Το Μπολιβάρ των bijoux de kant έχει ήδη ξεκινήσει την πορεία του, συνεχίζοντας μια πορεία τολμηρή, γόνιμη και καθόλου εύκολη. Ο τρόπος με τον οποίο ο Γιάννης Σκουρλέτης προσεγγίζει τα ζητήματα και τα τραύματα της ελληνικότητας, συνδυάζει τρεις παράγοντες που σπανιότατα τους συναντάμε όλους μαζί: Βαθύτητα στην ανάλυση, ευαισθησία στην προσέγγιση και αποτέλεσμα καθαρά ποιητικό. Η Popaganda τον συνάντησε έχοντας τη βεβαιότητα πως ο λόγος του θα ήταν εξίσου ρηξικέλευθος με τη δουλειά του στο θέατρο, πως θα είχε να πει πολλά που δεν ακούγονται συχνά. Κι οι προσδοκίες μας ευοδώθηκαν με το παραπάνω.
Το Μπολιβάρ ανήκει στα λογοτεχνικά έργα που παρεξηγήθηκαν και διαστρεβλώθηκαν από όλες τις πλευρές, για όλους τους λάθος λόγους. Ναι. Όπως κι η περίφημη γενιά του 30. Ενώ οι προθέσεις ήταν διαφορετικές, η διαδρομή και η εκμετάλλευση που ήρθε από την πολιτική, φιλολογική και κατεστημένη εξουσία, ήταν πως έπρεπε όλα να υπηρετήσουν ένα εθνικό αφήγημα. Μιας ταυτότητας, μιας ελληνοκεντρικότητας. Πολύ ουσιαστικό τέτοιο παράδειγμα είναι το Μπολιβάρ. Σκέψου ότι γράφεται σε μια πολύ ταραγμένη εποχή. Μέσα στον πόλεμο, το ’42. Το γράφει ο Εγγονόπουλος και το κυκλοφορεί σε φυλλάδια, κι υπάρχει γενική κατακραυγή. Αναγκάζεται ο Εμπειρίκος και τον κλειδώνει για δύο μήνες στο υπόγειο του σπιτιού του γιατί κινδύνευε η ζωή του. Διότι οι μεν αριστεροί θεωρούσαν το ποίημα ελληνοκεντρικό, άρα εθνικιστικό, οι δε δεξιοί το θεωρούσαν διεθνιστικό λόγω Σιμόν Μπολιβάρ. Δεν εξυπηρετούσε το εθνικό αφήγημα και κυνηγιόταν από παντού ο Εγγονόπουλος. Κι όπως λέει κι ο ίδιος μέσα στο ποίημα: Ξέρω ότι δεν θα με καταλάβει ποτέ κανείς. Και πρόσεξε τι κάνει: ταυτίζει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο με το Σίμωνα Μπολιβάρ.
Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Πρέπει να πω ότι αυτό δεν είναι ιδέα του Εγγονόπουλου. Ήδη έγινε από τα επαναστατικά χρόνια, δηλαδή από την Ελληνική Επανάσταση, με έναν τρόπο λόγω της πολιτικής θέσης του Ανδρούτσου και της στάσης του απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση – μην ξεχνάς ότι είναι ο έλληνας ήρωας ο οποίος συνεργάζεται με τους Τούρκους και κλείνεται στις φυλακές γιατί θεωρούσε ότι το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας δεν είναι το ζητούμενο. Το θέμα είναι αν η ελληνική πραγματικότητα κι η εξουσία όπως διαμορφώνεται μέσα στην Επανάσταση είναι το ίδιο ακριβώς με τους Τούρκους κατακτητές. Θεωρούσε πως οι Έλληνες κατσαπλιάδες καταλύουν το ελεύθερο πνεύμα όπως αντίστοιχα και οι Τούρκοι. Δεν ήταν λοιπόν δύσκολο στο μυαλό του Ανδρούτσου να συνεργαστεί με τους Τούρκους για να το χτυπήσει αυτό. Είναι τρομερά επαναστατικό για την εποχή όπως καταλαβαίνεις. Κι υπήρχε ο λαϊκός μύθος που ταύτιζε τον Ανδρούτσο με τον Μπολιβάρ. Κι επίσης και των δύο οι στόχοι ματαιώνονται: ο ένας δολοφονείται μέσα στα κελιά κάτω από την Ακρόπολη, κι ο άλλος φεύγει εξόριστος στο Παρίσι, ζει δύο χρόνια και πεθαίνει εκεί μαραζωμένος μετά από όλο αυτό που έγινε στη Λατινική Αμερική. Το επαναλαμβάνω: όλα τα συστήματα μπήκαν σε λειτουργία για να υπηρετήσουν το εθνικό αφήγημα μιας ελληνοκεντρικότητας, μιας σύνδεσης με το αρχαίο κάλλος και το αρχαίο πνεύμα αθάνατο.
Μου θυμίζεις αυτό που λέει ο Αργύρης Μπακιρτζής για τον εθνικό ήρωα των Σλάβων πρίγκιπα Μάρκο Κράλιεβιτς , ο οποίος πολέμησε με την πλευρά των Οθωμανών, διότι αυτή ήταν η προοδευτική πλευρά εκείνη την εποχή! Πάρα πολύ σωστά. Και μετά από την πολιτική κρίση, ξεσπάει και η φιλολογική κρίση, το φιλολογικό ζήτημα για το πού κατατάσσεται ως μανιφέστο ο Μπολιβάρ. Γιατί αυτό που λέει ο Εγγονόπουλος τότε, είναι πάρα πολύ σημαντικό. Σημαίνει πως τα πράγματα είναι πέρα από την ταυτότητα, ο ελεύθερος άνθρωπος δεν ορίζεται μέσα στο πλαίσιο μιας εθνικής συνείδησης, αλλά μιας προσωπικής ελευθερίας. Και βέβαια κι ο ίδιος μέσα στο ποίημα φτάνει στο συμπέρασμα ότι από τη στιγμή που κάτι γίνεται μύθος, έχει ήδη αφοπλιστεί. Άρα το ζήτημα της libertad, της ελευθερίας, είναι ένα φρικτό παραμύθι. Το λέει: το φρικτότατο σκότος, το φριχτό παραμύθι Libertad. Δεν υπάρχει αυτό το πράγμα. Και η νίκη πια του Εγγονόπουλου – αυτό είναι το σημαντικό, κι εγώ αυτό προσπάθησα να πω με την παράσταση – η νίκη είναι η συνειδητοποίηση της ήττας. Αυτό το δωμάτιο όπου ξεκινάει η παράσταση με το Ενοικιάζεται, αυτό το δωμάτιο-τάφος είναι όλη η Ελλάδα, αυτοί που περάσανε και νοικιάσανε ένα κομμάτι ιστορίας: ο παλικαράς που άφησε το αίμα του εκεί μέσα, η γηραιά δέσποινα που την πήγαν στο γηροκομείο, τα τρία αδέλφια που γεννήθηκαν εκεί κι ο ένας έγινε φαροφύλακας…
Και μόνο από αυτό που μου λες περί τάφου, η σώνει και καλά αισιόδοξη αριστερά της δεκαετίας του ’40, πώς να ανεχτεί κάτι τέτοιο; Με τίποτα! Κυνηγήθηκε ως ένα ελληνοκεντρικό ποίημα. Παρόλο που ο ίδιος ο Εγγονόπουλος δεν είχε καθόλου ισχυρούς δεσμούς με τη γενιά του ’30, άσχετα αν μετά θέλησαν να τον τοποθετήσουν μέσα εκεί, ακριβώς για να υπηρετήσει κι αυτός το μοντέλο και το εθνικό αφήγημα.
Γενικώς βολεύει να μπορούμε να τοποθετούμε ετικέτες στα πράγματα. Έτσι τα αφοπλίζουμε, το καταλαβαίνεις; Όπως έγραψε κι ο Γιώργος Σαμπατακάκης, εδώ μιλάμε για το τέλος μια εποχής , για το μετα-ηρωϊκό πεδίο. Εκεί που πια οι ήρωες οι ίδιοι δεν έχουν λόγο να παλέψουν για κάτι. Είναι και μια περίπτωση ενηλικίωσης με ένα τρόπο αυτή η παράσταση. Είναι σαν να ξεκρεμάς το Σούπερμαν ή το Μπάτμαν που έχεις καρφιτσώσει στον τοίχο του δωματίου σου σαν παιδάκι, κι όταν ολοκληρώνεις την εφηβεία καταλαβαίνεις ότι αυτό δεν έχει την αξία που είχε παλαιότερα, και τους βάζεις στο συρτάρι. Κι αυτές οι αφίσες θα παραμείνουν εκεί στο συρτάρι, φέροντας πάντα το φορτίο τους – γι αυτό κι έρχεται το κείμενο της Μπασδέκη Ο Λευτέρης στο Αμήν να υπογραμμίσει και να ενισχύσει αυτό που λέει ο Εγγονόπουλος. Δεν έρχεται σε αντιδιαστολή με το ποίημα. Απλώς χρησιμοποιεί μια γλώσσα και μια φόρμα που το κάνουν πιο εύληπτο στον πιο πολύ κόσμο. Ότι τελικά την ώρα που βαφτίζουμε τον ήρωά μας είτε Χριστό, είτε Μπολιβάρ, είτε Τσε Γκεβάρα, είτε Σούπερμαν…
Ή πεθαμένο Άδωνι, που λέει ο Σικελιανός. Βεβαίως. Όπως και να τον βαφτίσεις. Και λέει ο Εγγονόπουλος ότι το μόνο που μένει πια είναι να επιστρέψουμε στο Μεγάλο Φαλλό, σε αυτή τη βακχική, οργιώδη φύση του ανθρώπου. Όπου τα πράγματα δεν έχουν ακόμα γίνει λέξεις, είναι προμυθολογικά. Μόνο σε εκείνο το σημείο μπορούμε να βρούμε ένα κομμάτι ελευθερίας. Είναι βαθιά απαισιόδοξο ποίημα. Αλλά την ίδια στιγμή που είναι απαισιόδοξο, την ώρα που εγώ αυτό τον έρημο το Λευτέρη τον έχω εκεί να αγκομαχά, να προσπαθεί να ξαναβρεί ένα μέρος μέσα στον τάφο για να ηρεμήσει, να λέει: έχω το δικό μου δωμάτιο, τα κοκαλάκια μου ξεπλυμένα από το κρασί, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που ακυρώνεται η φύση του, εκείνη την ίδια στιγμή εξυψώνεται μέσα από τη συνειδητοποίηση της ήττας του. Δεν είναι Χριστός, αλλά έχει περάσει από τη διαδικασία. Έχει φορέσει το ακάνθινο στεφάνι. Έχει το ωραίο σώμα. Γι αυτό κι επέλεξα έναν ηθοποιό που να έχει κι εμφανισιακά τα στοιχεία.
Είναι και το Ωραίο Κτήνος ταυτόχρονα. Το είπες ωραία! Το Ωραίο Κτήνος! Αυτή η εν δυνάμει επιθυμία. Γι αυτό νομίζω πως είναι πολύ σημαντικό τα πράγματα να έχουνε και μία σωματική διάσταση, δηλαδή εν τέλει μια ερωτική διάσταση. Διαφορετικά γίνονται ιδεολογήματα, γίνονται ιδέες, κι εκεί εξαντλούνται δυστυχώς. Μόνο αν είναι σώμα. Γιατί – κι αυτό νομίζω πρώτη φορά το λέω – το αντίθετο του θανάτου δεν είναι η ζωή. Γιατί η ζωή τον εμπεριέχει κάπως το θάνατο. Το αντίθετο του θανάτου είναι ο έρωτας. Το μόνο που μπορεί να αντισταθεί σε αυτό το τετελεσμένο είναι ο έρωτας. Αυτή είναι η διάσταση που με ενδιαφέρει πάρα πολύ να μπω, κι αυτά να τα πω με σωματικό τρόπο. Να τον αγιοποιήσω κι ο ίδιος, γιατί αν δεν αγιοποιήσω τον αντιήρωά μου, έχω τον κίνδυνο να πέσω ξανά στην παγίδα μιας μηδενιστικής αντίληψης για τα πράγματα. Εγώ την ώρα που τον αποκαθηλώνω από το βάθρο του – λέει «Βασιλιά των Βασιλέων με κάνατε» – εκείνη τη στιγμή τον εξυψώνω κιόλας μες στην ήττα του.
Μα θέατρο χωρίς το σώμα πώς θα γίνει; Κοντέψαμε βέβαια να το κάνουμε κι αυτό… Σωστά. δεν υπάρχει. Δεν γίνεται θέατρο χωρίς το σώμα. Είναι η ίδια η φύση της τελετής αυτή, που ζητάει το αίμα, τη σάρκα, τον ιδρώτα τις εκκρίσεις, την ανθρωπίλα… Μόνο μέσα από αυτό γίνεται. Κι εδώ μπορώ να θυμηθώ το Δημητριάδη, και να πω πολλά για το τι λέει γύρω από αυτά τα πράγματα.
Να τον θυμηθούμε, γιατί όχι; Μα δεν το λέει; Άνθρωπος μου έλειψε, θεό δεν έψαχνα.
Έτσι δεν ξεκινάει και τη Λήθη; Μόνο το σώμα. Μόνο. Αυτό είναι νομίζω η παράσταση, αν μπορώ δηλαδή να πω με πολύ λίγα λόγια. Ζούμε σε μια εποχή που πρέπει να επανεξετάσουμε, να αρχίσουμε να κοιτάμε βαθιά τα ζητήματα που μας έχουν κάνει ισχυρές εγγραφές ως εθνική ταυτότητα και να τα ξαναδούμε. Είμαστε πολλά συστήματα, δεν είμαστε ένα. Κι η κρίση έχει παίξει το ρόλο της για να περάσουμε πια σε αυτό το σημείο όπου δεν είμαστε στο πρώτο επίπεδο, να καταθέσω την ψυχή μου συναισθηματικά, δεν είναι αυτό το ζήτημα, αλλά να συναντήσω ξανά μια μυθική διάσταση των πραγμάτων.
Είπαμε πολλά για τα Λευτέρη, αλλά όχι για το άλλο πρόσωπο της παράστασης. Για τον Εγγονόπουλο, που παίζει ο Αντώνης. Ο Αντώνης είναι ο δημιουργός, αυτός ο παλιάτσος που προσπαθεί εις γνώσιν του να ξαναθέσει σε λειτουργία το μηχανισμό της επιθυμίας. Το ξέρει από την αρχή πως είναι η μόνη του διέξοδος, να ξαναθέσει το ζήτημα, να το ξανασυναντήσει. Ακόμα και στην πτώση του πρέπει να το συναντήσει.
Κι ο δημιουργός είναι φιγούρα ενός λαϊκού θεάματος. Ναι. Έχει τον απόηχο του Εγγονόπουλου, κι από την άλλη δεν θέλαμε να είναι και πολύ «εγγονοπουλικά» τα πράγματα. Ήθελα να υπογραμμίζω μέσα από μικρά στοιχεία το έργο του Εγγονόπουλου, αλλά έχει και πολλά πράγματα από Φελλίνι, από το La Strada… Έχουμε βάλει και μουσικές του Nino Rota, για να προωθήσουμε αυτό το λαϊκό στοιχείο…
Από το 8 ½, αν θυμάμαι καλά… Ναι, κι από τις Νύχτες της Καμπίρια… Είναι ένας παλιάτσος, ένας σαλτιμπάγκος, ένα συντρίμμι στην πραγματικότητα, που προσπαθεί να συνθέσει ξανά τον εαυτό του μέσα από το δημιούργημά του. Αυτό που κάνει ο Εγγονόπουλος. Μέσα από όλη αυτή την πληθώρα πραγματολογικών αναφορών, το πώς η Αργεντινή, η Παραγουάη, το Καρακάς, συνδέονται με τη Λάρισα, τη Μονεμβασιά, το Ανάπλι, την Κωνσταντινούπολη, όλα αυτά τα ονόματα με τα οποία παίζει προσπαθώντας να συνθέσει κάτι, αυτή η ονοματολογία: Είσαι κι αυτό, κι αυτό, κι εκείνο… Είσαι όλα αυτά, τα πάντα! Ο Ήρωας μέσα στο μυαλό του. Θυμάμαι πολύ ισχυρά και τον Παλαιό των Ημερών του Μάτεσι, αυτό το αναγκαίο ψεύδος. Να προσδώσουν οι άνθρωποι μια άλλη δυνατότητα στα πράγματα. Να ονοματίσουν κάποιον άγιο, θεό, μάγο. Για να καλύψουν το αδιέξοδο μιας πίστης αδύναμης, ανήμπορης. Ακόμα κι αν γνωρίζουν ότι είναι ψέμα. Για σκέψου: όλη η χριστιανική ηθική βασίζεται εν τέλει πάνω σ’ αυτό, την κατασκευή ενός ήρωα που μπορεί να νικήσει ακόμα και τον ίδιο το θάνατο. Δηλαδή να μπορεί να υπερβεί τα πάντα. Αυτός είναι: ένας Χριστός, ένας Απόλλωνας, ένας Βάκχος, ένας ήρωας.
Με αφορμή τον Εγγονόπουλο, αλλά και τη συγκεκριμένη φόρμα: εσύ έχεις ένα εικαστικό παρελθόν. Ναι. Έχω κάνει δύο μεγάλους κύκλους δουλειάς στα εικαστικά, παρόλο που δούλευα πολλά χρόνια, πάρα πολλά, έχω φάει πολύ υπόγειο δηλαδή με τη ζωγραφική! Ο πρώτος μεγάλος κύκλος ήταν τα Νεκροταφεία κι ο δεύτερος ήταν τα Δάση. Είχα μια εμμονή με αυτά τα δύο. Και μάλιστα με μια τεχνική ιδιαίτερα επίπονη και δύσκολη: πενάκι με ακρίβεια φωτορεαλιστική. Γιώργο μου, νομίζω ότι στην πραγματικότητα είναι μια συνέχεια. Δεν νιώθω μια τομή, ότι έκανα εικαστικά και ξαφνικά κάνω κάτι άλλο. Είναι μια φυσική εξέλιξη, οδηγήθηκα εκεί. Δεν εγκατέλειψα κάτι και μπήκα σε ένα άλλο πεδίο, νιώθω ότι είναι το ίδιο ακριβώς πλαίσιο. Άλλωστε την ίδια ιστορία λέμε πάντα. Είχα κάνει μια έκθεση στους Breeder, που λεγόταν Τα Τελευταία Τζιτζίκια που Ουρλιάζουν Καταχείμωνο Πάνω στις Βελανιδιές της Θράκης. Ο τίτλος δείχνει και μια θεατρική προσέγγιση – ήταν στη σειρά με τα Δάση. Νομίζω πως το ένα χωράει και εμπεριέχει και το άλλο, πολλές φορές ανακαλύπτω πως και μέσα από τον τρόπο της υποκριτικής υπάρχουν ζητήματα που με απασχολούσαν στο καθαρά ζωγραφικό μου βίο.
Κι η θεατρική σου θεματική; Αυτές οι παραστάσεις που κάνω έχουν μια πολύ ισχυρή στόχευση σε αυτό που λέμε εθνική ταυτότητα, εθνική απελπισία, εθνική μοναξιά, εθνική κατάντια. Προϋποθέτουν και μια συναισθηματική διαδρομή που πρέπει να κάνει ο ίδιος ο ηθοποιός. Με τον Αντώνη (Γκρίτση) που συνεργάζομαι τώρα είμαι πολύ τυχερός, γιατί εκτός των άλλων είναι κι ένας άνθρωπος που έχει ευαισθησίες, έχει μια ειδική θερμοκρασία. Δεν είναι μόνο θέμα τεχνικής τα πράγματα, είναι και θέμα ψυχισμού, διαθεσιμότητας απέναντι στο άγνωστο. Γιατί θα το πω πολλές φορές: δεν σκοπεύω να κουνήσω το δάχτυλο. Προσπαθώ να καταλάβω τι μου συμβαίνει. Μέχρι εκεί. Αυτός είναι ο τρόπος που το διαβάζω. Γιατί κάθε παράσταση λέει το ίδιο πράγμα με διαφορετικά λόγια, με διαφορετικά κοστούμια, όμως την ίδια ιστορία λέμε, με άλλα ονόματα.
Εκεί όμως που βλέπω ότι ο δικός σου δρόμος είναι εντελώς άλλος, είναι πως τις τελευταίες δεκαετίες έχουμε δει και τους εικαστικούς και τα εικαστικά να μπαίνουν στο θέατρο, όμως συνήθως αυτό γίνεται είτε προς την κατεύθυνση αυτού που λέμε περφόρμανς, είτε προς μια κατεύθυνση χωρίς μεγάλη σημασία στο λόγο, ως θεατροποιημένες εγκαταστάσεις. Εσύ όμως κάνεις θέατρο-θέατρο. Ναι. Κοίταξε, για να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε γιατί όπως λέει κι ο Τερζόπουλος, άλλο λέει ο καθένας κι άλλο εννοεί. Λέμε π.χ. μια λέξη: ρεαλισμός. Τώρα τι σημαίνει για σένα ρεαλισμός και τι για μένα είναι άλλη ιστορία. Λέμε νατουραλισμός, επίσης. Έχουμε ένα πρόβλημα να ορίσουμε επακριβώς τα πράγματα και να αντιλαμβανόμαστε το ίδιο πράγμα όταν λέμε μια λέξη.
Νομίζω πως το βασικό πρόβλημα είναι αυτό: έχουν χαθεί τα κριτήρια και οι ορισμοί. Ακριβώς. Έχουμε χάσει τα βασικά εργαλεία με τα οποία μπορούμε να συνεννοηθούμε. Αν όμως μπούμε σε τέτοια περιπέτεια, να αρχίσουμε να ορίζουμε τα πράγματα, νομίζω ότι είναι μια παγίδα. Δεν είναι δουλειά μου να το κάνω αυτό, πρέπει να το κάνει ένας θεωρητικός, μια Ακαδημία… Εγώ μπαίνω στα πράγματα με τρόπο σωματικό, και με τον τρόπο που αντέχω. Πολλές φορές μου λένε πως κάνω πολύ μοντέρνα πράγματα. Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει αυτό; Το κάνω με τον τρόπο που νομίζω ότι μπορεί να γίνει. Δεν σκέφτομαι ότι κάνω κάτι μοντέρνο ή ρεαλιστικό ή άλλο. Δεν θέλω να μπαίνω σε τέτοια περιπέτεια, γιατί νομίζω πως είναι αδιέξοδη.
«Εγώ μπαίνω στα πράγματα με τρόπο σωματικό, και με τον τρόπο που αντέχω. Πολλές φορές μου λένε πως κάνω πολύ μοντέρνα πράγματα. Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει αυτό; Το κάνω με τον τρόπο που νομίζω ότι μπορεί να γίνει.»
Μέσα σε αυτή την αναζήτηση που έχει να κάνει με την ελληνικότητα, υπάρχουν πρόσωπα τα οποία επανέρχονται. Σίγουρα είναι ο Ιωάννου και ο Δημητριάδης. Ναι. Κι άλλοι είναι, έχω πολλά πράγματα στο μυαλό μου. Είναι κι άλλα κείμενα που με προκαλούν πολύ να ανακαλύψω τα μυστικά τους. Άλλωστε πρέπει να σου πω κάτι: εγώ το Μπολιβάρ το είχα διαβάσει σε πολύ νεαρή ηλικία. Δεν είχα καταλάβει βέβαια τίποτα, αλλά είχα γοητευτεί πάρα πολύ από αυτό το μετέωρο αίσθημα ότι μιλάω για κάτι που είναι πολύ άυλο, κι από την άλλη πολύ συγκεκριμένο. Αυτό το πέρασμα από το ένα στο άλλο, με είχε ιντριγκάρει πάρα πολύ. Και μ’ένα τρόπο, αυτό το πρώτο αίσθημα που είχα για το κείμενο, ήθελα να το διατηρήσω στην παράσταση. Ήθελα να μην τα καταλαβαίνω κι όλα. Να δημιουργεί και σε μένα την έκπληξη, να λέω: Τι είναι αυτό; Λέω όλα αυτά που λέω, αλλά στην πραγματικότητα μπορεί να είναι και κάτι άλλο το Μπολιβάρ.
Τι αναζητάς σε ένα κείμενο; Θέλω πάντα στα κείμενα να ανακαλύπτω και να γοητεύομαι, και περιμένω από τα κείμενα να μου δώσουν τη δυνατότητα να αποκαλύψω κι εγώ κομμάτια δικά μου, που θα είναι έκπληξη και για μένα, που θα μου είναι καινούρια τοπία. Και νομίζω ότι ο μόνος φορέας διαχρονικού αισθήματος είναι η γλώσσα. Η διαχρονία του αισθήματος είναι η διαχρονία της γλώσσας. Όσο επιστρέφεις πίσω και κοιτάς τη γλώσσα, τόσο επιστρέφεις σε αρχαία αισθήματα. Είτε είναι Χρηστομάνος είτε Παλαμάς, Εγγονόπουλος, οι έλληνες ρομαντικοί της Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής… Αυτό μοιραία σου ανοίγει δρόμους.
Ξέρω πως σε απασχολεί Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου. Ναι. Είναι ένα κείμενο που θα ήθελα πολύ να το κάνω.
Άλλες εμμονές; Θα ήθελα σίγουρα να ασχοληθώ με το Σολωμό, και μάλιστα θα ήθελα το τρίτο εθνικό πορτραίτο που θα ολοκληρώσει τον κύκλο να είναι το δικό του. Και ιδιαίτερα τα σπαράγματά του, τα αποσπάσματα, αυτές οι σκόρπιες λέξεις. Νομίζω ότι ο Σολωμός είναι τεράστιος συγγραφέας. Και με αυτόν ισχύει το ίδιο: η Ακαδημία τον επέλεξε για να υπηρετήσει ένα εθνικό αφήγημα. Έγινε εθνικός ποιητής!
Και βεβαίως, γενόμενος εθνικός ποιητής, αφοπλίστηκε για πάντα! Ε βέβαια! Την ίδια λέξη σκεφτήκαμε! Και χάθηκε αυτό που υπάρχει στο περιθώριο, στην παύση, στο σπάραγμα του Σολωμού, εκεί που βρίσκεται όλη η εθνική απελπισία.
Η Τραγωδία σε έχει απασχολήσει; Ναι. Θέλω πολύ. Μακάρι να μου δοθεί η δυνατότητα κάποια στιγμή να κάνω. Κι αν με ρωτήσεις τώρα, θα ήθελα να ασχοληθώ με το Σοφοκλή. Παρόλο που σε πρώτη ανάγνωση θα έλεγε κανείς ότι ο Ευριπίδης είναι αυτός που μου ταιριάζει.
Θα ήταν πρώτη ανάγνωση, όπως το είπες. Ναι. Ο Σοφοκλής με προκαλεί περισσότερο. Κάτι σκέφτομαι.
Μάλλον μοιραία η ρίζα κάποιων πραγμάτων που αναζητάς θα σε οδηγούσε συν τω χρόνω εκεί ούτως ή άλλως. Τον έχω υπόψη μου πάντως. Ακόμα κι Εγγονόπουλο όταν κάνω, τον σκέφτομαι το Σοφοκλή. Είναι συγγενή στοιχεία. Και Ιωάννου που κάναμε, υπάρχει και εκεί το μάτι του Σοφοκλή. Και τα κείμενα εξελίσσονται και εμπεριέχονται. Ό,τι αντέχει, σημαίνει ότι υπάρχει λόγος που αντέχει.
Για να εμπλέξουμε και τη γενιά του ’30, μιας που τη βάλαμε στην κουβέντα μας, όλα αυτά είναι τρόποι να μιλάμε γι αυτό που μας συμβαίνει σήμερα με παραμύθια και παραβολές, όπως λέει ο Σεφέρης, γιατί η φρίκη είναι ζωντανή και δεν κουβεντιάζεται; Το είπες τέλεια. Απολύτως και μόνον. Αλλιώς δεν θα είχε κανένα νόημα. Αλλιώς θα κάναμε αναπαραστάσεις ηθογραφικές. Από κάτω υπάρχει ένα ισχυρό αίτημα, που είναι το αίτημα του Σήμερα. Το αίτημα μιας ανάγκης η οποία είναι ζωντανή και μόνο. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου να κάνω αναπαραστάσεις, είτε εποχών είτε αισθημάτων. Δεν το καταλαβαίνω. Για τη δικιά μου ανάγκη μιλάω στο τέλος, στο δικό μου κέντρο επιστρέφω. Στη δικιά μου επιθυμία – πολύ σημαντική λέξη αυτή – πρέπει να επιστρέφω. Και να απαντώ σ’ αυτήν. Γιατί αλλιώς … τίποτα!
Η επιθυμία, όπως και το θέατρο, δεν μπορεί παρά να έχει να κάνει με το σώμα; Και μόνο. Και μόνο. Μα όλα τα πράγματα κάπου τα απευθύνουμε. Και τα κάνουμε γιατί θέλουμε να τα απευθύνουμε σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο το οποίο έχει και ονοματεπώνυμο. Δεν είναι γενικώς και αορίστως. Έχουν συγκεκριμένο παραλήπτη. Μόνο έτσι.