Brett Bailey: «Αν μου ζητούσαν να σκηνοθετήσω το “Mamma Mia”, θα έβρισκα πολιτική διάσταση να του βάλω»

Όσοι είδαν πέρσι το συνταρακτικό Exhibit B στο Fast Forward Festival της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση δεν χρειάζονται συστάσεις για το ποιος είναι ο Brett Bailey: είναι απλά ένας από τους πλέον ρηξικέλευθους και συναρπαστικούς καλλιτέχνες της εποχής μας, κινούμενος ανάμεσα στα εικαστικά, την performance, τα installations και τη σκηνοθεσία – ανάμεσα σε πολλά άλλα. Ο υπέροχος αφρικάνικος Μακμπέθ του στο Φεστιβάλ Αθηνών του περασμένου καλοκαιριού ήταν ενα ακόμα σημαντικό δείγμα γραφής. Η Popaganda τον συνάντησε σε μια αποθήκη του λιμανιού του Πειραιά, όπου ετοίμαζε, για λογαριασμό του φετινού Fast Forward, την πρεμιέρα της νέας του εγκατάστασης με τίτλο Sanctuary. Τι ηδονή να συνομιλεί κανείς με ένα τόσο ευφυή άνθρωπο…

Να μιλήσουμε λίγο για το καινούριο πρότζεκτ. Είναι μια αντίδραση στην ΕΕ σε κρίση, βλέποντας την κατάσταση με τους πρόσφυγες και την ξενοφοβία που αυξάνεται παράλληλα. Εξετάζει την κατάσταση limbo στην οποία βρίσκονται πολλοί πρόσφυγες και άνθρωποι που ζητούν άσυλο. Λέγεται Sanctuary (άδυτο, καταφύγιο), κάτι που εγώ βλέπω ως ένα ασφαλές μέρος, η λέξη έχει πολλές διαφορετικές σημασίες. Φεύγουν λοιπόν από καταφύγια που έχουν παραβιαστεί ή καταστραφεί, είτε από πόλεμο είτε από τη φτώχεια, είτε από οικολογική υποβάθμιση, και ψάχνουν ένα νέο μέρος για καταφύγιο, κι είναι δύσκολο να το βρουν. Οι γραφειοκρατία, οι κανόνες, είναι δύσκολο να βρουν το δρόμο τους μέσα από όλα αυτά. Αλλά υπάρχουν και λαοί της Ευρώπης που αισθάνονται πως το δικό τους καταφύγιο απειλείται από τον ερχομό των προσφύγων. Έτσι έχει να κάνει με σπίτια που απειλούνται, καταφύγια που απειλούνται, σπίτια που χάνονται και σπίτια που αναζητούνται.


Και αυτό πως παρουσιάζεται; Η μορφή του είναι ο λαβύρινθος που βλέπετε εδώ, φτιαγμένος από τους φράχτες ασφαλείας με τα συρματοπλέγματα. Αποτελείται από οκτώ σκηνές. Κάθε μία διαρκεί τέσσερα λεπτά. Οι έξι από αυτές αφηγούνται ιστορίες από την οπτική γωνία ενός πρόσφυγα, και δύο από αυτή των Ευρωπαίων που νιώθουν να απειλούνται από τους πρόσφυγες. Οι ερμηνευτές έχουν ως βάση τη Μασσαλία, το Αμβούργο και την Αθήνα, γιατί αυτές είναι οι τρεις πόλεις της περιοδείας μας. Τέσσερις από αυτούς είναι σύριοι πρόσφυγες, τρεις ή τέσσερις είναι ακτιβιστές που εργάζονται πάνω σε ζητήματα προσφύγων και οι δύο είναι διερμηνείς, μεταφραστές που δουλεύουν με πρόσφυγες. Ο ένας από αυτούς έρχεται το πρωί με τους πρόσφυγες που φέρνει το καράβι, τους πηγαίνει στις διάφορες υπηρεσίες. Δεν αφηγούνται τις δικές τους ιστορίες, αλλά δημιουργούν φανταστικούς χαρακτήρες.

Sanctuary, φωτογραφία Ανδρέας Σιμόπουλος.

Παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη μια ραγδαία άνοδο της ακροδεξιάς. Πού το αποδίδετε; Είναι η οικονομική κρίση, είναι το ξύπνημα των χειρότερών μας ενστίκτων; Νομίζω πως είναι και τα δύο. Νομίζω πως έχουμε έναν αρχέγονο φόβο του Άλλου, αλλά υπάρχουν και περίοδοι διαφωτισμού και ανοχής. Ειδικά σε αντίδραση προς αυτά που έγιναν στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου είδαμε τι θηριωδίες διαπράχτηκαν λόγω ξενοφοβίας, οδηγηθήκαμε σε μια πιο ανεκτική εποχή. Γιατί βγήκαν ξανά αυτά στην επιφάνεια τώρα; Επειδή η οικονομία πάει άσχημα, επειδή οι άνθρωποι νιώθουν ότι απειλούνται, κι όταν νιώθεις ότι απειλείσαι αρχίζεις να φοβάσαι, κι όταν φοβάσαι αρχίζεις να ψάχνεις ποιον να φοβηθείς, ποιος είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος. Νομίζω πως οι πολιτικοί και τα ΜΜΕ δημιουργούν τους αποδιοπομπαίους τράγους, γιατί τρέφονται από τους φόβους μας. Στη Νότιο Αφρική, εμείς βγήκαμε από 40 χρόνια απαρτχάιντ. Κι όλα ήταν καλά για ένα διάστημα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Μετά τι συνέβη; Ύστερα άρχισαν οι οικονομικές δυσκολίες, κι οι υποσχέσεις που είχε δώσει το ANC να δώσει στον κόσμο παιδεία και να τους βγάλει από τη φτώχεια και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας δεν υλοποιήθηκαν. Έτσι τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια άρχισε να αναπτύσσεται η ξενοφοβία στη χώρα εναντίον των αφρικανών μεταναστών από άλλες χώρες όπως η Ζιμπάμπουε, η Μοζαμβίκη, η Νιγηρία, το Κονγκό, το Μπουρούντι κλπ. Και το 2008 είχαμε μια πραγματική έκρηξη, όπου σκοτώθηκαν 42 άνθρωποι κι ύστερα 62.000 άνθρωποι κατέληξαν σε στρατόπεδα προσφύγων – πρώτη φορά που είχαμε στρατόπεδα προσφύγων στην χώρα μας. Αλλά νομίζω πως αυτό συνέβη επειδή ο κόσμος ένιωθε απελπισμένος. Το ζήτημα λοιπόν είναι σε ποιον το ξεσπάς αυτό – γιατί δεν θα το βγάλεις απαραίτητα στο γείτονά σου, όμως σε αυτόν εκεί τον τύπο που έχει έρθει από τη Σομαλία κι άνοιξε ένα μαγαζί εδώ πιο πέρα κι ίσως να παίρνει δουλειά από μένα, ή ίσως να κοιτάζει τη γυναίκα μου, ή μπορεί η γυναίκα μου να τον κοιτάζει επειδή έχει λίγα λεφτά, και μέσα στο κλίμα φόβου κι ανασφάλειας όλα τα σκατά από μέσα μας βγαίνουν στην επιφάνεια. Όταν η δεξιά αρχίζει να ανεβαίνει κι η αριστερά φοβάται πως χάνει το διακύβευμά της, τότε όλος ο διάλογος αρχίζει να μετακινείται προς τα δεξιά, κι αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Ακόμα και κάποιοι πολιτικοί που μπορεί να είναι ιδεαλιστές και πιο ανθρωπιστές, επειδή δεν θέλουν να χάσουν το κοινό τους, αρχίζουν να κάνουν συμβιβασμούς. Τα ΜΜΕ τρέφουν αυτό το κλίμα, τα social media το τρέφουν…


«Όταν η δεξιά αρχίζει να ανεβαίνει κι η αριστερά φοβάται πως χάνει το διακύβευμά της, τότε όλος ο διάλογος αρχίζει να μετακινείται προς τα δεξιά, κι αυτό είναι πολύ επικίνδυνο.»

Τι σχέσει έχει το “Sanctuary” με το προηγούμενο σας έργο, “Exhibit B”;  Αυτό που με ενδιέφερε στη δημιουργία του τωρινού έργου είναι το πώς κοιτάζουμε τις εικόνες, από εικόνες ξεκίνησα. Υπάρχουν εκατομμύρια εικόνες που κοιτάζουμε, και μάζεψα πολλές από αυτές. Βλέπουμε μια εικόνα των προσφύγων στην εφημερίδα ή στο διαδίκτυο και δίπλα βλέπουμε μια φωτογραφία της Lady Gaga, κι όπως τις βλέπουμε δίπλα-δίπλα αποκτούν ίση βαρύτητα. Την πρώτη φορά που βλέπουμε μια φωτογραφία που μας αγγίζει, νιώθουμε κάτι και μπαίνουμε σε μια διαδικασία αναρώτησης, κι εν τω μεταξύ έχει έρθει κι έχει επικαθήσει πάνω της μια άλλη φωτογραφία. Είναι τέτοια η φύση του μέσου που παύουμε να αναρωτιόμαστε. Βλέπουμε έναν άνθρωπο να τρέχει: από τι τρέχει να ξεφύγει αυτός ο άνθρωπος; Ποια είναι η κατάσταση πίσω από αυτό; Το ίδιο ισχύει και για τις φωτογραφίες με τα σωσίβια. Πήγα στη Λέσβο, στη Μυτιλήνη, στα μέσα του Δεκέμβρη.

Τι αντικρίσατε εκεί; Είδα τα παιδικά σωσίβια, φουσκωμένα και ξεβρασμένα στην ακτή. Τα πήρα στα χέρια μου και προσπάθησα να φανταστώ τη μητέρα ή τον πατέρα που φούσκωνε αυτό το σωσίβιο φυσώντας μέσα του, την ανάσα με την οποία το γέμισε. Βλέπουμε αυτές τις εικόνες όλη την ώρα και παύουμε να τις σκεφτόμαστε. Ξέρουμε πολλές ιστορίες, όμως συγκεντρωθήκαμε με τους ερμηνευτές επί πολλές μέρες για να καταλήξουμε ποιες ιστορίες θέλουμε να πούμε. Η πρόθεσή μου λοιπόν εδώ ήταν να ξαναδούμε εικόνες που τις βλέπουμε όλη την ώρα στα ΜΜΕ κι έχουμε γίνει μπλαζέ ή αδιάφοροι απέναντί τους. Να αναρωτηθούμε τι υπάρχει πίσω από αυτές τις εικόνες, και να πάρουμε το χρόνο να σκεφτούμε τι συμβαίνει στην πραγματικότητα.


Είναι κι αυτό ένας τρόπος να αποφύγουμε να κοιτάζουμε αυτή τη δυστυχία με τρόπο πορνογραφικό; Αναζητάτε αισθητικές ή και ηθικές λύσεις έτσι ώστε να μην καταλήξει εκεί η θέαση τέτοιων εικόνων; Ναι. Μίλησα στους ερμηνευτές όταν ξεκινήσαμε  αυτή τη διαδικασία. Είδαμε ένα μικρό κλιπ της Μαρίνα Αμπράμοβιτς που μιλούσε για τον Καντίνσκι. Κατά τη διάρκεια ολόκληρου του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου ο Καντίνσκι ζωγράφιζε μόνο λουλούδια.  Δεν ζωγράφισε τη φρίκη του πολέμου. Κι εκείνη είπε: αυτό που πρέπει να καλλιεργήσουμε είναι η ελπίδα. Ρώτησα λοιπόν τους ερμηνευτές: πώς δουλεύουμε με την ελπίδα; Βλέπουμε πώς οι Γάλλοι διέλυσαν τη «ζούγκλα» στο Καλαί. Πώς θα βρούμε το κλειδί της ιστορία; Γιατί οι εικόνες είναι ισχυρές, είναι κλειστοφοβικές, πού βρίσκεται η ελπίδα, πού τη βρίσκεις; Δεν ξέρω. Ως καλλιτέχνης, δουλεύεις με τα εργαλεία της δουλειά σου, με την τέχνη, με την αισθητική. Πώς λες μια ιστορία; Ως δημοσιογράφος ως συγγραφέας, χρησιμοποιείς τις λέξεις με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Ως κινηματογραφιστής χρησιμοποιείς την κάμερα ή το μοντάζ. Ως εικαστικός και καλλιτέχνης της περφόρμανς αυτόν τον τρόπο επέλεξα. Υποθέτω πως υπάρχει ένα ρίσκο. Το φοβάμαι αυτό.

Τι φοβάστε δηλαδή; Φοβάμαι αυτή την ωραιοποίηση της εικόνας. Ποιο είναι το κοινό; Είναι ένα κοινό της μεσαίας τάξης. Είναι ψυχαγωγία γι αυτούς να έρθουν και να περάσουν 45 λεπτά να δουν τις εικόνες αυτές; Ίσως να κλάψουν, ίσως να νιώσουν θλίψη, ίσως να νιώσουν σοκαρισμένοι ή να μη νιώσουν τίποτα, ίσως μετά να φύγουν και να πάνε για ένα σουβλάκι κι η ζωή συνεχίζεται… Δεν ξέρω. Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω και πώς αλλιώς να το πω. Δεν μου αρέσει το θέατρο-ντοκουμέντο όπου οι ερμηνευτές στέκουν και λένε: αυτή είναι η ιστορία μου. Δεν λειτουργεί για μένα, δεν με αγγίζει. 

Αλήθεια τι ήταν αυτό που σας οδήγησε να ασχοληθείτε με την τέχνη, καθώς και με τη συγκεκριμένη θεματολογία; Ήμουν αυτό το είδος του μικρού παιδιού – σπασίκλα που δεν παίζει με τους άλλους αλλά κάθεται και ζωγραφίζει ή γράφει, τέτοιο παιδί ήμουν. Το δωμάτιό μου από τότε ήταν γεμάτο με ζωγραφισμένα δέντρα και φανάρια. Νομίζω πως είναι απλώς αυτό που είμαι. Η γιαγιά μου ήταν καλλιτέχνης, ίσως αυτό να έχει κάποια σχέση. Τώρα η θεματολογία… Δεν ξέρω. Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω. Χρησιμοποιώ  αυτό το στερεότυπο: αν μου ζητούσαν να σκηνοθετήσω το Mamma Mia, θα έβρισκα πολιτική διάσταση να του βάλω! Δεν ξέρω καν την υπόθεση, αλλά κάτι θα έβρισκα. Στην Ελλάδα δεν λαμβάνει χώρα, μου φαίνεται; Ε, αν το σκηνοθετούσα θα υπήρχαν πρόσφυγες στην παραλία! Ή θα υπήρχε η λιτότητα στον άνεμο! Δεν ξέρω να κάνω κάτι άλλο, είναι ο τρόπος που βλέπω τον κόσμο. 

3-7 & 9-10 Μαΐου  2017 18:00-21:30*, Λιμάνι Πειραιά | Πύλη Ε2 | Πέτρινη Αποθήκη, Στα αγγλικά και στα ελληνικά, Κατάλληλο για θεατές 13+
Ώρες επισκέψεων: 18:00 | 18:15 | 18:30 | 18:45 | 19:00 | 21:00 | 21:15 | 21:30
Γιώργος Βουδικλάρης

Share
Published by
Γιώργος Βουδικλάρης