Πληθωρικός, οραματιστής, συχνά ρητορικός, πάντα ορμητικός και χειμαρρώδης, μεγαλόσχημος και μεγαλειώδης, προκλητικά ελεύθερος να είναι ό,τι ο ίδιος -κάθε φορά- ήθελε στις καθηλωτικές επικολυρικές συμφωνίες του. Είναι από τους ελάχιστους μείζονες ποιητές για την περίπτωση των οποίων παύουν να ισχύουν οι αυστηρές κατατάξεις σε σχολές ή σε ποιητικά ρεύματα.
Ελληνοκεντρικός και (με μία θρησκευτική κατάνυξη) υμνητής της ζωής και της φύσης, προσπάθησε να διερευνήσει τα βαθύτερα προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από τις απόκρυφες λατρείες και τα αρχαιοελληνικά μυστήρια – ιδίως τον ορφισμό. Αναγνώρισε έναν μεσσιανικό -θα έλεγε κανείς- ρόλο στον προορισμό του ποιητή, ένα μάλλον προφητικό καθήκον να αποκαλύπτει τη σημασία του παρελθόντος για το σήμερα.
Άλλωστε αυτό ακριβώς προσπάθησε να πετύχει με τις περίφημες Δελφικές Γιορτές: να αποδείξει, δηλαδή, ότι όλα εκείνα που κατόρθωσαν οι αρχαίοι Έλληνες στη φιλοσοφία και την τέχνη μπορούν να λειτουργήσουν αναζωογονητικά -και σε παγκόσμια κλίμακα- για το εκάστοτε παρόν.
Ο Άγγελος Σικελιανός γεννήθηκε, στις 15 Μαρτίου 1884, στη Λευκάδα. Ο πατέρας του Ιωάννης-Δημήτριος ήταν καθηγητής γαλλικών και η μητέρα του, Χαρίκλεια Στεφανίτση, μια ξεχωριστή γυναίκα, καταγόταν από αστική οικογένεια και ήταν περιζήτητη συντροφιά στις παρέες της εποχής της. Και εκείνη είχε γαλλική παιδεία, αφού είχε μορφωθεί στο Αρσάκειο, στην Αθήνα.
Σε αυτές τις οικογενειακές καταβολές πρέπει να αναζητηθεί η εντυπωσιακή κοινωνική άνεση που διέκρινε πάντοτε τον ποιητή. Παρόλα αυτά, όμως, η οικονομική κατάσταση των Σικελιανών δεν ήταν ικανοποιητική. Με την πάροδο των χρόνων έβλεπαν την περιουσία τους να εξανεμίζεται, χρειάστηκε να πουλήσουν κομμάτι-κομμάτι την προγονική κληρονομιά. Αλλά αυτές οι αναποδιές ελάχιστα ενδιέφεραν το νεαρό αγόρι που τρέχοντας εδώ κι εκεί στο νησί, έπεφτε από έκπληξη σε έκπληξη -ένας απλός κήπος, ένα νεογέννητο ζώο, μια ναυαγισμένη βάρκα- όλα τα ανακάλυπτε μες στην έκσταση και του φανέρωναν τα κρυμμένα μυστικά του σύμπαντος.
Στο μεταξύ, το 1900, ολοκληρώνει τις γυμνασιακές του σπουδές και οι γονείς του βλέποντας το ασυνήθιστο ταλέντο του στην αντίληψη και την χρήση της γλώσσας, τον στέλνουν στην Αθήνα για να φοιτήσει στη Νομική Σχολή. Δεν θα ολοκλήρωνε, όμως, ποτέ τις σπουδές του. Τα ενδιαφέροντά του ήταν καθαρά λογοτεχνικά και από νωρίς μελετάει Όμηρο, Πίνδαρο, Ορφικούς και Πυθαγόρειους, λυρικούς ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αισχύλο αλλά και την Αγία Γραφή και ξένους ποιητές.
Είναι πια ένας εντυπωσιακής εμφάνισης νέος με έντονα και έκδηλα πνευματικά ενδιαφέροντα και αυτός ο συνδυασμός τον καθιστά περιζήτητο στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Εκείνη την εποχή αναμειγνύεται στην κίνηση του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου για την αναβίωση του ελληνικού θεάτρου – μια επιλογή που δεν θα αργούσε να αποδειχθεί καθοριστική για την κατοπινή του εξέλιξη.
Και αυτό γιατί σε εκείνη τη συγκυρία γνωρίζει -το 1905- μέσω της αδερφής του Πηνελόπης την πλούσια Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ, η οποία σπούδαζε στο Παρίσι ελληνική αρχαιολογία και χορογραφία. Μία πανέμορφη κοπέλα με ευρύτατη παιδεία και βαθιά καλλιέργεια που διέκρινε πρώιμα στο πρόσωπο του Άγγελου Σικελιανού όχι μόνο τον άντρα στον οποίο θα μπορούσε να αφιερώσει για πάντα την καρδιά της, αλλά και έναν δυνητικά μεγάλο ποιητή.
Αλλά και ο ποιητής φάνηκε να ευνοείται από τη μοίρα γνωρίζοντας μια εξαιρετική γυναίκα, που έγινε -το 1907- η σύζυγός του και που με την αφοσίωση και τη στοργή της βοήθησε έναν χαρισματικό δημιουργό να ξεδιπλώσει το ταλέντο του. Και, πράγματι, τα χρόνια που ακολούθησαν ο Σικελιανός θα δημιουργούσε έργα τεράστιας εμβέλειας και ακτινοβολίας που -περίπου νομοτελειακά- τον οδήγησαν στην απόλυτη καταξίωση.
Τα επόμενα χρόνια το ζεύγος θα πραγματοποιήσει αρκετά ταξίδια, σε αντιστοιχία πάντα με τον εντυπωσιακό κοσμοπολιτισμό τους, ενώ το 1909 γεννιέται ο γιος τους Γλαύκος και εγκαθίστανται οριστικά στην Αθήνα. Εκείνη την περίοδο, ο Σικελιανός έρχεται σε επαφή με αρκετούς πνευματικούς ανθρώπους και τελικά δημοσιεύει τον «Αλαφροΐσκιωτο», μία ποιητική σύνθεση για την οποία ισχυρίστηκε ότι την έγραψε σε μία μόνο εβδομάδα -όταν επισκέφτηκε την Αίγυπτο- και η οποία έμελλε να αναγνωρισθεί σταδιακά ως έργο-σταθμός στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων.
Ο ποιητής συνέθεσε ένα συναρπαστικό εκτενές ποίημα, χωρίς αφηγηματική πλοκή, το οποίο προαναγγέλλει τον ελεύθερο στίχο στα ελληνικά γράμματα και αποθεώνει την ενστικτώδη αρμονία στην οποία βρίσκεται ο ίδιος με τον τόπο του. Στα επόμενα χρόνια, από το 1909 έως το 1925, ο Σικελιανός θα δημοσιεύσει πολλά και διαφορετικά ποιήματα και έργα, μεταξύ των οποίων, το Θαλερό, το Παν, τη Συνείδηση της Γης μου, της Φυλής μου, της Γυναίκας, της Πίστης, Το Πάσχα των Ελλήνων.
Σε όλα αυτά, τα ηχητικά σχήματα φτάνουν σε μία ποικιλία που δεν έχει προηγούμενο στην ελληνική ποίηση, ενώ παράλληλα απηχούν την λατρεία της φύσης και μία ευλάβεια για την αρχαία Ελλάδα, με τον Σικελιανό σταδιακά να μεταμορφώνεται στο πληρέστερο υπόδειγμα του ποιητή-προφήτη: μύθοι, σύμβολα, εικόνες, μηνύματα, συνθήματα, δόγματα, τελεολογίες, θρησκευτικές ενοράσεις από την ειδωλολατρική και χριστιανική παράδοση, ανακαλούνται ελευθέρα από την ποιητή.
Πρόκειται για μία μεγαλεπήβολη αντίληψη της «ποιητικής αποστολής» από την οποία, ωστόσο, προέκυψαν μερικά εξαιρετικής σημασίας έργα και ιδανικά – όπως η περίφημη «Δελφική Ιδέα», με την οποία ο Σικελιανός επιχείρησε να εδραιώσει την παγκόσμια αδελφοσύνη και να συνθέσει τις αντιθέσεις των λαών στη βάση των πολιτισμικών τους καταβολών. Κάπως έτσι εμπνεύστηκε τις Δελφικές Γιορτές.
Ολόκληρη η δεκαετία του 1920 θα αποτελέσει για το ζεύγος Σικελιανού μία πυρετώδη προετοιμασία για αυτές τις γιορτές. Για το σκοπό αυτό, ο ποιητής, με τη συμπαράσταση και οικονομική στήριξη της γυναίκας του, δίνει περιπαθώς πλήθος διαλέξεων και δημοσιεύει μελέτες και άρθρα.
Άλλωστε, οι Δελφικές Γιορτές -που πραγματοποιήθηκαν το 1927 και το 1930- δεν ήταν απλώς μία προσπάθεια αναβίωσης των αρχαίων αθλητικών αγώνων, θεατρικών παραστάσεων και συναφών πολιτιστικών εκδηλώσεων. Αλλά και ένα στοίχημα ζωής, προσωπικής ολοκλήρωσης, δημιουργικής τελείωσης για τον ποιητή που απέβλεπε στο να ξαναγίνουν οι Δελφοί «ομφαλός της γης», κέντρο μιας παγκόσμιας αμφικτιονίας, όπου το πνεύμα του αρχαίου ελληνισμού θα μπορούσε -μέσα από την αναβίωσή του- να αποτελέσει την αφετηρία για την αναζήτηση της ενότητας του παγκόσμιου πνεύματος.
«Τον άναρχο Έρωτα να νιώσω ακέριο»
Ανθολόγηση: Χάρης Βλαβιανός & Ευριπίδης Γαραντούδης
Εκδόσεις: Πατάκη
Σελίδες: 288
Σε μια περίοδο όπου η ιδέα της εθνότητας ήταν ιδεολογικά ατράνταχτη, ο Άγγελος Σικελιανός ήταν ο πρώτος που αντιμετώπισε θεωρητικά την προοπτική μιας οικουμενικής ενιαίας συνείδησης – η ιστορική θεμελίωση της οποίας πρέπει να αναζητηθεί στους αρχαίους πολιτισμούς και στις μυθικές τους παραδόσεις.
Η επιτυχία, πάντως, που γνώρισαν οι Δελφικές Γιορτές και η μεγάλη απήχησή τους -τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό- είχαν ένα οδυνηρό αποτέλεσμα για το ζεύγος: περιήλθαν σε δεινή οικονομική κατάσταση. Τελικά, οι Δελφοί και το αρχαίο δράμα έμελλε να σημαδέψουν για πάντα τη ζωή του ποιητή και της Εύας Πάλμερ, παρά τα όσα μεσολάβησαν στη σχέση τους: οι ερωτικές αναζητήσεις του Σικελιανού εκτός γάμου, ο χωρισμός τους το 1939 -όταν ο ποιητής γνώρισε και ερωτεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του Άννα Καραμάνη- η οικονομική καταστροφή της Πάλμερ και η ύστερη και αφάνταστα οδυνηρή φτώχεια του ποιητή, μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 19 Ιουνίου 1951.
Μαζί του θα έσβηνε και το όνειρο μιας οικουμενικής ουτοπίας που ήθελε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό να συμβάλλει στην αναγέννηση της σύγχρονης διανόησης. Αλλά ο θάνατος του Άγγελου Σικελιανού σήμανε και το πέρας μιας ολόκληρης εποχής, αφού ήταν ο τελευταίος ποιητής που υπηρέτησε -με θρησκευτική προσήλωση- ένα εντυπωσιακό ιδεώδες: την εξομοίωση της ζωή του με το έργο του, της ποίησης με την πράξη.
Η παρούσα ανθολόγηση 50 ποιημάτων αυτού του σπουδαίου δημιουργού υπό τον τίτλο «Τον άναρχο Έρωτα να νιώσω ακέριο» επιχειρεί να προτείνει στο σημερινό αναγνωστικό κοινό το αντιπροσωπευτικότερο και διαχρονικότερο κομμάτι του έργου του. Οι ανθολόγοι, Χάρης Βλαβιανός και Ευριπίδης Γαραντούδης, στην εισαγωγή τους εστιάζουν στην αισθητική επικαιρότητα του ποιητή Σικελιανού σήμερα, ανατρέχοντας και αποτιμώντας πρόσφατες σχετικές απόψεις σύγχρονων ποιητών και κριτικών. Ένα έργο διαχρονικό που αποτελεί μία από τις κορυφές του νεοελληνικού ποιητικού λυρισμού: «τον άναρχο Έρωτα να νιώσω ακέριο, Θε μου, μέσα στα στήθη μου ξανά / και να ’μαι σ’ όλα σαν η πνοή και σαν η βοή τ’ ανέμου / στα κοντινά, στα μακρινά…».
«Με καταγωγή από τη Μαριούπολη»
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
Εκδόσεις: Gutenberg
Σελίδες: 425
«Αν είχες δει αυτά που έχουν δει τα μάτια μου…»: Αυτή τη φράση θυμάται η Βοντίν να επαναλαμβάνει η μητέρα της που αυτοκτόνησε όταν εκείνη ήταν 10 χρονών. Πάνω από μισό αιώνα αργότερα, η γεννημένη το 1945 σε γερμανικό στρατόπεδο συγγραφέας το μόνο που ξέρει για τους γονείς της είναι ότι έφυγαν από την Ουκρανία στο πλαίσιο του προγράμματος καταναγκαστικής εργασίας των Ναζί. Σαν παιχνίδι γκουγκλάρει το όνομα της μητέρας της και, με τη βοήθεια ενός μέλους του Συλλόγου Ελλήνων Αζοφικής, συγκεντρώνει στοιχεία για την οικογένεια και τα βάσανά της, άμεσα συνδεδεμένα με τον τόπο καταγωγής της, τη Μαριούπολη. Βήμα βήμα συνθέτει τις ιστορίες συγγενών χαμένων χρόνια για τους οποίους πόλεμοι, επαναστάσεις, ακόμα και η ειρήνη σήμαιναν απλώς αλλαγή διώκτη. Η ιστορία της Ουκρανίας τον 20ό αιώνα σαν μυθιστόρημα, μέσα από τις ιστορίες πολλών μελών της οικογένειας της Βοντίν.
«Ο πατέρας δεν μιλούσε γι᾽ αυτά»
Εκδόσεις: Εστία
Σελίδες: 152
Δυο αδέρφια τα χωρίζει ο Εμφύλιος. Ο ένας φυγαδεύτηκε τραυματίας σε χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, ο άλλος μένει πίσω. Χρόνια μετά, ένας γιος προσπαθεί να καταλάβει. Αυτά που μας καθορίζουν χωρίς να τα ελέγχουμε. Παράλληλες αφηγήσεις για τη μνήμη και τη διαχείρισή της. Στιγμές άγριες, τρυφερές, ενίοτε αστείες.
«Ο άνδρας που πέθανε δύο φορές»
Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Σελίδες: 384
Για την Ελίζαμπεθ, την Τζόις, τον Ρον και τον Ιμπραΐμ -τα μέλη της Λέσχης Φόνων της Πέμπτης- ο ενθουσιασμός από τον πρόσφατο θρίαμβό τους δεν έχει ακόμη καταλαγιάσει. Πλέον επιθυμούν να χαλαρώσουν στο γαλήνιο περιβάλλον του Κούπερς Τσέις, του οικισμού ευγηρίας όπου διαμένουν. Αλλά πού τέτοια τύχη! Ένας απρόσμενος επισκέπτης –ένας παλιός φίλος της Ελίζαμπεθ, που μπορεί όμως να είναι και κάτι περισσότερο από φίλος– φτάνει εκλιπαρώντας για βοήθεια. Κατηγορείται ότι έκλεψε διαμάντια αξίας εκατομμυρίων λιρών από τους λάθος ανθρώπους και προσπαθεί απεγνωσμένα να διαφύγει. Κι ύστερα, καθώς η νύχτα διαδέχεται τη μέρα, ανακαλύπτεται ένα πτώμα. Μόνο που δε θα είναι το τελευταίο. Η Ελίζαμπεθ, η Τζόις, ο Ρον και ο Ιμπραΐμ έρχονται αντιμέτωποι με έναν αδίστακτο δολοφόνο που δε θα είχε κανέναν ενδοιασμό να βγάλει από τη μέση τέσσερις υπερήλικες.
«Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 472
Σε αυτή τη συλλογή διηγημάτων του, ο Φώτης Κόντογλου αναπολεί και καταγράφει γεγονότα και ιστορίες της λατρεμένης πατρίδας του, του Αϊβαλιού. Αναπολεί και καταγράφει γεγονότα και ιστορίες από τη μικρή πολιτεία, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια. Και μας μιλά νοσταλγικά για τους ανθρώπους της και διηγείται µε αυθόρμητη ειλικρίνεια τις προσωπικές ιστορίες τους. Εκτός από κορυφαίος ζωγράφος, ο Κόντογλου υπήρξε προικισμένος συγγραφέας, υπέρμαχος της Ορθοδοξίας και της ελληνικής παράδοσης, λάτρης της ελληνικής φύσης και μέγας Θαλασσογράφος. Αυτά τα θέματα πραγματεύεται στα βιβλία του και σε πάνω από τρεις χιλιάδες άρθρα του.