Αποκλειστικό: Με τους Blitz στην Αβινιόν

Θα ήταν υποκριτικό εκ μέρους μου να επιχειρήσω να διατυπώσω οποιαδήποτε άποψη για τη δουλειά των Blitz. Θα ήταν απλώς αδύνατον να φανώ αντικειμενικός. Μας ενώνει ένα παρελθόν κοινής δουλειάς στο θέατρο, που για μένα τους καθιστά δικούς μου ανθρώπους. Θα ήταν αστείο να τοποθετηθώ και κατόπιν να μας πετύχει κάποιος με τον Γιώργο Βαλαή να πίνουμε μπύρες και να μιλάμε όπως μιλούν οι άνθρωποι που χάνονται για μεγάλα διαστήματα, αλλά όταν ξαναβρεθούν ξέρουν πως όλα μεταξύ τους είναι έτσι όπως τα είχαν αφήσει.

Δεν θέλω λοιπόν να επαναλάβω ο ίδιος αυτά που κοροϊδεύω. Άλλωστε, το 6 a.m. How to disappear completely έκανε τον κύκλο του στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, κι όποιος ενδιαφερόταν έχει σχηματίσει ήδη άποψη. Η γενεσιουργός αιτία αυτού του κειμένου είναι ότι η παράσταση προσκλήθηκε στο φετινό Φεστιβάλ της Αβινιόν, τιμή εξαιρετικά σπάνα. Η πρώτη φορά που είχε συμβεί αυτό με ελληνικό θίασο ήταν με την Αντιγόνη του Λευτέρη Βογιατζή πριν από μερικά χρόνια – ο ίδιος, για δικούς του λόγους, επέλεξε να μην αποδεχτεί την πρόσκληση – και κατόπιν με το Εθνικό Θεατρο και το Βιτριόλι του Γιάννη Μαυριτσάκη, σε σκηνοθεσία του καλλιτεχνικού διευθυνή του Φεστιβάλ, Ολιβιέ Πυ, και τον Κυκλισμό του Τετραγώνου του Δημήτρη Δημητριάδη που είχε ανεβάσει στη Στέγη ο Δημήτρης Καραντζάς, και τα δύο προ διετίας, στα πλαίσια ενός μικρού αφιερώματος στο ελληνικό θέατρο.

Επειδή λοιπόν ζούμε σε καιρούς που αν κάτι δεν καταγραφεί επαρκώς είναι ως μη γενόμενο, νομίζω πως μια τέτοια αναγνώριση οφείλει να υπογραμμιστεί: όταν το περσινό Φεστιβάλ της Αβινιόν έκλεισε με την Ομηριάδα, και παλι του Δημήτρη Δημητριάδη, μελοποιημένη από Γάλλο συνθέτη, με το κοινό να χειροκροτεί όρθιο και τον Ολιβιέ Πυ να φωνάζει «Ζήτω η Ελλάδα», το γεγονός στην πατρίδα μας πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Θα ήταν λοιπόν κρίμα να συμβεί το ίδιο με το θερμότατο χειροκρότημα που απέσπασαν οι Blitz και τις τέσσερις μέρες που έπαιξαν στην Όπερα στης Αβινιόν, ή με το συγκινητικό για τους ίδιους γεγονός πως την πρώτη μέρα στο κοινό βρισκόταν και η Laurie Anderson. Η κριτική της Le Monde είναι θερμότατη – των άλλων εφημερίδων αναμένονται. Καθίσαμε λοιπόν στην Πλατεία του Ρολογιού, την κεντρικότερη της Αβινιόν, για να μιλήσουμε με τον Γιώργο Βαλαή, την Αγγελική Παπούλια και το Χρήστο Πασσαλή, την ομάδα που έχει κατακτήσει το άνοιγμα προς το εξωτερικό για το οποίο μιλούν όλοι στην Ελλάδα,  για τον επίπονο δρόμο που τους έφερε ως εδώ.

Νάμαστε λοιπόν όλοι μαζί στην Αβινιόν. Πού να το φανταζόμασταν πριν από κάποια χρόνια… Γ.Β. Είχαμε βρεθεί όμως και το 2005 όλοι μαζί εδώ και βλέπαμε παραστάσεις.

Και πέρυσι την ημέρα που είχατε έρθει, προφανώς για να συζητήσετε για τη φετινή πρόσκληση. Σας είδα και κατάλαβα, αλλά δεν το είπα ποτέ πουθενά. Γιατί κάποιες φορές ο κόσμος είναι κακός και ματιάζει. Χ.Π. «Τον Θεό φοβού και την αναγνωμιά του πλήθους»! Έζρα Πάουντ… Επίσης εδώ στο ίδιο θέατρο που παίζουμε τώρα, είχαμε δει μαζί το ’05 το Berlin του Ρομέο Καστελούτσι. Που για μένα είναι πολύ συγκινητικό. Α.Π. Πρώτη φορά στη ζωή μου που είδα Καστελούτσι ήταν τότε σε αυτό το θέατρο. Κι εμένα με συγκινεί πάρα πολύ που τώρα παίζουμε εδώ, μετά από τόσα χρόνια.

Είναι μια δικαίωση, έτσι; Α.Π. Ναι. (Γέλια). Γ.Β. Εξαρτάται πώς βλέπει κανείς τα πράγματα. Με οικονομικούς όρους, όχι. Δεν έχουμε βγάλει χρήματα. Αλλά τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχουμε παίξει σε 7-8 χώρες, σε πάνω από τριάντα πόλεις -και μεγάλες όπως Παρίσι, Λονδίνο, Αμβούργο, Βερολίνο- οπότε για όλη αυτή την περιπέτεια που διαλέξαμε μεταξύ μας, το θέατρο, τη γραφή, το να ταξιδεύεις για να παρουσιάσεις τη δουλειά σου, ναι, υπάρχει μια δικαίωση.

Πώς έγινε το άνοιγμα προς τα έξω; Χ.Π. Η πρώτη μας φορά έξω ήταν στο Theatre de la Ville, με μια ανόητη παράσταση που λεγόταν Guns! Guns! Guns! Γ.Β. Όχι, ήταν πιο πριν ο Γαλαξίας στην Schaubuhne. Χ.Π. Σωστά.  Πάντως αν αυτή η παράσταση μπορούσε να εξαφανιστεί όπως τα αποκηρυγμένα ποιήματα του Καβάφη… Αλλά αυτό είναι προσωπικό, δεν μιλάω και εκ μέρους των συναδέλφων μου. Είναι και βλακώδες αυτό που λέω, γιατί πρέπει να περάσεις από κάποια στάδια. Έχουμε και μια γαλλίδα ατζέντισσα πολύ καλή στη δουλειά της, όπως φαίνεται κι από το αποτέλεσμα. Όμως το ψάχναμε από την αρχή. Θυμάμαι να στέλνω dvd από το Motherland, την πρώτη μας δουλειά, σε όλα τα φεστιβάλ όπου παίζανε οι αγαπημένες μου ομάδες, σαν μπουκλάλι στον ωκεανό. Ένα mail: είμαστε αυτοί, να το dvd, και το πρόγραμμα, προσπαθούσαμε να το κάνουμε ωραίο. Δεν έγινε πραγματικότητα τότε, αλλά το θέλαμε από την αρχή. Α.Π. Θυμάμαι όταν καταθέταμε τις αιτήσεις μας για επιχορήγηση, σου ζητούσαν, εκτός από το βιογραφικό της ομάδας, να γράψεις το σκοπό της. Κι εμείς από τότε πάντα γράφαμε πως είναι στους σκοπούς μας να ταξιδεύουμε και να παίζουμε παραστάσεις στο εξωτερικό, να επηρεαζόμαστε από την ευρωπαϊκή σκηνή και να ανταλάσσουμε. Αυτό ήταν στις προθέσεις μας από την αρχή. Γ.Β. Μετά, όταν κάναμε το Late Night στη Στέγη, είχαν έρθει διάφοροι προγραμματιστές, και μόλις τελείωσαν οι παραστάσεις κάναμε κατ’ευθείαν ένα μήνα τουρ στη Γαλλία. Από αυτό το τουρ προέκυψαν κι άλλες παραστάσεις. Μέχρι τώρα έχουμε παρουσιάσει στο εξωτερικό έξι διαφορετικές παραστάσεις.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Ακόυω την Αγγελική να λέει για τις επιχορηγήσεις,  που δεν υπάρχουν πια. Αν δεν είχατε προλάβει να κάνετε αυτό το άνοιγμα έξω, τι θα γινόταν; Χ.Π. Δεν θα ήταν εύκολο, γιατί τόσο στο Βάνια όσο και στο 6 a.m. μεγάλο μέρος της παραγωγής είναι από φεστιβάλ και θέατρα του εξωτερικού, και κυρίως της Γαλλίας. Αν ήταν διαφορετικά, απλώς δεν θα μπορούσαμε να τα κάνουμε. Η τύχη είναι πολύ σημαντικός παράγοντας στη ζωή. Υπάρχουν πάρα πολλές καλές ομάδες σε όλα τα μέρη του κόσμου. Δεν ξέρω αν ως καλλιτέχνες είμαστε καλοί ή σημαντικοί, αλλά σίγουρα σταθήκαμε τυχεροί, και χαίρομαι γι’ αυτό. Βέβαια η τύχη δεν έρχεται μόνη της. Οι αρχαίοι έλεγαν πως έχει ένα τσουλούφι, κι από εκεί πρέπει να την πιάσεις! Γ.Β. Έχουμε ρίξει κι αρκετή δουλειά βέβαια… Α.Π. Υπάρχουν δύο-τρία συγκεκριμένα θέατρα στη Γαλλία με τα οποία έχουμε συνεργαστεί ξανά και ξανά, κι έχουμε δημιουργήσει πια μια άλλου είδους σχέση, και μου φαίνεται πολύ ωραίο. Γιατί καταλαβαίνω πως αυτό που κάνουμε συγκινεί και επικοινωνεί με ανθρώπους σε μια άλλη χώρα, κι αυτό μου δίνει πολλή δύναμη. Είναι ο Ludovic Lagarde στη Reims ο οποίος μας υποστηρίζει, κι η Claire Verlet από το  Theatre de la Ville στο Παρίσι, που είναι μια σπουδαία γυναίκα, και μόνο που την έχουμε γνωρίσει και μιλάμε μαζί της ανοίγει το μυαλό μου. Το ίδιο συμβαίνει και ε τους ανθρώπους στη Dijon. Για μένα η δικαίωση που λες έχει να κάνει πιο πολύ με αυτό: ότι η δουλειά μας έχει ανοίξει κι έχουμε βρει συνεργασίες και ανθρώπους. Γ.Β. Κανείς μας δεν τα ήξερε αυτά, όλη αυτή την εξωστρέφεια την καλλιεργήσαμε τα τελευταία 4-5 χρόνια ενώ ήταν ένα τοπίο τελείως άγνωστο για εμάς, το να κινείσαι στην Ευρώπη και να έχεις feedback για τη δουλειά σου. Πριν από ένα μήνα παίξαμε το Late Night στο Λονδίνο, στο Barbican, ήταν πέντε μέρες πριν το Brexit. Και μας έστειλε ένα mail ο διευθυντής του φεστιβάλ, να μας πεί πόσο κοντά ήταν το έργο σε αυτά που συνέβαιναν – για ένα έργο που το γράψαμε το 2012 – πόσο αναμόχλευε τα πράγματα και πόσο επίκαιρο ήταν γι’ αυτούς. Έχει λοιπόν να κάνει και με το πώς βλέπει κανείς τα πράγματα, πώς βλέπουμε εμείς την ιστορία, το ίδιο το θέατρο, τη γλώσσα μας.

Έχοντας λοιπόν κατακτήσει αυτή την πρίφημη εξωστρέφεια, έχοντας δει κι άλλα πράγματα, όλα αυτά που έγιναν φέτος στο Φεστιβάλ Αθηνών τι εικόνα σας δημιούργησαν; Χ.Π. Κάκιστη! Είναι ευθύνη του Υπουργείου Πολιτισμού, κι όχι του Γιαν Φαμπρ. Το πρόβλημα είναι η πολιτιστική πολιτική. Από κει και πέρα, μιας που ήμασταν εδώ μαζί το 2005 όταν ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής και είδαμε τι έγινε, ο άνθρωπος δεν έκρυψε ποτέ τι είναι. Όποιος γνωρίζει στοιχειωδώς την ευρωπαϊκή θεατρική πραγματικότητα, ξέρει τι θα έκανε ο Γιαν Φαμπρ. Κι εδώ στην Αβινιόν τη βέλγικη σκηνή είχε φέρει. Τώρα, αν εμένα με καλούσαν στη Συρία να διευθύνω ένα φεστιβάλ, θα τους έλεγα πως θέλω να δω τι γίνεται με την εγχώρια σκηνή. Έχει κάποια ευθύνη – ξέρεις πού έρχεσαι. Αλλά πρωτίστως το θέμα είναι η ελληνική βλακεία. Α.Π. Το πρόβλημα είναι στην κυβέρνηση. Στον πολιτισμό είναι η χειρότερη κυβέρνηση των τελευταίων χρόνων. Είναι τραγικό!

Κι αν σκεφτείς πόσο σκληρός ήταν ο συναγωνισμός, αυτό δεν είναι κι εύκολο! Γ.Β. Πήγε πρόσφατα ο Πρωθυπουργός στην Κίνα για εμπορικές συναλλαγες, και δεν πήρε μαζί του τίποτα από τον ελληνικό πολιτισμό! Θα μπορούσε να κάνει τουλάχιστον μια εβδομάδα ελληνικού κινηματογράφου, ένας άνθρωπος από την ομάδα του να πάρει μαζί του δέκα κόπιες! Δεν κοστίζει τίποτα, και είναι κάτι.

Το μέλλον τι φέρνει για σας; Γ.Β. Ποιος ξέρει; Α.Π. Δεν ξέρουμε ακόμα. Δεν έχουμε σκεφτεί τι θα κάνουμε. Χ.Π. Το μόνο σίγουρο είναι το Ινστιτούτο της Παγκόσμιας Μοναξιάς, που θα το κάνουμε σε πόλεις της Ευρώπης με καλλιτέχνες αυτών των πόλεων όπου θα βρισκόμαστε. Θα το κάνουμε στη Λισαβόνα, κάπου στην Ελβετία, πιθανώς και αλλού. Και περιοδεία των έργων που έχουμε ήδη στο ρεπερτόριο. Γ.Β. Σκεφτόμαστε να κάνουμε και μια πρόταση στο Φεστιβάλ Αθηνών του χρόνου, αλλά ακόμα δεν έχουμε καταλήξει κάπου. Χ.Π. Σκέφτομαι αυτό που είπες πριν και το κράτησα μανιάτικο: διαφωνώ με τη λέξη δικαίωση, έχω δει να αποθεώνονται εδώ, στο μεγαλύτερο φεστιβάλ του κόσμου – εσύ το ξέρεις καλύτερα – κάτι παραστάσεις που λες: «όχι ρε παιδιά! Θα πάω σε ενα υπόγειο στην πλατεία Κολιάτσου και θα δω κάτι καλύτερο!»

Συμφωνώ και επαυξάνω… Χ.Π. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι σε ένα γνήσιο καλλιτέχνη, η δικαίωση είναι εσωτερική. Όταν ξέρεις ότι έκανες αυτό που ήθελες και πήρες το ρίσκο που έπρεπε. Το ρίσκο είναι για μένα το πιο σημαντικό πράγμα. Ο κίνδυνος. Αυτά τα χρόνια είναι ότι απέκτησα μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο ρίσκο. Πρέπει να πηγαίνεις ακόμα πιο πέρα. Σε επίπεδο φόρμας, αφήγησης, σε όλα. Γ.Β. Προφανώς δεν μιλάμε για δικαίωση με όρους lifestyle. Όταν όμως ταξιδεύεις με μια παράσταση και βλέπεις να γράφονται καλές κριτικές,  καταλαβαίνεις ότι αυτά που σε απασχόλησαν τους μήνες που δούλευες μια παραγωγή, απασχολούν κι άλλους ανθρώπους σε άλλα μέρη, ότι υπάρχει μια συνενοχή σε κάποια πράγματα. Επίσης, είτε εμείς μένουμε οι ίδιοι ως άνθρωποι είτε αλλάζουμε, η μία δουλειά δεν έχει σχέση αισθητικά με την άλλη. Αυτό το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον. Εξ αρχής δεν θέλαμε να κάνουμε το ίδιο πράγμα συνέχεια. Γιατί είναι πολύ εύκολο να δημιουργήσεις ένα σύμπαν και μετά να εγκλωβιστείς εσύ ο ίδιος μέσα σε αυτό, μέσα σε ένα καλλιτεχνικό αλγόριθμο ο οποίος παράγει τα ίδια αποτελέσματα ξανά και ξανά.

Γιώργος Βουδικλάρης