Categories: ΣΙΝΕΜΑ

Δε θα χρειαστούν δεκαετίες για να ανακηρυχθεί ως ορόσημο το Blade Runner 2049. Το αναγνωρίζεις την στιγμή που το παρακολουθείς.

Ι’ve seen things you people wouldn’t believe: μια ταινία τόσο μεγαλειώδη που ακόμα και η παρουσία του Τζάρεντ Λέτο δεν είναι ικανή να την αμαυρώσει ως εμπειρία. Σε μια χρονιά που το σινεμά αντεπιτέθηκε θεαματικά στο ανόητο, πνευματικά τεμπέλικο, αφήγημα της υποτιθέμενης σύγχρονης τηλεοπτικής ανωτερότητας με ταινίες όπως η Δουνκέρκη, το Silence, το Αυτό και το Ο Βαλέριαν και η Πόλη με τους Χίλιους Πλανήτες (χωρίς πλάκα), το Blade Runner 2049 έρχεται να ξεπεράσει όχι μόνο αυτές τις ταινίες και όσες άλλες κυκλοφόρησαν φέτος, αλλά ενδεχομένως και την πρωτότυπη του Ρίντλεϊ Σκοτ (#too_soon?) της οποίας αποτελεί συνέχεια κυρίως στα χαρτιά. Οπτικά αψεγάδιαστο σε βαθμό παράνοιας, πλούσιο σε ιδέες για την ταυτότητα, τη μνήμη, την οικογένεια, τη συντροφικότητα, την ανθρώπινη φύση και το νόημα της ζωής, και γυρισμένο με την προσοχή, το σεβασμό και την εφευρετικότητα που η κληρονομιά του 1982 και ο προϋπολογισμός του 2017 μπορούν να εγγυηθούν, το Blade Runner 2049 τοποθετεί οριστικά τον καναδό σκηνοθέτη Ντενί Βιλνέβ (ΆφιξηSicario) σε όποια πριβέ λέσχη συναντιούνται ο Κρίστοφερ Νόλαν, ο Αλφόνσο Κουαρόν και ο Τζορτζ Μίλερ για να συζητήσουν πόσο οραματιστές είναι και αναδεικνύει τον κορυφαίο διευθυντή φωτογραφίας Ρότζερ Ντίκινς σε Μιχαήλ Άγγελο της κάμερας. (Σημείωση: Δεσμευμένοι από την ομερτά που επέβαλλε ο σκηνοθέτης με μήνυμά του πριν την προβολή, θα πολλαπλασιάσουμε τις πιθανές παραλλαγές του «πωπω, τι visuals ήταν αυτά» πατώντας στις μύτες των ποδιών γύρω από την απόρρητη πλοκή.)


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η 30ετία που μεσολάβησε ανάμεσα στα γεγονότα του πρώτου Blade Runner και του τωρινού δεν συμπεριφέρθηκε όμορφα στον πλανήτη μας, με τα οικοσυστήματα να έχουν καταστραφεί, ένα καθολικό μπλακ άουτ να έχει αφανίσει πάσης φύσεως τεχνολογικό αποτύπωμα και τον Ed Sheeran να έχει γίνει ο #1 ποπ σταρ στον κόσμο. Ο τυφλός μεγιστάνας Νιάντερ Γουάλας (ο Λέτο επιστρατεύει το μεσσιανικό του σύνδρομο σε έναν ανάλογης έμπνευσης σύντομο ρόλο) ηγείται της εταιρείας που έχει αντικαταστήσει τη χρεοκοπημένη Tyrell Corporation και κατασκευάζει μια νέα γενιά υπάκουων ανδροειδών-σκλάβων που είτε καλλιεργούν τις φάρμες πρωτεϊνών που τρέφουν τους ανθρώπους είτε προσφέρουν ψηφιακή ικανοποίηση στους μοναχικούς κατοίκους του Λος Άντζελες. H πόλη παραμένει όσο βροχερή και σκοτεινή τη συνέλαβαν ο Σκοτ, ο διευθυντής φωτογραφίας Τζόρνταν Κρόνενγουεθ, ο σκηνογράφος Λόρενς Τζ. Πολ και ο επικά βαφτισμένος “visual futurist” Σιντ Μιντ πριν από 35 χρόνια: ένας urban εφιάλτης, ακόμα πιο βρώμικος και απελπιστικός απ΄ό,τι τον θυμόμασταν, με στριμωγμένα κτίρια, κακό φαγητό και απεχθείς ανθρώπους, που φωτίζεται μόνο από διαφημιστικά ολογράμματα που υπόσχονται παραδεισένιες αποδράσεις εντός και εκτός των ορίων της πόλης. 

Το Blade Runner 2049 τοποθετεί οριστικά τον καναδό σκηνοθέτη Ντενί Βιλνέβ σε όποια πριβέ λέσχη συναντιούνται ο Κρίστοφερ Νόλαν, ο Αλφόνσο Κουαρόν και ο Τζορτζ Μίλερ για να συζητήσουν πόσο οραματιστές είναι και αναδεικνύει τον κορυφαίο διευθυντή φωτογραφίας Ρότζερ Ντίκινς σε Μιχαήλ Άγγελο της κάμερας.

Απεσταλμένος από την Αστυνομία του Λος Άντζελες για να «αποσύρει» ένα από τα λίγα εναπομείναντα μοντέλα Nexus 8 (οι στόχοι της πρώτης ταινίας), ένας νέος blade runner, ο Κ (Ράιαν Γκόσλινγκ), ανακαλύπτει σε μια από τις προαναφερθείσες φάρμες έναν τάφο που, όπως κάθε σωστός κινηματογραφικός τάφος οφείλει, κρύβει ένα μυστικό καθοριστικής σημασίας για το μέλλον της ανθρωπότητας και προκαλεί στον ίδιο μια βαθιά υπαρξιακή κρίση που θα τον οδηγήσει στον εξαφανισμένο προκάτοχό του, Ρικ Ντέκαρντ (ο Χάρισον Φορντ στην καλύτερή του εμφάνιση εδώ και χρόνια).

Αυτά. We repli-can’t say more.


Δεν θα είναι εύκολο να επιστρέψουμε σε μια Ντίκινς-less ζωή από την επόμενη εβδομάδα, έχοντας δει τη δουλειά που έκανε στο Blade Runner 2049 ο διευθυντής φωτογραφίας του

Από την εναρκτήρια σεκάνς είναι σαφής η πρόθεση του Βιλνέβ και των σεναριογράφων Χάμπτον Φάντσερ (που έγραψε το original) και Μάικλ Γκριν (του οποίου τα άλλα δύο εξαιρετικά φετινά σενάρια, για το Logan και το Alien: Covenant, μοιράζονται αρκετές θεματικές με αυτό εδώ) να απομακρυνθούν από τη λογική του άμεσου σίκουελ ή του fan service και να τολμήσουν να παρακάμψουν το μεγαλύτερο μυστήριο που συνοδεύει μέχρι σήμερα την πρώτη ταινία: αν και η αλήθεια για την πραγματική φύση του Ντέκαρντ διχάζει όχι μόνο τους φαν, αλλά και τους συντελεστές της (ο Σκοτ και ο Φορντ σχεδόν σκοτώθηκαν στα γυρίσματα διαφωνώντας για την κατεύθυνση του χαρακτήρα), o blade runner του 2049 δηλώνεται ρητά εξ’ αρχής πως είναι ανδροειδές άρα η (εσωτερική του) αναζήτηση διαφέρει από εκείνη του Ντέκαρντ και οδηγεί την ταινία σε προηγουμένως ανεξερεύνητα μονοπάτια. Με το poker face ενός κλασικού νουάρ ντετέκτιβ, ο Γκόσλινγκ προσπαθεί να λύσει το παζλ όχι μόνο της υπόθεσης, αλλά και του δικού του ρόλου μέσα σε αυτή, με μια μετρημένη ερμηνεία που θα μπορούσε να περιορίζεται στην οδηγία «κάτσε εδώ και δείχνε ωραίος ενώ σε λούζει ένα μαγευτικό πορτοκαλί φως» και πάλι να λειτουργεί. Όταν δεν αναζητά στοιχεία σε πόλεις-σκουπιδότοπους που θυμίζουν το Mad Max: Fury Road ή στα εμμονικά γεωμετρικά αρχηγεία της Wallace Corporation που οι αυστηρές γωνίες του σκηνογράφου Ντένις Γκάσνερ και το υγρό φως του Ντίκινς ανάγουν σε αρχιτεκτονικό πορνό, ο Κ χαλαρώνει στο σπίτι του με το έτερόν του… ολόγραμμα, την Τζόι (Άνα ντε Άρμας), ένα app σχεδιασμένο να ικανοποιεί κάθε του φαντασίωση (σε αυτή την περίπτωση ένα διανοούμενο pin-up.)   

Η αντι-νοσταλγία του δημιουργεί ένα παράδοξο στο διάλογό του με το πρωτότυπο, για το οποίο οποιαδήποτε κουβέντα χρωματίζεται από τη στερνή γνώση της μετέπειτα βαρύτητάς του, καλύπτοντας το γεγονός ότι, μεταξύ μας, δεν πρόκειται για ένα ιερό αριστούργημα, αλλά για μια ταινία με τα ίδια ελαττώματα που, ειρωνικά, κάποιοι αποδίδουν και στην καινούργια (αργό, βαρετό).

Χωρίς τις εμπορικές αξιώσεις και την A-list πρόσοψή του, ο ρυθμός και η ατμόσφαιρα του Blade Runner 2049 θα το προόριζαν πιο πολύ για το Άστυ παρά το Village, με τα ως επί το πλείστον πρακτικά εφέ του («χειροποίητα» στα τεράστια πλατό της Βουδαπέστης όπου έγιναν τα γυρίσματα), την εστέτ εσωστρέφειά του και τα σκονισμένα ολογράμματα του Έλβις και της Μέριλιν – όλα υπό την ηχώ του κλασικού soundtrack του Vangelis (εδώ με την άξια υπογραφή των Μπέντζαμιν Γουόλφις και Χανς Ζίμερ). Ορμώμενο από το γνώριμο σύμπαν του Blade Runner, μιας από τις επιδραστικότερες ταινίες όλων των εποχών με επιρροές που ξεκινούν από pop culture μιμητές και φτάνουν ως τη μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική, το Blade Runner 2049 επεκτείνει τα φιλοσοφικά του ερωτήματα και το οπτικό του στυλ σε ένα καινούργιο κεφάλαιο αυτού του κόσμου, παρά στο αμέσως επόμενο. Η αντι-νοσταλγία του δημιουργεί ένα παράδοξο στο διάλογό του με το πρωτότυπο, για το οποίο οποιαδήποτε κουβέντα χρωματίζεται από τη στερνή γνώση της μετέπειτα βαρύτητάς του, καλύπτοντας το γεγονός ότι, μεταξύ μας, δεν πρόκειται για ένα ιερό αριστούργημα, αλλά για μια ταινία με τα ίδια ελαττώματα που, ειρωνικά, κάποιοι αποδίδουν και στην καινούργια (αργό, βαρετό).


Ο Χάρισον Φορντ επιστρέφει ως Ρικ Ντεκάρντ στην καλύτερή του εμφάνιση εδώ και χρόνια

Το Blade Runner 2049 διευρύνει την καθιερωμένη μυθολογία με αυτοπεποίθηση, φαντασία, έμπνευση, επίγνωση της σωστότερης στιγμής για να τελειώσει (ένα σεναριακό θαύμα) και σοβαρότερη παρενέργεια το trance στο οποίο θα πέσουν πολλοί για τη «μαγεία του σινεμά». Το ότι χρειάζεται 163 λεπτά για να αφηγηθεί την ιστορία του (περίπου όπως αυτό το κείμενο) είναι περισσότερο χάρη παρά επιβάρυνση, εκτός αν κάποιος αντιτίθεται στην ιδέα του σινεμά ως οχήματος αισθητικής τελειότητας που γεννά κόσμους και κόνσεπτ που με δυσκολία θα θέλει να εγκαταλείψει ο θεατής πριν περάσει στο generic μπλοκμπάστερ της άλλης εβδομάδας κι επιστρέψει στη Ντίκινς-less ζωή του. Το ότι κανένα από αυτά τα λεπτά δεν πάει χαμένο απλώς υπογραμμίζει το status του ως instant classic: ενώ χρειάστηκε να περάσουν χρόνια ως την ανακήρυξη του πρώτου ως ορόσημου, αυτή τη φορά το αναγνωρίζεις τη στιγμή που το παρακολουθείς.

Μάρα Θεοδωροπούλου