O Blixa Bargeld και οι Einstürzende Neubauten ανέκαθεν αμφισβήτησαν κάθε στερεότυπο που θα μπορούσε να υπάρξει για τη μουσική και για τον τρόπο που γίνεται. Ίσως λοιπόν, όταν πρόκειται να συνομιλήσει κανείς με τον Blixa, να πρέπει να είναι προετοιμασμένος πως κανένα από τα στερεότυπα που μπορεί να έχει στο νου του για τον ίδιο δεν θα ισχύει. Πράγματι η εικόνα του αυτοκαταστροφικού καταραμένου ποιητή, της βασανισμένης εμβληματικής φιγούρας της γοητευτικής βερολινέζικης παρακμής που διατηρούσα γι’ αυτόν κυρίως από τις εμφανίσεις του στην Ελλάδα με τους Bad Seeds, έχει δώσει τη θέση της σε κάτι ριζικά διαφορετικό. Ο συνομιλητής μου είναι ένας σοβαρός διανοούμενος με γυαλιά, προσηνής μεν αλλά αυστηρός κι εξαιρετικά συγκεκριμένος στις απαντήσεις του.
Αφού αυτή είναι μια περιοδεία Greatest Hits, είναι αναπόφευκτο να κοιτάζει κανείς και προς το παρελθόν. Προσπαθώ λοιπόν να φανταστώ πώς ήταν τα πράγματα το 1980, όταν ξεκινήσατε. Πώς ήσασταν εσείς, πώς ήταν το Βερολίνο… Ξέρετε, τα τελευταία χρόνια βγήκαν πολλά βιβλία, πολλές ταινίες για το Δυτικό Βερολίνο, προσθέτοντας στο μύθο του πώς ήταν η πόλη. Είναι απαραίτητο να βάλουμε ένα μέτρο σε όλα αυτά: το Δυτικό Βερολίνο δεν ήταν το πιο υπέροχο μέρος στον κόσμο. Ήταν πολύ ζοφερό. Είχε τεράστιο στεγαστικό πρόβλημα. Ήταν απολύτως αδύνατον να βρεις ένα μέρος για να μείνεις. Ήταν ακόμη πάρα πολύ τραυματισμένο από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ερείπια και μισογκρεμισμένα σπίτια ήταν συνηθισμένο θέαμα στους δρόμους. Δεν ήταν λοιπόν και τόσο υπέροχο. Από την άλλη πλευρά, το Δυτικό Βερολίνο ήταν πολύ διαφορετικό από τη Δυτική Γερμανία. Κάθε απόκληρος, ο καθένας που δεν ήθελε να παρουσιαστεί στο στρατό, όλοι κατέφευγαν εκεί, πράγμα που δημιουργούσε μια ιδιαίτερα μοναδική ατμόσφαιρα. Πάντως σίγουρα δεν ήταν αυτός ο υπέροχος underground παράδεισος όπου ο καθένας ήταν εφευρέτης ή μεγάλος καλλιτέχνης. Υπήρχαν ελάχιστοι άνθρωποι εκεί οι οποίοι έκαναν τη σκηνή να λειτουργεί. Ούτως ειπείν, θα πρέπει να ήταν περίπου καμιά ντουζίνα στον κύκλο μου οι οποίοι έκαναν πολλά πράγματα, κι επειδή έκαναν πολλά, για τους απ’ έξω έμοιαζε σαν να υπάρχει μια γιγάντια καλλιτεχνική σκηνή.
Πώς ήταν η ζωή σας τότε, όταν ξεκινήσατε τους Einstürzende Neubauten; Ζούσα σε μια κατάληψη, ο Andrew (Chudy) ζούσε σε μια άλλη κατάληψη, κι αυτός ήταν ο βασικός πυρήνας. Γνώριζα τον Andrew ήδη από το σχολείο, και άλλοι, όπως η Gudrun (Bredemann) και η Beate (Bartel) που έπαιζαν μαζί μας στις πρώτες συναυλίες, ήταν πιο χαλαρά συνδεδεμένες με το συγκρότημα. Δεν έλαβαν μέρος στις πρώτες ηχογραφήσεις,για παράδειγμα. Ήμασταν μόνο εγώ κι ο Andrew. Άλλωστε αν κοιτάξατε το δίσκο με τα Greatest Hits, θα προσέξατε πιθανότατα πως δεν υπάρχει τίποτε πριν το 1990 στο δίσκο! Δεν είναι ένα Greatest Hits με τη λογική ότι συγκεντρώσαμε τα καλύτερα κομμάτια που ηχογραφήσαμε στα 37 χρόνια της καριέρας μας. Στην πραγματικότητα είναι όλα τα κομμάτια που παίζουμε στις συναυλίες. Αυτό το συγκεκριμένο συγκρότημα, οι Einstürzende Neubauten 3.0 παίζουν live αυτά τα τραγούδια. Αυτά είναι τα Greatest Hits μας. Χτυπάμε (we hit) τον κόσμο με αυτά! Αυτό κάνουμε.
Επίσης, συνήθως κάνεις ένα άλμπουμ, και μετά κάνεις μια περιοδεία για να προωθήσεις το άλμπουμ – τουλάχιστον έτσι λεγόταν παλιά στη μουσική βιομηχανία. Εδώ δεν είναι αυτή η περίπτωση. Εμείς κάνουμε μια περιοδεία Greatest Hits, και πουλάμε ένα δίσκο ως merchandise. Είναι κι ο βασικός λόγος για μένα που ήθελα να κάνω αυτή τη συλλογή. Τώρα περισσότερο από ποτέ, έρχονται στις συναυλίες μας άνθρωποι που δεν είχαν δει τους Neubauten ως τώρα. Εσείς πιθανότατα μας έχετε ξαναδεί, κι έχετε ξανακούσει αυτά τα κομμάτια. Αλλά υπάρχουν νέοι άνθρωποι που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να μας δουν. Η τελευταία φορά που παίξαμε στην Αθήνα ήταν το 2010, πριν από επτά χρόνια. Θα έρθουν λοιπον πολλοί που δεν έχουν δει, ούτε ακούσει το συγκρότημα, και με λίγη καλή θέληση, σε κάποιους θα αρέσουν αυτά που θα ακούσουν και θα δουν. Για να τους κάνω λοιπόν πιο εύκολο το να βρουν μια είσοδο σε όλο αυτό το σύμπαν των Einstürzende Neubauten , συγκεντρώνω όλα αυτά που παίζουμε. Μπορεί κανείς να αγοράσει όσα ακριβώς παίξαμε – αν και παίζουμε περισσότερα από αυτά που υπάρχουν στο άλμπουμ, αλλά ο βασικός κορμός είναι αυτά τα τραγούδια. Αν λοιπόν κάποιος πάει στο merchandise και πει «σε ποιο δίσκο είναι αυτό το κομμάτι που μόλις έπαιξαν;» θα τους πουν «σε αυτόν!»
Επτά χρόνια λοιπόν από την τελευταία σας συναυλία εδώ, και τριάντα επτά από την ίδρυση του συγκροτήματος. Όταν ξεκινούσατε, είχατε φανταστεί πως θα φτάσει τόσο μακριά; Όχι, με τίποτα. Έγινε προφανές για μένα ότι θα εξακολουθήσουμε να υπάρχουμε για περισσότερο καιρό, όταν υπογράψαμε το γελοίο μας συμβόλαιο με την Some Bizzare του Λονδίνου. Τότε είπα «Αχά! Πράγματι θα συνεχίσουμε να το κάνουμε αυτό!» Γιατί πριν δεν ήταν και πολύ σαφές. Άνθρωποι έρχονταν κι έφευγαν, στην αρχή ήταν και τα κορίτσια, μετά ήταν μόνο ο Andrew κι εγώ, μετά ήρθε ο Alex (Hacke), μετά έφυγε ο Alex, μετά ήρθαν ο Rudi (Moser), κι ο Marc (Chung), και μετά ο Alex επέστρεψε, κι έτσι μόνο όταν υπογράψαμε συμβόλαιο έγινε σαφές ότι θα εξακολουθούσαμε να υπάρχουμε. Γιατί το συμβόλαιο σήμαινε ότι έπρεπε να κάνουμε άλλον ένα δίσκο.
Μιλήσατε γι’ αυτό το μικρό καλλιτεχνικό κύκλο του Βερολίνου. Ανήκε σε αυτόν κι ο Χάινερ Μύλλερ; Έχετε συνεργαστεί, νομίζω. Όχι. Όταν μιλάω γι αυτό τον κύκλο, μιλάω για το 1979 μέχρι το 1981-2. Γνώρισα τον Χάινερ αργότερα, μας σύστησε για πρώτη φορά ο εκδότης μου, ο οποίος ήταν εξαιρετικός, εξέδιδε βιβλία μαρξιστικής φιλοσοφίας, αλλά και Μπωντριγιάρ, Φουκώ κι άλλα τέτοια. Μια φορά το χρόνο λοιπόν έκανε ένα πάρτι στο λοφτ του, και σε ένα από αυτά τα πάρτυ μου σύστησε τον Χάινερ Μύλλερ. Λίγο καιρό μετά, δούλεψα με τον Χάινερ πάνω σε μια ταινία, η οποία στην πραγματικότητα δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, και μετά χρησιμοποίησε δική μας μουσική σε ένα θεατρικό έργο στο ραδιόφωνο στο Ανατολικό Βερολίνο. Αργότερα μας κάλεσε να γράψουμε γι’ αυτόν μουσική για ένα άλλο θεατρικό έργο στο ραδιόφωνο. Όμως αυτά πρέπει να συνέβαιναν γύρω στο 1987, δηλαδή 5-6 χρόνια αργότερα, κι ο κύκλος των ανθρώπων για τον οποίο σας μίλησα δεν υπήρχε πια.
Νομίζω πως στην αρχή ο Χάινερ δεν ήταν καν στο Δυτικό Βερολίνο. Το ’87 είχε ένα μυστικό διαμέρισμα στο Δυτικό Βερολίνο, το οποίο μάλιστα είχε αγοράσει μαζί με τον εκδότη μου. Πληρωνόταν για τα βιβλία του με δυτικά χρήματα, και σύμφωνα με τον τότε ισχύοντα νόμο δεν θα έπρεπε να τα πάρει αυτά τα χρήματα, ή διαφορετικά θα έπρεπε να τα πάρει πίσω στο Ανατολικό Βερολίνο και να τα ανταλλάξει με αναλογία 1:10! Είχε λοιπόν πάρει αυτό το μυστικό διαμέρισμα στο Βερολίνο – δεν ξέρω αν η Στάζι το γνώριζε. Ήταν ήδη η αρχή του τέλους της DDR (Ανατολικής Γερμανίας). Ως κάτοικος του Δυτικού Βερολίνου, δεν φανταζόμουν πως θα συνέβαινε ποτέ κάτι τέτοιο: πιστεύαμε πως το Τείχος θα ήταν εκεί για πάντα. Τώρα όμως, εκ των υστέρων, μπορώ να δω πως ήδη το ’87 μπορούσες να δεις πως κάτι βρισκόταν υπό κατάρρευση.
Το Βερολίνο λοιπόν άλλαξε, το Τείχος δεν υπάρχει πια, και τα πράγματα εξακολουθούν να αλλάζουν. Πώς είναι η ζωή στο Βερολίνο σήμερα σε σύγκριση με το παρελθόν; Δεν ξέρω αν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να ρωτήσετε. Εγκατέλειψα το Βερολίνο το 2000, και μετά από το Σαν Φρανσίσκο και το Πεκίνο, επέστρεψα μόλις το 2010. Όμως επέστρεψα στο Ανατολικό Βερολίνο, που για μένα ήταν terra incognita. Δεν έχω αναμνήσεις που να συνδέονται με το Ανατολικό Βερολίνο. Είμαι λοιπόν τώρα εδώ, έχω μάθει πια να κυκλοφορώ και να βρίσκω το δρόμο μου, αλλά όταν πηγαίνω στο Δυτικό Βερολίνο, μπορώ να πω ότι εδώ ήταν ο οδοντογιατρός μου, εδώ έμενε η παλιά μου κοπέλα… Στο Ανατολικό δεν υπάρχει τίποτα. Δεν έχω καμία σχέση. Για μένα, λοιπόν, είναι σαν να έχω έρθει σε μια διαφορετική πόλη.
Ως άνθρωποι που ξεκινήσατε ζώντας σε καταλήψεις, και κάνοντας κάτι που καλλιτεχνικά ήταν ριζικά διαφορετικό… Δεν νομίζω πως υπήρχαν και πολλοί άνθρωποι τότε που έκαναν κάτι ριζικά διαφορετικό. Κι αν υπήρξε κάτι ριζοσπαστικό, αυτό πάντοτε γεννιόταν από την ανάγκη. Από την καθαρή αναγκαιότητα του να μην έχεις τα μέσα για να το κάνεις με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Αυτό είναι μια μεγάλη διαφορά από έναν καλλιτέχνη της αβάν γκαρντ, για παράδειγμα, που παίρνει μια απόφαση βασισμένη σε καλλιτεχνικές τάσεις ή επιλογές. Στη δική μας περίπτωση, πάντοτε γεννιόταν από επείγουσες αιτίες, από ανάγκη. Δεν είχες αυτό που χρειαζόταν για να το κάνεις κανονικά, οπότε άρχιζες να το κάνεις διαφορετικά.
Θεωρείτε τη μορφή τέχνης στην οποία καταλήξατε ως πολιτική; Όχι περισσότερο από ότι οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης.
Το βρίσκω αναπόφευκτο να σας ρωτήσω. Παρακολουθούμε παντού την αναγέννηση της άκρας δεξιάς, και στη Γερμανία. Αναρωτιέμαι πώς το βιώνετε εσείς που ζείτε εκεί. Κλαίω κάθε πρωί.
Σας ανησυχεί; Προφανώς με ανησυχεί, αλλά δεν νιώθω άνετα να δίνω συνεντεύξεις για πολιτικά θέματα. Στον τελευταίο μας δίσκο υπήρχε ένα τραγούδι που λεγόταν “Let’s Do It A Da Da”. Πριν από ένα χρόνο φαίνεται πως ήταν το ιωβηλαίο, τα 100 χρόνια του Ντανταϊσμού. Και περίπου όλες οι μεγάλες διεθνείς εφημερίδες κάλεσαν εμένα για να μιλήσω για το Νταντα! Δεν είμαι ιστορικός τέχνης. Μπορεί να μην είμαι εντελώς άσχετος, αλλά το να πάρει κανείς εμένα για να μιλήσω για τα 100 χρόνια του Νταντα, είναι κατά κάποιο τρόπο λάθος. Βρίσκω επίσης λάθος να μου ζητείται να κάνω πολιτική ανάλυση. Μπορώ μόνο να πω ότι φυσικά με ανησυχεί και με θλίβει, κι έχω πράγματι ισχυρές πολιτικές θέσεις και πεποιθήσεις, αλλά δεν δίνω πολιτικές συνεντεύξεις.
Ποια καλλιτεχνικά κινήματα και ποιοι καλλιτέχνες θεωρείτε πως σας επηρέασαν σε αυτό που κάνατε; Προέρχομαι από τον απόηχο του 1968. Γεννήθηκα το 1959, και κοινωνικοποιήθηκα μέσα από τη ροκ μουσική. Μεγάλωσα με Beatles, Rolling Stones, Pink Floyd, τους οποίους πολύ γρήγορα διαδέχτηκαν οι Can, οι Neu, οι Kraftwerk κι ολόκληρη η γερμανική σκηνή. Αν υπάρχει κάποια γραμμή παράδοσης στην οποία βλέπω να ανήκουν οι Neubauten, τότε μάλλον αυτή είναι Neu – Can – Kraftwerk και Ton Steine Scherben, που ήταν μια γερμανική ροκ μπάντα που τραγουδούσε στα γερμανικά και θεωρείτο εξαιρετικά πολιτική. Ήμασταν και καλοί φίλοι μεταξύ μας. Σε αυτή την παράδοση θα έβλεπα τους Neubauten, παρά σε αυτή των Sex Pistols και λοιπών πανκ. Οι πανκ ήταν αυτοί που μας πετούσαν μπουκάλια, και νιώθω πολύ άσχημα όταν μας ενσωματώνουν σε αυτό το κίνημα εκ των υστέρων.
Και ποιοι θεωρείτε πως ανήκουν στην ίδια σκηνή με εσάς; Δεν είμαι σίγουρος. Ξέρετε, εμείς είμαστε κατά μία έννοια ένα παράξενο υβρίδιο. Οι άλλοι που ανήκαν στον ίδιο κύκλο με εμάς, όπως η Gudrun Gut από τους Mania D. και τους Malaria! , ή ο Wolfgang Müller των
Die Tödliche Doris, όλοι ήταν λιγάκι νεότεροι, και η μουσική τους κοινωνικοποίηση ξεκίνησε λίγο αργότερα. Κάποιοι μάλιστα είχαν να κάνουν περισσότερο με το πανκ σε αποφασιστικές στιγμές της καλλιτεχνικής τους ζωής. Όπως είπα ήδη, εγώ ξεκίνησα από τη ροκ, αυτό ήταν το background της κοινωνικοποίησής μου. Είναι λοιπόν λίγο δύσκολο να βρω κοινό παρονομαστή με άλλα συγκροτήματα. Υπό αυτή την έννοια, οι Neubauten ήταν μοναδικοί. Όπως ήδη είπα, η μπάντα με την οποία είχαμε τις περισσότερες φιλίες ήταν οι Ton Steine Scherben. Αυτοί ξεκίνησαν μέσα στη δεκαετία του ’70, ήταν οι μόνοι που τραγουδούσαν στα γερμανικά. Αυτός ήταν αποφασιστικός παράγοντας και για τους Neubauten. Πριν από αυτούς, δεν υπήρξε γερμανικό γκρουπ που να είχε επιτυχία στο εξωτερικό τραγουδώντας στα γερμανικά. Σκόπιμα δεν μετράω τους Kraftwerk, γιατί δεν θεωρώ σημαντικό παράγοντα το σε τι γλώσσα τραγουδούσαν – δεν θα το αποκαλούσα καν τραγούδι.
Θα συμφωνήσω μαζί σας ότι πράγματι οι είναι αρκετά μοναδικοί ως συγκρότημα. Πόσο δύσκολη σας έκανε αυτό τη ζωή; Στην αρχή όλα είναι δύσκολα! Μας έκανε δύσκολη τη ζωή το να κουβαλάμε από δω κι από κει εξοπλισμό σαν κι αυτόν που χρησιμοποιούμε. Για παράδειγμα, για να παίξουμε στην Αθήνα, θα πρέπει να φορτώσουμε ένα φορτηγό που θα κάνει δύο μέρες για να φτάσει στην Ελλάδα. Ένα άλλο συγκρότημα απλώς θα είχε να κάνει check in τις κιθάρες του στο αεροδρόμιο! Μεγάλη διαφορά!
Πιστεύετε πως η μουσική, αλλά και η τέχνη γενικότερα, παίζει σήμερα εξίσου σημαντικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων όσο παλιά; Αυτό στ’ αλήθεια δεν το ξέρω. Ξέρω πόσο σημαντική ήταν για μένα. Ξέρω πόσο σημαντικό ήταν τότε το να βρεις τη δική σου ταυτότητα. Ήταν σημαντικότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Να μπορείς να μπεις στο δικό σου δωμάτιο, να κλειδώσεις αφήνοντας όλο τον κόσμο πίσω σου, και να βάλεις ένα δίσκο που να καθορίζει ριζικά την ταυτότητά σου ενάντια στους γονείς σου και τους άλλους ανθρώπους. Αυτό ήταν εξαιρετικά σημαντικό για μένα. Όμως δεν ξέρω πόσο από αυτό έχει απομείνει σήμερα. Είναι τόσο εύκολα προσβάσιμη τώρα, και τόσο πανταχού παρούσα.. Σχεδόν πρέπει να βρεις τρόπους για να αποφύγεις να βομβαρδίζεσαι από πράγματα που δεν χρειάζεσαι, ή να μπορείς να βρεις κάτι μέσα σε όλες αυτές τις ατελείωτες ακολουθίες κομματιών που ακούγονται παντού. Εγώ προφανώς μεγάλωσα με δίσκους βινυλίου, και καθώς για τους δίσκους υπήρχε στη Γερμανία μια πολιτική που κρατούσε την τιμή τους ψηλά, αυτό έκανε δυνατό για μένα να αγοράζω μόνο ένα δίσκο το μήνα. Ήταν λοιπόν θησαυροί για μένα. Σήμερα είναι τόσο εύκολα διαθέσιμη η μουσική, υπάρχει τόσο πολλή ολόγυρα, που αναρωτιέμαι κατά πόσον μπορεί να αποτελεί θησαυρό, πόση σημασία μπορεί να έχει ώστε να σε κάνει να ταυτιστείς, και να σου χαρίσει ένα μυστικό κήπο. Είμαι απλώς πολύ μεγάλος για να κρίνω πόση σημασία έχει αυτό για τους άλλους ανθρώπους και τη ζωή τους. Μάλλον πρέπει να ρωτήσετε κάποιον πολύ νεότερο. Κατά κάποιον τρόπο όμως ελπίζω πως παραμένει ακόμα σημαντική.
Κι εγώ ανήκω στην τελευταία μάλλον γενιά που μεγάλωσε με βινύλια. Ναι, κι εγώ εξακολουθώ να έχω όλους μου τους δίσκους, τους έχω βάλει σε μεγάλα μεταλλικά κουτιά στο αρχείο μου. Είναι πολύ αστείο να βλέπω τώρα την επιστροφή του βινυλίου. Ούτως ή άλλως ποτέ δεν πείστηκα από το ψέμα του cd. Έχω βέβαια πολλά cd, καθώς για πολύ καιρό δεν υπήρχε άλλος τρόπος να αγοράσεις μυσική, αλλά όλες αυτές τις μαλακίες που έλεγε ο κόσμος ότι δεν έχει θόρυβο και ακούγεται άψογα… Ποτέ δεν με έπεισαν αυτές οι μαλακίες! Πάντα πίστευα πως είναι ψέματα.