Οι bijoux de kant που έχουν αναδεχθεί στη θεατρική ομάδα που επιστρέφει ξανά και ξανά σε σπουδαία δείγματα της ελληνικής γραφής. Αυτή τη φορά καταπιάνονται με την Μέλπω Αξιώτη, την ιδιαίτερη προσωπική της γλώσσα, την έντονη πολιτική της προσωπικότητα που αντανακλάται αβίαστα στα έργα της και στην μοναδικής ικανότητα να ανιχνεύει και να αναδεικνύει την ποίηση της καθημερινότητας. Η Ηλέκτρα Ελληνικιώτη μιλάει στην Popaganda με αφορμή την παράσταση «Θέλετε να χορέψομε, Μαρία;» που ξεκινάει αύριο τη θεατρική διαδρομή της στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων.
Γιατί το συγκεκριμένο έργο; Πάντα ασχολούμαστε με τα ελληνικά κείμενα καθώς αυτά είναι τα αναγνώσματά μας. Υπήρχε ως πρόταση από τη Γλυκερία Μπασδέκη η βιβλιογραφία της Μέλπως Αξιώτη, τη διαβάζουμε και όταν φτάσαμε στο «Θέλετε να χορέψομε, Μαρία;» αισθανθήκαμε ότι εδώ υπάρχει μια ιστορία που αξίζει να ειπωθεί και μας αφορά κι εμάς εξελικτικά στην πορεία της επαφής μας με τα ελληνικά κείμενα.
Πώς σας αφορά; Και γιατί αυτή τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή; Όταν διαβάζαμε τη νουβέλα άρχισαν να εμφανίζονται τα στρώματα του έργου αλλά και η βιογραφία της Αξιώτη. Από το ίδιο το κείμενο μέχρι και τα φαινόμενα που περιστοιχίζουν την Αξιώτη και τη χρονική στιγμή γραφής του έργου επιδείκνυε μια επιθυμία να συναντηθεί με εμάς. Είναι γραμμένο το 1938 και ο μεσοπόλεμος θεωρούμε ότι είναι μια περίοδος που χρήζει μελέτης.
Άλλοι λόγοι; Η γραφή της Αξιώτη που έχει πάρα πολλά υπερρεαλιστικά στοιχεία, ένα ρεύμα της τέχνης που αξίζει να το προσεγγίσει κανείς ειδικά με τις συνάψεις του με την ψυχανάλυση, η πολιτική δράση που καθόρισε τη ζωή και το έργο της και η εξαιρετική και σπάνια χρήση της γλώσσας που ήταν αυτό που μας έκανε το πρώτο κλικ. Ο τρόπος που προσεγγίζει τα πράγματα μέσω της γλώσσας, το συντακτικό της, η γραμματική της, το πώς εμπλέκει το αθηναϊκό ιδίωμα με το νησιωτικό, το πώς οι χαρακτήρες της αποκτούν ο καθένας τη δική του γλώσσα ενώ ο αφηγητής συγκερνάει όλες τις γλώσσες. Το έργο έκανε μια προσωπική διαδρομή μέσα μας, μας συγκίνησε συνεπώς πιστέψαμε ότι μπορεί να αγγίξει και άλλους.
Πώς προσεγγίσατε τη γλωσσική ιδιαιτερότητα του έργου της Αξιώτη; Η γλώσσα της είναι τόσο ισχυρή που από την αρχή αισθάνθηκα ότι πρέπει να έχει ένα σώμα για να μπορέσουμε να την επικοινωνήσουμε οπότε ο τρόπος δουλειάς έρχεται από τη σωματική πορεία μέσα στην πρόβα. Το στοιχείο είναι πολύ έντονο, προχωράει την αφήγηση συνειρμικά συνεπώς έπρεπε να ενεργοποιηθεί στις πρόβες μας το ζήτημα των αντανακλαστικών. Δεν υπήρχε κάτι το εγκεφαλικό αποφασισμένο αλλά όλα προέκυπταν από τα ερεθίσματα που είχαμε απέναντι μας και πώς όλο αυτό θα το μεταμορφώσουμε σε κάτι άλλο ή θα του επιτρέψουμε να διατηρηθεί. Προσπάθησα λοιπόν να μεταφράσω τη γλωσσική της φύση, τα γλωσσικά της χαρακτηριστικά σε σκηνικές συμπεριφορές και διαδρομές που επιτρέπουν στο να αποκαλυφθεί επί σκηνής ο συνειρμός. Αυτό σημαίνει ότι δουλέψαμε έχοντας ανοιχτά τα αισθητικά μας όργανα για να παραλάβουμε αυτό που συμβαίνει και να το επιστρέψουμε αλλιώς και όχι μέσω μιας δραματουργικής ανάλυσης.
Το ίδιο το κείμενο σας οδήγησε εκεί; Σαφώς. Πρόκειται για ένα ποιητικό κείμενο. Στη γλώσσα της συνυπάρχει η κυριολεξία με την μεταφορά.
Αισθάνεσαι ότι και ο θεατής θα κάνει τους δικούς του συνειρμούς και σε αγχώνει ότι μπορεί να συμβεί την ώρα της παράστασης και να «φύγει» από αυτό που παρακολουθεί εκείνη τη στιγμή; Εννοείται ότι θα κάνει τους δικούς του συνειρμούς αλλά δεν με αγχώνει. Μπορεί να πάρει μια απόσταση και να επιστρέψει στο πλαίσιο της παράστασης. Αυτό που σίγουρα θα συμβεί είναι ότι θα φύγει με τα δικά του συμπεράσματα.
Γιατί θα γίνει αυτό; Η ιστορία που αφηγείται η παράσταση είναι πάρα πολύ λιτή. Αναφέρεται σε μια χήρα μητέρα, σε ένα κορίτσι που μεγάλωσε σε ένα πολυπληθές σπίτι αλλά αυτή ένιωθε μόνη της και σε έναν άνδρα που μεγάλωσε στην επαρχία και από την αρχή ο τρόπος που δούλευε το μυαλό του τον έκανε να βλέπει πέρα από το πώς είναι τα πράγματα φαινομενικά. Κάποια στιγμή οι ζωές τους συναντιούνται στην πόλη κι εκείνη η νουβέλα τελειώνει. Συνεπώς το θέμα δεν είναι να καταλάβεις πραγματολογικά την ιστορία ή να συναιστανθείς αυτό που βιώνουν οι ήρωες αλλά ακολουθώντας, στον βαθμό που θέλεις και μπορείς, αυτή τη συνειρμική δημιουργία της σκηνικής δημιουργίας να κάνεις συνειρμικά τις δικές σου εφάψεις με αυτό που βλέπεις.
Το 2016 πόσο έχουμε ξεπεράσει την ψυχολογία των ανθρώπων του 1938; Θα έλεγα καθόλου γιατί ακόμη και ο πολιτικός κύκλος έχει επαναληφθεί. Αντιθέτως, πιστεύω ότι η πυκνότητα των νοημάτων στο έργο της Αξιώτη χαρακτηρίζει τον πλουραλισμό των γεγονότων και των πληροφοριών που φτάνουν στα αυτιά μας σήμερα. Επίσης και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι μόνοι, άνθρωποι που διερωτώνται όλη τους τη ζωή που θα βρουν το σπάνιο, που έχουν πίστη στα πράγματα και προσπαθούν για την αλλαγή.
Εκεί συναντιόμαστε με την Αξιώτη; Ναι. Κάτι την ώθησε να πει μια ρεαλιστική ιστορία βάζοντας την ποίηση που της έλειπε, κάτι την έκανε να ασχοληθεί με τους καθημερινούς ανθρώπους παρουσιάζοντας τους ως κάτι αξιοθαύμαστο όπως και να αναδείξει το λυρικό στοιχείο που μπορεί να υπάρχει σε ένα φτωχικό δωμάτιο. Κι εγώ αισθάνομαι ότι έχουμε τεράστια ανάγκη την ποίηση. Δε το λέω ρομαντικά. Το λέω ότι πρέπει να κοιτάμε τόσο έντονα την πραγματικότητα που να παύει να είναι πια πραγματικότητα. Ας μην στεκόμαστε στην επιφάνεια των πραγμάτων αλλά ας τα αντιμετωπίζουμε. Η ίδια η Αξιώτη έγραψε αυτό το έργο φλερτάροντας με την εξορία, προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο να υπάρξει μέσα σε ένα κόμμα, ερχόμενη αντιμέτωπη με το ζήτημα του ιστορικού υλισμού που έφερνε η αριστερά. Συνεπώς δεν νομίζω ότι υπάρχουν τεράστιες αποστάσεις από το σήμερα, ίσως μόνο να έχουν αλλάξει οι λέξεις αλλά το αίτημα πίσω από τα πράγματα είναι να βρούμε την ποίηση και τη δυνατότητα σε αυτό που συμβαίνει. Ίσως ο θεατής βρει την ποίηση του σήμερα, ίσως βρει την ποίηση μέσα του.
Πού βρίσκεται η ποίηση των ηρώων της νουβέλας; Η ποίηση τους είναι ότι δεν αντιστάθηκαν στο ρεύμα της ζωής. Αφομοίωσαν και αγκάλιασαν αυτό που τους συνιστά άρα το κοίταξαν κατάματα και του έδωσαν τη δυνατότητα έστω και να αλλάξει. Εκεί νομίζω βρίσκεται η ποίηση ούτως ή άλλως: να αποδέχεσαι το φαινόμενο ως έχει και αυτή η αποδοχή το μεταμορφώνει. Θα το δώσω με ένα χαζό παράδειγμα: Πρέπει να παραδεχθείς ότι η μέρα είναι μέρα, όσο πιο καλά την κοιτάξεις και την αντιληφθείς και την επιτρέψεις την κυριολεξία της θα πεταχτεί από μέσα της η ποίηση. Και αυτοί οι άνθρωποι της Αξιώτη αποδέχτηκε ο καθένας τη μοναξιά που του πρέπει, που τον δομεί και τον συνθέτει κι αυτή τη μοναξιά επικοινώνησαν με τους άλλους. Δεν μπήκαν με αντίσταση στα πράγματα αλλά έγιναν διάτρητοι, διαπερατοί.
Η Μαρία του τίτλου δεν υπάρχει πουθενά μέσα στην ιστορία. Γιατί; Δεν είναι τυχαίο. Για μένα στον τίτλο συμπυκνώνεται η πρόθεση της Αξιώτη. Πρόκειται για 3 απλές λέξεις που όλες μαζί γίνονται περίπλοκες. Μου θυμίζουν τις πρώτες νότες της «5ης συμφωνίας» του Μπετόβεν που είναι οι πιο απλές αλλά στην εξέλιξη τους δημιουργούν κάτι το συγκλονιστικό. Μέσα σε τρεις λέξεις συνυπάρχουν η επιθυμία (θέλετε), η κίνηση και η ένωση (χορέψομε) και το φανταστικό (η Μαρία δεν είναι πραγματικό πρόσωπο). Ο τίτλος είναι ο απόλυτος οδηγός για το πώς μπορεί κανείς να οδηγηθεί στην ποίηση.