Είναι ο κατεξοχήν δεξιοτέχνης της λεπτομέρειας, της οξύτατης παρατήρησης και της επιμελούς ψυχογράφησης των χαρακτήρων, της λεπτοδουλεμένης αφήγησης αλλά και ενός γλυκόπικρου σαρκασμού που αδυνατεί, όμως, να εκτονωθεί ή να εκτονώσει. Ο Τρούμαν Καπότε γνώρισε από νωρίς την επιτυχία, αλλά η πορεία του προς αυτήν έπρεπε να περάσει μέσα από το αχανές εσωτερικό ψυχικό τοπίο που διέθετε – δηλαδή, ήταν εξαρχής εξαιρετικά δύσκολη, για κάποιους απλώς αδύνατη!
«Πολλοί σπατάλησαν τη μισή τους ζωή ψάχνοντας να βρουν τι θα επιθυμούσαν να κάνουν. Εγώ ήμουν -από τότε που με θυμάμαι- ιδιαίτερος άνθρωπος, γι’ αυτό και η ζωή μου ήταν πάντα διαφορετική. Από πολύ νωρίς ήξερα ότι ήθελα να γίνω συγγραφέας, πλούσιος και διάσημος», είχε πει χαρακτηριστικά ο Τρούμαν Καπότε. Και η αλήθεια είναι ότι τα κατάφερε και τα τρία – αν και με ανεπιθύμητο, μάλλον, προσωπικό κόστος.
Πάντως, αυτή η πρώιμη ωριμότητα, αλλά και η ξεκάθαρη εικόνα του εαυτού του και των επιδιώξεών του, έμελλε να αποδειχθεί χαρακτηριστική της περίπτωσής του. Και αυτό γιατί εάν υπάρχει τουλάχιστον ένας νεαρός συγγραφέας που -με τις πρόωρες εμπειρίες του και την ασυνήθιστη για την ηλικία του συγγραφική επιδεξιότητα- κατάφερε αμέσως να κατακτήσει ένα προσωπικό στιλ, μακριά από μιμητισμούς και πόζες, αυτός είναι ο Καπότε.
Γεννημένος στην Νέα Ορλεάνη, το 1924, ο νεαρός Τρούμαν πέρασε μία μοναχική και συναισθηματικά στερημένη παιδική και εφηβική ηλικία. Είχε προηγηθεί η εγκατάλειψή του από τους χωρισμένους γονείς του σε κάτι θείες του, στον Αμερικάνικο Νότο. Ωστόσο, η μόνιμη συναισθηματική του αιμορραγία και οι έντονα στοιχειωμένοι χώροι των παιδικών του αναμνήσεων, τελικά αποτέλεσαν μια εξαιρετικής ποιότητας πρώτη ύλη για τον επίδοξο συγγραφέα.
Και αυτό, μπορεί να ειπωθεί, χωρίς την παραμικρή διάθεση υπερβολής: ήδη από τα πρώτα του διηγήματα, κατόρθωσε να δείξει στοιχεία ολοκληρωμένου λογοτέχνη. Αν και κάπως άνισα μεταξύ τους, διακατέχονται στο σύνολό τους από τις διαχρονικές εκφραστικές δεξιότητές του: μία εκπληκτική αίσθηση του τόπου και του χρόνου, καθαρότητα ύφους, απαράμιλλο λυρισμό και οικονομία στον αφηγηματικό ρυθμό.
Ώσπου το 1959 συμβαίνει ένα γεγονός που θα του αλλάξει οριστικά τη ζωή. Στην αμερικάνικη ύπαιθρο, δύο πρώην κατάδικοι εισβάλλουν στο σπίτι ενός εύπορου αγρότη, αιχμαλωτίζουν τον ίδιο, τη γυναίκα του, τον γιο του και την κόρη του, τους δένουν, τους φιμώνουν, τους ληστεύουν και στο τέλος τους σκοτώνουν εν ψυχρώ.
Τα εγκλήματα εκείνα έδωσαν την αφορμή στον Καπότε να γράψει το «Εν ψυχρώ», το οποίο αποτέλεσε ένα καινούργιο είδος μυθιστορήματος, δηλαδή ένα «μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα», ένα μυθιστόρημα που βασίζεται σε αληθινά γεγονότα. Το έργο αυτό γνώρισε τεράστια επιτυχία και λειτούργησε ως πρότυπο για ένα άλλο σπουδαίο εγχείρημα, τις «Στρατιές της Νύχτας» του Νόρμαν Μέιλερ, ενώ -παράλληλα- έθεσε τις βάσεις για ό,τι αποκαλείται σήμερα «νέα δημοσιογραφία».
Έτσι, για τη νεότερη πεζογραφία ανακαλύφτηκε μία άγνωστη περιοχή υφολογικών αναζητήσεων η οποία έκρυβε εκφραστικά πεδία που δεν τα είχε αγγίξει -ως τότε- ούτε ο μοντερνισμός ούτε η πρωτοπορία. Λίγο νωρίτερα, με το «Πρόγευμα στο Τίφφανυς» (1958) η φήμη του είχε ήδη εξυψωθεί: Πρόκειται για ένα ρομαντικό, γοητευτικό, αγχωτικό και σπαρακτικό μυθιστόρημα, που ενώ δείχνει «απλό» και «εύκολο», απέχει πολύ από τέτοιες κατηγορίες.
Πίσω από την φαινομενικά απλή υπόθεση, ο Καπότε πραγματεύεται ένα τόσο σημαντικό θέμα, όσο η αναζήτηση της ευτυχίας: το σκηνικό είναι μία μεγάλη πόλη -η Νέα Υόρκη- και κεντρικός χαρακτήρας μια πόρνη, η Χόλλυ Γκολάιτλυ που ξεφαντώνει απολαμβάνοντας την ανωνυμία. Βασική επιδίωξή της η αναζήτηση της ευτυχίας στα πιο απίθανα μέρη, με τη βιτρίνα του κοσμηματοπωλείου «Τίφφανυς» να διαδραματίζει ένα ρόλο-κλειδί στη ζωή της ηρωίδας, αφού αυτή σηματοδοτεί ό,τι η Χόλλυ νόμιζε για σημαντικό.
Εδώ ο Καπότε με διαπεραστική ματιά, κατανοεί αλλά και ειρωνεύεται την ηρωίδα, μαζί με όλους εκείνους που πνίγονται στο βάθος της επιφάνειας. Άνθρωποι που τριγυρίζουν, που περιπλανιούνται, που θέλουν κάπου να ανήκουν, καταδικασμένοι στην ρηχότητά τους. Όσο η Χόλλυ εξιδανικεύει τα διαμάντια του «Τίφφανυς», τόσο θα εμμένει η γεύση του ανικανοποίητου.
Το μυθιστόρημα αυτό -κατά κάποιο τρόπο- ρίχνει φως στη ζωή του ίδιου του Τρούμαν Καπότε: Προσωπικότητα στα κοσμικά πάρτυ της Νέας Υόρκης αναζητούσε μέσα στο εφήμερο και το έλασσον, το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, τα κουτσομπολιά και τον επιφανειακό κοσμοπολιτισμό, λίγη έστω ευτυχία. Στην πραγματικότητα, η μεγάλη καλλιτεχνική, κοινωνική και οικονομική επιτυχία του συγγραφέα ποτέ δεν θα υπερκεράσει τα εφιαλτικά διλήμματα που αντιμετώπιζε από την τραυματισμένο παιδικό του κόσμο και την σεξουαλική του ιδιαιτερότητα – η ομοφυλοφιλία ήταν τότε μία δυσβάστακτη καθημερινή πραγματικότητα.
Αυτός είναι και ο φυσικός χώρος στο οποίο κινείται το τελευταίο και ανολοκλήρωτο σπονδυλωτό μυθιστόρημά του, μέσα από το οποίο αποτυπώνει την ξέφρενη πορεία τού φέρελπι ηδονοθήρα συγγραφέα Π. Μπ. Τζόουνς (σκοτεινού άλτερ έγκο του ίδιου του Καπότε), από τα λογοτεχνικά σαλόνια και τα δείπνα διασημοτήτων στη Νέα Υόρκη και το Παρίσι του ’50 και του ’60, μέχρι τους άθλιους ξενώνες και την ερημιά των κακόφημων μπαρ της Ταγγέρης.
«Τα βρόμικα σαλόνια της μπουρζουαζίας»
Μετάφραση: Μαρία Παΐζη
Εκδόσεις: Οξύ
Σελίδες: 223
Ανήθικοι τυχοδιώκτες, εκμαυλισμένοι κροίσοι, απεγνωσμένοι καλλιτέχνες και αδίστακτες καλλονές περιδινούνται ακούραστα γύρω από απαγορευμένες απολαύσεις και τολμηρές εκμυστηρεύσεις, συνθέτοντας μια «πινακοθήκη τεράτων» που παρελαύνουν µε όλη τους τη γύμνια μπροστά στο καθαρό βλέμμα ενός από τους τελευταίους μεγάλους στυλίστες της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας.
Ένα βιβλίο το οποίο ο Καπότε προσπαθούσε να ολοκληρώσει για περίπου 15 χρόνια παλεύοντας με τον εαυτό του και με το θέμα του. Μάλιστα, σε συνέντευξή του είχε αναφέρει ότι αυτό το βιβλίο «είτε θα με σκοτώσει, είτε θα το σκοτώσω εγώ!». Ένα, πραγματικά, σπαρακτικό κείμενο μυθοπλασίας με αυτοβιογραφικά στοιχεία.
Και, πράγματι, το μυθιστόρημα αυτό είναι το τελευταίο κομμάτι του παζλ μιας παρεξηγημένης προσωπικότητας. Εάν κάτι προκύπτει, είναι ότι ο Καπότε πέρα από συγγραφέας, πλούσιος και διάσημος, ήθελε να γίνει και κάτι άλλο: ευτυχισμένος. Αυτό, δεν κατάφερε να το βρει εκεί που έψαχνε. Αλλά, δυστυχώς, ούτε και πουθενά αλλού…
«Μητρικό γάλα»
Μετάφραση: Μαριάννα Αβούρη
Εκδόσεις: Βακχικόν
Σελίδες: 196
Μια πολλά υποσχόμενη νεαρή γιατρός μεγαλώνει μόνη την κόρη της στη Σοβιετική Λετονία. Οι δυο τους προσπαθούν να επιβιώσουν, όμως οι επιπτώσεις του κομμουνισμού στη ζωή τους και στη μεταξύ τους σχέση θα είναι καταστροφικές. Η γυναίκα χάνει τη δουλειά της και εξορίζεται στην ύπαιθρο. Μέσα στον παραλογισμό ενός ανελεύθερου καθεστώτος, η αίσθηση απομόνωσης αυξάνεται. Θα καταφέρουν αυτή και η κόρη της να επιστρέψουν στη Ρίγα, όταν αρχίσει να πνέει ο άνεμος της πολιτικής αλλαγής; Σε αυτό το γοητευτικό μυθιστόρημα, η Νόρα Ίκστενα αφηγείται με γλαφυρό ύφος την ιστορία της Λετονίας μέσα από τη διαδρομή δύο ανώνυμων ηρωίδων, από το 1944 έως την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, προσφέροντας στον αναγνώστη ένα έργο για τη μητρότητα, την απόρριψη, την απώλεια της ελπίδας, την αναζήτηση ταυτότητας και την πολυπόθητη ελευθερία.
«Ας φύγουμε λοιπόν»
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Σελίδες: 128
Μια μέρα και μια νύχτα, τον Σεπτέμβριο του 2012. Ο Θεοδόσης και ο Νίκος βρίσκονται στο πέρασμα από την εφηβεία στην ενηλικίωση: έχουν μόλις κλείσει τα δεκαοκτώ, είναι φοιτητές και συγκατοικούν σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας. Είναι και οι δύο ερωτευμένοι με τη Δέσποινα, μια συνομήλική τους και ήδη πολύ δυναμική γυναίκα. Αυτή φαίνεται να ανταποδίδει και των δύο τα αισθήματα, συντηρώντας μια πυρετώδη κατάσταση αλληλεξάρτησης. Μέχρι το χάραμα της επόμενης μέρας το όλο ζήτημα πρόκειται να έχει κριθεί. Οι τρεις τους, όπως και τα πρόσωπα που τους περιβάλλουν, ζουν μια καθημερινότητα γρήγορη αλλά και πνιγηρή. Επιδίδονται σε καταχρήσεις, συνάπτουν εφήμερες σχέσεις και ξοδεύονται σε διασκεδάσεις, ενώ ονειρεύονται το μέλλον. Αναζητούν την ομορφιά, ένα νέο ιδανικό, κάτι να πιστέψουν και να έχουν σαν οδηγό για τη ζωή τους που τώρα ξεκινάει. Το βιβλίο αυτό γράφτηκε ως νουβέλα, ή μάλλον ως «ανταπόκριση» ενηλικίωσης, αλλά καταλήγει να θυμίζει ελεγεία μιας γενιάς που μεγάλωσε ρομαντικά και προσγειώθηκε απότομα στην πραγματικότητα.
«Η γοητεία των υποσχέσεων»
Εκδόσεις: Πατάκη
Σελίδες: 160
Είκοσι πέντε σύντομα διηγήματα, με εξομολογητική διάθεση, που με ποικίλους τρόπους εστιάζουν στη σχέση μας με τον χρόνο, το παρόν ή το παρελθόν, και προσπαθούν να συλλάβουν το «έκτακτο», το «σοβαρό», ό,τι επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τη ζωή. Ιστορίες που αφηγούνται παρανοήσεις και παρεξηγήσεις, (σωστές ή λανθασμένες) εντυπώσεις, λάθη, αποτυχίες και επιτυχίες. Ιστορίες που εν τέλει μιλούν για τη «γοητεία των υποσχέσεων», των καθοριστικών αυτών δεσμεύσεων, που τις δίνουμε και τις αποζητάμε, έστω και αν δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Καμιά φορά στη ζωή, όπως και στην τέχνη, αρκεί απλώς να υπάρχει αληθοφάνεια.
«Τις μέρες που λιγόστευε το φως»
Μετάφραση: Τέο Βότσος
Εκδόσεις: Κλειδάριθμος
Σελίδες: 528
Η πολυτάραχη ιστορία μιας οικογένειας από την Ανατολική Γερμανία που εκτείνεται από τα χρόνια της εξορίας των μελών της τη δεκαετία του 1940, έως την περίοδο της Πτώσης του Τείχους το 1989 και την πιο σύγχρονη εποχή. Στο επίκεντρο βρίσκονται τρεις γενιές: οι παππούδες, αμετανόητοι κομμουνιστές, επιστρέφουν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας από την εξορία τους στο Μεξικό για να συνεισφέρουν στην ανοικοδόμηση του νέου κράτους. Ο γιος τους, που μετανάστευσε στη Μόσχα σε νεαρή ηλικία και εκτοπίστηκε σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στη Σιβηρία, επιστρέφει και εκείνος με τη Ρωσίδα γυναίκα του σε μια μικροαστική κοινωνία που πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξει. Ωστόσο ο εγγονός νιώθει να ασφυκτιά ολοένα και περισσότερο στην πατρίδα που επέλεξαν οι παππούδες και οι γονείς του – και τότε, την ημέρα των ενενηκοστών γενεθλίων του παππού του, αποφασίζει να φύγει προς τη Δύση. Η λάμψη της πολιτικής ουτοπίας μοιάζει να σβήνει από γενιά σε γενιά… τις μέρες που λιγόστευε το φως. Ένα πολυβραβευμένο μυθιστόρημα που διασχίζει τις αβύσσους του εικοστού αιώνα.