. Τρέχω, κι απλώς τρέχουν από πίσω μου» λέει ο Καρλίτο, λίγο μετά την εικονική σκηνή, που σηματοδοτεί την πρώτη του, άγρια συνειδητοποίηση ότι η διαφυγή δεν θα είναι όσο εύκολη ήλπιζε, κυρίως γιατί δεν εξαρτάται μονάχα απ’ τον ίδιο.

Στο σενάριο του Κεπ, είναι διάσπαρτα τα κλεισίματα του ματιού, για την κατάσταση στην οποία βρίσκει τον εαυτό του ο Καρλίτο. Ολόκληρη η καινούρια του ζωή, περιστρέφεται γύρω από κάποιο παράδεισο: το κλαμπ που αναλαμβάνει να τρέξει για να βγάλει όσα του λείπουν για την μεγάλη του απόδραση, το λένε El Paraiso. Η σύννομη, φιλήσυχη δουλειά που θέλει να ανοίξει μετά, είναι στον τουριστικό παράδεισο των νησιών Μπαχάμα. Ό,τι κάνει σ’ αυτό το μικρό διάλειμμα ανάμεσα στην παλιά και την καινούρια του ζωή, το κάνει για να πετάξει από πάνω του την κόλαση του παρελθόντος του, να εξιλεωθεί. El Paraiso, παρεμπιπτόντως, είχε βαφτίσει το καροτσάκι που πουλούσε χοτ ντογκ ο Τόνυ Μοντάνα, όταν, αθώος ακόμη, είχε πρωτοπατήσει το πόδι του στην Αμερική.

Η χρωματική παλέτα του Ντε Πάλμα, είναι άλλη μια στιγμή ιδιοφυούς κινηματογραφικής αντιπαράθεσης. Σε αντίθεση με τον Μοντάνα, τον απόλυτα διεφθαρμένο παρανοϊκό μακελάρη, που κυκλοφορούσε με τα ολόλευκα κοστούμια στο χρώμα της αθωότητας και της αγαπημένης του κόκας, ο Καρλίτο είναι ντυμένος στο μαύρο: μαύρο δερμάτινο παλτό, μαύρα κοστούμια, μαύρο μούσι κρύβει να το κουρασμένο του πρόσωπο. Το μαύρο, βέβαια, είναι το χρώμα του κακού, κι ας το φοράει ο Καρλίτο ως χρώμα της αφάνειας, στις σκιές της οποίας θέλει να κρυφτεί, μπας και βρει χρόνο αρκετό και δρόμο να διαφύγει. Για τον κόσμο του Καρλίτο, η διαφυγή είναι προδοσία κι ενοχή. Κι ο Καρλίτο μαύρο πρόβατο.

Γι’ αυτό, άλλωστε, τα σκηνικά του Ντε Πάλμα δεν αφήνουν τον Καρλίτο να ησυχάσει. Τα ψυχρά γαλάζια της νύχτας, οι κόκκινοι τοίχοι των δωματίων με τα μπιλιάρδα, τα γυαλιστερά χρωμιωμένα επίπεδα της disco του, δεν του αφήνουν σπιθαμή να κρυφτεί. Τον κρατούν μονίμως στο προσκήνιο, σα τη μύγα στο γιαούρτι, σαν αφίσα επικηρυγμένου, σ’ αυτήν την άγρια δύση του εγκλήματος που τον παρακολουθεί: «Ο Δρόμος σε παρακολουθεί. Σε παρακολουθεί συνέχεια», λέει ο Καρλίτο, σαν η πόλη ολόκληρη να απλώνει τα δίχτυα της γύρω του, έτοιμη να τον παγιδεύσει και να τον κατασπαράξει –άλλο ένα καρακλασικό μοτίβο του νουάρ.

Στα χέρια οποιουδήποτε άλλου σκηνοθέτη, το σενάριο του Κεπ θα ήταν ένα πανηγύρι από κλισέ –στην καλύτερη, θα ήταν μια χρυσή μετριότητα, όπως και το σύνολο της δουλειάς του γραφιά του Πολέμου των Κόσμων (2005), της Ζαθούρα (2005) και των Illuminati (2009), για να πιάσουμε τα πιο χαρακτηριστικά. Ο Ντε Πάλμα όμως, το μπολιάζει με μια κινηματογραφική ευαισθησία, που όμοιά της δεν έχει επιδείξει έκτοτε. Γιατί μέσα από την ιστορία του Καρλίτο, λέει και τη δικιά του ιστορία. Κι η βαθιά του γνώση όχι μόνο για τον κινηματογράφο και το συγκεκριμένο του είδος, αλλά και για το κύκλωμα της κινηματογραφικής πραγματικότητας από το οποίο προσπαθεί να βρει διέξοδο, κάνουν αυτήν του την ταινία έναν πολυεπίπεδο θησαυρό.

«Δεν τα κυνηγάω αυτά τα σκατά, απλώς μού έρχονται. Τρέχω, κι απλώς τρέχουν από πίσω μου» λέει ο Καρλίτο, λίγο μετά την εικονική σκηνή, που σηματοδοτεί την πρώτη του, άγρια συνειδητοποίηση ότι η διαφυγή δεν θα είναι όσο εύκολη ήλπιζε, κυρίως γιατί δεν εξαρτάται μονάχα απ’ τον ίδιο.

Ακόμη κι η επιλογή του Πατσίνο για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, παίρνει άλλες διαστάσεις κάτω απ’ αυτήν την οπτική, που σε προκαλεί συνεχώς ο σκηνοθέτης να υιοθετήσεις. Η πρώτη κιόλας του σκηνή, η θεατρική του αγόρευση στο δικαστήριο, είναι ένα κλείσιμο του ματιού: «Ηρεμήστε κύριε Μπριγκάντε, δεν παραλαμβάνετε κάποιο βραβείο» απαντά ο δικαστής, στο εκστατικό ξέσπασμα του Καρλίτο, που απλώνει στο δικαστήριο αρώματα απ’ τις υστερικές προηγούμενες ερμηνείες του Πατσίνο, που μήνες πριν είχε σηκώσει το Όσκαρ του, για τις εξάρσεις του στο Άρωμα Γυναίκας (1992). Στο οποίο είχε φτάσει, αφού είχε κατασπαράξει τα σκηνικά στα Οικόπεδα Με Θέα (1992), το Φράνκι και Τζόνι (1991), τον Ντικ Τρέισι (1990), ακόμη και τον Σημαδεμένο μια δεκαετία πριν. Οπότε, όταν ο Καρλίτο χύνεται κυριολεκτικά, σ’ όποιον καναπέ καταφέρει να βρει μπροστά του, νιώθεις πραγματικά την κούραση του ανθρώπου που έχει το βάρος του κόσμου απάνω του να πετάξει.

Βέβαια, ο Ντε Πάλμα δεν ξεχνάει στιγμή ότι έχει και μια δουλειά να κάνει, και δεν είναι εκεί για να σου κλείνει απλά το μάτι. Γι’ αυτό, άλλωστε, εκτός απ’ το να ραφινάρει και να αναγάγει σε αρχαιοελληνικού επιπέδου τραγωδία την ουσία του σεναρίου του για έναν κουρασμένο δεινόσαυρο που βρίσκει τον εαυτό του σ’ έναν καινούριο κόσμο γεμάτο πεινασμένες ύαινες, φροντίζει να αμπαλάρει την ιστορία του και σε ένα χορταστικό και πλήρους θρεπτικής αξίας κινηματογραφικό γεύμα. Δεν είναι τυχαίο, ας πούμε, που σ’ αυτήν την ταινία βρίσκεις ίσως την καλύτερη σκηνή πεζής καταδίωξης στην ιστορία του κινηματογράφου. Ένα επικό τελικό ημίωρο κυνηγητό, που σε περνάει από γραφεία, νοσοκομεία, κλαμπ, μετρό και τον Grand Central Station, με τελικό προορισμό το σημείο μηδέν της ταινίας του. Τον λίκνο και το νεκροκρέβατο της ιστορίας του ταυτόχρονα. Εκεί, που στήνεται ο περίτρανος θρίαμβος του Ντε Πάλμα και του μαεστρικού του σασπένς, επί του απ’ την αρχή της ταινίας προαναγγελθέντος του φινάλε.

Για όλα αυτά και γι’ άλλες τρεις σελίδες κείμενο, πολύ περισσότερο από μια απ’ τις καλύτερες γκανγκστερικές ταινίες που έχουν προβληθεί σε πανί, η Υπόθεση Καρλίτο είναι ένα απ’ τα σημαντικότερα κινηματογραφική μνημεία της συναστρίας που μπορεί να επιτευχθεί, όταν ο σωστός σκηνοθέτης και το σωστό project βρεθούν στην σωστή θέση τη σωστή στιγμή.

Ιωσήφ Πρωϊμάκης