Blaine L. Reininger, ο Βασιλιάς του Περιθωρίου

Δεν ανοίγεις τα μάτια, απλώνεις το χέρι, πιάνεις το κινητό, κλείνεις το ξυπνητήρι, σου πέφτει το κινητό στο πάτωμα, δεν πειράζει, γυρίζεις από την άλλη, ανεβάζεις το πάπλωμα πάνω από το κεφάλι, έτσι, λίγο ακόμη, όχι, δε θα κοιμηθείς, προσπαθείς να μη σε πάρει ο ύπνος, δεν τα καταφέρνεις και μόλις πάει να σε πάρει, το ξυπνητήρι θα χτυπήσει ξανά, θα ανοίξεις τελικά τα μάτια, θα τεντώσεις τα πόδια, θα σηκώσεις το πάπλωμα, θα σηκωθείς, θα πιάσεις το κινητό, θα κλείσεις το ξυπνητήρι, θα κοιτάξεις έξω από το παράθυρο και από αυτό που θα δεις σε μεγάλο βαθμό θα κριθούν όλα, δηλαδή η διάθεσή σου.

Το πρόβλημα δεν είναι το κρύο. Το πρόβλημα είναι η βροχή. Μια τέτοια μέρα η ζωή θα συνεχιστεί, φυσικά. Όσοι δουλεύουν θα πάνε στις δουλειές τους όπως και την προηγούμενη, μόνο που αυτή τη μέρα θα φύγουν από το σπίτι τους με νεύρα γιατί θα ξέρουν ότι μέχρι να φτάσουν όπου είναι να φτάσουν θα έχουν αναγκαστεί να περάσουν περισσότερη ώρα κολλημένοι στην κίνηση, γιατί ξέρουν πως όταν τελικά φτάσουν θα έχουν βραχεί όσο μεγάλη και να είναι η ομπρέλα τους, γιατί ξέρουν από την αρχή ότι αυτή τη μέρα θα χρειαστεί να προσπαθήσουν περισσότερο ώστε στο τέλος της να σκεφτούν ότι δεν ήταν κακή. Είναι μία περίεργη εγκεφαλική συνθήκη όλο αυτό, εγγενής σε όλους όσους ζουν σε έναν τόπο που τις περισσότερες ημέρες έχει καλό καιρό, ένα αυτοματοποιημένο σκεπτικό που σου δημιουργεί μία θετική προδιάθεση για τα πάντα μόνο και μόνο γιατί ακόμη και στην καρδιά του χειμώνα, ξέρεις πως όταν έχει ήλιο μπορείς να φορέσεις ένα ζευγάρι σκούρα γυαλιά, να τυλίξεις ένα κασκόλ γύρω από το λαιμό και να κάνεις μια βόλτα στη γειτονιά σου (ακόμη και αν δεν το κάνεις τελικά). Τις «καλές ημέρες» ο Blaine L. Reininger φεύγει νωρίς από το σπίτι του στην πλατεία Κουμουνδούρου, βαδίζει στα στενά του Ψυρρή, για να φτάσει τελικά στο Μοναστηράκι και να πιει τον πρωινό του καφέ σε ένα από τα δυο-τρία τουριστικά καφέ που υπάρχουν πάνω στην πλατεία.

Αν τύχει να τον παρατηρήσεις -έτσι όπως πιάνει το καλαμάκι (με τα ελαφρώς παραμορφωμένα δάχτυλα του, ίσως από τις τόσες δεκαετίες που μεταχειρίζονται το βιολί) και ανακατεύει τον φραπέ έχοντας στραμμένο το κρυμμένο πίσω από μαύρα γυαλιά ηλίου βλέμμα του προς τον ουρανό – και δεν ξέρεις τίποτα για αυτόν τον τύπο, αν δεν ξέρεις ούτε για τους Tuxedomoon, ούτε για τη θρυλική εκπομπή του στον Rock FM, ούτε για τις ταινίες του Τριανταφυλλίδη που έχει παίξει, ούτε για την εποχή της υπερβολής στην Αμερική και την Ευρώπη, ούτε για εκείνη της λύτρωσης στην Αθήνα, δύσκολα δε θα τον περάσεις για κάποιον (συνταξιούχο; απλώς αργόσχολο;) που δεν έχει τίποτα καλύτερο να κάνει από το να πίνει ένα φραπέ κάτω από τον ήλιο. Αν από την άλλη τα γνωρίζεις όλα αυτά, καταλαβαίνεις ότι ακριβώς επειδή τα έχει κάνει και με το παραπάνω, ξέρει πόσο σημαντικό είναι να μπορείς να πιεις έναν καφέ κάτω από τον ήλιο στο κέντρο της Αθήνας. Πόσο σημαντικό είναι να γίνεσαι μερικές φορές τουρίστας μέσα στην ιδια σου τη διαλυμένη πόλη.

Τώρα τελευταία έκανες τη μουσική επιμέλεια της παράστασης «Μινιόν, μια χριστουγεννιάτικη ιστορία», της Μαρίας Πανουργιά. Δεν ξέρω αν το γνωρίζεις αλλά κάποιοι θεωρούν ότι ο εμπρησμός του Μινιόν σήμανε την αρχή του τέλους της αθωότητας του αθηναϊκού downtown, την αρχή μιας αλληλουχίας γεγονότων που τελικά τελικά κορυφώθηκε με τον εμπρησμό του Αττικόν ή της Marfin, για παράδειγμα.

Ίσως και να είναι έτσι, δεν ξέρω. Πάντως η Μαρία μου είπε ότι η αντίδραση του κόσμου στην παράσταση ήταν αρκετά νοσταλγική και συναισθηματική, και αυτό τελικά μπορεί και να έχει να κάνει με αυτό που λες, ότι θυμούνται ή φαντάζονται μία εποχή λιγότερο δύσκολη.

Έχοντας ζήσει στην Αθήνα τα τελευταία 15 χρόνια, την έχεις δει να μεταμορφώνεται από μια πρωτεύουσα στην περιφέρεια της Ευρώπης, σε μια φαντεζί μητρόπολη κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών και τα τελευταία χρόνια σε μια διαλυμένη πόλη που ψάχνει τα πατήματά της. Σου φαίνεται καθόλου σαν «βόλτα με το τρενάκι του τρόμου» όλο αυτό;

Μέχρι κάποιο σημείο λες, εντάξει θα φτιάξουν τα πράγματα, αλλά είναι πραγματικά φρικτό. Όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα, εκεί, πίσω στα 80s, υπήρχε ακόμα η αίσθηση ότι εδώ είναι Βαλκάνια. Ότι αυτός ο τόπος είναι ένα βήμα πάνω από το Κάιρο, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Το οποίο ήταν πολύ γοητευτικό. Μετά ήρθε η περίοδος των Ολυμπιακών Αγώνων, έφτιαξαν  το Μετρό, την Αττική Οδό και γενικά εκσυγχρονίστηκε η πόλη μέχρι που χτύπησε η κρίση. Είναι κάτι που σκέφτομαι κάθε μέρα. Αυτήν την περίοδο ταξιδεύω αρκετά, ήμουν στις Βρυξέλλες, τώρα γύρισα μόλις από το Παρίσι. Μέχρι και στη Βηρυττό πήγα σχετικά πρόσφατα – ήταν λίγο περίεργα εκεί. Ήταν πιο πολύ Αθήνα από την Αθήνα. Αν η Αθήνα είναι στο ν.5 της κλίμακας όσον αφορά την παράνοια του τρόπου ζωής, η Βηρυττός είναι πολύ πιο πάνω. Ορισμένες φορές, είναι δύσκολη η προσαρμογή όταν γυρίζεις πίσω στην Αθήνα. Στη Γαλλία, στη Γερμανία, στο Βέλγιο παραπονούνται για την οικονομική τους κρίση. Αλλά δεν έχουν ιδέα! Οι πόλεις τους ακόμη «λειτουργούν» κανονικά, δεν πληρώνουν αυτό το τρομερό τίμημα σε ανθρώπινες ζωές, όπως συμβαίνει εδώ. Μοιάζει λίγο με την Αποκάλυψη των Ζόμπι. Οι τζάνκι στο δρόμο, ας πούμε, είναι ολοένα και περισσότεροι και σχεδόν δε μοιάζουν με ανθρώπους. Θέλω, όπως όλοι, να πιστεύω ότι τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα ή έστω ότι θα πάψουν να είναι φρικτά. Αλλά πλέον δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι αυτό είναι εφικτό…

Μερικές φορές, μάλλον για να σπάσουμε λίγη πλάκα και να νιώσουμε καλύτερα,  λέμε ότι η Αθήνα σήμερα μοιάζει με τη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 70.

Όντως, τότε ήταν σαν να είχαν ρίξει βόμβα στη Νέα Υόρκη. Αλλά δεν ξέρω αν ήταν τόσο χάλια. Νομίζω ότι τώρα τα πράγματα είναι χειρότερα στην Αθήνα. Το παρήγορο είναι ότι όπως εκείνη την εποχή η Νέα Υόρκη είχε απίστευτο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον, με την κοινωνική αναταραχή και την παρακμή να αντικατοπτρίζονται σε μία συγκλονιστική καλλιτεχνική αναγέννηση, βλέπω ότι κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και εδώ. Γνωρίζω πολλούς που κάνουν θέατρο, συμμετέχουν σε εκθέσεις, δημιουργούν σε παλιά, παρατημένα κτίρια. Κι ας μη βγάζουν λεφτά. Όπως η Μαρία, που έστησε την παράστασή της με πράγματα από την κουζίνα μας, δικά μου παλιά πλήκτρα, cd player, μέχρι και μπλούζες μου. Δεν είχε χρήματα, αλλά περιστοιχιζόταν από αρκετούς ταλαντούχους ανθρώπους.

Στην επόμενη σελίδα: ο “βυθός” των ναρκωτικών, η εκπομπή στον Rock FM και το περιβόητο “ελληνικό φως”.

Page: 1 2

Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).