Έμοιαζε πάντοτε να γνωρίζει -ήδη από την αρχή της ιδιάζουσας συγγραφικής του διαδρομής- όλα εκείνα τα μυστικά που μετατρέπουν μια απλή φαινομενικά υπόθεση, σε μακάβριο θέατρο δέους και φόβου. Μέσα από το παράξενα γοητευτικό έργο του, πάντοτε έπαιζε με τον τρόμο και τις αγωνίες του αναγνώστη, παρουσιάζοντάς του τις πλέον απρόσμενές εκφάνσεις τους. Και όλα αυτά, με έναν τρόπο τελετουργικό, μυσταγωγικό, αποκαλυπτικό – γεμάτο αγωνία, ανατροπές και σκηνές που προκαλούν ανατριχίλα.
Η ιστορία του τρόμου, μάλλον συνδέεται με την εμφάνιση των πρώτων ανθρώπων μέσα σε ένα φυσικό περιβάλλον αφιλόξενο και παράλογο. Από τότε δηλαδή που ο πρωτόγονος άνθρωπος, αδύναμος και τρωτός, διαπίστωνε έκπληκτος ότι δεχόταν επιθέσεις από πηγές που αδυνατούσε ακόμη να κατανοήσει. Σταδιακά, άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι ο κίνδυνος, η απειλή, η επίθεση, τον παραμόνευε παντού, με τον ίδιο να μην νιώθει ποτέ ήσυχος, ποτέ σίγουρος, να βρίσκεται συνεχώς σε μία κατάσταση επαγρύπνησης. Ένας αναπόδραστος εφιάλτης ήταν σαν να τον κυκλώνει και του προκαλούσε τον πανικό, τον τρόμο, την ανησυχία, το άγχος.
Το αρχέγονο άγχος του τρόμου, λοιπόν, προέρχεται πάντα από αυτήν τη συναίσθηση της αδυναμίας μας να επιβιώσουμε, να σωθούμε από μια επικείμενη, συχνά απρόσμενη και συνήθως αναπόφευκτη καταστροφή. Αυτήν την παρατεταμένη αγωνία μπροστά σε συνθήκες δυσμενείς και απρόβλεπτες εκμεταλλεύεται ουκ ολίγες φορές η φανταστική λογοτεχνία για να μας υπενθυμίσει ότι ο επιθυμητός έλεγχος των καταστάσεων από τον άνθρωπο ενίοτε του διαφεύγει. Και τότε τα πάντα μπορούν να συμβούν. Λίγο να αλλάξουν κάποιες παράμετροι και να αναδειχθούν μερικές απρόσμενες λεπτομέρειες και η ισορροπία της καθημερινότητας μοιάζει να διαταράσσεται ανεπιστρεπτί.
Αυτές ακριβώς τις μικρές και προσεκτικά σχεδιασμένες μετατοπίσεις από μία πλασματική αίσθηση ασφάλειας σε περιοχές επισφαλείς και αβέβαιες για την ανθρώπινη επιβίωση, διερευνά εξονυχιστικά ο Στίβεν Κινγκ με το πολυεπίπεδο έργο του. Πρόκειται -στην ουσία- για επιμελημένες σπουδές πάνω στον τρόμο και τις συνθήκες εμφάνισής του, με τις οποίες ο συγγραφέας επιχειρεί να ανιχνεύσει εκείνες τις οδυνηρές αλήθειες που κρύβονται πίσω από την επιφανειακή τάξη των πραγμάτων.
Στην πραγματικότητα, αυτό που καταφέρνει ο Κινγκ -σε μυθιστορήματα όπως «Η Λάμψη», «Μίζερι» και «Νεκρή Ζώνη»- είναι να οδηγήσει τον αναγνώστη στη μυστική δίοδο ενός δωματίου που μόνο εκείνος γνώριζε -εκ των προτέρων- την ύπαρξή του. Ένας χώρος που άλλοτε μοιάζει με αίθουσα βασανιστηρίων της Ιεράς Εξέτασης και άλλοτε με τον παράξενο και εφιαλτικό κόσμο των παρασκηνίων μιας απάνθρωπης καθημερινότητας.
Στην «Αστυνομία της Βιβλιοθήκης» (1990), για παράδειγμα, ένας ασφαλιστής επισκέπτεται έπειτα από πολλά χρόνια τη Δημοτική Βιβλιοθήκη και έχει μια κάπως παράξενη συνομιλία με τη βιβλιοθηκάριο, η οποία -μεταξύ σοβαρού και αστείου- τον απειλεί ότι αν καθυστερήσει την επιστροφή των δύο βιβλίων που πήρε, θα του στείλει τον «Αστυνόμο της Βιβλιοθήκης». Ο ασφαλιστής χαμογελάει αμήχανα και μετά από δύο μέρες διαπιστώνει με έκπληξη ότι τα βιβλία δεν βρίσκονται πια στην κατοχή του, αλλά έχουν χαθεί. Και η διεστραμμένη, απόκοσμη βιβλιοθηκάριος, τηρεί κατά γράμμα την υπόσχεσή της, ξαναζωντανεύοντας τις πιο μύχιες φοβίες της παιδικής του ηλικίας.
Εδώ έχουμε μία τυπική ιστορία του Κινγκ όπου η αντιστροφή των καταστάσεων επιβάλλεται περίπου νομοτελειακά και ο ήρωας, ένας συνηθισμένος άνθρωπος, μετατρέπεται σε έρμαιο ασυνήθιστων και εφιαλτικών γεγονότων. «Για μένα ό,τι συμβαίνει στους χαρακτήρες καθώς εκτυλίσσεται μια ιστορία εξαρτάται αποκλειστικά από το τι ανακαλύπτω γι’ αυτούς καθώς προχωρώ, από το πώς αναπτύσσονται. Μερικές φορές αναπτύσσονται λίγο. Αν αναπτυχθούν πολύ, αρχίζουν να επηρεάζουν την πορεία της ιστορίας αντί να συμβαίνει το αντίστροφο» εξηγεί ο Αμερικανός συγγραφέας. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η αληθοφάνεια του όλου εγχειρήματος, αφού η υπόθεση που παρακολουθούμε αλληλεπιδρά με τις εκάστοτε άγνωστες φοβίες του κεντρικού χαρακτήρα οδηγώντας σε ανατριχιαστικά απρόβλεπτες, ακραίες, αλλά και λογικοφανείς καταστάσεις.
Πέρα, όμως, από τη λογοτεχνία τρόμου της οποίας υπήρξε ο αδιαφιλονίκητος μετρ, ο Στίβεν Κινγκ έχει δώσει μερικά εξαιρετικά μυθιστορήματα του φανταστικού, καθώς και κάποια αριστοτεχνικά ψυχολογικά θρίλερ. Το «Πράσινο μίλι» όταν πρωτοεμφανίστηκε, το 1996, σε συνέχειες, όπως γινόταν τον 19ο αιώνα, προκάλεσε έκπληξη για αυτήν την ιδιαιτερότητα – κάτι που επέτεινε περισσότερο την αγωνία των αναγνωστών του. Τρία χρόνια αργότερα, το 1999, το βιβλίο γίνεται ταινία με τον Τομ Χανκς στον ρόλο του πρωταγωνιστή, με τεράστια επιτυχία.
Όσο για το μυθιστόρημα του Κινγκ έχει ως βασικό σκηνικό μία φυλακή του αμερικάνικου Νότου το 1935. Το Πράσινο Μίλι είναι το όνομα του διαδρόμου που βρίσκεται στην πτέρυγα των μελλοθάνατων και οδηγεί στο δωμάτιο με την ηλεκτρική καρέκλα. Ο κεντρικό χαρακτήρας Πολ Έιτζκομπ, υπεύθυνος της φυλακής, προσπαθεί να δείξει σεβασμό στους κρατούμενους που περνάνε εκεί τις τελευταίες μέρες της ζωής τους. Όλα κυλάνε πολύ αργά, μέχρι που μια μέρα ένας διαφορετικός κρατούμενος φτάνει στη φυλακή.
Το πράσινο μίλι
Μετάφραση: Πητ Κωνσταντέας
Εκδόσεις: Κλειδάριθμος
Σελίδες: 528
Ο Τζον Κόφυ, είναι ένας γίγαντας που καταδικάστηκε σε θάνατο για τον φόνο δύο μικρών κοριτσιών, και προκαλεί εντύπωση σε όλους τους φύλακες, αλλά όχι μόνο για το μέγεθός του. Σύντομα, ο Έιτζκομπ αρχίζει να βλέπει κάτι διαφορετικό σε αυτόν: Ο Τζον ξεκινά να επιδεικνύει υπερφυσικές δυνάμεις – θεραπεύει τη λοίμωξη της ουροδόχου κύστης του Πολ, ανασταίνει τον Κύριο Τζινγκλς και θεραπεύει την Μελίντα Μουρς, σύζυγο του επικεφαλής των φυλακών, από έναν όγκο στο εγκέφαλο.
Εκείνο, που εκπλήσσει κάθε φορά είναι ο τρόπος με τον οποίο μια φαινομενικά απλή ιστορία, μετατρέπεται σε μία αλληλουχία αναπάντεχων περιστατικών φόβου και δέους. Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι ο Κινγκ παίζει μαζί μας, αλλά παίζει στα σοβαρά, γνωρίζοντας πότε μπορεί να υπερβαίνει τα όριά μας, ενίοτε να τα καταργεί και να επιβάλει τον δικό του νόμο: τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, τα πάντα ακολουθούν μία αμείλικτη και αναπόδραστη τάξη πραγμάτων…
Το τάνγκο
Μετάφραση: Μαρία Παλαιολόγου
Εκδόσεις: Πατάκη
Σελίδες: 144
Χάρη στα τρεις χιλιάδες πέσος, που συνοδεύουν το Δεύτερο Βραβείο Λογοτεχνίας του δήμου του Μπουένος Άιρες, ο Μπόρχες αφοσιώνεται ολόκληρο το έτος 1929 σε μια έρευνα για τον ποιητή Εβαρίστο Καρριέγο, έρευνα που μετατρέπεται σε μια βαθιά και αποκαλυπτική μελέτη για τον κόσμο του τάνγκο. Πάνω από τριάντα χρόνια μετά, αυτός ο κόσμος, μέσα από τον οποίο είχε γνωρίσει τον υπόκοσμο της πόλης του Μπουένος Άιρες, αναβιώνει σε τέσσερις διαλέξεις που δίνει τις Δευτέρες του Οκτωβρίου του 1965, στις επτά το απόγευμα, σε ένα διαμέρισμα της συνοικίας Κονστιτουσιόν. Διαυγής και πνευματώδης, ο Μπόρχες «συνομιλεί» µε τους κοµπαδρίτο, τους μάγκες, τους ευκατάστατους μόρτηδες και «επισκέπτεται» τα κακόφημα σπίτια και τις μιλόνγκες, αναζητώντας την προέλευση, τα σύμβολα, τους μύθους και τη στιχουργική της εμβληματικής μουσικής.
Διακοπές στη Μύκονο
Εκδόσεις: Άγρα
Σελίδες: 272
Μέσα στην καμπίνα της Α΄ θέσεως διάβασε το τηλεγράφημα για δέκατη φορά. « Ο Αυγουστίδης θα βρίσκεται στην Αθήνα στο τέλος του μηνός. Φρόντισε ώς τότε να τα ’χεις τακτοποιήσει όλα ». Δίπλωσε το τηλεγράφημα και χαμογέλασε πικρά. «Φρόντισε ως τότε να τα ’χεις τακτοποιήσει όλα». Σαν να ήταν δυνατό να τακτοποιήσει πια τίποτε, εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα. Με το τσιγάρο στο στόμα άνοιξε τη βαλίτσα του. Νευρικά το χέρι του έψαξε ανάμεσα στα ρούχα. Βρήκε αυτό που ήθελε. Ένα κομψό αυτόματο «Μπράουνινγκ » των εφτά. Χαμογέλασε με πίκρα. «Φρόντισε να τα ’χεις τακτοποιήσει όλα ώς τότε…» Κοίταζε το πιστόλι. Έμοιαζε σαν ένα κομψό παιχνίδι από έβενο, μέσα στο μεγάλο, δυνατό χέρι του. Το ξανάβαλε στη βαλίτσα του και το σκέπασε πάλι με τα ρούχα. Η πόρτα χτύπησε. Ο Γιάννης Μαρής, ο πατέρας της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας, σίγουρα δεν χρειάζεται συστάσεις…
Συγκάτοικος – 32 κομμάτια
Εκδόσεις: Loggia
Σελίδες: 167
Αποκλεισμένος στο αθηναϊκό του διαμέρισμα, ένας άνδρας βυθίζεται στην εμμονή του με το έργο και τη ζωή του συνθέτη Νίκου Σκαλκώτα. Συλλέκτης αρχείου και φανατικός ακροατής της μουσικής του, ο μονήρης ένοικος αντιλαμβάνεται τη φασματική παρουσία του Σκαλκώτα να μοιράζεται τον χώρο του και να τον παρασύρει σε ολοένα συχνότερες καταβυθίσεις. Από δωμάτιο σε δωμάτιο, μια βίαια ονειρική σκηνή συμπαρασύρει τον ένοικο και τον συγκάτοικο σε δρόμους και βαριετέ του Βερολίνου, την περίοδο της ανόδου του Χίτλερ και τα χρόνια της μαθητείας του Σκαλκώτα στη μουσική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Ακολουθώντας την πορεία του συνθέτη στην κατοχική και εμφυλιακή Αθήνα, η ταύτιση του άνδρα-αφηγητή μαζί του εντείνεται με την επίκληση και εμφάνιση συγγενών και προσώπων που καθρεφτίζονται, αναθυμούνται και διεκδικούν την επιστροφή τους για μια τελευταία φορά. Μια μη γραμμική και λοξά φωτισμένη διήγηση-εξομολόγηση ενός θρυμματισμένου εγώ, ενός άλλου «Σκαλκώτα» από το σκοτάδι προς την ανέλπιστη έξοδο στο ηλιόλουστο αθηναϊκό πρωινό.
Οι πεδιάδες
Μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Σελίδες: 146
Στις αχανείς ιδιοκτησίες τους, που απλώνονται μες στις πεδιάδες, οι οικογένειες των γαιοκτημόνων έχουν διατηρήσει μια πλούσια και ιδιαίτερη κουλτούρα. Εμμονικοί με τα μέρη τους και το παρελθόν τους, προσλαμβάνουν καλλιτέχνες, συγγραφείς και ιστορικούς για να καταγράψουν με σχολαστική ακρίβεια κάθε πλευρά της ζωής τους, αλλά και τον χαρακτήρα της γης τους. Ένας νεαρός κινηματογραφιστής φτάνει εκεί, ελπίζοντας να συμβάλει σε αυτή την προσπάθεια. Σε μια ιδιωτική βιβλιοθήκη αρχίζει να κρατά σημειώσεις για την ταινία του και επιλέγει για τον πρωταγωνιστικό ρόλο την κόρη του πάτρωνά του. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο ανώνυμος αφηγητής ξεδιπλώνει το συναρπαστικό χρονικό της εμπειρίας του από τις πεδιάδες και το κείμενο σιγά σιγά μετουσιώνεται, σύμφωνα με τον Μάρεϊ Μπέιλ, σε “μια οπτασία για το τοπίο, τη μνήμη, την αγάπη και την ίδια τη λογοτεχνία”. Δεν υπάρχει άλλο έργο στην αυστραλιανή γραμματεία που να μπορεί να συγκριθεί με τις Πεδιάδες. Η απέραντη και ανεξιχνίαστη Αυστραλία παύει να είναι μια απτή συνθήκη και αναβιβάζεται σε μια αφηρημένη, μυθολογική σύλληψη. Το συγκεκριμένο σαγηνευτικό μυθιστόρημα πρωτοεκδόθηκε το 1982 και έκτοτε έχει γίνει κλασικό.