Ο Brooker γράφει για το σημείο που συναντιέται η τεχνολογική πρόοδος με τα σκοτεινά/κατώτερα ανθρώπινα ένστικτα. Δεν είναι λουδίτης ή τεχνοφοβικός, έχει βαρεθεί να το εξηγεί σε συνεντεύξεις – στα άσημα χρόνια του έβγαζε το ψωμί του γράφοντας και κριτικές για video games. Έχει μια πολύ σάφη εξήγηση για το πού πάμε, γι’ αυτό το ατέρμονο debate, αν π.χ. όσο εξυπνότερα γίνονται τα κινητά μας, τόσο πιο κοινωνιοπαθείς καταλήγουμε εμείς οι ίδιοι. «Ναι, η κοινωνία μας μοιάζει να είναι περισσότερο εκτός ελέγχου σε σχέση με παλιά, κι αυτό γιατί η τεχνολογία συνιστά μια νέα υπερδύναμη στα χέρια μας, μια ικανότητα και μορφή επικοινωνίας που ακόμη ως είδος δεν είμαστε έτοιμοι να συμβαδίσουμε πλήρως μαζί της», δήλωσε πρόσφατα.
Σε αυτό το πλαίσιο, πάντα με μια σαρδόνια, ειρωνική ματιά, άλλοτε εφιαλτικά κι άλλοτε ονειρικά (τα επεισόδια “Shut Up and Dance” και “San Junipero”, διαδοχικά στον 3ο κύκλο είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα της διακύμανσης), ο Brooker έχει μιλήσει για τα συστατικά από τα οποία είναι φτιαγμένη η εποχή μας. Και το πώς μπορούν να πάνε λάθος. Για τη μανία επιβεβαίωσης και την κούφια αξιολόγηση των σόσιαλ μίντια, την επανεφεύρεση του εαυτού στα κάθε λογής ψηφιακά περιβάλλοντα, την περιβαλλοντική εκμετάλλευση που είναι πια σε οριακό σημείο.
H λύτρωση στις ιστορίες του Black Mirror σπάνια έρχεται. Όμως συχνά υποννοείται ως (ή στο) διηνεκές. Είτε με τη δυνατότητα του delete (και της παρέμβασης στον κώδικα με τον οποίο λειτουργεί και η ανθρώπινη μηχανή), είτε με το επαναλαμβανόμενο κεντρικό θέμα αυτού του 4ου κύκλου: την ανάπτυξη της ψηφιακής συνείδησης. Υπάρχουν 4-5 περιπτώσεις σε όλη τη σεζόν που κάποιος ανθρώπος γίνεται upload (μερικοί «κατεβάζονται» κιόλας). Το ψηφιακό afterlife, ναι μεν αποθεώθηκε συγκινώντας στον αθάνατο έρωτα του “San Junipero” αλλά, μπορεί δε να είναι κι εφιάλτης εφ’ όσον έχουμε τη δυνατότητα να αποθηκεύσουμε από τις αναμνήσεις και τη μυρωδιά μας μέχρι την ίδια μας την ύπαρξη σε κάποιου είδους cloud. Στο review του GQ αυτό διατυπώθηκε εύστοχα ως εξής: «το Black Mirror ξεκίνησε ως μια σειρά για το πως η τεχνολογία διαμορφώνει τη ζωή μας, αλλά τι γίνεται όταν η ζωή μας μπορεί να εξελιχθεί σε τεχνολογία;».
Δεν είναι πολύ εύκολο να συγκρίνεις τις σεζόν του Black Mirror μεταξύ τους. Τα αυτοτελή επεισόδια, με ιστορίες που ακολουθούν κάποια μοτίβα αλλά δε συνδέονται, είναι επιτηδευμένα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. «Σε κάθε κύκλο φανταζόμαστε ότι επιμελούμαστε ένα μικρό φεστιβάλ κινηματογράφου», λέει ο Brooker. Μένοντας σε έναν κοντινό sci-fi ορίζοντα και στην 4η σεζόν, ο τρόμος από την παρωδία απέχουν μια ένδειξη “Play Next Episode”. Τα γυρίσματα έχουν γίνει από την απόκοσμη παγωμένη Ισλανδία (“Crocodile”) ως την αμερικάνικη έρημο (“Black Museum”), οι εικόνες από το μέλλον είναι πάντα εκεί (τα αυτοκινούμενα οχήματα διανομής πίτσας, ο σταθμός φόρτισης μπαταρίας αυτοκινήτου, ο «μαυροπίνακας» αφής στην τάξη του σχολείου κ.ά.), ενώ δε λείπουν τα easter eggs-κλεισίματα του ματιού (ολόκληρη η λίστα εδώ για να φάτε τα μάτια σας στο replay και να καείτε με τη θεωρία ότι όλα τα επεισόδια τελικά αποτελούν μέρος ενός “shared universe”).
Αλλά, ας αφήσουμε την υπερανάλυση (αν και οι φανφαρονικές φιλοσοφίες είναι μέρος της απόλαυσης του Black Mirror) κι ας πάμε στο fan part. Τα επεισόδια της φετινής 4ης σεζόν, από το χειρότερο στο καλύτερο…
Υπόθετω ότι αλλιώς βλέπεις το επεισόδιο αν είσαι trekkie, και διαφορετικά αν είσαι κάποιος ελαφρά μυημένος στην καλτ του Star Trek σύμπαντος. Εδώ, έχουμε έναν ιδιοφυή προγραμματιστή που μη αντέχοντας το bullying που προκαλεί η loser δημόσια εικόνα του, τοποθετεί τους συναδέλφους του στην επαυξημένη πραγματικότητα ενός διαστημικού παιχνιδιού (που αποτελεί ευλαβικό φόρο τιμής στο Star Trek) για να τους εκδικηθεί. Για να τους «δείξει ποιος είναι αυτός», ένας κυβερνήτης δηλαδή, στο πρότυπο του Captain Kirk, που έχει καταδικάσει τα ψηφιακά αντίγραφα των υπόλοιπων να τον υπακούουν, να τον δοξάζουν που δίνει πάντα τη σωτήρια λύση και να υφίστανται τον σαδιστικό αυταρχισμό του. Πέραν του Star Trek στοιχείου, και των έξοχων 60s αναφορών, είναι μάλλον το πιο αδύναμο storyline από τα έξι και σίγουρα εκείνο που φλερτάρει περισσότερο με την κωμωδία. Σκηνοθετημένο από τον Toby Haynes, με πρωταγωνιστή τον Jesse Plemons που σε προκαλεί να διπλοτσεκάρεις ότι όντως δεν είναι ο Matt Damon αυτός που παίζει τον κυβερνήτη.
Γυρισμένο σαν σκανδιναβικό αστυνομικό από τον John Hillcoat (The Road, Lawless), αυτό το επεισόδιο μοιάζει με την splatter προέκταση του Black Mirror classic “The Entire History of You” από την πρώτη σεζόν. Μια διάσημη συγγραφέας, που υποδύεται με τρομερή ένταση η Andrea Riseborough, προσπαθεί να καλύψει το ένοχο παρελθόν της και να προστατέψει παράλληλα την οικογένεια και την καριέρα της. Αλλά έχει υπολογίσει χωρίς τη συσκευή μνήμης που παρουσιάζεται μπροστά της από μια πραγματογνώμονα που θέλει να ερευνήσει έναν τραυματισμό από τρακάρισμα για λογαριασμό ασφαλιστικής εταιρείας. Τα παγωμένα τοπία και το υπέροχο σπίτι (ένα ακόμα στη λίστα του Black Mirror real estate) στην Ισλανδία είναι εντυπωσιακό σκηνικό, όμως οι αποφάσεις που παίρνει η ηρωίδα μοιάζουν τόσο παρατραβηγμένες που δε δικαιολογούν την καφκική κατάσταση που βάζει η ίδια τον εαυτό της. Αφού φτάσαμε ως εκεί, το επεισόδιο σώζεται από το ζοφερό φινάλε – τυπική υπενθύμιση του πεσιμισμού για τον οποίο την αγαπήσαμε τον Brooker και τη σειρά.
Για κάποιους το αριστούργημα της φετινής σεζόν, το επεισόδιο που σκηνθέτησε ο «τηλεορασάκιας» Colm McCarthy (Sherlock, Peaky Blinders) μοιάζει περισσότερο με ένα Christmas special πάρτι για την κοινότητα των fans της σειράς που έχει αυξήσει κατακόρυφα τον πληθυσμό της. Στις συνεντεύξεις του o Brooker κομπάζει θεωρώντας ως απόλυτη επιτυχία ότι οι άνθρωποι πια περιγράφουν καταστάσεις της επικαιρότητας/ καθημερινότητας λέγοντας «σαν να βγήκε από το Black Mirror». Όλους αυτούς τους καλεί σε ένα μουσείο στη μέση του πουθενά, στο Μουσείο της Σειράς στην πραγματικότητα. Γεμάτο με αντικείμενα αναφοράς στα παλιά επεισόδια και ιδιοκτήτη έναν αινιγματικό «τρελό επιστήμονα», έτοιμο να διηγηθεί τις ιστορίες τους. Η μία από αυτές με τον γιατρό που μέσω μια συσκευής προσομοιώσης μπορεί να νιώθει τον πόνο των ασθενών του και τελικά εθίζεται σε αυτόν (θυμίζοντας ισως το Crash) είναι απολαυστική, η έτερη με το πως η τραγική απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου μπορεί να γίνει βασανιστική, όταν τον αποθηκεύσεις στο μυαλό σου, λειτουργεί ως comic relief. Όμως μαζί με την ιστορία εκδίκησης που είναι η τρίτη και κορυφώνει το επεισόδιο, το κάνουν λίγο πλαδαρό και κάπως άνισο.
Θα τοποθετούσατε ένα τσιπάκι στο παιδί σας προκειμένου να μπορείτε ανά πάσα στιγμή να ξέρετε που βρίσκεται, αξιοποιώντας με default ρύθμιση τη δυνατότητα π.χ. να θολώνει το οπτικό του πεδίο σε οποιαδήποτε κατάσταση ή εικόνα του προκαλεί δυσφορία; Τι άνθρωπος θα γινόταν μεγαλώνοντας, χωρίς να έχει συναίσθηση της αρνητικής πλευράς της ζωής; Πότε, και κυρίως πώς, θα παίρνατε την απόφαση να αποσυνδεθείτε και να το αφήσετε να ζήσει χωρίς την εποπτεία σας; Πώς θα του λέγατε όταν θα έφτανε στην ηλικία που θα έπρεπε να εξηγήσετε ότι συμμετείχε σε ένα πρόγραμμα γονεϊκής παρακολούθησης που τελικά απαγορεύθηκε; Η Jodie Foster περνάει πίσω από την κάμερα (το έχει ξανακάνει σε House of Cards και Orange is the New Black) και παρακολουθεί τη σχέση μάνας και κόρης από τη γέννηση ως σχεδόν την ενηλικίωση, μια σχέση που καθορίζεται από τον (επαυξημένο) Έλεγχο. Η ικανότητα του Brooker να εκσυγχρονίζει παραδοσιακά ηθικά διλήμματα μέσω της τεχνολογίας και να τα τοποθετεί στο κέντρο των ιστοριών του, ξεδιπλώνεται εδώ σε μια από τις καλύτερες της στιγμές σε αυτούς τους 4 κύκλους.
Μάλλον το hit της φετινής σεζόν, πιθανότατα το επεισόδιο που μπορεί να αγγίξει μεγαλύτερο εύρος τηλεθεατών, η «υποχρέωση» του Brooker να συνεχίσει από εκείνο το σημείο που οι fans είδαν πέρυσι βουρκωμένοι το φινάλε του “San Junipero”. Κι επίσης, αφού είπαμε κάθε επεισόδιο του Black Mirror είναι διαφορετικό εξερευνώντας τα είδη, εδώ είναι η εκδοχη του Brooker για τη ρομαντική κομεντί γυρισμένη από τον βετεράνο της μοντέρνας τηλεόρασης Tim Van Patten (Sopranos, the Wire, Game of Thrones μεταξύ άλλων). Εκείνος κι Εκείνη, δε μαθαίνουμε ποτέ τα ονόματά τους, γνωρίζονται μέσω ενός dating app που έχει την εξής ιδιομορφία σε σχέση με το Tinder ή όσα άλλα υπάρχουν στον κόσμο του 2018. Η εφαρμογή σε πληροφορεί πόσο θα κρατήσει η «σχέση» σου με τον άλλον και είθισται τα «ζευγάρια» την πρώτη μέρα της γνωριμίας τους να πατάνε μαζί το κουμπί για να το πληροφορηθούν. Μπορεί να είναι μερικές ασήμαντες ώρες, ένας βασανιστικός χρόνος, μπορεί όμως να είναι και το ταίρι που ψάχνουν σε όλη τους τη ζωή (η συσκευή τους το λέει ρητά). Τι γίνεται όμως αν δεν πατηθεί το κουμπί; Μπορεί να τηρηθεί η συμφωνία και κάνεις από τους δύο να μην το κάνει; Σκεφτείτε το ξεκίνημα κάθε φοράς που είμαστε πολύ ερωτευμένοι, δεν είμαστε και πιο ανασφαλείς; Το τέταρτο επεισόδιο, με τον τίτλο που παραπέμπει σε ένα από τα τελευταία singles των Smiths, είναι μια ρομαντική αναζήτηση του disruption στο σύστημα. Και, φυσικά, όσο weird (η λέξη που ο Brooker χρησιμοποιεί συνεχώς) πρέπει για να μη θυμίζει ταινία του Richard Curtis…
Το disruption, η αναστάτωση (ή η πολύ κακή επιπλοκή) που μπορεί να συμβεί στο σύστημα βρίσκεται στο κέντρο του συγκλονιστικού (πρώτου ασπρόμαυρου σε 4 σεζόν) επεισοδίου που γύρισε με δεξιοτεχνία που κόβει γόνατα και κρεμάει σαγόνια ο David Slade. Βρισκόμαστε… χμμ, δεν ξέρουμε που βρισκόμαστε. Είναι σίγουρα μέλλον, απροσδιόριστο όμως κι εκεί που πας να συμπεράνεις «μετα-αποκαλυπτικό» στο πρότυπο του Mad Max, συνειδητοποιείς ότι η δράση δεν εκτυλίσσεται σε κάποιο ερημικό τοπίο αλλά στη βρετανική (;) εξοχή. Η διάρρηξη της αποθήκης ενός εργοστασίου, που δεν ξέρουμε τι παράγει για να μαντέψουμε τη λεία των κλοπιμαίων, δεν πάει καλά. Τα μικροσκοπικά ρομπότ-σκυλιά που το φυλάνε και κινούνται ως drones την αποτρέπουν, γρήγορα όμως καταλαβαίνουμε ότι στόχος τους δεν είναι μόνο η προστασία αλλά και η εξολόθρευση των διαρρηκτών. Το ανθρωποκυνηγητό της ηρωίδας που ακολουθεί, και την υποδύεται σπουδαία η Maxine Peake, είναι τα 38 πιο αγχωτικά λεπτά της τηλεόρασης του 2017. Τα φονικά ρομποτικά τετράποδα είναι κάτι σαν την εφιαλτική εξέλιξη του τέρατος του Predator με δύο σημαντικές διαφορές: έχουν τεχνητή νοημοσύνη που καθιστά αδυνατη την αποφυγή τους και είναι μικροσκοπικά, κάτι που προκαλεί ακόμα περισσότερη ανατριχίλα όσο καταδιώκουν την Μπέλλα. Το συντομότερο επεισόδιο στην ιστορία της σειράς είναι μια σπουδή πάνω στο ασφυκτικό σασπένς, μια από εκείνες τις φορές που περνάς τα σύνορα της γραφικότητας κι αρχίζεις να μιλάς στην οθόνη από το άγχος και τη νευρικότητα που μαεστρικά σου προκαλεί. Και η παρουσία των Stranglers μαζί με την τελευταία σκηνή, δύο υπέροχες λεπτομέρειες που βάζουν το κερασάκι στην τούρτα…