Πολυπράγμων και πολυσχιδής προσωπικότητα, πολυτάλαντος είτε ως συγγραφέας μυθιστορημάτων, είτε ως σκηνοθέτης και κριτικός ταινιών, αλλά και οξυδερκής παραγωγός και παρουσιαστής μουσικών και σινεφίλ εκπομπών στο ραδιόφωνο, ο Χρήστος Βακαλόπουλος (1956-1993) κατάφερε -όσο ελάχιστοι- όχι μόνο να ζήσει μια μοναδική περιπέτεια της σκέψης και των αισθήσεων, αλλά και να την μοιραστεί μέσα από έναν ανυπόκριτο ενθουσιασμό.
Ενώ δεν άφησε πίσω του, ας πούμε, κάποιο «μεγάλο» μυθιστόρημα ή μια «σπουδαία» ταινία, τα γραφτά του και τα άγραφα είχαν από τότε μια αντηλιά αιωνιότητας – όπως φαίνεται στις ταινίες του «Παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε», «Όλγα Ρόμπαρντς», στα μυθιστορήματά του «Η γραμμή του ορίζοντος», «Οι πτυχιούχοι» ή στα διηγήματά του «Νέες αθηναϊκές ιστορίες». Είτε από διαίσθηση, από κάποιο έμφυτο ταλέντο, είτε από μια ευρύτατη παιδεία (της οποίας σίγουρα ήταν κάτοχος) ο Βακαλόπουλος διέθετε στον υπερθετικό βαθμό τη δυνατότητα να σε κάνει με τον καλύτερο τρόπο κοινωνό της εμμονής ή της προτίμησής του.
Πάντως, θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι υπήρχε μία κοινή συνισταμένη πίσω απ’ όλες αυτές τις δραστηριότητες – τα βιβλία του, τις ταινίες του, τα ευφυέστατα κείμενα κοινωνικής και κινηματογραφικής κριτικής που δημοσίευσε σε εφημερίδες και περιοδικά, όπως ο «Σύγχρονος κινηματογράφος». Και αυτή δεν είναι άλλη από μια πεποίθηση δική του που την έκανε πράξη, με μία σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια: «ιδεώδες είναι να ονειρεύεσαι τη ζωή σου, ενώ συνάμα την ζεις». Ευφυολόγημα; Μεγαλόσχημη διατύπωση; Κάθε άλλο. Στην περίπτωση του Βακαλόπουλου μία τέτοια παραδοχή αποτελούσε μια καθαρά πρακτική διαπίστωση, την οποία πρώτος εκείνος έσπευδε να υπηρετήσει.
Άλλωστε, είχε αντιληφθεί εγκαίρως την επικινδυνότητα του να ονειρεύεσαι όταν την ίδια στιγμή ξεχνάς να ζεις: «Υπάρχει μια γενιά ανθρώπων» έλεγε χαρακτηριστικά, «που παραμένουν εγκλωβισμένοι μέσα στο όνειρο που έκαναν για τη ζωή τους, όταν ήταν ακόμα νέοι. Στο πώς φαντάστηκαν τον εαυτό τους μέσα από ένα σχέδιο που δεν τους βγήκε. Και δεν μπορούν να ξεφύγουν από αυτήν την εικόνα, κι αρρωσταίνουν μέσα σε αυτό το όνειρο. Γι’ αυτό και πρέπει να το εγκαταλείψουν». Για τον Βακαλόπουλο έχουν γράψει πολλοί, κυρίως ομήλικοί του που τον γνώριζαν, κείμενα που ξεχειλίζουν από τρυφερότητα και θαυμασμό, αναδεικνύοντας τους παρονομαστές των ποικίλων δραστηριοτήτων του.
Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου φαντάζει μάλλον παράδοξο ότι κάποιος τόσο πολυπράγμων, εξακολουθεί μέσα από το σύνολο των ενασχολήσεών του να παραμένει αδιάσειστα ενδιαφέρων και κατά κανόνα επίκαιρος, διαφεύγοντας μάλιστα ως ένα βαθμό τη μυθοποίηση της υπερβολής. Αυτό το παράδοξο, διαλευκαίνεται πλήρως από το ίδιο του το έργο -είτε πρόκειται για κείμενα κοινωνικής κριτικής, είτε για τα μυθιστορήματα ή τις ταινίες του- που στη λογιοσύνη και την πόζα, αντιτάσσει αποφασιστικά την αναζήτηση της εσωτερικής αλήθειας πίσω από την εικόνα των πραγμάτων.
Χρήστος Βακαλόπουλος
Η γραμμή του ορίζοντος
Εκδόσεις: Εστία
Σελίδες: 168
Γιατί ο Βακαλόπουλος, κατάφερε κάτι το υπέροχο και (ενδεχομένως) αξιοζήλευτο: Όχι μόνο να βλέπει πίσω από την κρούστα της εκάστοτε μόδας, των συνηθέστερων ιδεολογημάτων και της γενικευμένης καταπιεστικής αισθητικής, αλλά και να τολμάει να εκφράζει αυτά που βλέπει με τρόπο απροκάλυπτα καθαρό και ανεπιτήδευτα αποκαλυπτικό: «Το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσε να μας συμβεί, είναι αυτό που μας συμβαίνει κάθε στιγμή, γιατί οτιδήποτε άλλο δεν υπάρχει καν», θα πει με το ιδιαίτερο ύφος του, καθιστώντας σαφές και νοητό, το καθόλου αυτονόητο.
Έτσι, ξεκινώντας από το τώρα, γίνεται νοσταλγικός με το σήμερα όχι εξιδανικεύοντάς το, αλλά συνάπτοντας μαζί του μια ιερή συμμαχία: Αυτό έχουμε, αυτό ας αγαπήσουμε. «Είμαι κάποιος που ξεκίνησε ακριβώς από την απόπειρα να απωθήσει το γεγονός ότι είναι Έλληνας και σιγά-σιγά ανακάλυψε ότι δεν ήταν παρά μόνο Έλληνας. Αυτομάτως αυτό ήταν κι ένα είδος λύτρωσης», θα εξομολογηθεί σε συνέντευξή του, ενώ αλλού θα διασαφηνίσει: «Κατάλαβα ότι πρέπει να ασχοληθώ μ’ αυτό που είχα δεσμούς και όχι μ’ αυτό που φανταζόμουνα. Μ’ αυτό που ήμουνα και όχι μ’ αυτό που ήθελα να γίνω».
Σε αυτήν τη διατύπωση κρύβεται μάλλον και το «κλειδί» για να κατανοήσει κανείς την οπτική του Βακαλόπουλου σε ό,τι σκηνοθετούσε ή έγραφε. Προσπαθούσε να ανακαλύψει την αλήθεια της στιγμής, την Ελλάδα για παράδειγμα και όχι την «ελληνικότητα», τους πραγματικούς Έλληνες και όχι μία θεωρία για αυτούς. Κατάφερνε (συνήθως) να κοινωνεί το θαύμα που συντελείται κάθε μέρα και που οι περισσότεροι δεν το παρατηρούν, να εντοπίζει την αξία ακόμη και στα πιο μικρά, περιφρονημένα και περιθωριακά. Άλλωστε, σε κάθε του εγχείρημα, τη μεγαλύτερη σημασία έχει σταθερά η οπτική του που έρχεται και απογειώνει τη θεματική του – όλα αυτά συναποτελούν τα υλικά του μυθιστορήματός του «Η γραμμή του ορίζοντος» – ένα έργο που είχε εξαντληθεί και (από στόμα σε στόμα) απέκτησε, εδώ και χρόνια, μυθικές διαστάσεις.
Το θέμα του είναι δύσκολο και διαχρονικό: η αναζήτηση της ταυτότητας, ατομικής και συλλογικής. Αυτό, άλλωστε, αποτελεί το ζητούμενο για την πρωταγωνίστρια η οποία τρεις μέρες μετά από τον χωρισμό της φεύγει για την Πάτμο. Μόνο που δεν είναι ένα συνηθισμένο ταξίδι καλοκαιρινής διαφυγής, αλλά -όπως αποδεικνύεται- ένα εφ’ όλης της ύλης ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Τίποτα δεν θα μείνει ανέγγιχτο από αυτό το ξεγύμνωμα της ψυχής, με το απώτερο ζητούμενο του συγγραφέα -μέσα από την περιδίνηση στο παρελθόν- να είναι ιδιαίτερα φιλόδοξο: η κάθαρση της πρωταγωνίστριας και η δική μας.
Η φόρμα του βιβλίου έχει ουσιαστικό ενδιαφέρον, συμβάλλοντας σε μία υψηλού επιπέδου λογοτεχνία, με επαναλήψεις στην εκφορά του λόγου που απηχούν τα πεζά κείμενα του Μπέκετ, χωρίς διαλόγους, με την πλοκή να αποκαλύπτεται ελλειπτικά, μέσα από αλλεπάλληλα ενσταντανέ που αποδομούν την πρωταγωνίστρια και την ίδια την πρόζα. Ο συγγραφέας συνθέτει την πλοκή του απομακρύνοντας –σταδιακά- από αυτήν τα περιττά, αποφλοιώνοντας την, σαν να ξεφλουδίζει ένα κρεμμύδι. Και μέσα από αυτήν την διαδικασία, αναζητάει να αναδείξει την βαθύτερη ουσία της.
Εάν ο αυτοπροσδιορισμός είναι μια επίπονη και συχνά οδυνηρή διαδικασία, τότε ο Βακαλόπουλος με αυτό το μυθιστόρημα πετυχαίνει τον (παντοτινά επίκαιρο) στόχο του. Δεν διατυπώνει μια θεωρία, αλλά υπαινίσσεται τις προϋποθέσεις της: να αποδεχτούμε αυτό που είμαστε και όχι αυτό που θέλουμε να βλέπουν οι άλλοι, το είναι μας είναι πιο σημαντικό από την εικόνα μας.
Πρόκειται για το μυθιστόρημα της απόλυτης ενδοσκόπησης, το οποίο όμως σέβεται τους πάντες, την πρωταγωνίστρια και τον αναγνώστη, αφού αποφεύγει -σχεδόν πάντα – τους διδακτισμούς: δεν υπαγορεύει, μόνο φωτίζει. Και όλα όσα μας αποκαλύπτει, βρίσκονται τελικά μπροστά μας, ήταν πάντοτε κοντά μας –μερικά, τα έχουμε μέσα μας…
Το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα, 13 Ιουνίου – 5 Αυγούστου 1901
Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός
Εκδόσεις: Πατάκη
Σελίδες: 160
Στη διάρκεια του πρώτου του ταξιδιού στην Ελλάδα, από τις 13 Ιουνίου μέχρι τις 5 Αυγούστου 1901, ο τριανταοχτάχρονος τότε Κ.Π. Καβάφης ξεκινάει να γράφει στα αγγλικά ένα «ημερολόγιο συμβάντων». Σ’ αυτό το ενδιαφέρον και ελάχιστα γνωστά κείμενα καταλήγει, παρά την αρχική του πρόθεση, να καταγράφει εκτός από λεπτομέρειες της καθημερινότητάς του, που αφορούν ακόμη και τις μεταβολές της θερμοκρασίας, τις εντυπώσεις του από την Αθήνα της Βelle Epoque. Μέσα από τους περιπάτους του ποιητή στο αστικό κέντρο και στα τότε προάστια όπως το Φάληρο, ο Πειραιάς και η Κηφισιά, αποκαλύπτεται μια εικόνα της Αθήνας στην αρχή του εικοστού αιώνα με την πλούσια κοινωνική ζωή στην οποία συμμετέχουν προσωπικότητες όπως ο Πολέμης, ο Ιακωβίδης και κυρίως ο Ξενόπουλος, που θα γνωρίσει τον Αλεξανδρινό ποιητή και θα παίξει κομβικό ρόλο στην καθιέρωσή του στα νεοελληνικά γράμματα. Στην παρούσα έκδοση περιλαμβάνονται δύο κείμενα που έγραψε το 1891 ο Κ.Π. Καβάφης για τα μάρμαρα του Παρθενώνα, επίκαιρα και στις μέρες μας.
Γραφείο αποκρυφιστικών υποθέσεων
Μετάφραση: Στέργιος Τρεχλής
Εκδόσεις: Gutenberg
Σελίδες: 472
Παρίσι, 1830. Ο θάνατος του γιου ενός υπουργού αναστατώνει τα παρισινά σαλόνια και την κυβέρνηση του βασιλιά Λουδοβίκου-Φίλιππου. Ήταν πράγματι αυτοκτονία; Ο νεαρός επιθεωρητής Βαλεντίν Βερν, παθιασμένος με την ιατρική αλλά και τον αποκρυφισμό, ακολουθεί τις δικές του μεθόδους για να λύσει το μυστήριο. Νέοι θάνατοι περιπλέκουν την υπόθεση. Συνδέονται όλοι μεταξύ τους; Ποιος είναι ο μυστηριώδης άντρας με το ψευδώνυμο «Εφημέριος»; Τι κρύβει και ο ίδιος ο νεαρός επιθεωρητής με το αγγελικό πρόσωπο και τη σκληρότητα στο βλέμμα; Ένα εθιστικό βιβλίο από τον Γάλλο συγγραφέα που βρήκε την τέλεια φόρμουλα για αστυνομικό ιστορικό μυθιστόρημα.
Deepfake
Εκδόσεις: Αντίποδες
Σελίδες: 224
«Ο αφηγητής παρασέρνει τον ήρωα σ’ όλα τα αδιέξοδα, σ’ όλα τα λάθη, τα περιγράφει και λάθος από πάνω, εκτιμά λάθος την εποχή του, τις καταστάσεις όλες, και στο τέλος ο ήρωας πεθαίνει γιατί δεν μπορεί να γίνει τίποτα άλλο. Και πεθαίνει κι ο αφηγητής. Όλοι. πεθαίνουν όλοι με φριχτό τρόπο, το μυθιστόρημα ξεχνιέται, και μετά από χρόνια το βρίσκει σε καλάθι ένας άλλος αφηγητής. Κάνει πλέον μισό ευρώ, αλλά δεν το αγοράζει καν». Το «Deepfake» είναι το νέο αστυνομικό μυθιστόρημα του Μάκη Μαλαφέκα και το τρίτο βιβλίο περιπετειών με πρωταγωνιστή τον Μιχάλη Κρόκο.
Ο χαμένος πίνακας του Ρέμπραντ
Μετάφραση: Ανδρέας Αποστολίδης
Εκδόσεις: Άγρα
Σελίδες: 360
Ο Σάμιουελ Βάινστοκ, ένας διορατικός έμπορος έργων τέχνης στη Βοστώνη, δέχεται μια μέρα από έναν μεσάζοντα κάτι απίστευτο: ένα χαμένο, άγνωστο έργο του Ρέμπραντ, του 1660. Είναι άραγε αληθινό ;
Παράλληλα, ο Έλτον Ρος, διευθυντής ενός μουσείου στη Βοστώνη, βρίσκεται μπρος σε ένα εκπληκτικό αρχαιοελληνικό αγγείο, που του έχει προσκομίσει μυστικά ένας Αρμένης, σκοτεινός έμπορος τέχνης.
Οι δύο ιστορίες πλέκονται και αρχίζει μια σειρά εξαφανίσεων και φόνων. Και εμφανίζεται ο Έιμος Χάτσερ, ο ντετέκτιβ-ιστορικός τέχνης ήρωας του Όλιβερ Μπανκς, ο οποίος μέσα από τις έρευνες της αστυνομίας, την ιστορία της τέχνης, σχολαστικούς ακαδημαϊκούς ερευνητές, ειδικευμένους κορνιζοποιούς στα τελάρα του 17ου αιώνα και περιπετειώδη ταξίδια στην Ευρώπη, προσπαθεί να βρει τα νήματα που θα τον οδηγήσουν στη λύση του μυστηρίου.