Ο κόσμος του ποιητή της περιπλάνησης -όπως συχνά αποκαλείται ο Νίκος Καββαδίας- δεν έπαψε ποτέ να αποπνέει τη μεθυστική σαγήνη του εξωτισμού και του κοσμοπολιτισμού, της θάλασσας και της περιπέτειας, της παρακμής και της φυγής.
Η προστυχιά των λιμανιών, η ζαλιστική μυρωδιά των μπορντέλων, η βασανιστική υγρασία, οι σκοτεινές διαδρομές των περιθωριακών και καταδικασμένων, η ενοχή και η περιπλάνηση, η φθορά και ο θάνατος – όλα αυτά, συναποτελούν στο έργο του ένα αξεδιάλυτο μείγμα της αλήθειας και των κάθε λογής μύθων.
Και, πράγματι, πρόκειται για ένα ποιητικό σύμπαν πλημμυρισμένο από εικόνες που δημιουργούν μία πληθωρική, ιδιότυπη μυθολογία που συναρπάζει: μαχαίρια, καραβοφάναρα, ανεμόσκαλες, παράξενες ζωγραφιές κεντημένες στο κορμί, σμήνη πουλιών και λιμάνια σκοτεινά, αρρώστιες τροπικές και βοτάνια για τον πυρετό, πληγές θανατερές, πλοία φορτωμένα με χασίς, μπαρ του λιμανιού, γυναίκες όλων των φυλών, καταγώγια και πληρωμένοι έρωτες, ποτά και ατέλειωτα ξενύχτια, καβγάδες, μουσώνες, τρικυμίες, μικρά κοχύλια και κοράλλια.
Πίσω, ωστόσο, από την κρούστα του εξωτισμού βρίσκεται μια ποίηση με κρυμμένα νοήματα, με λέξεις αμφίσημες και αλληγορικές, με φωτοσκιάσεις εντάσεων και σιωπών η οποία οφείλει -ως ένα βαθμό- την αξία της στην αίσθηση του «χειροποίητου» που αφήνει στον αναγνώστη: ό,τι δηλαδή φαίνεται απλό και αυθόρμητο, εμπεριέχει την περισυλλογή, τη δοκιμασία και την προσπάθεια. Αλλά και ένα αξεδιάλυτο μυστήριο και μία σκοτεινή γοητεία που ναρκώνει.
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νικόλσκι Ουσουρίσκι, μια μικρή επαρχιακή πόλη της Μαντζουρίας στην περιοχή του Χαρμπίν, που τότε ήταν στρατιωτική βάση. Οι γονείς του, Χαρίλαος Καββαδίας και Δωροθέα Αγγελάκου, κατάγονταν από την Κεφαλλονιά και ο πατέρας του διατηρούσε ένα γραφείο γενικού εμπορίου, ενώ συγχρόνως ήταν τροφοδότης του τσαρικού στρατού. Αυτήν την ευημερία των πρώτων χρόνων του θα τη διαδεχθεί η έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η παρακμή: Η πενταμελής οικογένεια αναγκάζεται να επιστρέψει στην Ελλάδα, για να καταλήξει στο Αργοστόλι και έπειτα στον Πειραιά.
Ήδη, πάντως, από εκείνα τα δύσκολα χρόνια που ο μικρός Κόλιας -όπως αποκαλούσαν τον ποιητή οι φίλοι του- θα επιδείξει μία ιδιαίτερα χαρισματική προσωπικότητα. Στο σχολείο συντάσσει τα τεύχη ενός σατιρικού φυλλαδίου, διαβάζει Ιούλιο Βερν και μυθιστορήματα περιπέτειας και δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα. Όλα υπαινίσσονταν μία θεαματική εξέλιξη για το νεαρό αγόρι που ετοιμαζόταν να σπουδάσει στην Ιατρική Σχολή.
Ο Καββαδίας την εποχή εκείνη περιγράφεται ως λιγομίλητος και απλός, χαριτωμένος και εγκάρδιος, κάπως ατημέλητος, με ανεξάντλητο χιούμορ και -πάνω απ’ όλα- αγαπητός στους πάντες. Αλλά το 1929 ο πατέρας του πεθαίνει και -ακολούθως- πιάνει δουλειά σε ναυτικό γραφείο, χωρίς να διακόψει τις συνεργασίες του με τα διάφορα φιλολογικά περιοδικά. Δεν θα αργήσει, όμως, να συνειδητοποιήσει την ανεξέλεγκτη ανάγκη του να ξεφύγει.
Κάπως έτσι, τα καράβια και η θάλασσα γίνονται το μέσον για να γυρίσει σελίδα και να δοκιμάσει τα όριά του: Αρχικά μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό και για μερικά χρόνια συνεχίζει να ταξιδεύει και να αποκτάει ασυνήθιστες -για την ηλικία του- εμπειρίες, γυρίζοντας πάντοτε πίσω ταλαιπωρημένος και αδέκαρος. Σε αυτήν την ανέχεια οφείλεται η απόφασή του να πάρει το δίπλωμα του ασυρματιστή: Αυτή η έμφυτη επιθυμία του για περιπλάνηση, μαζί με έναν αθεράπευτα συναισθηματικό ρομαντισμό και μία λεπτή διαπεραστική θλίψη, θα αποτυπωθούν στα πρώτα του ποιήματα με μια ασυνήθιστη ωριμότητα.
Μόλις στα 23 του χρόνια, λοιπόν, θα εκδώσει με δικά του έξοδα την πρώτη ποιητική συλλογή του «Μαραμπού» – το όνομα ενός «καταραμένου» πουλιού των τροπικών χωρών: η επιτυχία ήρθε χωρίς καθυστέρηση και ο Νίκος Καββαδίας γίνεται αμέσως γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους. Σε αυτά τα ποιήματα διαφαίνεται ο εξομολογητικός τόνος, το μελοδραματικό στοιχείο, η μοναξιά του ατελείωτου ταξιδιού, η έντονα νοσταλγική διάθεση και μια υπόγεια μελαγχολία. Πάντως, η υποβλητική σκηνογραφία με εικόνες της ναυτικής ζωής, της ανοιχτής θάλασσας και των μακρινών λιμανιών συμπληρώνεται μοναδικά από την ίδια τη -παραδοσιακή κατά τα άλλα- στιχουργική του, με τον μουσικό κυματισμό και τις ευφάνταστες λύσεις που δίνει στην ομοιοκαταληξία του.
Από το 1954 μέχρι και το 1974, ταξιδεύει συνεχώς με πολύ μικρά διαλείμματα και συνεχίζει να γράφει προβάλλοντας τη δική του ποιητική εκδοχή του ατέρμονου ταξιδιού. Θα ακολουθήσει η δεύτερη συλλογή ποιημάτων του, το «Πούσι» (1947), Αλλά εδώ, ουσιαστικά εγκαταλείπει τον παραδοσιακό ομαλό χρόνο της αφήγησης, ενώ το προσωπικό βίωμα δίδεται, πλέον, μέσα από μία ελλειπτικότητα: «Φωτιές ανάβουνε στην άμμο ιθαγενείς / κι αχός μας φτάνει καθώς παίζουν τα όργανά τους, / Της θάλασσας κατανικώντας τους θανάτους / στην ανεμόσκαλα σε θέλω να φανείς».
Όσο για το «Τραβέρσο», το τελευταίο βιβλίο με ποιήματά του, θα κυκλοφορήσει τον Απρίλιο του 1975, δύο μήνες μετά τον θάνατό του. Σε αυτό, ο Καββαδίας κινείται στο ίδιο κλίμα, αλλά γίνεται καθολικότερος, πιο βαθύς, με την εξομολόγηση να συναντά την κραυγή: «Μια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι, / όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές. / Σκοτώνει, πες μου ο χωρισμός; -Ματώνει, δε σκοτώνει. / Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές».
Βάρδια
Εκδόσεις: Άγρα
Σελίδες: 218
Η «Βάρδια», πάλι, είναι το μοναδικό μυθιστόρημα που έγραψε και αποτελεί την ιδανική εισαγωγή στον κόσμο του ποιητή, αλλά και μία υπέροχη σκιαγράφηση όλων εκείνων των προϋποθέσεων που κρύβονται πίσω από το έργο του. Και, βέβαια, η περίπτωση Καββαδία παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον ακριβώς επειδή η ζωή και το έργο του αποτελούν ένα αξεδιάλυτο πλέγμα εμπειριών και επινοήσεων: οι ναυτικές ιστορίες που παρατίθενται -άλλοτε ρεαλιστικές και άλλοτε σχεδόν παραισθητικές- αποδίδουν ιδιοφυώς -μέσα από την φαινομενική τους απλότητα- τα ανθρώπινα ψυχικά τοπία σε συνθήκες τυχοδιωκτισμού, μέθης, πορνείας, σύφιλης και θανάτου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι ο λόγος για τον οποίο δημοσίευσε τη «Βάρδια», το 1954, ήταν γιατί ήθελε να εξερευνήσει ένα νέο εκφραστικό μέσο. Στην πραγματικότητα, το έργο αυτό είναι μυθιστόρημα και αυτοβιογραφικές αναμνήσεις μαζί. Αν και μέσα στο βιβλίο υπάρχει η ιστορία ενός ταξιδιού, το ουσιώδες έγκειται στις συνομιλίες. Σε αυτές ακριβώς θεμελιώνεται η αφήγηση: στις ατελείωτες ώρες της βάρδιας, οι ναυτικοί -ο θερμαστής, ο καπετάνιος ή ο ασυρματιστής, όπως ήταν ο συγγραφέας- συνομιλούν για την κατάστασή τους, για τη ζωή τους που την αντιλαμβάνονται ως κατάρα. Αλίμονο όμως. Μια κατάρα που την επιζητούν: δεν υπάρχει γι’ αυτούς χειρότερη δυστυχία από τη ζωή στη στεριά, την αναγκαστική αργία, την αποχώρηση που τους θάβει ζωντανούς.
«Δεν ξεκίνησα για τίποτα. Μονάχα για να ταξιδεύω. Εκείνοι που μαζί πρωτομπαρκάραμε, σε τέσσερα χρόνια πήρανε το χαρτί τους. Εμένα μ’ άρεσε η πλώρη. Η ξενοιασιά. Πιάσανε πολλοί πατριώτες καπετάνοι να με συμβουλέψουνε. Άλλοι με κοροϊδεύανε και με δαχτυλοδείχνανε. Τότε συνάντησα έναν εφοπλιστή, ξάδερφο της μάνας μου. Ο μόνος άνθρωπος που με καταλάβαινε και με συγχωρούσε. Μου ’δινε πάντα δουλειά, χωρίς να με ρωτάει γιατί ταξιδεύω. “Να γίνεις μαρκονιστής, μού ’πε. Από το να σπάσουμε μια πλώρη, καλύτερα να τσακίσουμε έναν ασύρματο.” Έπινα, καταλαβαίνεις»: Αυτή είναι με δυο λόγια η εξήγηση που έδωσε ο ίδιος –στη «Βάρδια»- για το πώς έγινε ασυρματιστής: Τι ήταν, δηλαδή, εκείνο που τον τράβηξε στη θάλασσα, στα μακρινά εκείνα ταξίδια. Δεν ήταν επιλογή, ούτε το πάθος της αναζήτησης του αγνώστου. Ήταν μία βαθύτερη ανάγκη που είχε από μικρός, ο Νίκος Καββαδίας, για φυγή, για περιπέτεια. Με μία, όμως, διαφορά: ότι, τελικά, ήταν εκείνη που τον είχε επιλέξει…
Ο μικρός φίλος
Μετάφραση: Μιχάλης Δελέγκος
Εκδόσεις: Διόπτρα
Σελίδες: 928
Στην πόλη Αλεξάνδρεια της Πολιτείας του Μισισίπι, ανήμερα της Γιορτής της Μητέρας, ένα μικρό αγόρι, ο Ρόμπιν Κλιβ Ντιφρέσν, βρέθηκε απαγχονισμένο σε ένα δέντρο στην αυλή του σπιτιού του.
Δώδεκα χρόνια αργότερα, η δολοφονία του Ρόμπιν παραμένει ανεξιχνίαστη και η οικογένειά του εξακολουθεί να ζει χαμένη στην οδύνη. Έτσι, η αδελφή του Ρόμπιν, η Χάριετ –ιδιαίτερα ευφυής, απόλυτα αποφασισμένη και επηρεασμένη σε υπερβολικό βαθμό από τη μυθοπλασία του Κίπλινγκ και του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον– ξεκινάει να ανακαλύψει τον δολοφόνο. Έχοντας τη βοήθεια μόνο του Χίλι, του αγαπημένου της φίλου, περνάει τα αυστηρά όρια που περιχαρακώνουν τις φυλές και τις κάστες της πόλης της και βυθίζεται στην ιστορία των απωλειών της οικογένειάς της. Από τη βραβευμένη με Πούλιτζερ συγγραφέα της «Καρδερίνας» και της «Μυστικής ιστορίας», έρχεται ένα καθηλωτικό μυθιστόρημα για την παιδική ηλικία, την αθωότητα και –κυρίως- το απόλυτο κακό.
Λίγα λόγια για μένα
Εκδόσεις: Τόπος
Σελίδες: 184
Ένα παράξενο σημειωματάριο απορροφά τις ώρες του Χάρη καθώς επιδίδεται µε µανία στην ανάγνωσή του στο υπόγειο του σπιτιού του. Αναζητώντας τον εαυτό του στις σελίδες του, πασχίζει να διακρίνει τα όρια μεταξύ της πραγματικότητας που ζει και των αφηγηματικών κόσμων που εντός τους εγκλωβίζεται. Καθώς προχωρά η ανάγνωση, ο Χάρης έρχεται αναπόφευκτα αντιμέτωπος µε μια σειρά τραυματικών γεγονότων. Αλλά τα κείμενα και η ζωή του Χάρη, εισβάλλουν στη ζωή της αφηγήτριας του βιβλίου, στη διάρκεια του σεμιναρίου δημιουργικής γραφής που συντονίζει. Το «Λίγα λόγια για µένα» συγκροτεί ένα παράθυρο προς τις δαιδαλώδεις διαδρομές του μυαλού: τις εικόνες, τα κείμενα, τις αντιφάσεις, τα γεγονότα που συνθέτουν το περίπλοκο οικοδόμημά που ονομάζεται παρελθόν, μνήμη και εντέλει πραγματικότητα.
Η θάλασσα δεν βρέχει τη Νάπολη
Μετάφραση: Μαρία Φραγκούλη
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Σελίδες: 190
Όταν εμφανίστηκε το συγκεκριμένο βιβλίο, πολλοί το κατέταξαν στο ρεύμα του νεορεαλισμού. Ήταν, όμως, πολλά περισσότερα. Γεννημένο από τη συνάντηση της συγγραφέως με μια πόλη που ήταν και δεν ήταν δική της, μια πόλη η οποία είχε βγει κομματιασμένη από τον πόλεμο, το βιβλίο αποτελεί ακριβώς το χρονικό μιας αποξένωσης. Η τραυματισμένη, σπαραγμένη πόλη γίνεται μια οθόνη πάνω στην οποία η συγγραφέας προβάλλει ό,τι η ίδια προσδιορίζει ως δική της «νεύρωση». Μια νεύρωση μεταφυσική, μια αδυναμία να αποδεχτεί το πραγματικό και τη ζοφερή του υπόσταση, μια φρίκη για τον χρόνο που διαβρώνει και καταβροχθίζει το καθετί. Και όλα αυτά, μέσα από μια πυρετώδη και παραισθησιακή γραφή, που ωστόσο σε εντυπωσιάζει με την υπερβολική της ακρίβεια…
Ο ερευνητής
Μετάφραση: Δέσποινα Δρακάκη
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 520
Μετά από είκοσι πέντε χρόνια υπηρεσίας στην αστυνομία του Σικάγο, και με ένα δύσκολο διαζύγιο στην πλάτη του, ο Καλ Χούπερ θέλει να φτιάξει μια καινούργια ζωή. Πιστεύει ότι το απομονωμένο χωριό της Ιρλανδίας, όπου αγοράζει μια μικρή φάρμα, είναι ιδανικό γι’ αυτόν: ένας ειδυλλιακός τόπος με καλή παμπ όπου δεν συμβαίνει τίποτα. Ώσπου, ένα δωδεκάχρονο παιδί έρχεται και του ζητάει βοήθεια. Ο δεκαεννιάχρονος αδελφός του έχει εξαφανιστεί, και κανείς δεν φαίνεται να δίνει σημασία, ούτε καν η αστυνομία. Ο Καλ δεν θέλει να εμπλακεί σε κανενός είδους έρευνα, δεν μπορεί όμως και να αδιαφορήσει. Σύντομα ανακαλύπτει ότι ακόμα και στο πιο ειδυλλιακό χωριουδάκι υπάρχουν καλά κρυμμένα μυστικά. Μια δεξιοτεχνική ιστορία θρίλερ, με απρόβλεπτη πλοκή.