ΒΙΒΛΙΟ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Κάρλο Λουκαρέλι: Θέλω το τέλος να είναι ισάξιο της αρχής

Ένας από τους πλέον σημαντικούς συγγραφείς της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας, ο Κάρλο Λουκαρέλι απολαμβάνει σήμερα παγκόσμια φήμη – άλλωστε, ο συνήθης πρωταγωνιστής του, επιθεωρητής Ντε Λούκα, είναι πια διάσημος. Έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος σε μεγάλες εφημερίδες, υπήρξε για χρόνια παρουσιαστής τηλεοπτικής εκπομπής εξιχνίασης εγκλημάτων και, εκτός από μυθιστορήματα, έχει γράψει σενάρια και θεατρικά έργα.

Η «Τριλογία του Φασισμού» (που κυκλοφορεί τώρα από τις εκδόσεις Διόπτρα) ανήκει στα περισσότερο μεταφρασμένα έργα του, ενώ έγινε σειρά στην ιταλική τηλεόραση. Αλλά η αξία του έγκειται στο γεγονός ότι έχει καταφέρει τα βιβλία του να αποτυπώνουν μοναδικά την εποχή τους. Και αυτό, από μόνο του, είναι ένα υπέροχο επίτευγμα.

Εδώ, σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης, ο Κάρλο Λουκαρέλι ανοίγει τα χαρτιά του και, μεταξύ άλλων, μας μιλάει για την εποχή που παρουσίαζε τις ειδήσεις σαν να ήταν αστυνομικό μυθιστόρημα, ξεκαθαρίζει ευθαρσώς ότι δεν συμπαθεί τον επιθεωρητή Ντε Λούκα, αποκαλύπτει το παρασκήνιο της περίφημης συνεργασίας του με τον σπουδαίο Αντρέα Καμιλλέρι και εξηγεί ότι τον αγχώνει η συγγραφική διαδικασία επειδή… δεν γνωρίζει το τέλος.

Κύριε Λουκαρέλι, τι σας έκανε να στραφείτε στο συγκεκριμένο είδος, το ιστορικό θρίλερ, αλλά και γενικότερα στην αστυνομική λογοτεχνία; Πώς αποφασίσατε να εστιάσετε σε αυτόν τον ζοφερό και βίαιο κόσμο;  

Ενώ σπούδαζα στο πανεπιστήμιο σύγχρονη Ιστορία και έκανα την πτυχιακή μου εργασία για την αστυνομία στην περίοδο του φασισμού, μου δημιουργήθηκε αυτή η ιδέα: ότι αυτό θα μπορούσε να είναι το πλαίσιο για να αφηγηθώ μια ιστορία. Ένα πλαίσιο, δηλαδή, που θα αφορούσε την Ιταλία όχι μόνο του χθες, αλλά και του σήμερα. Στην Ιταλία υπάρχει πάντα ένας μύθος: ότι είμαστε πολύ καλοί άνθρωποι – και, πράγματι, είμαστε σε αρκετές περιπτώσεις. Όμως στο παρελθόν έχουμε κάνει και τρομερά άσχημα πράγματα. Έτσι, λοιπόν, κι εγώ ως Ιταλός αναρωτιέμαι: γιατί κάναμε τόσες κακές πράξεις; Και, κυρίως: τι μπορούμε να καταλάβουμε από την Ιστορία, ώστε να μην τις επαναλάβουμε…

Ο Ντε Λούκα απεικονίζεται ως ένας έντιμος επιθεωρητής, ένας αποφασισμένος αστυνομικός με αρχές που εργάζεται σε ένα διεφθαρμένο και πολιτικά φορτισμένο περιβάλλον. Από πού σας ήρθε η ιδέα για αυτόν τον ιδιαίτερο ντετέκτιβ;

Η ιδέα για τον επιθεωρητή Ντε Λούκα μου ήρθε όταν έκανα την πτυχιακή μου και πήρα συνέντευξη από έναν αστυνομικό ηλικιωμένο. Εκείνος ήταν πλέον στη σύνταξη έπειτα από σαράντα χρόνια υπηρεσίας, από την εποχή του Μουσολίνι όπου συλλάμβανε αντιφασίστες και παρτιζάνους. Έπειτα, όταν έπεσε το καθεστώς Μουσολίνι, εντάχθηκε στην αστυνομία των παρτιζάνων και κυνηγούσε πρώην φασίστες – τους πρώην εργοδότες του, δηλαδή. Κι έπειτα, μετά τις εκλογές, εντάχθηκε στην αστυνομία των χριστιανοδημοκρατών και συλλάμβανε πρώην παρτιζάνους. Με κάθε, λοιπόν, αλλαγή του καθεστώτος, αυτός άλλαζε τον στόχο των ερευνών του. Κάποια στιγμή τον ρώτησα, από περιέργεια: «Εσείς ποιον ψηφίζετε;». Και μου λέει: «Τι σχέση έχει αυτό; Εγώ είμαι αστυνομικός». Σαν να μου έλεγε, «εγώ τη δουλειά μου κάνω, δεν έχω σχέση με αυτά». Έτσι, όταν πήγα στο σπίτι, άρχισα να σκέφτομαι πώς θα μπορούσε ένας ήρωας της μυθοπλασίας να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση. Γιατί αυτός ο άνθρωπος ήταν τόσο προσηλωμένος στη δουλειά του, που -όπως ο Σέρλοκ Χολμς- δεν έβλεπε το πλαίσιο εντός του οποίου δρούσε. Ήταν ένας έντιμος, ικανότατος αστυνομικός που λειτουργούσε μέσα σε ένα κακό πλαίσιο.

Αλήθεια, πώς θα περιγράφατε τη σχέση σας με τον επιθεωρητή Ντε Λούκα;

Δεν μου είναι συμπαθής. Στην πραγματικότητα, δεν συμπαθώ κανέναν από τους ήρωές μου. Γράφω επίτηδες για χαρακτήρες διαφορετικούς από μένα, λόγω περιέργειας. Αυτό, λοιπόν, με ωθεί να αναρωτηθώ και να τον ρωτήσω: Πώς κατέληξες έτσι; Γιατί έκανες αυτή την επιλογή ή γιατί δεν πήρες μία θέση; Τι σε ώθησε να πάρεις αυτή την απόφαση; Γιατί, θέλεις πάση θυσία να μάθεις την αλήθεια; Απ’ την άλλη, στον Ντε Λούκα ως χαρακτήρα, μου αρέσει ότι είναι εύθραυστος, είναι αντιήρωας. Δεν ξέρει τι θέλει. Γενικά διακατέχεται από φόβο: φοβάται μην τον σκοτώσουν, φοβάται μην μπλέξει, ακόμα και στις σχέσεις του με τις γυναίκες είναι ευάλωτος. Ζει σε μία δύσκολη περίοδο -τόσο προς το τέλος του πολέμου, όσο και μετά από αυτόν- στην οποία, λόγω του χαρακτήρα του, μοιάζει συχνά ανυπεράσπιστος. Αυτό μου αρέσει σε εκείνον.

Για ένα διάστημα υπήρξατε ο παρουσιαστής μιας δημοφιλούς τηλεοπτικής εκπομπής για το έγκλημα. Επιπλέον, ως δημοσιογράφος έχετε εργαστεί σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Πώς η εμπειρία σας ως δημοσιογράφος σας βοήθησε στη συγγραφική διαδικασία;

Με βοήθησε και η δημοσιογραφία στη συγγραφή και το αντίστροφο. Πάντως, ξεκίνησα να γράφω ειδήσεις, αφού προηγουμένως είχα ξεκινήσει να γράφω μυθιστορήματα. Και παρουσίαζα τις ειδήσεις σαν να πρόκειται για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα! Δεν προσέθετα, ούτε άλλαζα κάτι, ωστόσο έβαζα στη σειρά τα γεγονότα με έναν αφηγηματικό τρόπο – όχι τόσο ως μία παράθεση πληροφοριών. Και έπειτα από λίγο, έπαιρνα πραγματικές ειδήσεις που μου ήταν γνωστές και τις πρόσθετα σε ιστορίες που είχα επινοήσει ο ίδιος. Επρόκειτο, λοιπόν, για μία ανταλλαγή γνώσεων και ιδεών και αυτή ήταν η μέθοδος που χρησιμοποίησα. Αλλά, παραμένω –ως επί το πλείστον- συγγραφέας και αφηγητής.

Τα μυθιστορήματά σας είναι πολύ προσεκτικά δομημένα. Καταστρώνετε την πλοκή σας λεπτομερώς από την αρχή ή έχετε μία γενική ιδέα και ξεκινάτε να γράφετε αυτοσχεδιάζοντας;

Υπάρχουν δύο είδη συγγραφέων: Οι μηχανικοί (κυρίως για το αστυνομικό μυθιστόρημα, γιατί πρέπει να έχει μια ξεκάθαρη δομή) και οι κηπουροί. Οι πρώτοι ξέρουν ήδη όλη την ιστορία, την έχουν στο μυαλό τους δομημένη. Ενώ οι δεύτεροι σπέρνουν και ανάλογα από το τι προκύπτει προσαρμόζουν, αλλάζουν… Εγώ ανήκω στη δεύτερη κατηγορία. Θα ήθελα πάρα πολύ να έχω την πλοκή στο μυαλό μου από πριν, γιατί αυτό σου δίνει μεγαλύτερη ασφάλεια – αλλά, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Εγώ όταν ξεκινάω, δεν γνωρίζω τη συνέχεια. Πολλές φορές μπορεί να χαθώ – κάτι που είναι αρκετά αγχωτικό. Όταν για παράδειγμα έγραψα το «Εν λευκώ», ο επιθεωρητής Ντε Λούκα προσπαθεί να διαλευκάνει μία ανθρωποκτονία και φοβάται, δεν ξέρει τι κατάληξη θα έχει. Και δεν ήξερα ούτε εγώ, μέχρι που έφτασα στο τέλος.

Κάρλο Λουκαρέλι, Η Τριλογία του Φασισμού. Από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Τι σας αγχώνει περισσότερο στη διαδικασία της συγγραφής ενός βιβλίου;

Για μένα οι φόβοι είναι δύο: Πρώτον, το να αντιληφθώ ότι ιστορία μου χρειάζεται κάποιες λεπτομέρειες που μου είναι δυσάρεστες να αφηγηθώ – για παράδειγμα, αν υπήρχε κάποιος που κοιτούσε με παράξενο τρόπο ένα παιδί. Ωστόσο, προσπαθώ να μπω στο μυαλό του δράστη. Δεύτερον, θέλω το τέλος να είναι ισάξιο της αρχής. Όπως είπα και πριν, είμαι ένας κηπουρός και φοβάμαι μήπως το τέλος δεν είναι ανάλογης αξίας με την ιδέα που είχα από την αρχή και χρειαστεί να τα αλλάξω όλα. Αν και θεωρώ το εαυτό μου τυχερό, γιατί μέχρι τώρα όλα τα τέλη που έχω γράψει, άξιζαν.

Έχετε συνεργαστεί συγγραφικά με έναν άλλο σπουδαίο εκπρόσωπο του μεσογειακού νουάρ μυθιστορήματος, τον Αντρέα Καμιλλέρι. Μιλήστε μας για αυτήν την εμπειρία.

Ήταν μία υπέροχη εμπειρία. Ένας εκδότης μας ζήτησε να γράψουμε μια ιστορία από κοινού. Εμένα μου άρεσε, ωστόσο σκέφτηκα ότι θα ήταν αδύνατον. Πρώτον, γιατί ο Καμιλλέρι είναι ο Καμιλλέρι και δεύτερον δεν είχαμε αρκετό χρόνο και δεν γνωρίζαμε πώς να γράψουμε μια ιστορία μαζί. Τότε, ο Αντρέα Καμιλλέρι είχε την ιδέα να ανταλλάσσουμε επιστολές με υλικό και να γράφει ο καθένας από ένα κεφάλαιο. Έτσι, λοιπόν, εγώ του έστειλα κάποια φύλλα από το αστυνομικό τμήμα της ηρωίδας μου, της επιθεωρήτριας Γκράτσια Νέγκρο που χάριν της ιστορίας θα τα έστελνε στον επιθεωρητή Σάντρο Μονταλμπάνο. Κάποια στιγμή η Γκράτσια Νέγκρο ζήτησε βοήθεια από τον Μονταλμπάνο και εκείνος απάντησε «όχι». Και παίρνω τον Καμιλλέρι τηλέφωνο και του λέω: «Πώς όχι; Εάν δεν ήθελες να το κάνουμε, ας μου το έλεγες από την αρχή». Και τότε μου στέλνει κανόλι, το γλυκό από τη Σικελία το οποίο είχε μέσα ένα σημείωμα που έλεγε: «Πώς είναι δυνατόν αγαπητή Γκράτσια να μου ’χεις στείλει σε επίσημη αλληλογραφία τέτοιες πληροφορίες;». Και έτσι εγώ μετά του έστειλα τορτελίνια στα οποία υπήρχε ένα σημείωμα που έλεγε: «Αγαπητέ Σάντρο…». Και συνεχίστηκε, μέχρι τέλους, ένα υπέροχο παιχνίδι».

Η λογοτεχνία μπορεί να αποδειχθεί ένα επικίνδυνο παιχνίδι;

Ναι. Στη λογοτεχνία, πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να χαθείς. Στην περίπτωσή μας θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε αυτό το παιχνίδι επ’ άπειρον. Αλλά έπρεπε να εστιάσουμε στην ιστορία και να έχει ένα νόημα. Έπρεπε, επίσης, να δώσουμε κάποια στιγμή ένα τέλος. Και επειδή εγώ δεν μπορούσα να το κάνω, ζήτησα από τον Αντρέα να την τελειώσει αυτός.  

Ποια είναι η βαθύτερη πρόθεση, η ιδέα που ενδεχομένως μπορεί να αναζητηθεί πίσω απ’ όλα τα μυθιστορήματά σας;

Υπάρχει ένας κοινός σκοπός στα μυθιστορήματά μου – είτε αυτά αφορούσαν την περίοδο του φασισμού ή της αποικιοκρατίας, είτε το σήμερα. Ήθελα να περιγράψω το πώς είναι να είσαι καλός με τον λάθος τρόπο. Να δείξω δηλαδή τους μηχανισμούς και τα λάθη που κάναμε ιστορικά, τόσο στην Ιταλία, όσο και στην Ευρώπη, αλλά και ο καθένας ατομικά. Και θα ήθελα το βιβλίο να δώσει στον αναγνώστη μία αφορμή για να σκεφτεί ότι εδώ -για παράδειγμα- ο ήρωας δεν έχει δίκιο και να του έρθει μία ιδέα για αλλαγή. Ο σκοπός όλων όσοι γράφουν ένα βιβλίο είναι να αλλάξουν τον κόσμο ή έστω να αλλάξουν κάτι σε αυτόν. Φυσικά δεν θα το πετύχουμε, ας μην αυταπατόμαστε. Αλλά πάντα είναι πολύ καλύτερο, από το να μην κάνουμε τίποτα.

Έχετε καταλήξει έπειτα από τόσα χρόνια τι είναι η έμπνευση, εκείνη η στιγμή από την οποία ξεκινούν όλα;

Για να γράψει κάποιος, πρέπει πρώτα απ’ όλα να το θέλει, να έχει όρεξη. Γιατί ιδέες πάντα έχει ο συγγραφέας, αλλά το θέμα είναι να έχεις διάθεση να γράψεις. Έτσι, εγώ έχω μία αντίληψη του συγγραφέα περισσότερο ως δημιουργού λαϊκής τέχνης, όχι τόσο ως καλλιτέχνη.

Θα μπορούσατε να μας αποκαλύψετε ποιος είναι ο μεγαλύτερος μύθος για εσάς τους συγγραφείς;

Από τη μία πλευρά, υπάρχει ο μύθος στον οποίο πιστεύει ο κάθε συγγραφέας για τον εαυτό του: νομίζουμε ότι είμαστε σημαντικοί. Ωστόσο, δεν μπορούμε να ξεκινάμε από αυτό, πρέπει να παραμένουμε ταπεινοί απέναντι στη μεγάλη πρόκληση: στο τι επιδιώκουμε να πούμε. Απ’ την άλλη, υπάρχει ο μύθος στο πώς μας βλέπουν οι άλλοι: θεωρούνε ότι είμαστε προνομιούχοι, ότι είμαστε πλούσιοι και έχουμε τη δυνατότητα να λέμε ό,τι θέλουμε. Αλλά δεν συμβαίνει αυτό, και πολύ συχνά είναι αρκετά δύσκολο ο συγγραφέας να πει αυτό που θέλει. Στο κάτω κάτω, είναι ένα επάγγελμα όπως όλα τα άλλα.

Πώς βλέπετε τα πράγματα στις μέρες μας; Γιατί αντιμετωπίζουμε και πάλι την άνοδο του εθνικισμού και της ξενοφοβίας σε όλη την Ευρώπη; Υπάρχει κάποια διέξοδος από όλα αυτά ή η Ιστορία απλώς επαναλαμβάνεται;

Είμαι πάντα αισιόδοξος ότι δεν θα ξαναζήσουμε τα ίδια. Υπό μία προϋπόθεση: πρέπει να ασχοληθούμε ενεργά, αλλιώς πράγματι υπάρχει ο κίνδυνος η Ιστορία να επαναληφθεί. Ο κίνδυνος αυτός δεν λέει να εκλείψει, επειδή δεν μελετούμε την Ιστορία ποτέ. Έχουμε ξεχάσει, ας πούμε, στην Ιταλία ότι ήμασταν ένας λαός αποικιοκρατών. Παρόλα αυτά, εγώ πιστεύω ότι κάθε φορά είμαστε λίγο καλύτεροι από ό,τι οι προηγούμενοι.


Η συνέντευξη με τον Κάρλο Λουκαρέλι έγινε στο Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών στα ιταλικά, με διερμηνέα την Άννα Νούση, με αφορμή τη συμμετοχή του στη παρουσίαση του εμβληματικού βιβλίου του “Η Τριλογία του Φασισμού” στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης 2024.

Γιώργος Βαϊλάκης

Share
Published by
Γιώργος Βαϊλάκης