– Καλημέρα Blixa.
– Καλημέρα.
– Πώς είσαι;
– Καλά.
– Πού σε βρίσκω;
– Στο Βερολίνο.
– Πώς είναι το Βερολίνο αυτές τις μέρες;
– Καλά.
– ΟΚ, περνάω κατευθείαν στις ερωτήσεις για την παράσταση στην Αθήνα. Τι θα έλεγε ο 20χρονος αντικομφορμιστής πανκ Blixa…
– (με διακόπτει απότομα, ενοχλημένος) Δεν ήμουν ποτέ πανκ. Οι πάνκηδες πάντα μου πετούσαν μπουκάλια, πώς θα μπορούσα να είμαι ένας από αυτούς;
– ΟΚ, τι θα έλεγε ο 20χρονος Blixa σκέτο, αν έβλεπε 40 χρόνια μπροστά τον εαυτό του στη θέση του σολίστ μιας συμφωνικής ορχήστρας;
– (παύση, φτιάχνει λίγο τις ρυθμίσεις της κάμεράς του, ξανά παύση). Δεν βλέπω κάποιου είδους ασυνέπεια σε αυτό.
– Δεν υποννοώ κάτι τέτοιο.
– Αν αυτό που θες να ρωτήσεις είναι αν θα το σκεφτόμουν ποτέ ως μελλοντικό ενδεχόμενο, η απάντησή μου είναι ότι π.χ. το 1980, ήμουν απλά ευτυχισμένος που επιβίωνα. Κι ότι ευτυχώς μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 είχα καταφέρει να ζω αποκλειστικά από τη μουσική, θυμάμαι πολύ καλά ότι τότε εγκατέλειψα την τελευταία μου δουλειά σε μπαρ.
– Άρα δεν υπήρχε κανένα μακροπρόθεσμο πλάνο;
– Ήταν αδύνατο να έχω τότε κάτι τέτοιο στο μυαλό μου.
– Όνειρα δεν είχες όμως;
– Φυσικά.
– Ποια ήταν;
– Δεν είπες πριν ότι θα μιλήσουμε για την παράσταση;
Δεν είναι εύκολος ο Blixa Bargeld. Δεν ήταν ποτέ ούτε για τους συνεργάτες του (ο Nick Cave έχει κάτι να πει γι’ αυτό – «δεν μπορώ να φανταστώ τι είδους ζευγάρωμα κανονικών γονιών θα έφτιαχνε ένα τέτοιο πλάσμα… μέχρι που τους γνώρισα»), πόσο μάλλον για τους δημοσιογράφους. Ως μονομανής, κυκλοθυμικός, ασφυκτικά πεισματάρης δημιουργός μπορούσε να είναι είτε αφόρητος για τα μίντια (όπως εκείνη την φορά στη γαλλική τηλεοραση που μεθυσμένος δεν απαντούσε σχεδόν σε καμία ερώτηση), είτε να τα χρησιμοποιεί ως καμβά για να στήσει μερικά καταστασιακά αριστουργήματα σαν την εμφάνισή του κάποτε σε εκπομπή μαγειρικής της γερμανικής τηλεόρασης που μαυροντυμένος έφτιαξε ριζότο με μελάνι σουπιάς.
Στα 60 του χρόνια δεν είναι πια ο αμφεταμινικός δαίμονας – σύμβολο του underground Δυτικού Βερολίνου πριν την Πτώση του Τείχους. Είναι, ακόμα και σήμερα, ένας τύπος που προσπαθεί κάθε φορά να σπρώξει τα όρια λίγο πιο πέρα. Με τους Einstürzende Neubauten που ετοιμάζονται να μπουν στην πέμπτη δεκαετία της ζωής τους, με τα προσωπικά του πρότζεκτ που θα τον δυσαρεστήσετε αν τα πείτε avant garde, με τις ταινίες, τα βίντεο κι οτιδήποτε άλλο περνάει από ένα μυαλό που είναι εγκληματικό understatement να αποκαλείται απλά «ανήσυχο».
Επαναπατρισμένος πια στο ανατολικό Βερολίνο αφού πέρασε ένα μεγάλο κομμάτι των 00s σε Πεκίνο και Σαν Φρανσίσκο με τη αμερικανοκινέζα σύζυγό του Έριν Ζου και την κόρη τους, ετοιμάζεται να μας επισκεφτεί ξανά στην Αθήνα. Αυτή τη φορά όχι με τους Neubauten, αλλά ως σολίστ στο έργο Epexegesis που θα παρουσιαστεί το Σάββατο 8/6 (20.30) στην κεντρική σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, βασική ατραξιόν του φεστιβάλ Tectonics. Πρόκειται για ένα έργο του Ντρορ Βάιλερ που θα αποδώσει η Συμφωνική Ορχηστρα της ΕΡΤ υπό τη διεύθυνση του εμπνευστή και επιμελητή του φεστιβάλ, Ιλάν Βολκόφ.
Δεν είναι κάτι ευχάριστο στο αυτί. Είναι οι θεατές αρκετά ανοιχτόμυαλοι; Θα αφήσουν τον εαυτό τους ελεύθερο; Ή ενδεχομένως χρειάζεται να τεθεί το κλασικό industrial ερώτημα: πρέπει η μουσική να είναι ευχάριστη;
Να μιλήσουμε για το πρότζεκτ, λοιπόν. Ο κύριος που βλέπω στην οθόνη του υπολογιστή μου, στην άλλη πλευρά της Skype σύνδεσης δεν έχει όρεξη για τσιτ τσατ. Το αντίθετο θα ήταν μάλλον και το παράλογο… «Πρώτα απ’ όλα δεν είναι δικό μου έργο. Είναι μια σύνθεση ενός παλιού συντρόφου μου, του ισραηλινοσουηδού κλασικού συνθέτη Ντρορ Βάιλερ, για τον οποίο μάλιστα έχω γυρίσει και μια ταινία που μπορείτε να βρείτε στο ίντερνετ. Σιγουρα θα ήταν καλύτερα να ρωτήσετε τον Ντρορ για το έργο, έγω είμαι απλά ο σολίστ, υπέυθυνος για την απόδοση του κειμένου. Θα σας απάντούσε με ευχαρίστηση. Αυτό που ξερω είναι ότι γράφτηκε για το φεστιβάλ στην Αθήνα, κάναμε όμως μια πρεμιέρα την περασμένη εβδομάδα στο Στάβανγκερ της Νορβηγίας. Η ορχήστρα αποτελούταν, αν δεν κάνω λάθος, από 72 μουσικούς και ο Ντρορ γράφει πάντα ισάριθμες “φωνές” για τον καθένα. Έγραψε λοιπόν 72 διαφορετικα μέρη, για να καταλάβετε η “φωνή” του 2ου βιολιού δεν είναι ίδια με εκείνη του 1ου. Όπως αντιλαμβάνεσετε αυτό δημιουργεί μια γιγαντιαία παρτιτούρα με πραγματικά μικροσκοπικές σημειώσεις για νότες κι, αν συνυπολογίσει κανείς και τα 72 διαφορετικά φώτα για κάθε μουσικό, το θεάμα και το αποτέλεσμα είναι αρκετά περίπλοκο. Δεν υπάρχει αρμονία ή κάτι συμβατικά παρόμοιο. Ο Ντρορ πάντα έβρισκε τον μπελά του, δουλεύοντας με ορχήστρες, γιατί τα έργα του είναι πολύ θορυβώδη».
Κατεδαφίζοντας συμφωνικές ορχήστρες δηλαδή (προσπαθω να κάνω το αναπόφευκτο λογοπαίγνιο με το Einstürzende Neubauten που σημαίνει «κατεδαφίζοντας νεόδμητα κτίρια»); Ο Blixa πάλι δεν τσιμπάει… «Δε θα το ‘λεγα. Το μεγάλο “πρόβλημα” που αντιμετωπίζουν οι ορχήστρες σε αυτά τα έργα είναι η παραφωνία. Δεν είναι κάτι ευχάριστο για το αυτί. Ενδεχομένως να γίνεται στην πορεία, αν οι θεατές είναι αρκετά ανοιχτόμυαλοι κι αφήσουν τον εαυτό τους ελεύθερο ή ενδεχομένως να θέτει το κλασικό ερώτημα της industrial μουσικής: πρέπει η μουσική να είναι ευχάριστη; Υπάρχουν λοιπόν αρκετά σημεία που το δικό μου background και η μουσική μου κοινωνικοποίηση όλα αυτά τα χρόνια βρίσκει σημεία επαφής με τον Ντρορ».
Ακούγοντας το παράπανω περιβάλλον, και φυσικά διατρέχοντας το σύνολο της καριέρας του Blixa, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να χρησιμοποιήσει έναν κλισέ όρο: avant-garde. Όπως είναι αναμενόμενο, δεν τον αποδέχεται. Κι έχει μια υπέροχη απάντηση για να τον απορρίψει. «Όχι, δεν αισθάνομαι άνετα με τον όρο avant-garde. Άσε που τον θεωρώ τελείως ανεπίκαιρο σήμερα. Ποτέ μου δεν τον αποδέχτηκα, γιατί δεν μου αρέσουν οι στρατιωτικές καταβολές που έχει ο όρος “εμπροσθοφυλακή”. Αν έπρεπε οπωσδήποτε να περιγράψω τον εαυτό μου και το έργο μου χρησιμοποιώντας στρατιωτική ορολογία, θα προτιμούσα το “λιποτάκτης”».
Η παράσταση έκανε πρεμιέρα πριν λίγες μέρες στο Tectonics Stavanger. Αφού μου ξεκαθαρίζει σε αυστηρό τόνο ότι «δεν τον ενδιαφέρει καθόλου η διάθεση με την οποία προσέρχεται σε κάθε παράσταση το κοινό», με διαβεβαιώνει ότι «η παράσταση στη Νορβηγία πήγε πολύ καλά. Το κοινό έμοιαζε να έχει την ίδια άποψη. Κι όλοι μου έλεγαν ότι στην Αθήνα, θα είναι ακόμα καλύτερη». Ο ίδιος άραγε είχε καθόλου άγχος; «Μερικές φορές, ναι, είμαι ακόμα νευρικός πάνω στην σκηνή. Αλλά, αυτή δεν ήταν μια τέτοια περίπτωση. Η δική μου συμμετοχή δεν είναι και τόσο περίπλοκη (σ.σ. επιτέλους το πρώτο χαμόγελο στη συνομιλία)».
Όχι, δεν αισθάνομαι άνετα με τον όρο avant-garde. Δεν μου αρέσουν οι στρατιωτικές καταβολές που έχει ο όρος “εμπροσθοφυλακή”. Αν έπρεπε οπωσδήποτε να περιγράψω τον εαυτό μου και το έργο μου χρησιμοποιώντας στρατιωτική ορολογία, θα προτιμούσα το “λιποτάκτης”.
Πάμε στο κείμενο, στο οποίο βασίζεται άλλωστε η δική του συμμετοχή. Είναι βασισμένο στα έργα του Παλαιστίνιου-Σύριου ποιητή Γκαγιάτ Αλμαντούν (επίσης, όπως ο Βάιλερ, με σουηδική υπηκοότητα) που θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ποιητές με καταγωγή από εκείνη την περιοχή. «Πρόκειται για ένα εξόχως κριτικό, σαρκαστικό και κυνικό κείμενο. Για παράδειγμα, το θύμα ενός ελεύθερου σκοπευτή ζητά συγγνώμη που στέκεται εμπόδιο στον δρόμο μιας σφαίρας. Έκανα ένα μικρό μοντάζ στους στίχους για να μπορέσω να τους χωρέσω στη μουσική. Ήταν κάπως σαν να συναρμολογώ τουβλάκια Lego. Ή, καλύτερα, σαν να παίζω Ναρκαλιευτή».
– Το ξέρεις ότι το έργο του Αλμαντούν έχει χαρακτηριστεί «εθνικός ύμνος για μια χώρα που δεν υπάρχει»;
– Δεν το ήξερα.
– Βγάζει νόημα για σένα;
– Όχι. Θα πρέπει να ρωτήσετε εκείνον.
Ο Blixa Bargeld δε θα σου πει τίποτα παραπάνω απ’ όσα έχει αποφασίσει εκείνος ότι θέλει να μοιραστεί.
Ή μήπως όχι; Συζητήσαμε και στα μέρη μας πρόσφατα, με αφορμή την Eurovision, αν πρέπει οι καλλιτέχνες να δίνουν συναυλίες στο Ισραήλ όσο παραμένει ακίνητη (για άλλους θηριώδης) η στάση του στο Παλαιστινιακό. Ο Blixa τι λέει;
«Το ξέρω το debate. Έχω παίξει στο παρελθόν στο Ισραήλ με τους Bad Seeeds, έπαιξα και δυο χρόνια πριν με τον ιταλό συνθέτη και φίλο Teho Teardo. Να σου πω μια ιστορία: είχα έναν εκδότη στο Βερολίνο που τον έλεγαν Μέλβιν, έναν ιδιαίτερα πολιτικοποιημένο εκδότη. Είχαν ξεκινήσει ως ένας Μαρξιστικός-Λενινιστικός εκδοτικός οίκος και στη συνέχεια ειδικεύθηκαν στον Φουκώ και στους μοντέρνους γάλλους φισλοσόφους. Το 1985, λοιπόν, αρνήθηκα μια πρόσκληση να πάω να παίξω στο Ισραήλ. Για τους προφανείς πολιτικούς λόγους. Κι αυτός ο εκδότης μου είπε ότι η άρνησή μου ηταν μια μαλακία. “Κανείς δε νοιάζεται αν εσύ κάνεις μποϊκοτάζ, κανείς δε θα το μάθει. Αντίθετα, αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να πας και να κάνεις μια δήλωση”. Κι αυτό έκανα. Το πρώτο πράγμα όταν ανέβηκα στην σκηνή ήταν να βγάλω έναν μικρό τρίλεπτο λόγο και να εξηγήσω την απόψη μου για το Παλαιστινιακό και γιατί δέχθηκα να δώσω τη συναυλία. Μπορώ να σου πω ότι οι απόψεις μου δεν έμοιαζαν να διαφέρουν από τη συντριπτική πλειοψηφία του κοινού. Σήμερα, λοιπόν, καταλαβαίνω και τις δύο στάσεις: το μποϊκοτάζ από τη μία, αλλά και -αυτό που μου έλεγε ο παλιός μου εκδότης- τη σημασία του να κάνεις ένα statement. Παραμένει για μένα ένα δίλημμα, το σκέφτηκα δύο φορές πριν πάω να παίξω την προηγούμενη φορά. Και θα το σκεφτώ πέντε την επόμενη. Δεν μπορώ να έχω μια ξεκάθαρη απάντηση».
Μεγάλες προσωπικότητες όπως ο Ρότζερ Γουότερς και ο Μπράιαν Ίνο έχουν πάρει πάνω τους το μποϊκοτάζ κάτι που τους έχει φέρει σε αντιπαράθεση με ονόματα όπως ο Νικ Κέιβ κι ο Τομ Γιορκ που επιμένουν να παίζουν σε ισραηλινό έδαφος. «Για μερικούς καλλιτέχνες, το μποϊκοτάζ ίσως και να είναι μια άσκηση ναρκισσισμού. Τα μέσα μάλιστα που χρησιμοποιούν είναι πολύ συζητήσιμα. Όταν παίξαμε πρν 2 χρόνια γίναμε στόχος μιας πολύ ανησυχητικής ιντερνετικής τρομοκρατίας. Το είχα συζητήσει τότε και με τον Ντρορ, τον συνθέτη της παράστασης της Αθήνας. Μου είπε ότι αυτός θα αρνιόταν, αλλά αν μπορούσα να πάω και να πω κάτι ουσιαστικό, ας το έκανα. Μιλάμε για έναν άνθρωπο που δεν τον αφήνουν να πάει στο Ισράηλ να δει τη μητέρα του».
Ο Blixa έχει πάρει λίγο φόρα, θυμάται τις «αμέτρητες φορές που έχω επισκεφτεί την Αθήνα και διάφορα άλλα μέρη στην Ελλάδα. Η πιο ισχυρή μου ανάμνηση είναι από εκείνη τη φορά που ακυρώθηκε η συναυλία μας με τον Nick Cave και τους Bad Seeds σε ένα φεστιβάλ κάπου κοντά στην Αθήνα… ήταν και οι Fall στο line-up, νομίζω (σ.σ. αναφέρεται στο Rockwave Festival του 2001 που διεξήχθη στο Ποδηλατοδρόμιο του ΟΑΚΑ). Δεν είχαν λάβει τα απαραίτητα μέτρα προστασίας από το νερό, αλλά αυτό είναι κάτι που εξακολουθεί να συμβαίνει – μου έτυχε πέρυσι στην Κοπεγχάγη με τους Neubauten. Ο ηλεκτρισμός και το νερό δεν τα πάνε ποτέ καλά μαζί».
Αυτόν τον καιρό οι Einstürzende Neubauten βρίσκονται στο στούντιο ηχογραφώντας το νέο τους στούντιο άλμπουμ που θα κυκλοφορήσει το 2020, 6 χρόνια μετά το Lament. Πάντα με τη βοήθεια των fans τους, έτσι κι αλλιώς ήταν από τα πρώτα γκρουπ που υιοθέτησαν την τακτική του crowdfunding το 2003… before it was cool. Εκεί τους βρήκαν και οι Ευρωεκλογές. «Φυσικά, και ψήφισα. Φτιάξαμε μάλιστα κι ένα 4λεπτο κομμάτι με τους Neubauten, το οποίο προέκυψε από πολλά ηχητικά αρχεία που μας έστειλαν fans από όλη την Ευρώπη, ηχογραφημένα σε διαφορετικά σημεία της εκλογικής διαδικασίας (από τον ήχο του φακέλου του ψηφοδελτίου μέχρι ήχους από εκλογικά κέντρα, πανηγυρισμούς κι αντιδράσεις). Τον σύντροφό μου N.U. Unruh (σ.σ. ο αμερικάνος Andrew Candy, μέλος της μπάντας – ο Blixa επιμένει να λέει τους «δικούς» του “comrades”) μάλιστα δεν τον άφησαν να το κάνει, λες και είναι παράνομο να ηχογραφείς τα χαρτιά των εκλογών (σ.σ δεύτερη φορά που γελάει στη συνομιλία). Θα είναι έτοιμο τις επόμενες μέρες και θα το δώσουμε σε εκείνους που μας υποστηρίζουν μέσα από τη διαδικτυακή μας πλατφόρμα».
Πάνω που έχω πάρει κι εγώ φόρα κι ετοιμάζομαι να του ζητήσω τη γνώμη του για το που βαδίζει η Γηραιά Ήπειρος, φοράει πάλι το πιο ψαρωτικό του ύφος και με ειδοποιεί ότι ο χρόνος μου τελειώνει, έχω άλλη μία ερώτηση. Αλλαγή σχεδίων. Στις 9 Νοεμβρίου συμπληρώνονται 30 χρόνια από την Πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Τον ενδιαφέρει καθόλου η επέτειος; Θα τη γιορτάσει;
«Με έχουν καλέσει σε αμέτρητες εκδηλώσεις. Τις έχω απορρίψει όλες», λέει μαζί με ένα βιαστικό γεια, κλείνοντας ταυτόχρονα την κάμερα.