Η συνεισφορά του στην εξέλιξη της αστυνομικής λογοτεχνίας ήταν τέτοια που θα την άλλαζε οριστικά ως είδος. Και αυτό μπορεί να ειπωθεί, χωρίς την παραμικρή διάθεση υπερβολής. Στην ουσία, ο Αντρέα Καμιλλέρι (1925-2019) μαζί με τον Ισπανό ομότεχνό του, Μανουέλ Βάσκεθ Μονταλμπάν, τον Μασσαλό Ζαν-Κλοντ Ιζό και τον δικό μας Πέτρο Μάρκαρη, είναι υπεύθυνοι για ό,τι αποκαλείται και μελετάται πλέον ως «αστυνομικό μεσογειακό μυθιστόρημα». Ένα είδος που, πέραν των συγκεκριμένων μοτίβων που συναντάμε σε κάθε νουάρ αφήγημα, χαρακτηρίζεται και από κάτι ακόμα: μία διάχυτη κοινωνικοπολιτική ανησυχία.
Πράγματι, οι συγκεκριμένοι συγγραφείς χρησιμοποιούν την (προσεκτικά σκηνοθετημένη) αστυνομική πλοκή, περίπου ως μία πρόφαση – ως το όχημα για να αναδείξουν, να θίξουν και να στηλιτεύσουν τα κακώς κείμενα της εποχής τους. Σαφώς και έχει σημασία σε κάθε ιστορία ποιος είναι ο δολοφόνος και ο τρόπος με τον οποίο διέπραξε το έγκλημα, αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύεται με αδρές γραμμές το περιβάλλον στο οποίο διαπράχθηκε το έγκλημα – οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, πίσω από αυτό.
Αυτή από μόνη της είναι μία σπουδαία καινοτομία στην ανανέωση του αστυνομικού μυθιστορήματος – κάτι που ο Αντρέα Καμιλλέρι δεν έπαψε ποτέ να πραγματοποιεί με απαράμιλλο στιλ, θαυμαστή οξυδέρκεια και ένα αίσθημα ευθύνης. Αν και έμελλε να αποκτήσει παγκόσμια φήμη ως συγγραφέας, προηγουμένως είχε ασχοληθεί με το θέατρο – και πάλι με επιτυχία! Λάτρης του Μπέκετ και του Πιραντέλο, αφοσιώθηκε στη θεατρική σκηνοθεσία πολλών έργων τους. Μάλιστα, ο Καμιλλέρι πρώτος έφερε στην Ιταλία το θέατρο του παραλόγου του Σάμουελ Μπέκετ, ανεβάζοντας -το 1958 στην Ρώμη- το κλασικό, πια, έργο «Το τέλος του παιχνιδιού».
Επίσης, είχε συμβάλλει στη δημιουργία τηλεοπτικών σειρών για τη RAI, όπως ο «Επιθεωρητής Μεγκρέ», όπου πρωταγωνιστεί ο περίφημος ντετέκτιβ που δημιούργησε ο Ζορζ Σιμενόν. Ήταν από αυτήν την ενασχόλησή του με το θέατρο και την τηλεόραση που έμαθε την τέχνη να δημιουργεί «ζωντανούς» διαλόγους. Παράλληλα, δεν έπαψε ποτέ να διαβάζει μανιωδώς αστυνομική λογοτεχνία και κάποια στιγμή γνώρισε τον Μανουέλ Βάσκεθ Μονταλμπάν. Ο Καμιλλέρι εντυπωσιάστηκε τόσο από το έργο του Ισπανού συγγραφέα, ώστε όταν το 1994 άρχισε να γράφει τα δικά του αστυνομικά μυθιστορήματα ονόμασε τον πρωταγωνιστή του Μονταλμπάνο – τιμής ένεκεν.
Ο επιθεωρητής Σάλβο Μονταλμπάνο είναι ένας αντιήρωας, ένας χαρακτήρας με ηθική υπόσταση που κινείται μέσα σε έναν ανήθικο κόσμο, με λαθρεμπόρους, κλέφτες, μαφιόζους και πόρνες, προσπαθώντας να υπερασπιστεί ορισμένες ανθρώπινες αξίες σε έναν κόσμο που μοιάζει να παραπαίει. Απέναντι, όμως, στην ανοησία και την ωμή βία του εγκλήματος ο πρωταγωνιστής του Καμιλλέρι διαθέτει χιούμορ και, όποτε χρειαστεί, μία λεπτή, διαπεραστική ειρωνεία.
Όσο για τα μυθιστορήματα όπου πρωταγωνιστεί ο Μονταλμπάνο, είναι γραμμένα σε ένα μεικτό γλωσσικό είδος. Από τη μία στα ιταλικά, που επιτρέπουν στους ήρωές του να μιλήσουν με έναν πιο καθωσπρέπει τρόπο. Και από την άλλη στη σιτσιλιάνικη διάλεκτο, που τους προσφέρει τη δυνατότητα να εκφράσουν με μία αμεσότητα τις πιο μύχιες σκέψεις τους.
Πάντως, ο Καμιλλέρι είχε γράψει ήδη το τέλος του Μονταλμπάνο, το 2005, φοβούμενος ότι μπορεί και να πεθάνει χωρίς να έχει αυτός τον τελευταίο λόγο για την τύχη του. Κατά τα άλλα, ο Ιταλός συγγραφέας στις εξαιρετικές ιστορίες του δεν επινοούσε και πολλά πράγματα, απλώς αποδελτίωνε τις αστυνομικές ειδήσεις και όταν του ερχόταν μια πρωτότυπη ιδέα τροποποιούσε αναλόγως τα γεγονότα και καθόταν να γράψει – σχεδόν πάντα, μυθιστορήματα υψηλής αισθητικής. Κάπως έτσι, και στην περίπτωση του Αντρέα Καμιλλέρι, η τέχνη αντιγράφει τη ζωή. Αλλά και η ζωή γίνεται τέχνη. Και αυτό, τελικά, απομένει.
«Ασκήσεις της μνήμης»
Μετάφραση: Φωτεινή Ζερβού
Εκδόσεις: Πατάκη
Σελίδες: 288
Ήταν καλοκαίρι του 2016, λίγο πριν τον θάνατό του. Ο Αντρέα Καμιλλέρι, στα 91 του, μάχεται το σκοτάδι της τυφλότητας ανατρέχοντας στις εικόνες της μνήμης του. Και αρχίζει να υπαγορεύει. Γεννιέται έτσι μια πραγματική άσκηση μνήμης, ένα είδος «εργασίας για τις διακοπές»: 23 ιστορίες σε 23 ημέρες, για τις αναμνήσεις που σημάδεψαν τη ζωή και το έργο του, και που αποτελούν επιπλέον πολύτιμες βινιέτες της ιστορίας του τόπου του τα τελευταία εκατό χρόνια.
Η στάχτη του Λουίτζι Πιραντέλλο, που το 1942 πέντε μαθητές λυκείου, ανάμεσά τους και ο Αντρέα Καμιλλέρι, προσπαθούν να πείσουν τις αρχές να μεταφερθεί από τη Ρώμη στο Αγκριτζέντο, τιμώντας την επιθυμία του.
Πίσω στα 1940 και στο εξοχικό των εκ μητρός παππούδων, τη μέρα που ο Μουσσολίνι κήρυξε τον πόλεμο στη Γαλλία και την Αγγλία. Η προληπτική λογοκρισία του 1960, που φτάνει ως τη σύλληψη του κριτικού κινηματογράφου που δημοσίευσε κείμενο με θέμα τα κατορθώματα του ιταλικού στρατού στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι αφηγήσεις του Ρώσου φίλου του ηθοποιού Πιέτρο Σαρόφ για τη γνώμη του Τσέχοφ για τον Στανισλάφσκι, για τον Αντονιόνι και τη Μόνικα Βίττι, για τη μανία του καπνίσματος, και για την Ομορφιά που είχε την τύχη κάποτε να αντικρίσει.
Όλα αυτά, μπερδεύονται όμορφα μεταξύ τους, και ο Αντρέα Καμιλλέρι τα αποτυπώνει με διαύγεια, ευρηματικότητα, χιούμορ υψηλής αισθητικής και ακτινωτούς συνειρμούς. Πάνω απ’ όλα, όμως, ο μετρ του μεσογειακού αστυνομικού μυθιστορήματος καταφέρνει κάτι πολύ πιο σημαντικό: μέσα από αυτές τις αυτοβιογραφικές διηγήσεις, παρουσιάζει τις προϋποθέσεις πίσω από το έργο του, με τη γοητεία να διαποτίζει και να διαπερνάει την αφήγηση, από άκρη σε άκρη, προς όλες τις κατευθύνσεις – μέχρι την τελευταία σελίδα…
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΕΣ
«Μια εύκολη υπόθεση»
Μετάφραση: Δήμητρα Σταυρίδου
Εκδόσεις: Έρμα
Σελίδες: 256
Η ζωή του ιδιόρρυθμου ντετέκτιβ Έκτορ Μπελασκοαράν Σάιν έχει αναστατωθεί από τον θάνατο της μητέρας του και τις αποκαλύψεις για την κρυφή ζωή του πατέρα του. Επιπλέον, εκτός από τις εξουθενωτικές αϋπνίες, καλείται να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα τρεις υποθέσεις: να ανακαλύψει ποιος και γιατί απειλεί τη ζωή της έφηβης κόρης μιας πρώην στάρλετ ταινιών σαπουνόπερας, να λύσει το μυστήριο της δολοφονίας ενός μηχανικού σε ένα εργοστάσιο όπου διεξάγεται ένας ανελέητος αγώνας ανάμεσα στους απεργούς και την εργοδοσία και να αναζητήσει τον λαϊκό ήρωα και ηγέτη της Μεξικανικής Επανάστασης Έμιλιάνο Ζαπάτα, για τον οποίο υπάρχουν πληροφορίες ότι δεν σκοτώθηκε αλλά κρύβεται σε μια σπηλιά έξω από την Πόλη του Μεξικού. Το μυθιστόρημα Μια εύκολη υπόθεση είναι το δεύτερο της σειράς με τον διάσημο πλέον ντετέκτιβ Μπελασκοαράν Σάιν του Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, που τον καθιέρωσε ως έναν από τους σημαντικότερους και επιδραστικότερους στιλίστες της λατινοαμερικάνικης αστυνομικής λογοτεχνίας. Με έντονο το στοιχείο της μαύρης κωμωδίας και με αναφορές στην κοινωνική ιστορία, ο Τάιμπο συνθέτει ένα συναρπαστικό και μυστηριώδες αφήγημα με φόντο τη σκοτεινή όψη της Πόλης του Μεξικού.
«Love me tender»
Μετάφραση: Χαρά Σκιαδέλλη
Εκδόσεις: Πόλις
Σελίδες: 168
Το ζήτημα του άλλου και της αγάπης σε όλες της τις μορφές: από τη μητρική αγάπη έως τον έρωτα στις διάφορες και ποικίλες εκδοχές του. Η ελευθερία μας προϋποθέτει και απαιτεί ενδεχομένως να θυσιάζουμε και να αφήνουμε πίσω μας πρόσωπα και καταστάσεις που αγαπάμε, και να αποδεχόμαστε τις προσωπικές μας ήττες, ώστε, ίσως, να καταφέρουμε να αποτρέψουμε τη θλίψη. Ένα μυθιστόρημα για τη μητρική αγάπη και τη λεσβιακή ταυτότητα και για το πώς οι κοινωνικές συμβάσεις θέτουν αυτά τα δύο σε αντιπαράθεση.
«Πάρε ανάσα»
Εκδόσεις: μεταίχμιο
Σελίδες: 344
Η Σίλβια Κώτσου έχει επιστρέψει στη Χαλάστρα, όπου μεγάλωσε, μαζί με τις δύο ανήλικες κόρες της. Εργάζεται ως δύτρια στις τοπικές μυδοκαλλιέργειες στο Δέλτα Αξιού. Η Σίλβια και οι κόρες της έχουν επιζήσει μιας εγκληματικής επίθεσης στην Αθήνα, κατά την οποία δολοφονήθηκαν ο πατέρας της και ο άντρας της. Το παρελθόν εμφανίζεται και πάλι μπροστά της, όταν ο δικηγόρος της οικογένειάς της ανασύρεται νεκρός από τη θάλασσα των μυδιών. Το πρόσωπό του είναι βαμμένο με γυναικείο μακιγιάζ. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο αστυνόμος Λάζος. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και τίποτα δεν μπορεί να αποκαλυφθεί, καθώς η Σίλβια Κώτσου κρύβει το κλειδί της υπόθεσης, τους Νυχτοβάτες. Ένα ψυχολογικό θρίλερ με πρωταγωνίστρια τη Σίλβια Κώτσου και τον αστυνόμο Λάζο.
«Αυτοκρατορία – Κομμόδου. Αντωνίνου. Αυγούστου. Τα εις Μάρκον Αυρήλιον»
Εκδόσεις: Μικρή Άρκτος
Σελίδες: 68
«… Δεκαέξι ετών συναυτοκράτορας﮲ και μήνας Μάιος στην κάτω Γερμανία και χιόνι, χιόνι ανένδοτο. Προχωρούσαμε αργά: πεντακόσια μέτρα μέτωπο κατάλευκων λεγεωναρίων, που σάλευαν στον βυθό «μιας θάλασσας από ασβεστόνερο», όπως έλεγε ο φρουρός μου – και ύστερα: «Θα μας γδάρει η παγωνιά, πριν μας γδάρουν οι Γερμανοί. Θα δούμε τα φαντάσματά μας ζωντανοί». Όταν φάνηκαν τα πρώτα δέντρα, είδα πρώτος εκείνα τ’ απίστευτα θηλυκά, με τα μακριά γκρίζα μαλλιά, τα κατάλευκα πέπλα και τις κόκκινες κάπες. Άλλες ύψωναν σπαθιά κι άλλες χτυπούσαν τύμπανα. Ήταν οι γυναίκες των βαρβάρων, ιέρειες μιας δασόβιας ειμαρμένης, που τρεφόταν με ρίζες, προσπαθώντας να εκτιμήσει, την πιθανή αξία τους στην αγορά της Ρώμης. Βάρβαρες Αφροδίτες μιας ηδονής, που δεν ξεχωρίζει τον θάνατο από την ζωή -ωστόσο έτοιμες να μεταμορφωθούν σε φλύαρες Ρωμαίες οικοκυρές. Ανάμεσα στα δέντρα, περίμεναν τ’ αρσενικά τους, χορτασμένα αποβραδίς σφαγή του έρωτα…». Ένα υπέροχο, πολυσύνθετο ποίημα του Γιώργου Μπλάνα.