Η ξαφνική, αναπόφευκτη στροφή στο streaming ταινιών εξαιτίας της παγκόσμιας καραντίνας λόγω της πανδημίας του κορονοϊού φέρνει στην επιφάνεια, μεταξύ άλλων, νέους τίτλους χαμηλού προφίλ (και προϋπολογισμού) που ελπίζουν να αποκτήσουν περισσότερους θεατές λόγω των συνθηκών. Μπορούμε να ανησυχήσουμε μετά (και σίγουρα θα το κάνουμε) για το μέλλον των κινηματογράφων – προς το παρόν αξίζει τον κόπο να ανακαλύψουμε ευχάριστες εκπλήξεις σαν το Blow The Man Down του Amazon Prime, με μια πλοκή που χρωστάει πολλά στο Fargo των αδελφών Κοέν (και ξεπληρώνει αυτό το χρέος δίνοντας ένα γυναικείο spin στην ιστορία) και μια φανταστική κεντρική ερμηνεία από την Μάργκο Μάρτιντεϊλ (Character Actress Margo Martindale για τους φαν του BoJack Horseman).
Η ταινία της Μπρίτζετ Σάβατζ Κόουλ και της Ντανιέλ Κράντι εκτυλίσσεται σε ένα ψαροχώρι του Μέιν (μέρος συνηθισμένο στα εγκλήματα, έχει φροντίσει γι’αυτό ο Στίβεν Κινγκ), και από την πρώτη κιόλας στιγμή γίνεται σαφές το πόσο εναρμονισμένη με την τοποθεσία της είναι: ξεκινά με μερικούς ψαράδες της περιοχής να τραγουδούν a capella το ναυτικό τραγούδι του τίτλου σε μια σκηνή που θα είχε αέρα μύθου αν το vaping δεν μας υπενθύμιζε ότι η ιστορία συμβαίνει στο σήμερα. Το ψαροχώρι είναι χιονισμένο και παραθαλάσσιο (…προφανώς), πράγμα που σημαίνει ότι η υγρασία είναι αφόρητη, αλλά αυτό δεν είναι στην κορυφή των προβλημάτων των νεαρών αδερφών Πρισίλα (Σοφία Λόου) και Μέρι Μπεθ (Μόργκαν Σέιλορ), που μόλις έχουν κηδέψει τη μητέρα τους, πολυαγαπημένη μορφή ολόκληρης της τοπικής κοινότητας, και έχουν μείνει με το τεράστιο χρέος που τους έχει αφήσει και τον κίνδυνο να χάσουν το σπίτι τους.
Ένα βράδυ, η Μέρι Μπεθ, που ονειρεύεται να ανοίξει τα φτερά της μακριά από τη βαρετή πόλη όπου μεγάλωσε, μεθάει σε ένα μπαρ παρέα με τον Γκόρσκι (Ίμπον Μος-Μπάχραχ), έναν όχι και τόσο αξιόπιστο ναυτικό και στη συνέχεια τον αφήνει να την γυρίσει σπίτι της. Στη διαδρομή, όμως, ο Γκόρσκι συμπεριφέρεται βίαια, η Μέρι Μπεθ τρομάζει και τον σκοτώνει προσπαθώντας να γλιτώσει. Με τη μεγάλη της αδερφή ξεφορτώνονται το πτώμα, αλλά η κατάρα των Κοέν επιβάλλει όλα τα προβλήματα να ξεκινούν μετά από το απελπισμένο λάθος ενός καλού ανθρώπου. Τα προβλήματα περιλαμβάνουν: μια χαμένη σακούλα με 50.000 δολάρια, ένα απολεσθέν μαχαίρι ξεκοιλιάσματος ψαριών (και όχι μόνο) και το πτώμα μιας ιερόδουλης που ξεβράζει η θάλασσα.
Η Κόουλ και η Κράντι κάνουν εξαιρετική δουλειά στο χειρισμό της πλοκής στο πρώτο μισό της ταινίας, διατηρώντας το ρυθμό, την αγωνία, αλλά και το χαρακτήρα της πόλης που μοιάζει να έχει προδιαγράψει την πορεία όλων των κατοίκων της. Στη συνέχεια, ωστόσο, γίνεται φανερό ότι δεν τις ενδιαφέρει μια λάιτ εκδοχή μιας -έτσι κι αλλιώς χιλιοειπωμένης- κοενικής κατάστασης: φέρνοντας στο προσκήνιο την Μάρτιντεϊλ ως Ίντιντ, σκληρή μαντάμ του οίκου ανοχής της περιοχής, στρέφουν με λεπτότητα την αφήγηση σε μια διαφορετική αποκάλυψη της αλήθειας, όχι απαραιτήτως με την αστυνομική, αλλά με την ανθρώπινη έννοια. Η Ίνιντ, παλιά κολλητή της μητέρας των κοριτσιών, είναι εξοστρακισμένη από την παρέα των ηλικιωμένων κυριών που ήταν φίλες της αλλά τώρα αντιτίθενται στην ανήθικη επιχείρησή της.
Το σταδιακό zoom out της ιστορίας έχει αρκετά να πει για τις συνέπειες στη ζωή των γυναικών μιας ανδροκρατούμενης δουλειάς και κοσμοθεωρίας, κι εκεί που το μυστήριο ξεφουσκώνει, οι δύο σκηνοθέτες αντιπροτείνουν μια προσγειωμένη (“Women are very practical”, είχε δηλώσει η Μεγκ Ράιαν στο Όταν ο Χάρι Γνώρισε την Σάλι), νηφάλια και κάπως συγκινητική ολοκλήρωσή του.