Splatter και Delacroix. Αίμα, κι άλλο αίμα που ξεπλένεται μόνο με αίμα. Ναι, η σκηνή της αίθουσας Τριάντη γέμισε με αίμα και υπήρξαν κάποιες στιγμές που νόμιζες ότι σταγόνες του διασχίζουν την αίθουσα, ακουμπούν στα χέρια σου. Ο Macbeth του Βέρντι, που παρουσίασε η Εθνική Λυρική Σκηνή, είναι ένα οπερατικό αυθεντικό σπλάτερ, χωρίς ρωγμές στο ρυθμό, με λίγες αμήχανες στιγμές, με την ορχήστρα της Λυρικής απλά ονειρική, τη χορωδία να εκπλήσσει με τη δύναμή της, με τους φωτισμούς και τα σκηνικά να δημιουργούν ατμόσφαιρα χειρουργείου, σχεδόν με ανεπαίσθητη μυρωδιά σφαγείου (o Francis Bacon σίγουρα θα ενέκρινε).
Ο Μάκμπεθ είναι κάτι περισσότερο από ένας κορυφαίος ήρωας του παγκόσμιου ρεπερτορίου. Είναι σχεδόν ροκ, καυτός, η συντριβή του ακριβώς τη στιγμή που εκτοξεύεται στη δόξα συνιστά ένα από τα πιο γοητευτικά θεάματα – δεν είναι τυχαίο φαντάζομαι που ο Τζο Νέσμπο του νορβηγικού παγωμένου αστυνομικού θρίλερ μόλις ανακοίνωσε πως γράφει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με ήρωα τον ίδιο τον Μάκμπεθ (με αφορμή την συμπλήρωση 400 ετών από το θάνατό του Σαίξπηρ το 2016). Εστω, ο Μάκμπεθ είναι τραγικά ροκ: να, όταν λέει στον γιατρό του «Throw physic to thedogs. I’ll none of it. Come, put mine armour on».
Kαι καθισμένοι στην απίστευτα κακόγουστη αίθουσα Τριάντη των ξυλόγλυπτων και της χρυσής μπορντούρας, είδα την όπερα Μάκμπεθ του Βέρντι με όλο το ροκ ανάστημα που αντιστοιχεί στον Σαιξπηρικό ήρωα, με την ορχήστρα της Λυρικής να εκπλήσσει όχι μόνο με την τεχνική αρτιότητα (υπάρχουν πιο κατάλληλοι από μένα να μιλήσουν για αυτό), όσο με την εκφραστική δεινότητα, με την αποτύπωση όλης της έκτασης των συναισθημάτων και των εντάσεων. Υπήρξαν στιγμές που η μουσική δημιούργησε ρίγη, στιγμές που το βλέμμα έφευγε από τη σκηνή και προσπαθούσε να δει χαμηλά, στα σωθικά της αίθουσας όπου βρισκόταν η ορχήστρα. Κάποια από αυτές τις στιγμές αντίκρυσα τον Μύρωνα Μιχαηλίδη να διευθύνει με τρόπο που δεν έχω τον ξαναδεί – τα χέρια τεντωμένα ψηλά, σχεδόν σαν γροθιές. Καθώς ο Βέρντι (η μουσική του, βεβαίως) γινόταν σαρωτικός και φοβιστικός, για να γίνει μετά σαρκαστικός, με ένα υπομειδίαμα αδιόρατο, πριν γεμίσει πάλι με σκοτάδι την αίθουσα – ναι, η ορχήστρα δημιούργησε αυτές τις αισθήσεις.
Αν όμως η πρώτη εντύπωση είναι αυτό που μετράει, τότε η πρώτη μεγάλη νίκη της βραδιάς ήρθε από τον σκηνογράφο Μαουρίτσιο Μπαλό και από τους φωτισμούς του Λίνους Φέλμπομ. Πώς είναι το τοπίο και το φως του φόβου; Κάπως όπως αυτό που είδαμε στη σκηνή της Τριάντη, αναμφισβήτητα. Και της απόγνωσης, των μακελεμένων ανθρώπων που ψάχνουν έναν ήρωα; Σαν τη σκηνή της τέταρτης πράξης, όταν ανοίγοντας η αυλαία αισθάνεσαι πως βλέπεις έναν πίνακα του Delacroix, δεκάδες τσακισμένα κορμιά, λεηλατημένες ψυχές που κάνουν απολογισμό του αίματος και τραγουδούν για τη Βασανισμένη Πατρίδα. Με την χορωδία της Λυρικής να κατορθώνει ένα μικρό θρίαμβο σε αυτή τη σκηνή, να γίνεται το θέμα συζήτησης μετά στους μαρμάρινους κατάλευκους διαδρόμους του Μεγάρου Μουσικής «μα δεν ήταν υπέροχη η χορωδία;».
Υπήρξαν αυτές οι στιγμές που ξεχνούσες σε ποια αίθουσα βρίσκεσαι, για να επανέλθεις μετά, κυρίως στο πρώτο μέρος όπου αισθανόσουν πως δεν έφτανε αδιαμεσόλαβητα σε σένα η δύναμη της φωνής και του λόγου από τη σκηνή. Συνέβη με την Δήμητρα Θεοδοσίου κάποιες στιγμές, μια υπέροχη υψίφωνο με μοναδικό ηχόχρωμα που όμως υπήρξε κάπως άνιση στην πρώτη πράξη, ανάμεσα στη μεγαλειώδη ερμηνεία που οδήγησε σε αυθόρμητο παρατεταμένο χειροκρότημα αλλά και σε στιγμές που σχεδόν δεν ακουγόταν. Κάτι που συνέβη και με τον πρωτοφανούς όγκου και δύναμης βαθύφωνο Τάσο Αποστόλου, που τη στιγμή της εξόδου από το δωμάτιο του άγρια δολοφονημένου βασιλιά η φωνή του έμοιαζε εγκλωβισμένη – για να αναδειχθεί ιδανικά τη στιγμή που οι άντρες του Μάκμπεθ του έστησαν ενέδρα στο δάσος για να τον δολοφονήσουν. Εκτός ατμόσφαιρας, ένιωσα πως βρέθηκε το μπαλέτο, σαν διάλλειμα για διαφημίσεις πριν τη συνέχεια του έργου. Οσο για τη σκηνοθεσία του Λορέντσο Μαριάνι, αν και το σημείωμα του στο πρόγραμμα ήταν ευφυές και ακουμπούσε τη σωστή χορδή του έργου, στην παράσταση δεν είχε εξάρσεις, προτάσεις, χαρακτήρα.
Λεπτομέρειες; Ισως, μικρές ακίδες σε ένα θέαμα που κατόρθωσε να καθηλώσει, ενώ η διάρκειά του (τρεις ώρες) δεν έγινε αντιληπτή στην πραγματική της διάσταση. Όμως ένα από τα μεγαλύτερα ξαφνιάσματα που ένιωσα στην πρεμιέρα του Μάκμπεθ ήταν όταν ξαφνικά ακούγοντας τον Δημήτρη Τηλιακό να ερμηνεύει τον αιμοσταγή, εξουσιομανή, τρομαγμένο, διαταραγμένο Μάκμπεθ συνειδητοποίησα ότι δεν πίστευα πως ακούω Ελληνα μονωδό. Η δύναμη της φωνής και το χειρουργικό ακροπάτημα της ερμηνείας ανήκει σε έναν σπουδαίο ερμηνευτή διεθνούς σκηνής. Ο Δημήτρης Τηλιακός είναι ένα «στοίχημα» που κερδήθηκε για το ελληνικό λυρικό θέατρο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Και αποδεικνύει τι εννοεί ο Μύρων Μιχαηλίδης – καλλιτεχνικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής- όταν λέει ότι αποφάσισε να ανεβάσει τον Μάκμπεθ του Βέρντι, ένα έργο που οι διευθυντές φοβούνται να επιλέξουν, επειδή υπάρχουν επιτέλους στην Ελλάδα μονωδοί που μπορούν να υποστηρίξου τον ρόλο του Μάκμπεθ και της λαίδης του.
Φεύγοντας από το Μέγαρο Μουσικής, η πρώτη σκέψη ήταν πως ναι θα άξιζε να αφιερώσω άλλες τρεις ώρες για να δω και τη δεύτερη διανομή. Όμως σειρά έχουν οι τέσσερις ώρες με τον Φάουστ, του Γκέτε.
One or two for the road:
Παραστάσεις: 17,18,19,21,22,24,25,26 Ιανουάριος 2014.