Κάποιοι απογοητευμένοι παρευρισκόμενοι (μερικοί από αυτούς γνωστοί χίπστερς) μετά το τέλος της συναυλίας έσπευσαν να κακολογήσουν τους Boris, αναφερόμενοι σε αυτούς ως επιεικώς αδιάφορους, επιπέδου σχολικής μπάντας, που δεν άξιζαν τη μάζωξη του κοινού στο Fuzz το βράδυ της 21ης Δεκέμβρη. Πριν αναφερθώ στα όσα συνέβησαν, να εκφράσω μια διαφωνία απολύτως κάθετη στον προβοκατόρικο κυνισμό που τα ισοπεδώνει όλα και να ξεκινήσω με την εξής απλή διαπίστωση: ήταν η πιο θορυβώδης συναυλία της χρονιάς και δίδαξε πως πρέπει να παίζεται το ροκ.
Kαταρχάς, παρά την καθυστέρηση ανοίγματος της πόρτας λόγω της αργοπορημένης άφιξής τους, έκαναν ένα Fuzz να τρέμει και μόνο από το soundcheck, προετοιμάζοντάς μας για μεγάλες στιγμές. Το merch έγινε ανάρπαστο από το τριψήφιο ακροατήριο που επέλεξε να τιμήσει τη συναυλία. Προς τιμήν του συγκροτήματος και της διοργάνωσης, επίσης, το γεγονός ότι, παρά τις υπόνοιες περί αρκετής αναμονής, τα φώτα δεν άργησαν να σβήσουν και ο μπλε φωτισμός να πλημμυρίσει τη σκηνή προτού οι τρεις μακρυμαλλούσες φιγούρες κάνουν την εμφάνισή τους. Έμενε μόνο να δούμε αν ήταν σε φόρμα και αν ο ήχος θα ήταν με το μέρος τους. Αν δηλαδή θα ακούγαμε θόρυβο και όχι βαβούρα.
Διόλου τυχαία, οι τρεις Ιάπωνες οριοθετούν την περιοχή τους ξεκινώντας με το τείχος παραμόρφωσης του “Blackout”, αφήνοντας το βόμβο να ξεχυθεί. Και αφού το είπαν στα ίσια ότι θα μας δείξουν πως δεν αστειεύονται, το πάρτι του Pink ξεκινά. Στα δεξιά της σκηνής, ο Takeshi με την double necked κιθάρα του παραμένει αεικίνητος και με τα cool φωνητικά του αποδεικνύεται ιδανικός μπροστάρης ενός power trio που πρεσβεύει το ροκ στην πιο θορυβώδη μορφή του, απομακρυσμένη από τα ευνουχισμένα πρότυπα των όσων ευκόλως βαφτίζονται με άνεση πλέον ροκ. Η Wata στην κιθάρα, στατική και αφοσιωμένη στο έργο της, καταρρίπτει τη macho εικόνα που συνήθως έχει ο κιθαρίστας με τα πολλά καντάρια groove της και το τρέμουλο που προκαλούσε όσο ανέβαινε στα τάστα της. Ο ήχος της μπορεί να μην ήταν ο πλέον ιδανικός αλλά το «μήνυμα» το πέρναγε. Ο για πολλούς αδύναμος κρίκος της βραδιάς, ο ντράμερ Atsuo, κατηγορήθηκε για χάσιμο του μέτρου και μια σειρά από λάθη. Άλλους τους ενόχλησε η τύπου frontman συμπεριφορά του. Προσωπικά μου φάνηκε τιμιότατος στο ρόλο του, με την ισχύ και τη λύσσα του.
Αυτό που έρχομαι να πω επί του συγκεκριμένου θέματος είναι από πότε γίνατε τόσο κλινικοί με τη μουσική; Να θέλετε τον ήχο στουντιακών κρυστάλλινων προδιαγραφών, τα λάθη ανύπαρκτα; Η μουσική των Boris είναι ό,τι πιο ροκ (ούτε drone, ούτε stoner ούτε οποιαδήποτε άλλη ηλίθια ταμπέλα) μπορεί να ακούσει κανείς σήμερα. Και ροκ πρωτίστως σημαίνει attitude και κατάρριψη των ακαδημαϊκών κανόνων. Στην περίπτωση των Boris πρέπει να αφεθείς στην αδρεναλίνη που εγκάρδια σου προσφέρουν, όχι να περιμένεις να τους χρίσεις παιχταράδες, δεν πρεσβεύουν τίποτα τέτοιο. Προσκυνούν ανοιχτά τον θόρυβο και πολύ που νοιάζονται για το αν θα κάνουν ή όχι λάθη, τους αφορά αποκλειστικά να μεταφέρουν ένα αίσθημα στην πρωτογενή κι ανεπεξέργαστη μορφή του και αυτό κάνουν. Με τόνους καπνού, επιληπτικό και ατμοσφαιρικό φωτισμό και ένα τείχος ενισχυτών Orange, κηρύττουν το ευαγγέλιο μιας μουσικής ευφυώς βάρβαρης που διαμορφώνει τη διάθεση του κοινού κατά το δοκούν. Θέλουν να μας πωρώσουν; Το κάνουν. Θέλουν να μελαγχολήσουμε με κομμάτια σαν το “Farewell”; Το καταφέρνουν. Από ‘κει και πέρα, αν ο κυνισμός του ακροατή έχει φτάσει σε τέτοιο επίπεδο ώστε να ψάχνει να βρει το παραμικρό ψεγάδι, δε φταίει το συγκρότημα γι’ αυτό, αλλά το ξερό μας κεφάλι.
Δεν έχει λοιπόν νόημα να αναφερθούμε στη σειρά με την οποία παίχτηκαν τα κομμάτια του Pink, ακούστηκε ολόκληρο και αυτό είναι που έχει σημασία, συν δύο κομμάτια για encore, με το ένα να τιμά έναν πεσόντα του rock ‘n’ roll, ονόματι Kilmister, αν σας λέει κάτι. Κάπως έτσι, μετά τις 11 τα φώτα άναψαν και τα αυτιά μας συνέχισαν να βουίζουν. Και τελικά, αυτοί που πέρασαν καλά, είναι όσοι μπόρεσαν να απομακρύνουν την οποιαδήποτε υποχόνδρια συμπεριφορά, αψηφώντας τα (υπαρκτά, ομολογουμένως) ψεγάδια, δεχόμενοι πως μερικές φορές το attitude πρέπει να υπερισχύει του στυγνού επαγγελματισμού και της ανούσιας τελειότητας. Suspension of Disbelief και στη μουσική, λοιπόν.
Δείτε όλο το φωτορεπορτάζ του Δημήτρη Σακαλάκη