Κομήτης: ουράνιο σώμα που μπαίνει σε τροχιά με συγκεκριμένη περιοδικότητα κι εμφανίζεται κάθε 100 χρόνια. Γη, 2017. Ο μπλε κομήτης Honda πλησιάζει την Γη από την οποία είναι ορατός. Την ίδια περίοδο κάπου στα Εξάρχεια μία ομάδα ανθρώπων ξεκινά ένα εγχείρημα με το όνομα Μπλε Κομήτης. Το «σώμα» αυτό αποτελείται από χαρτί στο οποίο φιλοξενούνται πολλά αφηγηματικά καρέ. Πρόκειται για ένα περιοδικό κόμικ. Για την ακρίβεια, το πρώτο ελληνικό περιοδικό κόμικ μετά από πολύ καιρό ανομβρίας στο είδος. Ο Μπλε Κομήτης βρίσκεται ήδη σε τροχιά. Θα εμφανίζεται κάθε τρεις μήνες.
Ο Μπλε Κομήτης, λοιπόν, έρχεται να ενώσει το νήμα μίας εγχώριας παράδοσης στο είδος, που ξεκινάει αρκετά πίσω στο χρόνο: από τον Μικρό Ήρωα, στις ιστορικές εκδόσεις Μαμούθ που έμαθαν σε μικρούς -και μεγάλους- ξένους κομικ-ούς χαρακτήρες όπως τον Λούκυ Λουκ και τον Τεν Τεν, στο περιοδικό Βαβέλ που για πολλά χρόνια κρατούσε τη σημαία της γενικότερης underground κουλτούρας, μέχρι το πιο πρόσφατο 9 που βρισκόταν ένθετο στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, όλα έδειχναν πως υπήρχε ένα πρόσφορο έδαφος στην εγχώρια αγορά για την επανεμφάνιση κάποιου περιοδικού κόμικ.
«Η ιδέα για τον Μπλε Κομήτη έσκασε σε μία κουβέντα που είχαμε με τον εκδότη και τον Δημοσθένη Παπαμάρκο πάνω στο τι μπορούμε να κάνουμε με πράγματα που έρχονταν στον εκδοτικό οίκο (Εκδόσεις Polaris) ή βλέπαμε στο χώρο των comics και ήταν μικρές φόρμες. Μη ξέροντας τι να κάνουμε εκδοτικά με αυτά, συζητήσαμε μήπως τυπώναμε πρόχειρες εκδόσεις, 16-20 σελίδων. Αλλά όλες οι ιδέες κατέληγαν στο “Ναι, αλλά όλα αυτά είναι μέρος ενός περιοδικού”. Μετά και λίγο από νοσταλγία, το βάλαμε κάτω πέρυσι το χειμώνα και το οικονομικό ρίσκο ήταν ελεγχόμενο. Ανέλαβα τη θέση του αρχισυντάκτη.» εξηγεί ο Γιώργος Γούσης για την γέννηση του περιοδικού που κυκλοφόρησε αισίως σε βιβλιοπωλεία και περίπτερα το Σεπτέμβριο του 2017.
Η συντακτική ομάδα κατέληξε στο ότι πέραν από την βασική ιδέα, δηλαδή ενός χώρου όπου παλαιότεροι αλλά και πρωτοεμφανιζόμενοι δημιουργοί θα έχουν την δυνατότητα να φτιάχνουν κόμικ για ενήλικες, όλο αυτό θα έχει τη δομή περιοδικού. Δηλαδή θα περιλαμβάνει θέματα ποικίλης ύλης ενώ θα συνομιλεί με τις άλλες τέχνες.
Έτσι, με ένα γρήγορο ξεφύλλισμα του πρώτου τεύχους, θα βρει κανείς νέα από τον χώρο των κόμικ αλλά και ένα διήγημα της Ιωάννα Μπουραζοπούλου εικονογραφημένο από τον Δημήτρη Καμένο. «Γενικά, ψάχνουμε ανθρώπους που είναι αφηγητές με κάθε μέσο. Θέλαμε οπωσδήποτε να έχει ένα διήγημα αλλά να μην θεωρείται παραπαίδι του ίδιου του περιοδικού ή μέρος της παραλογοτεχνίας. Προσπαθούμε να βρίσκουμε μεγάλα ονόματα πεζογράφων που έχουν μία άλλη ελευθερία λόγω της φύσης του περιοδικού. Στο επόμενο θα έχουμε αστυνομικό από τον Κώστα Μουζουράκη, θα είναι ένα επαρχιακό noir» εξηγεί ο αρχισυντάκτης του Μπλε Κομήτη. Και κάπως έτσι, με τον διάλογο που ανοίγει το περιοδικό με τις άλλες τέχνες, το πρώτο τεύχος φιλοξενεί και μία συνέντευξη με τον σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη -κάτι που δεν μας κάνει καθόλου εντύπωση μιας και το σινεμά του Οικονομίδη μοιράζεται πολλά αφηγηματικά και αισθητικά στοιχεία με ένα κόμικ.
Το δυνατό βέβαια χαρτί του Μπλε Κομήτη είναι η ίδια η ένατη τέχνη η οποία εκφράζεται στις σελίδες του μέσα από διαφορετικές αισθητικές εκφάνσεις: από το μπλέξιμο της παράδοσης και του έμμετρου ποιητικού λόγου στην Παραλογή του Πέτρου Ζερβού, στον noir Ντετέκτιβ Φιλ Πωτ δια χειρός Γιώργου Γούση, μέχρι τα sci-fi Γυμνά Οστά (σε σύμπραξη του Δημοσθένη Παπαμάρκου και του Μιχάλη Διαλυνά) μέχρι τις slice-of-life ιστορίες πρωτοεμφανιζόμενων καλλιτεχνών όπως η Aniro (στο Σήμερα είμαι ένα μικρό παιδί σε σενάριο της Ειρήνης Λούτα), ενώ δεν λείπουν και οι ερωτικές ιστορίες (Στο παγκάκι στη γωνία –Ευάγγελος Ανδρουτσόπουλος, Ο Επιδιορθωτής – Παναγιώτης Μητσομπόνος).
«Είναι μία “τρύπα” το ότι δεν υπήρχε ούτε ένα περιοδικό κόμικ στην Ελλάδα. Προσπαθούμε να το κάνουμε και ως αντικείμενο ωραίο. Θέλουμε να είναι σαν μικρές ανθολογίες με συλλεκτική αξία. Άλλωστε τα τεύχη δεν θα φεύγουν από τα ράφια με την κυκλοφορία κάθε επόμενου» λέει ο Γιώργος Γούσης. Σε μία εποχή όμως όπου τα πάντα κινούνται ψηφιακά και η πληροφορία είναι ένα κλικ μακριά, γιατί να επιλέξει κανείς να πάρει στα χέρια του ένα περιοδικό και μάλιστα κόμικ -ενώ θεωρητικά θα μπορούσαν όλα να υπάρχουν στο διαδίκτυο; «Στα κόμικ υπάρχει μια ιδιαιτερότητα: Αυτό που φτιάχνεις ως τελικό προϊόν θα υπάρξει μόνο όταν το τυπώσεις. Οι σελίδες είναι “σαλόνι”, η μία συνομιλεί με την άλλη. Όταν τυπώνεται σε χαρτί φτάνει στην τελική του μορφή, διαβάζεται έτσι για τον λόγο που έχει προκαθοριστεί. Αν το διαβάσεις σε υπολογιστή δεν γίνεται να έχεις “σαλόνι” ή σε οδηγεί καρέ καρέ στην ιστορία. Αυτό είναι κάτι άλλο, το web comic είναι μία άλλη φόρμα. Από την άλλη, είναι πολύ διαφορετικό να έχεις ένα βιβλίο στα χέρια σου ή στη βιβλιοθήκη σου, έχει μία απτική και οπτική επαφή μαζί του. Η ιντερνετική αρχειοθέτηση δεν έχει αυτή τη συλλεκτικότητα» εξηγεί από τη σκοπιά του ο αρχισυντάκτης του Μπλε Κομήτη.
Πράγματι, η ίδια η φιλοσοφία του κόμικ -ένα άλλωστε από τα πρώτα απτά αφηγηματικά αντικείμενα που οι περισσότεροι πιάνουμε στα χέρια μας από την παιδική ηλικία- «απαιτεί» χαρτί. Όπως αναλύει κι ο Γιώργος Γούσης «Υπάρχουν κενά μεταξύ των καρέ κι αυτός που το διαβάζει καλείται να αναπλάσει στο μυαλό του τις εικόνες που λείπουν, είναι ένας τρόπος να συν-κατασκευάσει την ιστορία μαζί με τον δημιουργό. Του δίνεις ένα ερέθισμα και τον οδηγείς να κάνει αυτός τη μισή δουλειά. Στο κόμικ επίσης μπορείς να σπαταλήσεις όση ώρα θες, να πας πίσω, μπροστά». Είναι σαν ένα παιχνίδι, σαν να λέμε.
Πόση παιδικότητα άραγε κουβαλά τελικά ένα κόμικ ενηλίκων; Σύμφωνα με τον Γιώργο Γούση, η παιδικότητα έχει να κάνει με τη βιωματική εμπειρία μας παρά με την ίδια τη δομή του κόμικ: «Επειδή η αφήγηση στο κόμικ καλύπτει τα κενά που λείπουν, είναι ένα τέλειο μέσο για να εκπαιδεύσει ένα παιδί την φαντασία του, γιατί δεν μπορεί να διαβάσει τόσο εύκολα ένα λογοτεχνικό έργο, δεν έχει την εμπειρία ζωής ώστε να το αναπλάσει στο μυαλό του. Γι’ αυτό πιστεύω αρέσουν τόσο πολύ στα παιδιά. Ξεκινάμε να διαβάζουμε κόμικ από πολύ μικροί. Έτσι κι αλλιώς νοσταλγούμε πράγματα που θυμίζουν την παιδική μας ηλικία. Αλλά το κόμικ δεν είναι φτιαγμένο για την παιδική ηλικία. Είναι κάτι που μας ιντριγκάρει από μικρούς απλά».
Και αφού «λύσαμε» τα της νοσταλγίας, τι γίνεται πιο συγκεκριμένα στα καθ’ ημάς με το κεφάλαιο ένατη τέχνη; «Υπάρχει ένα πορωμένο κοινό κόμικ στην Ελλάδα, όπως υπάρχει σε κάθε χώρο, που είναι σχετικά μικρό αλλά τώρα τελευταία το κοινό των κόμικ μεγαλώνει. Το περιοδικό βγήκε σε ένα πολύ καλό timing που υπάρχει άνοδος εκδοτικά σε κόμικ που αφορούν ένα μεγάλο κοινό. Εδώ δεν έχουμε βιομηχανία που προτείνει συγκεκριμένη νοοτροπία ή ποσότητα όπως πχ. στην Ιαπωνία με τα manga. Το κοινό άρα εδώ έχει μεγαλύτερη βεντάλια επιλογών κι αρχίζουν να εκδίδονται πράγματα που αφορούν ανθρώπους που διαβάζουν λογοτεχνία, πάνε σινεμά, θέατρο». Και όντως, βλέπουμε συνεχώς να εκδίδονται graphic novels για τις ζωές μουσικών, συγγραφέων, λογοτεχνικά έργα να διασκευάζονται (όπως συνέβει με τον πολύ επιτυχημένο Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου, πίσω από το οποίο βρίσκουμε τους δύο ιθύνοντες και του Μπλε Κομήτη, δηλαδή τον Γιώργο Γούση και τον Δημοσθένη Παπαμάρκο), ενώ μία βόλτα κάθε χρόνο από το καθιερωμένο ραντεβού του Comicdom είναι αρκετή για να πειστεί κανείς ότι το κόμικ είναι κάτι που αφορά καθόλου αμελητέα μερίδα του ελληνικού κοινού.
Για τον αρχισυντάκτη του, το «Μπλε Κομήτης» είναι μία φράση νοσταλγική και ταξιδιάρικη που έχει κάτι από εποχές 80s pulp comics. Το σίγουρο είναι ότι σε όποια γενιά και αν ανήκετε, βλέποντας τον Ντετέκτιβ Φιλ Πωτ σε κάποιο ράφι βιβλιοπωλείου ή περιπτέρου, κάπως «θα σας μιλήσει». Να ‘ναι νοσταλγία; Να ‘ναι μία αιώνια παιδικότητα; Δεν έχει σημασία να το ψάχνουμε. Πάρτε το στα χέρια σας και αφήνουμε τα συμπεράσματα σε εσάς. Άλλωστε, μετά από χρόνια, μπορεί να το «ξεθάψετε» από την βιβλιοθήκη σας και να πείτε κάτι παρόμοιο με αυτό που επιδιώκει να πει και ο Γιώργος Γούσης: «Θέλω όταν το δω μετά από χρόνια, να το πιάσω σαν φρέσκος αναγνώστης και να το χαρώ, να πω ότι έγινε κάτι ωραίο».