Στη λίστα με τις απρόσμενες συνεργασίες, η σύμπραξη του Μπιλ Μάρεϊ με τον Γιαν Βόγκλερ σίγουρα βρίσκεται πολύ ψηλά. Ο θρυλικός κωμικός και ο βιρτουόζος γερμανός τσελίστας, που γνωρίστηκαν στον έλεγχο αποσκευών ενός αεροδρομίου όπου ο Βόγκλερ δυσκολευόταν να περάσει το τσέλο του, εξέπληξαν τους πάντες όταν ανακοίνωσαν το άλμπουμ κλασικής μουσικής και spoken word New Worlds, που συνοδεύεται από μια παγκόσμια περιοδεία η οποία θα τους φέρει και στο Ηρώδειο την Τρίτη 19 Ιουνίου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.
Στο New Worlds, ο Μάρεϊ διαβάζει αποσπάσματα από έργα εμβληματικών αμερικανών συγγραφέων και ποιητών, όπως ο Μαρκ Τουέιν, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ και ο Γουόλτ Γουίτμαν, τα λόγια των οποίων περιπλανώνται στις κλασικές συνθέσεις του Μπαχ, του Σούμπερτ και του Ραβέλ που ερμηνεύει ο Βόγκλερ. (Χαρακτηριστικό παράδειγμα: το “Moon River” του Χένρι Μανσίνι ξεχύνεται στο Χάκλμπερι Φιν του Τουέιν.) Έχοντας πειραματιστεί με το τραγούδι από την αρχή της καριέρας του ως Nick the Lounge Singer στο Saturday Night Live και φτάνοντας μέχρι το μελαγχολικό καραόκε του στο Χαμένοι στη Μετάφραση και τη συμμετοχή του στο άλμπουμ του Πολ Σέιφερ, ο Μάρεϊ σε αυτό το project συγκλονίζει με τη διασκευή του “When Will I Ever Learn To Live In God” του Βαν Μόρισον, ενώ δεν διστάζει να υποδυθεί μέχρι και την Μαρία του West Side Story σε ένα απολαυστικό φόρο τιμής στον Μπέρνστιν και τον Σόντχαϊμ.
Λίγες μέρες πριν το ελληνικό κοινό ανακαλύψει αυτή την αταξινόμητη σύμπραξη των δύο καλλιτεχνών, που θα συνοδεύονται επί σκηνής από την την πιανίστρια Βανέσα Περέζ και τη βιολίστρια Μίρα Γουάνγκ, η Popaganda τούς πήρε τηλέφωνο και έμαθε πώς γεννήθηκε η ιδέα τους, τι ρόλο κρατάει πραγματικά ο Μπιλ Μάρεϊ και τι κάνει τελικά σπουδαία την Αμερική.
Μπορείτε να περιγράψετε τη διαδικασία της δημιουργίας του project και συγκεκριμένα το πώς καταλήξατε στην επιλογή των συγκεκριμένων λογοτεχνικών αποσπασμάτων;
Γιαν Βόγκλερ: Ήμασταν φίλοι για 2 χρόνια, γνωριστήκαμε σε ένα αεροπλάνο κι έχουμε κάνει πολλά πράγματα μαζί, αλλά δεν είχαμε συνεργαστεί μέχρι που άκουσα τον Μπιλ να απαγγέλλει ένα πασίγνωστο ποίημα του Γουόλτ Γουίτμαν στο Bridge Walk, ένα πανέμορφο φεστιβάλ που λαμβάνει χώρα στο Μπρούκλιν. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα της δημιουργίας αυτού του project. Οι λογοτεχνικές επιλογές ήταν μια απάντηση στην τελειοποίηση της κατεύθυνσης της λογοτεχνίας. Περάσαμε μια υπέροχη εβδομάδα τον Σεπτέμβριο του 2015 σχεδιάζοντας όλο αυτό.
Και πώς έρχεται να ταιριάξει το West Side Story μέσα σε όλο αυτό; Είναι ίσως το υποβόσκον πολιτικό μήνυμα που πολλοί προσπαθούν να εντοπίσουν στην παράστασή σας, όπως η χρήση του τραγουδιού “America”;
Μπιλ Μάρεΐ: Όχι, δεν προσπαθούμε να στείλουμε κάποιο πολιτικό μήνυμα. Το υλικό της παράστασης είναι υπεράνω πολιτικής ερμηνείας. Είναι γραμμένο υπό το πρίσμα της πολιτικής της εκάστοτε εποχής και όσο είναι αντικειμενική Τέχνη, άλλο τόσο είναι οικουμενικό και διαχρονικό σε πολιτικό επίπεδο.
Δηλαδή δεν το βλέπετε σαν μια απόπειρα αποκατάστασης της πρόσφατης εικόνας της Αμερικής υπενθυμίζοντας σε όλους τα πράγματα που όντως την έκαναν σπουδαία;
Γ.Β.: Το θέτεις εξαιρετικά. Δείχνουμε πόσο μεγάλοι και προοδευτικοί στην σκέψη ήταν οι καλλιτέχνες και δημιουργοί της Αμερικής. Ο Μαρκ Τουέιν έγραφε στα τέλη του 19ου αιώνα για ένα 12χρονο αγόρι που βοήθησε ένα σκλάβο να απελευθερωθεί, κάνοντάς το από την καλοσύνη την ψυχής του και χωρίς να αναφέρει καθόλου τη χρονική περίοδο στην οποία ζούσε γιατί ήταν εντελώς λάθος πράξη για τότε. Ο Τζορτζ Γκέρσουιν, ένας Εβραίος συνθέτης στην Αμερική, έγραψε για ένα μαύρο ζευγάρι τη δεκαετία του ’30. Ο Γουίτμαν ήταν ένας ομοφυλόφιλος που ζούσε στο Μπρούκλιν τον 19ο αιώνα. Υπάρχουν, λοιπόν, πολλά προοδευτικά μηνύματα που μας θυμίζουν μια καλή πλευρά της Αμερικής, μιας χώρας μεταναστών, όπως απεικονίζεται και στο West Side Story.
Δεν προσπαθούμε να πούμε ότι μια πιο απλή Αμερική είναι μια πιο αφελής Αμερική. Είναι μια υπενθύμιση του ξεκινήματος της χώρας και του θάρρους που χρειάστηκε για να βρεθούν εκεί οι πρωτοπόροι της
Κύριε Μάρεϊ, εκτός από τα γνωστά ταλέντα σας, πώς αλλιώς συμβάλλατε στη δημιουργική διαδικασία; Είστε, για παράδειγμα, ειδικός στην κλασική μουσική;
Μ.Μ.: Δεν είχα μεγάλη συμβολή. Απλώς εμφανίζομαι όποτε μου πουν. Προσπαθώ να ντυθώ όσο καλύτερα γίνεται για να τραβώ τα βλέμματα του κόσμου μακριά από τα φορέματα των κοριτσιών. Φροντίζω να ξέρουν όλοι πού είναι οι έξοδοι κινδύνου έτσι ώστε αν συμβεί κάτι, να μπορούν όλοι να φύγουν γρήγορα.
Κύριε Βόγκλερ, ποια θεωρείτε ότι είναι η θέση της κλασικής μουσικής στη σημερινή μαζική κουλτούρα και πώς συνδυάζονται μεταξύ τους;
Γ.Β.: Πιστεύω ότι η κλασική μουσική χρειάζεται έναν αέρα ανανέωσης. Μια παράσταση σαν αυτή μπορεί να φέρει κοντά κόσμο με διαφορετικά γούστα. Έρχονται ζευγάρια που στον έναν αρέσει η κλασική μουσική και ο άλλος δεν τρελαίνεται, αλλά θα βρουν και οι δύο κάτι ενδιαφέρον και αυτό μάς φέρνει κοντά στην Τέχνη γενικά, πιο κοντά στην κλασική μουσική, στην πολύ καλή ποπ μουσική, στη λογοτεχνία. Η σπουδαία Τέχνη δεν ορίζεται από το είδος, αλλά από την ποιότητα.
Έχετε περιγράψει αυτή τη συνεργασία ως μια «σύμπτυξη της Αμερικής και της Ευρώπης». Βλέπετε τους εαυτούς σας ως καλλιτέχνες που χτίζουν γέφυρες μεταξύ των δύο ηπείρων και αισθάνεστε τρόπον τινά μια ευθύνη, ένα βάρος… εντάξει όχι βάρος, αλλά με ένα διασκεδαστικό τρόπο, να φέρετε κοντά την Αμερική και την Ευρώπη;
Μ.Μ.: Μάρα, μου αρέσει πολύ το μυαλό σου κι ανυπομονώ να σε γνωρίσω στην Ελλάδα (editor’s note: γκουχ, γκουχ). Δεν είναι μόνο η Αμερική και η Ευρώπη, έχουμε μαζί μας μια πολύ αυταρχική Κινέζα που εκπροσωπεί την Ασία και ένα ντελικάτο κορίτσι από την Βενεζουέλα που παίζει πιάνο. Είναι υπεύθυνη για τη Νότια Αμερική. Μας λείπει η Αφρική, αλλά μαθαίνουμε να χορεύουμε τώρα. Είναι μια εξαιρετική συνεργασία, ακριβώς όπως λες, αυτό το κοινό όραμα που έχουν οι μεγάλοι μουσικοί αντικατοπτρίζεται στην παράσταση. Με τον ίδιο τρόπο μπορείς να πάρεις την αμερικάνικη, σε αυτή την περίπτωση, λογοτεχνία και να φτιάξεις έναν όμορφο πίνακα νέων ιδεών.
Γ.Β.: Στην αρχή της παράστασης έχουμε τον Γουίτμαν και τον Μπαχ και εκπροσωπούν τις οικουμενικές δυνάμεις της ποίησης και της μουσικής που ισχύουν για όλη την ανθρωπότητα.
Η παράσταση ακούγεται σαν φόρος τιμής σε μια απλούστερη περίοδο της ψυχαγωγίας. Είναι και μια ωδή σε μια πιο απλή περίοδο της Αμερικής; Τι ελπίζετε ότι θα αποκομίσει το μη αγγλόφωνο κοινό από αυτή;
Μ.Μ.: Το «απλούστερη» σχεδόν ακούγεται σαν να μελαγχολούμε ή να μετανιώνουμε και δεν αισθανόμαστε καθόλου έτσι. Νιώθουμε πως οι σπουδαίες ιδέες είναι ζωντανές και δεν πεθαίνουν ποτέ. Μπορούν να καλυφθούν από δυνατές φωνές και bullying, αλλά είναι αιώνιες κι αν συνεχίσεις να τις επαναλαμβάνεις θα εισακουστούν. Εμείς τις επαναλαμβάνουμε. Δεν προσπαθούμε να πούμε ότι μια πιο απλή Αμερική είναι μια πιο αφελής Αμερική. Είναι μια υπενθύμιση του ξεκινήματος της χώρας και του θάρρους που χρειάστηκε για να βρεθούν εκεί οι πρωτοπόροι της.
Γ.Β.: Έτσι όπως το βλέπεις κι εσύ από την Ελλάδα, έτσι κι εμείς μιλάμε για τις ίδιες αξίες. Όχι για συγκεκριμένες αμερικάνικες αξίες, γιατί η γενναιοδωρία, η ενσυναίσθηση, ο πολιτισμός και η διεύρυνση των οριζόντων είναι καλά παραδείγματα του τι ενώνει την ανθρωπότητα. Πολλοί θεατές φεύγουν από την παράσταση νιώθοντας ότι έχουν θυμηθεί τι μπορεί να κάνει τη ζωή πιο ευχάριστη, διασκεδαστική και γεμάτη.