Υπήρξε ένας χαρισματικός τεχνίτης του λόγου που κατάφερνε να συνδυάζει την καλλιτεχνική δημιουργία με την καθημερινή αποδόμηση, την δημιουργική σύνθεση με μία δυνάμει -επιμελημένα και προσεκτικά σκηνοθετημένη- εσωτερική αποσύνθεση, μια υπονόμευση του εαυτού μέχρις εσχάτων.
Πράγματι, είναι από εκείνες τις λίγες, αλλά εμβληματικές περιπτώσεις, που μέσα από την καθημερινότητα και το έργο τους υποδεικνύουν παραστατικά ότι «η μοναδική τροφή για την τέχνη είναι η ίδια η ζωή». Και αυτό γιατί ο Νίκος Καρούζος (1926- 1990), αν και σταθερά παραγωγικός ποιητής, υπήρξε εξίσου συστηματικά -και ενίοτε ευρηματικά- αυτοκαταστροφικός στην ίδια του τη ζωή.
Πάντως, σε αντίθεση με άλλους μεταπολεμικούς ποιητές, ο Νίκος Καρούζος παρουσιάζει τη μεγαλύτερη δυσκολία να ενταχθεί κάπου. Η σχέση του με τον Υπερρεαλισμό, για παράδειγμα, ήταν πάντοτε ιδιαιτέρως συγκεχυμένη. Απ’ την άλλη, έχει -κατά καιρούς- υποστηριχθεί ότι είναι «μεταφυσικός» και ακόμη πιο συχνά «στοχαστικός» ποιητής. Αλλά, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, διέγραφε πορεία ολοένα και πιο προσωπική.
Υποστηρικτής της Αριστεράς κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, εξόριστος στην Ικαρία, με στρατιωτική θητεία στην Μακρόνησο, κομμουνιστής μέχρι τέλους αλλά και εξαρχής ασυμβίβαστος αντισταλινικός, υπήρξε πάνω απ’ όλα ελεύθερος, ανένταχτος και μοναχικός. «Ο καπιταλισμός έκανε ζώο τον άνθρωπο, ο μαρξισμός έκανε ζώο την αλήθεια» θα αποφανθεί, με απογοήτευση, προς το τέλος της ζωής του. Εκείνος, όμως, πίστευε ακράδαντα πως δεν υπάρχει μία αλήθεια. Και ότι την πολυμορφία της ζωής και των πραγμάτων, την ανακαλύπτουμε συνεχώς.
Αυτήν ακριβώς την πολλαπλότητα, την πολυδιάστατη πραγματικότητα, αναγνώρισε ως τη βασική συνθήκη της ποίησής του. Έτσι, απαλλαγμένος από ιδεοληψίες και διατηρώντας μια ιδιότυπη πικρή αίσθηση του χιούμορ, θα επιδιώξει να αποτυπώσει την καθημερινή πραγματικότητα μέσα από τις πιο ταπεινές και μηδαμινές της εκφάνσεις. Σταδιακά, λοιπόν, θα μετεξελιχθεί σε ποιητή των αυστηρά προσωπικών εμπειριών καταφέρνοντας να προσδώσει ένα μαγικό και μεταφυσικό στοιχείο στην πιο απτή και φαινομενικά αδιάφορη πτυχή της καθημερινότητας.
Στην τελευταία του συνέντευξη θα πει: «Είμαι ένας άνθρωπος του απόλυτου παρόντος». Αυτό το αναπόδραστο παρόν, όχι μόνο θα το ζήσει ακραία, αλλά και θα το αποδώσει με απόλυτο τρόπο. Με στίχους που θυμίζουν κάτι από τις επιγραμματικές διατυπώσεις των προσωκρατικών φιλοσόφων, των μυστικιστών και των προφητών, ο Καρούζος -με τα χρόνια- διαμορφώνει την προσωπική μυθολογία του: «αν δεν πεθαίνει κάτι – ειν’ η μοναξιά μας».
Τη μοναξιά αυτή, την τραγική φύση του ανθρώπου που είναι μόνος και ελάχιστος μέσα σε ένα χαοτικό σύμπαν θα την περιεργαστεί σε βάθος στο έργο του, εστιάζοντας στα προβλήματα της καταγωγής και του προορισμού της ζωής, της πρώτης αρχής και του ύστατου τέλους: «Το τίποτα είναι η ουσία της ζωής, ο κινητήρας της ύπαρξης. Το περίβλημα του οχήματος είναι η ματαιότητα», διατείνεται με κομψό πεσιμισμό.
Και, η αλήθεια είναι, ότι αυτή η αίσθηση της ματαιότητας θα τον κυριεύσει από νωρίς. Η σχέση του, ωστόσο, με τις καταχρήσεις τον βοήθησε να προσμετρήσει με μεγαλύτερη οξύτητα την υπαρξιακή αγωνία που συναντάμε στο σύνολο του έργου του, να βιώσει τις παραμέτρους της μακριά από τις πόζες του ναρκισσισμού και να εισχωρήσει στο βάθος της επιφάνειας.
Δημητρίου Σούτσου 36 – Μια συνομιλία του Νίκου Καρούζου με τον Γιάννη Ζουγανέλη
Εκδόσεις: Ίκαρος
Σελίδες: 248
Μανιώδης καπνιστής και πότης ο ίδιος θα πλανηθεί μέσα στη νυχτερινή Αθήνα, διαμορφώνοντας τη δική του ανθρωπογεωγραφία. «Αν κάποιος θεός μεθυσμένος έφτιαξε αυτό το παράλογο σύμπαν, τότε και εμείς πρέπει να του απαντήσουμε με μια δική μας μέθη», διασαφηνίζει, ενώ αλλού θα γράψει τους στίχους: «Πράγματι η νύχτα με συμφέρει. Πρώτα-πρώτα ελαττώνει τις φιλοδοξίες / ύστερα διορθώνει τις σκέψεις / έπειτα συμμαζώνει τη θλίψη και την κάνει υποφερτότερη».
Η παρούσα έκδοση με τίτλο «Δημητρίου Σούτσου 36, μια συνομιλία του Νίκου Καρούζου με τον Γιάννη Ζουγανέλη» αποτελεί ένα ανεκτίμητης αξίας ντοκουμέντο που έρχεται να φωτίσει άγνωστες πτυχές της προσωπικότητας του ποιητή, η οποία διαθλάται ποικιλοτρόπως στο σύνολο του έργου του.
Η συνομιλία μεταξύ του συγγραφέα Νίκου Καρούζου και του μουσικού και συγγραφέα Γιάννη Ζουγανέλη, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 13 Ιουνίου του 1986 στο σπίτι του πρώτου και μαγνητοφωνήθηκε σε τρεις κασέτες από τον δεύτερο, καλύπτει περίπου τέσσερις ώρες συζήτησης. Οι δύο άνδρες κουβεντιάζουν ως φίλοι -μεταξύ άλλων- για τη μουσική, την ποίηση, το νόημα της τέχνης, την Ιστορία, τον θάνατο και τη θέση του καλλιτέχνη.
Μια πηγαία, αυθεντική συζήτηση που αποκαλύπτει τους διαδοχικούς σταθμούς της ζωής τους, αλλά και τα ζητήματα που τους απασχόλησαν καθ’ όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής τους πορείας. Στην έκδοση περιλαμβάνονται εκτός από το κυρίως κείμενο της συνομιλίας, μια εισαγωγή, καθώς και σημειώσεις του επιμελητή Θανάση Γαλανάκη, ένα εικονογραφικό παράρτημα και τα ευρετήρια.
Οι σκόρπιες σκέψεις που συναποτελούν αυτό το πολύτιμο ντοκουμέντο με αποσπασματικά στοιχεία και πληροφορίες, ιδέες και αναμνήσεις, είναι κομμάτια και αποσπάσματα που ενίοτε δεν κολλάνε αυτονοήτως στη μεγάλη εικόνα του Νίκου Καρούζου. Όμως, μπορούν και δίνουν το δυνατότητα στον αναγνώστη να προσπαθήσει να συνταιριάξει τα κομμάτια του παζλ και να φτιάξει ο ίδιος το πορτρέτο του ποιητή στο υπόγειο της οδού Δημητρίου Σούτσου 36: εκεί, δηλαδή, όπου επέλεξε να μείνει στο τέλος της ζωής του.
«Είναι επιλογή μου που δεν ασχολούμαι με την αναζήτηση πόρων, χρήματος. Εάν ας πούμε είχα ένα ουρανοκατέβατο εισόδημα θα είχα βεβαίως ένα καλύτερο σπίτι. Όχι όμως και πολύ μεγαλύτερο. Απλώς θα μπορούσε να είναι στον πρώτο ή στον δεύτερο όροφο. Αυτό είναι όλο» λέει χαρακτηριστικά ο ποιητής. Όσο για τις απόψεις του περί τέχνης, είναι απλώς πολύτιμες: «Η αλαζονεία ενός καλλιτέχνη θα του βγει στο έργο. Θα τιμωρηθεί μέσα στο ίδιο το έργο. Θα του βγει σαν πλαστογραφία, σαν εγκεφαλικότητα, σας αισθητικό λάθος. Θα του βγει με κάθε τρόπο. Θα τιμωρηθεί μέσα στο έργο».
Πρόκειται για ένα εξαιρετικά σημαντικό βιβλίο που συμπληρώνει μοναδικά τις γνώσεις μας για ζωή και τη δημιουργική διαδικασία του Νίκου Καρούζου, ο οποίος μέχρι τέλους έγραφε ποιήματα που αποτυπώνουν μοναδικά την υπαρξιακή μοναξιά, την απελπισία, την επιθανάτια αγωνία, την ματαιότητα. Και όλα αυτά, πάντα μέσα από απρόβλεπτους ποιητικούς στοχασμούς, από στίχους- χρησμούς, αλλά και από την αυτοκαταστροφική μανία ενός δημιουργού που ποτέ του δεν έπαψε να ερωτοτροπεί με την εκμηδένιση…
Το άλλο όνομα
Μετάφραση: Σωτήρης Σουλιώτης
Εκδόσεις: Gutenberg
Σελίδες: 421
Τι κοιτάζει και τι σκέφτεται ο ζωγράφος Άσλε, πού, μετά τον θάνατο της γυναίκας του, ζει απομονωμένος στην εξοχή; Τι τον συνδέει με τον αλκοολικό συνονόματό του Άσλε, επίσης ζωγράφο; Πώς μοιράζονται τις σκέψεις τους για την τέχνη, τον Θεό, τον αλκοολισμό, τη φιλία, τον έρωτα, το πέρασμα του χρόνου; Μπαίνοντας στο θυελλώδες μυαλό του ήρωά του, ενός ηλικιωμένου ζωγράφου που ζει σε ένα παραθαλάσσιο χωριό της Νορβηγίας, ανακαλύπτει κάποιος το απίστευτο λογοτεχνικό ταλέντο του συγγραφέα που έμελλε να κερδίσει το φετινό βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας! Πρόκειται για τα δύο πρώτα μέρη μιας Επταλογίας που συνθέτει ο κορυφαίος Νορβηγός δημιουργός.
Όσα δεν θέλω να πω
Μετάφραση: Χίλντα Παπαδημητρίου
Εκδόσεις: μεταίχμιο
Σελίδες: 464
Ο Τζον Ρέμπους είναι κατηγορούμενος για ένα έγκλημα που μπορεί να τον οδηγήσει να περάσει την υπόλοιπη ζωή του στη φυλακή. Αν και δεν είναι η πρώτη φορά που ο θρυλικός επιθεωρητής πήρε τον νόμο στα χέρια του, ίσως να αποδειχτεί η τελευταία. Όμως τι οδήγησε έναν καλό άνθρωπο ως εδώ; Η επιθεωρήτρια Σιβόν Κλαρκ ίσως το ανακαλύψει. Αναλαμβάνει την πιο εκρηκτική υπόθεση των τελευταίων ετών, την εξαφάνιση ενός διαβόητου διεφθαρμένου αστυνομικού. Στην προσπάθειά της να τον εντοπίσει θα εκθέσει όχι μόνο τους ανωτέρους της, αλλά και τον μέντορά της, τον Τζον Ρέμπους. Και ο ίδιος ο Ρέμπους ίσως να μην νοιάζεται για κείνην κατά βάθος, αφού η πληρωμή ενός παλιού χρέους τον βάζει στο στόχαστρο τόσο των «κακών» όσο και των «καλών». Από τον μετρ του σύγχρονου αγγλοσαξονικού αστυνομικού μυθιστορήματος, Ίαν Ράνκιν.
Η φόνισσα
Εκδόσεις: Μίνωας
Σελίδες: 168
Η ηρωίδα έγινε αντικείμενο μελέτης από εγκληματολόγους, νομικούς, ψυχολόγους και ψυχιάτρους, λογοτέχνες και κριτικούς. Προσεγγίζοντας ο καθένας από τη δική του σκοπιά τη γηραιά πρωταγωνίστρια, θέλησε να ερμηνεύσει τις αποτρόπαιες πράξεις της, να εισχωρήσει στο μυαλό της και να κατανοήσει το αδιανόητο ανοσιούργημά της. Αυτό, όμως, που καθιστά τη «Φόνισσα» κορυφαίο κείμενο στο σύνολο της νεοελληνικής πεζογραφίας δεν είναι το γεγονός ότι απασχόλησε και απασχολεί με πάθος τους ειδικούς. Αλλά το ότι από την πρώτη δημοσίευσή της, το 1903, συνεχίζει να καθηλώνει κάθε αναγνώστη που πιάνει στα χέρια του αυτό το αξεπέραστο ψυχογράφημα.
Η τέχνη να μην αισθάνεσαι τίποτα
Εκδόσεις: Πατάκη
Σελίδες: 168
Η τέχνη να μην αισθάνεσαι τίποτα αποτελείται από αμέτρητες στιγμές – μεταμορφώσεις της καθημερινότητας και συναντήσεις μεταξύ του γνωστού και του αγνώστου. Η σύγχρονη Αθήνα αμφιταλαντεύεται μπροστά μας, το περίγραμμα ενός σκίτσου σκοτεινιάζει και θολώνει, το πρόσωπο ενός φίλου είναι ταυτόχρονα αγαπημένο και παράξενο. Το παραμικρό γεγονός, η παραμικρή αλλαγή στην ποιότητα του φωτός, μπορεί να τα αλλάξει όλα. Δεκαπέντε διηγήματα με λάμψεις ομορφιάς, κροτίδες μαύρου χιούμορ και κάτι άλλο, αδύνατο να εντοπιστεί, που τα κάνει αξέχαστα, κάτι σαν το χάδι ενός ανθρώπου χωρίς χέρια. Οι ιστορίες της Έρσης Σωτηροπούλου επινοούν, τελικά, έναν νέο τρόπο να βλέπουμε πρόσωπα και πράγματα.