Εάν υπάρχει κάτι που η ζωή σίγουρα αδυνατεί να κατανοήσει, που δεν μπορεί να το συλλάβει, αυτό είναι η αμείλικτη προοπτική του θανάτου. Και επειδή, ακριβώς, το ζήτημα της θνητότητας είναι εξ ορισμού ασύμβατο με την ίδια τη ζωή, οι περισσότεροι άνθρωποι αποφεύγουν πεισματικά ακόμη και να στοχαστούν πάνω σε αυτό.
Απ’ την άλλη, παρόλο που η ζωή συνεχίζεται έστω και αν η βεβαιότητα του θανάτου δεν απομακρύνεται, το ερώτημα επανέρχεται επιτακτικά: Υπάρχουν περιθώρια για αισιοδοξία απέναντι στο αναπόφευκτο τέλος; Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, οι απολογητές διαφόρων θρησκειών και οι φιλόσοφοι ασχολήθηκαν επιτακτικά με το μείζον αυτό θέμα της συμφιλίωσης τους ανθρώπου με την επικείμενη διάλυση του οργανισμού του στα ανόργανα στοιχεία του.
Έτσι, για όσους πιστεύουν ότι η ψυχή αποτελεί μία οντότητα ανεξάρτητη από την ύπαρξη του ανθρώπου, η διάλυση του ανθρώπινου οργανισμού -που επέρχεται με το θάνατο- περιορίζεται στην καταστροφή του σώματος. Η ψυχή, γι’ αυτούς, είτε διατηρεί την ατομικότητά της -όπως υποθέτει ο χριστιανισμός- είτε ενώνεται σε μία γενική, αφηρημένη, απαλλαγμένη από κάθε ατομικό χαρακτηριστικό κατάσταση – όπως η νιρβάνα την οποία εισηγούνται οι βουδιστές.
Κατά τον Πλάτωνα, ο θάνατος αποτελεί αυτό καθ’ αυτό το αντικείμενο της φιλοσοφικής έρευνας, αφού -όπως το θέτει ο ίδιος- η φιλοσοφία είναι «μελέτη θανάτου». Οι φιλόσοφοι, λέει ο Πλάτων, οι οποίοι έχουν ως στόχο τη γνώση της αλήθειας, πρέπει να γνωρίζουν ότι θα πετύχουν απολύτως το σκοπό τους μόνο εφόσον απαλλαγούν εντελώς από τις επιρροές και δεσμεύσεις του σώματος και των αισθήσεών του – και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με το θάνατο.
Ο Σοπενχάουερ, επίσης, εξέλαβε το θάνατο ως τη λύση στα προβλήματα της ανθρώπινης υπόστασης. Η πηγή της δυστυχίας, λέει ο Γερμανός φιλόσοφος, δεν είναι άλλη από τη βούληση του ανθρώπου να επιθυμεί διαρκώς έτσι ώστε εάν μεν δεν ικανοποιεί τις επιθυμίες του να αισθάνεται δυστυχισμένος, αν τις ικανοποιεί να του δημιουργούνται άλλες επιθυμίες, παραμένοντας -κατά αυτόν τον τρόπο- μονίμως ανικανοποίητος. Οπότε με το θάνατο παύει αυτή η αναπόδραστη συνθήκη του αέναου κύκλου των ανικανοποίητων επιθυμιών!
Ακόμη όμως και αν πειστεί κάποιος ότι ο θάνατος αποτελεί μια λύση, ο φόβος του θανάτου παραμένει, η γνώση της προοπτικής του φυσικού τέλους δεν χωνεύεται. Ακολούθως, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να ανατρέξει κανείς σε απόπειρες αποσόβησης αυτού του φόβου, μια και «το ανθρώπινο είδος» όπως παρατήρησε ο Βολταίρος, «είναι το μόνο που γνωρίζει ότι θα πεθάνει».
Μία τέτοια διεξοδική προσπάθεια αντιμετώπισης του δέους μπροστά στον θάνατο επιχειρεί ο αμερικανός ψυχοθεραπευτής και δημοφιλής συγγραφέας Ιρβιν Γιάλομ με το έργο του «Στον κήπο του Επίκουρου. Αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου», μέσα από το οποίο δίνει την δική του εκδοχή αισιοδοξίας απέναντι σε ένα τόσο στρυφνό θέμα. Άλλωστε, όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά «το να κοιτάξεις κατάματα τον θάνατο διαλύει καθετί μακάβριο».
Επειδή, λοιπόν, ο τρόμος του θανάτου πηγάζει από την ιδέα ότι το παρελθόν χάνεται, τότε η αναβίωση του παρελθόντος μπορεί να προσφέρει ζωτική καθησύχαση. Ακολουθώντας μία τέτοια συνταγή, ξετυλίγει τη δική του αναδρομή στη ζωή του επιδιώκοντας να ανιχνεύσει τις ρίζες αυτού του φόβου στα προσωπικά του βιώματα, για να γενικεύσει και να προτείνει πιθανές διεξόδους.
Θυμάται, μεταξύ άλλων, ο Γιάλομ ένα εξαιρετικά δυσάρεστο περιστατικό κατά το οποίο ο πατέρας του παραλίγο να πεθάνει. Εκείνη ήταν η μέρα που άλλαξε τη ζωή του συγγραφέα: Βλέποντας τον γιατρό που τους επισκέφτηκε για να εξετάσει τον ασθενή πατέρα του, αισθάνθηκε τέτοια ανακούφιση που αποφάσισε να γίνει ο ίδιος γιατρός για να μεταδίδει με τη σειρά του στους άλλους αυτήν την αίσθηση ανακούφισης και ασφάλειας.
«Ζήτημα θανάτου και ζωής»
Μετάφραση: Ευαγγελία Ανδριτσάνου
Εκδόσεις: Άγρα
Σελίδες: 264
Πώς όμως θα βρει ο άνθρωπος την απαραίτητη εκείνη ηρεμία -όπως την σκιαγράφησε ο Επίκουρος- η οποία θα του απαλύνει τον φόβο του θανάτου; Στόχος του Επίκουρου ήταν να διατυπώσει μια φιλοσοφική διδασκαλία που, ακολουθώντας την κανείς, θα κατόρθωνε να αποφύγει αυτόν τον φόβο και να εξασφαλίσει στην ψυχή του την αταραξία, τη γαλήνη χάρη στην οποία θα μπορεί να αισθάνεται ευτυχισμένος κάτω ακόμα και από τις πλέον αντίξοες συνθήκες.
Αντιστοίχως, ο Ιρβιν Γιάλομ διατυπώνει τη δική του θεραπευτική μέθοδο, μέσα από ποικίλες ιστορίες και παραδείγματα που αποσκοπούν στην απομυθοποίηση του θανάτου, την -κατά το δυνατόν- εξοικείωση με τη θνητότητα, ιδίως εάν κάποιος δεν πιστεύει στη μεταθανάτια ζωή.
Τα κλειδιά της δικής του άποψης βρίσκονται στην ουσιαστική επανεκτίμηση της ανθρώπινης επαφής, της συντροφικότητας, της φιλίας, της ανάγκης για πρότυπα. Και, ακόμη, στη δημιουργικότητα και την συνακόλουθη αίσθηση πληρότητας και ηρεμίας που νιώθεις μέσα από την σταδιακή -και πάντα επιθυμητή- πραγμάτωση του εαυτού σου.
Εάν, πάντως, ο Ίρβιν Γιάλομ αφιέρωσε την καριέρα του στη συμβουλευτική και ψυχοθεραπεία ανθρώπων που υπέφεραν από άγχος και πένθος, δεν είχε ποτέ βρεθεί στην ανάγκη να συμβουλέψει ο ίδιος τον εαυτό του. Ώσπου ήρθε εκείνη η ημέρα που η γυναίκα του, Μαίριλυν Γιάλομ, διακεκριμένη συγγραφέας βιβλίων πολιτισμικής ιστορίας επικεντρωμένων σε γυναικεία κυρίως ζητήματα, διαγνώστηκε με καρκίνο.
Κάπως έτσι προέκυψε αυτό το συναφές βιβλίο: Στο συγκλονιστικό «Ζήτημα θανάτου και ζωής», η Μαίριλυν και ο Ίρβιν Γιάλομ μοιράζονται με τους αναγνώστες το πώς χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν έναν αγώνα πρωτόγνωρο και οδυνηρό : η Μαίριλυν να γνωρίσει έναν αξιοπρεπή θάνατο, ο Ίρβιν να συνεχίσει να ζει χωρίς εκείνη.
Στις διαδοχικές περιγραφές από τον καθένα τους των τελευταίων μηνών της κοινής τους ζωής και στη συνέχεια των πρώτων μηνών που ο Ίρβιν έμεινε μόνος, μας προσφέρουν μια σπάνια ματιά στη διαχείριση του θανάτου και της απώλειας του αγαπημένου προσώπου.
Οι Γιάλομ υπήρξαν τυχεροί σε πολλούς τομείς –είχαν μια αγαπημένη οικογένεια, ένα ευρύ κύκλο φίλων, ένθερμους αναγνώστες σε όλο τον κόσμο και έναν μακρόχρονο και πολύ ικανοποιητικό γάμο. Κάποια στιγμή ήρθαν αντιμέτωποι με το θάνατο, όπως συμβαίνει σε όλους. Με την ειλικρίνεια και τη σοφία των ανθρώπων που έχουν στοχαστεί βαθιά και ξέρουν πώς να αγαπούν, διερευνούν εδώ οικουμενικά ζητήματα εγγύτητας, αγάπης και πένθους.
Γραμμένο με τη γνώση και την εμπειρία δύο ολοκληρωμένων ζωών, το βιβλίο προσφέρει κατανόηση και παρηγοριά σε όποιον πασχίζει και παλεύει ενάντια στο αίσθημα της απόγνωσης που προκύπτει από την προοπτική του θανάτου. Και όλα αυτά, εν τέλει, για έναν και μόνο λόγο: να καταφέρει κανείς να περάσει μία -όσο το δυνατόν- ουσιαστική ζωή…
«Κανάλ ντ’ αμούρ – Αφήγημα για το ερωτικό περιθώριο της Θεσσαλονίκης του ’80»
Εκδόσεις: Άγρα
Σελίδες: 64
Είναι ένα ζωηρό αφήγημα, ένα τραγούδι για τους έρωτες και τις λαχτάρες των περιθωριακών τύπων της Θεσσαλονίκης τη δεκαετία του ’80. Ο συγγραφέας, που έζησε άμεσα και έμμεσα τα επιθανάτια σπαρταρίσματα μιας πληθωρικής ερωτικής εποχής, ανακαλώντας στη μνήμη του ιστορίες και θρύλους της περασμένης δεκαετίας ξαναζωντανεύει το θέατρο ενός λαϊκού κόσμου που ενταφιάστηκε σκόπιμα για να μεταμορφωθεί σε γραφικό σκηνικό της αβασάνιστης νεοαστικής ψυχαγωγίας των Θεσσαλονικιών.
«Άλλες ζωές»
Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Σελίδες: 392
Δραπετεύοντας από το χωριό όπου γεννήθηκε, από μια περιοχή ταλανισμένη από τη φτώχεια, την πείνα και τους λοιμούς, ο νεαρός Ιλιάς φτάνει σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη όπου έκθαμβος παρακολουθεί την παρέλαση των Δυνάμεων Ασφαλείας στη Γερμανική Ανατολική Αφρική. Χρόνια αργότερα, το 1914, ενώ επίκειται ο μεγάλος πόλεμος μεταξύ των Βρετανών και των Γερμανών, στην Τάνγκα της Τανζανίας, o Ιλιάς αποφασίζει να καταταγεί στον γερμανικό στρατό, που αποτελείται κυρίως από Αφρικανούς μισθοφόρους, υποσχόμενος στη μικρή του αδελφή πως σύντομα θα επιστρέψει. Η υπόσχεσή του δε θα εκπληρωθεί ποτέ και το μυστήριο για το τι απέγινε ο Ιλιάς θα σκιάζει τη ζωή της Αφίγια ώσπου να γνωρίσει τον Χάμζα, έναν γενναιόδωρο και ονειροπόλο λιποτάκτη ο οποίος κατάφερε να διαφύγει από τη φρίκη του πολέμου. Συνδυάζοντας ιστορικά στοιχεία σε μια συγκινητική μυθοπλασία, ο Αμπντουλραζάκ Γκούρνα μάς προσφέρει ένα σπουδαίο λογοτεχνικό έργο για την Αφρική, την κληρονομιά της αποικιοκρατίας, τις φρικαλεότητες του πολέμου, καθώς και για τις απροσμέτρητες αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης.
Δημήτρης Μαμαλούκας
«Τα πτώματα δεν πληρώνουν – Μια υπόθεση του ντετέκτιβ Νετούνο»
Εκδόσεις: Κέδρος
Σελίδες: 208
Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Νετούνο είναι ένας άνθρωπος διαφορετικός από τους άλλους. Από τη μνήμη του έχουν σβήσει περίοδοι ολόκληρες, βλέπει εικόνες από το μέλλον και κατέχει ένα ιδιαίτερο και μοναδικό χάρισμα. Ζει στην Αθήνα, σ’ ένα υπόγειο μπούνκερ κυκλωμένος από τη μοναξιά, παρέα με τα βιβλία, τα κόμικς και τους δίσκους του. Όταν η Σάντι, ένας παλιός του έρωτας, τον καλεί να βρει το μικρό παιδί της που απήγαγαν κάποιοι, ο Νετούνο θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον Μπιλ και τον Χίκοκ, ένα δίδυμο αδίστακτων πληρωμένων δολοφόνων. Για δύο μέρες θα ζήσει ένα ξέφρενο κυνηγητό γεμάτο αίμα και θάνατο.
«Βαδίζοντας»
Μετάφραση: Μαρία Γκεγκοπούλου
Εκδόσεις: Κριτική
Σελίδες: 112
Καταιγιστική και πυκνή νουβέλα, το «Βαδίζοντας» οδηγεί τον αναγνώστη στον παράλογο, σκοτεινό και ασυνήθιστα σαρκαστικό κόσμο του Bernhard. Σε αυτό το βιβλίο παρελαύνουν τα ζητήματα που απασχολούν τον συγγραφέα σε όλο του το έργο: τα ανθρώπινα αδιέξοδα, η αυτοκτονία, η ατομική ιδιαιτερότητα ενάντια στις συμβάσεις εξετάζονται μέσα από το καυστικό χιούμορ του Bernhard, την αφηγηματική του δεινότητα, το μοναδικό στιλ γραφής και τη φιλοσοφική οξύνοια που τον κάνουν να ξεχωρίζει. Το «Βαδίζοντας» καταγράφει τις συνομιλίες του ανώνυμου αφηγητή και του φίλου του Όλερ ενώ περπατούν, συζητώντας για οτιδήποτε τους έρχεται στο μυαλό, επιστρέφοντας ωστόσο πάντα στον κοινό φίλο τους Κάρερ, ο οποίος έχει οδηγηθεί στην παράνοια. Ίσως το πιο φιλοσοφικό κείμενο του Bernhard που προσφέρει μια διεισδυτική σπουδή για τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του ανθρώπινου νου.