Ένα από τα σύγχρονα προβλήματα του πρώτου κόσμου, είναι πώς να φτιάξει κανείς τη σωστή λίστα στο Spotify. Οι επιλογές πρέπει ν’ αφορούν μόνο το προσωπικό γούστο ή να σκεφτούμε και κάποιον τρίτο που μπορεί να μας αρέσει; Ποια θα είναι η αρχή, ποιο το τέλος; Πόσα τραγούδια πρέπει να έχει; Ξεκινάς ψηλά και καταλήγεις χαμηλά ή το αντίθετο; Όπως τότε δηλαδή που γράφαμε κασέτες και διαλέγαμε τα κομμάτια με τέτοια προσοχή όπως ο χημικός τα στοιχεία για να κάνει τη σωστή ένωση.
Κασέτες, αρκετές μάλιστα, γράφει στο Κρεμλίνο η Νατάσα Μποφίλιου, ο Θέμης Καραμουρατίδης και ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος. Μετά από 15 χρόνια αποφάσισαν πρώτη φορά να μην παρουσιάσουν τα δικά τους τραγούδια αλλά μια επιλογή απ’ όλα αυτά τ’ ακούσματα που έχουν μεγαλώσει μια γενιά, αυτή των millennials.
Βιομηχανικοί χώροι, αποθήκες, ένα καινούριο εστιατόριο, κτίρια που δεν μπορείς να καταλάβεις τη νύχτα αν λειτουργούν ή όχι. Σε αυτό το σημείο, στο κέντρο απόκεντρο του Πειραιά, βρίσκεται και το Κρεμλίνο μέσα σ’ έναν πέτρινο χώρο, σαν παλιά αποθήκη που έχει πια μετατραπεί εδώ και καιρό σε μουσική σκηνή.
Μέσα στην αποθήκη, πετυχαίνουμε ένα σαλόνι. Καναπές, τραπέζια, πορτατίφ, μια τηλεόραση και ανάμεσα τα όργανα. Στην τηλεόραση παίζει το «Ζήτα Μου Ότι Θες» της Άλκηστις Πρωτοψάλτη, η Νατάσσα Μποφίλιου εμφανίζεται, συγυρίζει, ανοίγει το παράθυρο μας καλωσορίζει σπίτι της.
Στα ηχεία η φωνή του Γεράσιμου Ευαγγελάτου (επιμελήθηκε το πρόγραμμα) μας προετοιμάζει πως στη βραδιά θα γράψουμε κασέτες (είναι αρκετές ανάλογα και με το ύφος του προγράμματος). Θυμίζει λίγο τον τηλεφωνητή του Μενέλαου Καραμαγγιώλη στην εκπομπή στο Τρίτο, στην εκπομπή «Πού πάει η μουσική όταν δεν την ακούμε πια;» . Οι μουσικοί βγαίνουν, η παράσταση ξεκινάει με τους «Εμιγκρέδες της Ρουμανίας» της Λένας Πλάτωνος.
Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Κραουνάκης, Λοΐζος, Ξαρχάκος, Σαββόπουλος και πολλές άλλες γνωστές υπογραφές «μπαίνουν» στο σαλόνι του Κρεμλίνου τις επόμενες ώρες. Δεν θ’ αναφέρω τα τραγούδια γιατί το στοιχείο της έκπληξης είναι το πιο βασικό απ’ όλα. Να μην περιμένεις τι θ’ ακούσεις, αν θα κατέβει η Μποφίλιου από τη σκηνή ή να θα ανέβει το κοινό στη σκηνή ή ακόμα ακόμα και αν θ’ αντέξει η σκηνή στο χειροκρότημα.
Τραγούδια που μεγάλωσαν τη Νατάσσα, τραγούδια που είπαμε στην παραλία, στο γλέντι, τραγούδια μεγάλων δημιουργών, τραγούδια που σνομπάρουμε αλλά στο κατάλληλο πλαίσιο παρουσιάζουν ένα καινούριο ενδιαφέρον.
Πριν από λίγα χρόνια, σε μια συνέντευξη στην Popaganda, είχα ρωτήσει τη Νατάσσα Μποφίλιου γιατί δεν κάνει διασκευές και επιμένει δισκογραφικά και ζωντανά να τραγουδά τα τραγούδια των Καραμουρατίδη, Ευαγγελάτου. «Δεν μ’ ενδιέφερε», μου είχε απαντήσει τότε. Έγινα τραγουδίστρια για να πω τραγούδια του Θέμη, του Γεράσιμου και του Κώστα. Μόνο αυτό με ενδιαφέρει. Ένιωσα ότι έγινε κάτι που μπορώ να υπάρξω σαν Νατάσα. Τα τραγούδια είναι ιστορίες της ζωής μας. Δικές μας, προσωπικές. Ένιωθα ότι αυτό που κάνω μπορώ να το στηρίξω γιατί με συμπληρώνει. Δεν έγινα τραγουδίστρια φωνητικών, δεν ακολούθησα την κλασική διαδικασία. Αυτό που κάνουμε επειδή το κάνουμε καλά βοήθησε να φέρει το ένα το άλλο. Το θεωρώ τύχη μας που πέσαμε στην εποχή της κρίσης της δισκογραφίας. Δεν μπορούσε κανείς να σου πει γιατί δεν κάνεις αυτό που είναι πετυχημένο ή έλα σε μένα και θα σε κάνω μεγάλη.»
Για όσους θαυμάζουμε τις δυνατότητές της φωνής της ήταν λίγο στενάχωρη αυτή η απάντηση. Είναι μια δυνατή ερμηνεύτρια, έχοντας αυτή την δουλεμένη με τον καιρό ικανότητα να σε πείθει ότι εκείνη την ώρα, αυτό που τραγουδά, το ζει και θέλει να στο διηγηθεί. Το ίδιο συνέβη όταν τραγούδησε τα «Ξένα Χέρια» του Βασίλη Τσιτσάνη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών πριν από λίγο καιρό, το ίδιο όταν στο Κρεμλίνο έδωσε στο «Κυκλοφορώ κι Οπλοφορώ» του Κραουνάκη να καταλάβει. Για αυτή την ποιότητά της ίσως κάνει απανωτά sold out και βάζει τον κόσμο να περιμένει υπομονετικά στο καμαρίνι της για να τη χαιρετήσει.
Η ορχήστρα δεν έχει μπουζούκι αλλά το τσέλο και την κιθάρα του Άρη Ζέρβα, το κοντραμπάσο του Γιώργου Μπουλντή, τις κιθάρες του Λάμπη Κουντουρογιάννη, τα τύμπανα του Μανώλη Γιαννικιού και τα πνευστά του Γιώργου Κάστανου.
Οι ενορχηστρώσεις του Θέμη Καραμουρατίδη επιτρέπουν στα τραγούδια ν’ ακουστούν όπως τα γνωρίζουμε με κάποιες δικές του υπογραμμίσεις αποφεύγοντας τη τελευταία κακή συνήθεια να τα ξεσκίζουν, δημιουργώντας κακές αλλά και καλά μοντέρνες διασκευές.
Μιας και είμαστε όμως στο κλίμα της κασέτας, θυμήθηκα την Παρασκευή, δύο που είχα μαδήσει από την πολλή χρήση. Η μία ήταν το «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι», αυτή η συλλογή του Σαββόπουλου που θα μπορούσε να είναι και ο εναλλακτικός τίτλος της παράστασης και η άλλη η ζωντανή εμφάνιση των Παπακωνσταντίνου και Νταλάρα στο Αττικόν όπου από εκεί η Νατάσσα έκλεψε το καλύτερο αστείο της βραδιάς.