ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΕΣ

Το υπέροχο βιβλίο «Χρόνος: από τον μύθο του Κρόνου στο Cern» είναι ένα ταξίδι στην ιστορία, την επιστήμη, την τέχνη και τη φιλοσοφία

H αινιγματική φύση του χρόνου υπήρξε ένα από τα μείζονα και πιο συναρπαστικά προβλήματα της φιλοσοφίας, ήδη από την αρχαιότητα. Και, βέβαια, όταν αναφερόμαστε στον χρόνο, μπορεί να είναι η γέννηση ή ο θάνατος, μία στιγμή ή η αιωνιότητα, αλλά και μια μεταβολή, η διάρκεια, το μέτρο της κίνησης, η Ιστορία, το παρελθόν, το μέλλον, το παρόν.

Πολλά από τα θέματα αυτά τέθηκαν στα «Φυσικά» του Αριστοτέλη με τη μορφή παραδόξων: Ένα από αυτά είναι ότι ο χρόνος δεν μπορεί να υπάρχει, γιατί δεν υπάρχει κανένα από τα επί μέρους τμήματά του. O Πλωτίνος, πάλι, περιέγραψε τον χρόνο ως «ζωή της ψυχής που συνίσταται στην κίνηση, μέσα από την οποία η ψυχή μεταβαίνει από μία κατάσταση ζωής σε άλλη». Πάντως, η κύρια αδυναμία τέτοιων προσεγγίσεων είναι το γεγονός ότι περιγράφουν το χρόνο στην ίδια την προσπάθεια του ορισμού του.

O Άγιος Αυγουστίνος ήταν εκείνος ο οποίος επιχείρησε να ορίσει τον χρόνο με εκφράσεις εντελώς ξένες προς τη σημασία του – παρομοιάζοντάς τον, συγκεκριμένα, με το ρεύμα ενός ποταμού. Κάπως έτσι, όμως, ο Αυγουστίνος οδηγήθηκε -με τη σειρά του- σε αδιέξοδο: Πώς να μετρήσουμε το χρόνο που κυλάει σαν νερό; Το μεν παρελθόν έχει ήδη περάσει και ως εκ τούτου είναι αδύνατον να μετρηθεί. Το μέλλον δεν έχει ακόμα φτάσει και το παρόν την ίδια στιγμή που υποτίθεται ότι υπάρχει, έχει κιόλας ξεγλιστρήσει.

Στην προσπάθειά του να παρακάμψει αυτό το αδιέξοδο, ο Mπερξόν διέκρινε δύο εκδοχές του χρόνου: τον χρόνο όπως τον αντιλαμβανόμαστε στις καθημερινές συναλλαγές και την επιστήμη και στον χρόνο όπως τον βιώνουμε μέσα μας, ασύμμετρο: άλλοτε να κυλάει γρήγορα και άλλοτε αργά. O χρόνος -εξηγεί ο Mπερξόν- στην πρακτική του εκδοχή δεν είναι παρά μία κατασκευή, ένα εφεύρημα της νόησης για να μπορούμε να ελέγχουμε την καθημερινότητα μετρώντας την.

Σε αντίθεση με αυτήν τη στατική, «χωροποιημένη» έννοια του χρόνου υπάρχει και μία άλλη μορφή του, η διάρκεια -όπως την αποκάλεσε ο Mπερξόν- την οποία μπορούμε να τη συλλάβουμε μόνο με την ενόραση. O χρόνος -υπ’ αυτήν την έννοια- δεν είναι πρακτικά μετρήσιμος και αντανακλά την ακατάπαυστη ροή, τη συνεχή και αδιαίρετη μεταβολή της εσωτερικής μας ζωής. Ανάλογα -δηλαδή- με την ψυχική μας διάθεση, βιώνουμε τα γεγονότα με ταχύ ή αργό ρυθμό.

Όσο για τη λογοτεχνική πρόσληψη του χρόνου αξίζει να αναφερθεί τουλάχιστον μία: ο Mαρσέλ Προυστ, ο πρώτος πεζογράφος του μοντερνισμού, έμελλε να επηρεαστεί βαθιά από τον Mπερξόν, τη σημασία των αναμνήσεων, τα χάσματα της μνήμης και τον ρόλο της συνείδησης που τα συμπληρώνει δημιουργικά. Στο εμβληματικό του μυθιστόρημα «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο» -ένα από τα πλέον σημαντικά του εικοστού αιώνα- σημασία δεν έχει η ακρίβεια της περιγραφής των γεγονότων. O Προυστ δεν ενδιαφέρεται, όπως οι ρεαλιστές, για το αίτιο και το αποτέλεσμα, για τη χρονική αλληλουχία. Δεν νοιάζεται καθόλου για την πρακτική εκδοχή του χρόνου της νόησης, αλλά για τον υποκειμενικό χρόνο της ενόρασης.

Οι κεντρικοί χαρακτήρες του φανερώνονται στον αναγνώστη μόνο μέσα από καθαρά υποκειμενικές προσλήψεις του χρόνου, από την αντιπαράθεση εντυπώσεων και εικόνων που σχηματίζονται από διαφορετικές προσωπικότητες. Το αποτέλεσμα αυτής της ανυπέρβλητης τέχνης των αλυσιδωτών συνειρμών είναι μία εντυπωσιακή συσσώρευση ποικίλων απόψεων, διαμορφωμένων υπό το πρίσμα διαφορετικών οπτικών γωνιών. Έτσι, δεν υπάρχουν παρά μόνο πιθανές εξηγήσεις για τη συμπεριφορά κάποιου προσώπου.

Πέρα από την αμιγώς φιλοσοφική της πρόσληψη, η έννοια του χρόνου δεν έπαψε ποτέ να εξάπτει τη φαντασία των συγγραφέων. Όπως συμβαίνει με το «Ένας Γιάνκης του Κονέκτικατ στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου», το κλασικό μυθιστόρημα του Μαρκ Τουαίην που εκδόθηκε το 1889. Σε αυτό, ένας Αμερικανός μηχανικός από το Κονέκτικατ μεταφέρεται κατά λάθος πίσω στο χρόνο στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου, όπου ξεγελάει τους κατοίκους κάνοντάς τους να νομίζουν ότι είναι μάγος. Μάλιστα, χρησιμοποιεί τις γνώσεις του από τη σύγχρονη τεχνολογία καταπλήσσοντας τους Άγγλους του Πρώιμου Μεσαίωνα με κατορθώματα όπως τα… πυροτεχνήματα.

Αλλά και η «Μηχανή που ταξιδεύει στο χρόνο» που εκδόθηκε λίγο μετά, το 1895, είναι ένα συναφές μυθιστόρημα, το οποίο θα καθιέρωνε τον Χ. Τζ. Γουέλς ως τον κατ’ εξοχήν θεμελιωτή της σύγχρονης επιστημονικής φαντασίας. Ο πρωταγωνιστής είναι ένας Άγγλος εφευρέτης που ο συγγραφέας τον αποκαλεί απλά «ο Χρονοταξιδιώτης», με τη μηχανή του χρόνου χωρίς να μετακινηθεί καθόλου από τη θέση της, να μπορεί να μεταφέρει τον επιβάτη της χιλιάδες χρόνια πίσω ή μπροστά. Ο ρεαλισμός του Γουέλς είναι άψογος και οι περιγραφές που δίνει καθηλώνουν τον αναγνώστη.

Μερικά χρόνια μετά, το θέμα αποκτάει -εκ νέου- ενδιαφέρον μέσα από το μνημειώδες φιλοσοφικό έργο «Είναι και χρόνος» (1927) του Μάρτιν Χάιντεγκερ ο οποίος προχώρησε σε μία απρόσμενη αντιστροφή του επίμονου ερωτήματος: τι είναι χρόνος; Όλες οι προσεγγίσεις παρουσιάζουν τον άνθρωπο σαν να ζει μέσα στο χρόνο: Μήπως, όμως, τελικά -λέει ο Χάιντεγκερ- ο χρόνος είμαστε εμείς οι ίδιοι;

Σε κάθε περίπτωση, αυτή η προσπάθεια φιλοσόφων και λογοτεχνών να κατανοήσουν την ουσία του χρόνου αντιδιαστέλλοντάς τον προς τον χώρο, θα βρεθεί σε πλήρη αντίθεση με τη θεωρία της σχετικότητας του Aϊνστάιν – σύμφωνα με την οποία ο χρόνος ορίζεται ως μία διάσταση του χώρου.

Guido Tonelli
«Χρόνος: Από τον μύθο του Κρόνου στο
Cern»
Μετάφραση: Μαρία Οικονομίδου
Εκδόσεις: Διόπτρα
Σελίδες: 272

Και από κάπου εδώ, πιάνει το νήμα ο διάσημος φυσικός Guido Tonelli με το υπέροχο βιβλίο του «Χρόνος: από τον μύθο του Κρόνου στο Cern». Ο χρόνος, εξηγεί ο συγγραφέας, παραμένει ένα μυστήριο -από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα- ακόμα και για τους επιστήμονες, όπως ο Νεύτων, ο Αϊνστάιν και ο Πλανκ, που προσπάθησαν να τον εξηγήσουν.

Ο συγγραφέας μας οδηγεί σε ένα συναρπαστικό ταξίδι στην ιστορία, στην επιστήμη, στην τέχνη και στη φιλοσοφία, στην προσπάθεια να κατανοήσουμε την έννοια του χρόνου.

Είναι ίσως το μεγαλύτερο μυστήριο, μαζί με το ότι ο καθένας μας βρίσκεται εδώ για ένα σύντομο -σχετικά- χρονικό διάστημα. Ένα αίνιγμα, με κυρίαρχο τον χρόνο που εκδηλώνεται με τη φθορά, τη γήρανση και το αναπόφευκτο πέρασμα από τη γέννηση στον θάνατο. Τελικά, τι απομένει; Η τέχνη της ποίησης –στην προκειμένη περίπτωση, μέσω του Χόρχε Λουίς Μπόρχες- δίνει μία ιδιαίτερα κομψή απάντηση: «Να κοιτάς το ποτάμι που είναι χρόνος και νερό / και να θυμάσαι ότι ο χρόνος, είναι πάλι ένα ποτάμι / να ξέρεις πως σαν το ποτάμι πλανιόμαστε / και οι μορφές μας χάνονται, σαν το νερό»…

ΒΙΒΛΙΑ ΣΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ

Ρομπέρτο Μπολάνιο
«Το τρίτο Ράιχ»
Μετάφραση: Κρίτων Ηλιόπουλος
Εκδόσεις: Άγρα
Σελίδες: 408

Ο Ούντο Μπέργκερ, εικοσιπέντε χρονών, έχει παθιαστεί σε βαθμό εθισμού με τα παιχνίδια στρατηγικής. Συνοδευόμενος από την αρραβωνιαστικιά του πηγαίνει για μερικές μέρες στην Κόστα Μπράβα. Είναι η πρώτη φορά που κάνουν διακοπές μαζί. Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, ο Ούντο ψάχνει να βρει νέες στρατηγικές παιξίματος για το Τρίτο Ράιχ, ένα επιτραπέζιο παιχνίδι στο οποίο έχει γίνει δεξιοτέχνης. Το ζευγάρι δεν αργεί να συναντήσει δύο άλλους Γερμανούς καθώς και κάποιους μυστηριώδεις ντόπιους, τον Λύκο, το Αρνί και τον Καμένο. Για τον τελευταίο, κανείς ακριβώς δεν ξέρει πώς παραμορφώθηκε. Αφού πρώτα τον μυήσει ο Ούντο, ο Καμένος θα αποδειχτεί τρομερός αντίπαλος στο Τρίτο Ράιχ. Ποιο είναι όμως το πραγματικό διακύβευμα αυτής της παρτίδας; Με το μυθιστόρημα αυτό, γραμμένο το 1989, ο Μπολάνιο μας χαρίζει ένα έργο συναρπαστικό , με δηλητηριώδη γοητεία. Ο συγγραφέας του 2666 εξερευνά τις μορφές που παίρνουν το κακό και η τρέλα και στοχάζεται πυρετικά πάνω στη σχέση της κουλτούρας -ως παιχνιδιού ή ως λογοτεχνίας- με την πραγματικότητα.

Μιχάλης Μοδινός
«Τα θαύματα του κόσμου»
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Σελίδες: 224

Όσο απόμακρες γεωγραφικά ή ιστορικά κι αν είναι οι αφορμές της αφήγησης, ο Μιχάλης Μοδινός αναδεικνύει εδώ με τρυφερότητα, ενσυναίσθηση και χιούμορ την τετριμμένη καθημερινότητα, όπως τέμνεται με τα ευρύτερα γεωπολιτικά, οικολογικά και πολιτισμικά ζητήματα. Μετά από εννέα μυθιστορήματα, η πρώτη του αυτή συλλογή διηγημάτων υπερβαίνει για άλλη μια φορά τις γραμμές των συνόρων – γεωγραφικών, πνευματικών ή άλλων. Ο συγγραφέας μάς ταξιδεύει σε μέρη όπως η Κρήτη και η Κούβα, η Χαλκιδική και οι πηγές του Νείλου, η Λίμνη της Γενεύης και το Άινταχο, προκειμένου να διερευνήσει την αξία των μικρών πραγμάτων, την αναγωγή τους στα μεγάλα, και την ικανότητα να εκπλήσσεσαι μπρος στα θαύματα του κόσμου.

Δημήτρης Στεφανάκης
«Μινώταυρος»
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 704

Κρήτη, 1894. Από το σκηνικό ενός φόνου στα χωριά του νότου ο Γιαννιός Αστάκης θα βρεθεί στο Μεγάλο Κάστρο, το Ηράκλειο Δύσης και Ανατολής, και στην αγκαλιά της Μαργώς Μποτέλλη. Ζούμε το τέλος της Τουρκοκρατίας στο νησί που θα οδηγήσει στη σφαγή του 1898. Στον μισό αιώνα ζωής που ακολουθεί, οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος θα πρέπει να ανταπεξέλθουν στις δοκιμασίες που θέτουν τα μεγάλα γεγονότα στον απλό άνθρωπο είτε αυτός ζει στο Βερολίνο, στο Παρίσι του Μεσοπολέμου ή στα χωριά της Νότιας Κρήτης. Στον λαβύρινθο του χρόνου οι μικροί ήρωες της καθημερινότητας μοιράζονται ανέμελοι τις στιγμές τους ενώ στις φλέβες τους κυλά το αίμα της Ιστορίας.

Έρνεστ Χέμινγουεϊ
«Έκαναν όλοι τους ειρήνη. Τι είναι η ειρήνη; – Ποίημα για τη δραματική διάσκεψη της Λωζάννης»
Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός
Εκδόσεις: Περισπωμένη
Σελίδες: 16

Το θέμα του ποιήματος αφορά τη Διάσκεψη της Λωζάνης και τα πρόσωπα που συμμετείχαν σ’ αυτήν. Οι διαπραγματεύσεις διήρκεσαν σχεδόν επτά μήνες και κατέληξαν στις 24 Ιουλίου του 1923 με την υπογραφή της γνωστής Συνθήκης, η οποία κατήργησε τη Συνθήκη των Σεβρών. Αν το ποίημα διατηρεί σήμερα για εμάς ένα έντονο ιστορικό ενδιαφέρον, είναι γιατί ο Χέμινγουεϊ αναφέρεται από τους πρώτους κιόλας στίχους στη γενοκτονία των Αρμενίων (1915) και στη συνέχεια στον Βενιζέλο και τη μοίρα του Ελληνικού Πατριαρχείου μετά την Καταστροφή. Είναι επίσης προκλητικά, ή και διασκεδαστικά, τα όσα λέει για τους πρωταγωνιστές της Διάσκεψης: Ο Ισμέτ Πασάς (ο Ινονού) «κάνει τον κουφό για να μην ακούει τις αιτιάσεις των Βρετανών», ο Κεμάλ είναι «φιλοπόλεμος», ο Μουσσολίνι «παλιάνθρωπος», αλλά και ανόητος, αφού «φωτογραφίζεται κρατώντας ένα βιβλίο ανάποδα», και ο Βενιζέλος «πανούργος». Ο τίτλος του ποιήματος, με το ερωτηματικό στο δεύτερο μέρος της πρότασης, μας προϊδεάζει για το τί θ’ ακολουθήσει, για το πώς φαινόταν αυτή η «ειρήνη» σ’ έναν νεαρό ανταποκριτή και ανερχόμενο συγγραφέα. Είναι πάντως αξιομνημόνευτο πως ο Χέμινγουεϋ, προφανώς επηρεασμένος από τον Έζρα Πάουντ, διάλεξε να αποδώσει ποιητικά τη μαρτυρία του.

Γιώργος Βαϊλάκης

Share
Published by
Γιώργος Βαϊλάκης