Categories: ΣΙΝΕΜΑFeatured

#Berlinale14: Τα άστρα πέφτουνε βροχή και τα ποτά χαλάζι

Λες και ματιάστηκε ο καιρός και οι υπέροχες λιακάδες που φώτιζαν τις δυο πρώτες μέρες του φεστιβάλ, το πρωί του Σαββάτου ξημέρωσε με τον ουρανό φορτωμένο μαυρισμένα σύννεφα, να νομίζεις πως άμα δεν αδειάσουν απάνω σου όλο το νερό του Σπρι, απλά θα κατέβουν όπως είναι, να σε τυλίξουν ολόκληρο να σε μουλιάσουν ως το κόκκαλο. Τελικά νερό δεν έπεσε, τα σύννεφα εκτονώθηκαν βρέχοντας αστέρια, που πνίξανε τα κόκκινα χαλιά και μούλιασαν τις συνεντεύξεις Τύπου του Σαββατοκύριακου, όπως είθιστε να γίνεται τα Σαββατοκύριακα οποιουδήποτε διεθνούς φεστιβάλ σέβεται τον εαυτό του: Ο Τζορτζ Κλούνεϊ έφερε τη συμμορία του απ’ το Μνημείων Άνδρες, που έκανε το Σάββατο την ευρωπαϊκή του πρεμιέρα, κι ο Λαρς φον Τρίερ έφερε μερικούς απ’ τους νεοφότιστους πορνοστάρ του, στα αποκαλυπτήρια της uncut εκδοχής του πρώτου μέρους του Nymphomaniac. Αλλά εμείς, έχουμε απ’ την Παρασκευή το βράδυ να τα πούμε, έτσι δεν είναι;

Τα βράδια του Βερολίνου, είναι μαγικά. Γεμάτο δυνατότητες και υποσχέσεις, που δεν ξέρεις σε ποια υπερβατική απογοήτευση μπορούν να σε οδηγήσουν. Παρασκευή βράδυ, για παράδειγμα, μιλάς με τον γκέι συνάδελφο (μη ρωτήσεις ποιον απ’ όλους) για το σε ποιο ευαγές βερολινέζικο ίδρυμα που σερβίρει εμπειρίες εκτόνωσης και για των δυο τα γούστα, θα πάτε να μουλιάσετε την ένταση της μέρας. Καταστρώνεται ένα ομιχλώδες σχέδιο δράσης, το βλέπεις ότι πάει για ακύρωση, νιώθεις μια λιγούρα, βγαίνεις για ένα φαλάφελ. Βλέπεις ένα μπαρ, έχει τσιγάρο και ροκάκια, μπαίνεις για ένα ποτό, σού σερβίρουν μια δαχτυλήθρα, πιάνεις ένα σκαμπό και σκανάρεις το περιβάλλον. Σού την πέφτει ένας τύπος που τού αρέσουν τα καουμπόικα και του θυμίζεις τον Μοντγκόμερι Κλιφτ, τον αποφεύγεις ευγενικά, σηκώνεσαι για δεύτερη δαχτυλήθρα κι αλλάζεις σκαμπό. Προσπαθείς να πλευρίσεις την γκόμενα στο μπαρ με τα φουσκωμένα χείλη, σού την πέφτει φωτιστής που σιχαίνεται τη δουλειά του και just wants to have fun, wink, wink, προσπαθείς να τον αποφύγεις και η γκόμενα στο μπαρ φεύγει μ’ έναν ασταθή new age σαραντάρη. Σηκώνεσαι να φύγεις και μια τρελαμένη Γερμανίδα στην έξοδο, σού φωνάζει ακατάληπτα για τη μουσική που είναι σάισε. Μπερλίν μπαη νάητ, take it or leave it, που λένε.

Μετά από ένα τέτοιο Παρασκευόβραδο, δεν μπορεί να μη σου φτιάξει τη μέρα το σουρεαλιστικό Σαββατιάτικο εξώφυλλο του The Hollywood Reporter, που σού θυμίζει πως, εκτός απ’ τη Χρυσή και την Αργυρή, υπάρχει κι η Ζαχαρωτή Άρκτος, κι επιπλέον σού αποκαλύπτει, πως μέσα στο πράσινο καουτσουκένιο σώμα της, κρύβεται ο Τζον Τραβόλτα! Σε θριντί! Ε ύστερα, αναγκαστικά, και προγραμματισμένο να μην το’χες, πατάς μια προβολή ελληνικού για να στανιάρεις: Το Στο Σπίτι, είναι η δεύτερη συμμετοχή του μόνιμου κατοίκου Βερολίνου, Αθανάσιου Καρανικόλα, ο οποίος είχε βρεθεί στο Forum της Berlinale και πέρσι, με το Echolot. Ένα μειλίχιο, αργόσυρτο, κι αυστηρά καδραρισμένο δράμα, βαμμένο στα τυπικά για σύγχρονη ελληνική ματιά ξεπλυμένα χρώματα, που απογυμνώνουν απ’ τη γοητεία του τον αιώνιο αττικό ήλιο, για ξεφορτωθούν την καρτ-ποσταλική αισθητική του ελληνικού τοπίου και να συγκεντρώσουν το βλέμμα στην ανθρωπογεωγραφία τους. Η οποία περιστρέφεται γύρω απ’ τη Νάντια της Μαρίας Καλλιμάνη, μια Γεωργιανή εσωτερική οικιακή βοηθό ενός καλοβαλμένου ζευγαριού, το οποίο την υπερλατρεύει και την αποθεώνει, με τη σύζυγο να λέει ότι την έχει σαν αδερφή της και τον άντρα να δηλώνει ενθουσιασμένος που η κόρη του μεγάλωσε με κάποια που «μιλάει σωστά Ελληνικά».

Στο Σπίτι

Όταν η Νάντια εμφανίζει συμπτώματα που αργότερα αποδίδονται σε εκφυλιστική νευρολογική πάθηση, οι ρόδινες μυρωδιές αρχίζουν να ξινίζουν γρήγορα, και το ζευγάρι βάζει μπρος να την ξεφορτωθεί, περίπου όπως ξεπουλάει και το γέρικο άλογο της κόρης, σε άγνωστο αγοραστή με αμφίβολες προθέσεις –το ότι η Νάντια είναι ανασφάλιστη, τους έρχεται και βολικά. Λίγο μετά την προβολή, σε συνέντευξη για την Popaganda, ο Καρανικόλας εξηγούσε πως η ταινία προέκυψε από φιλική κουβέντα, «για το ποιος είναι ο σωστός τρόπος να συμπεριφέρεσαι στους εργαζόμενους, και ειδικά στους ανθρώπους που δουλεύουν στο σπίτι σου». Είναι «ένα worst case σενάριο για έναν άνθρωπο που έχει δείξει εμπιστοσύνη» και δεν έχει εξασφαλίσει τα εργασιακά του δικαιώματα, και μια ταινία για την κρίση αξιών που έχει φέρει μαζί της η οικονομική κρίση, «για την εμπιστοσύνη, την αγάπη, την τιμιότητα, την αφοσίωση, για το πώς μέσα σε μια δύσκολη οικονομική συγκυρία, μπορούμε να παραμείνουμε άνθρωποι».

Ο Καρανικόλας εστιάζει στο πώς η Νάντια διαχειρίζεται αυτή την αναπάντεχη προδοσία, την κάπως μοιρολατρική της ανεκτικότητα και την στα όρια της αφέλειας αφοσίωσή της στους ανθρώπους που την είχαν σαν οικογένεια και την πετάνε σα σκυλί, έχει το ενδιαφέρον της ο διακριτικός τρόπος με τον οποίο στιγματίζει την μπουρζουά αδιαφορία τους χωρίς να τους δαιμονοποιεί — μάλλον τους καταδικάζει σε μια αφασική αστική ανωριμότητα, παρά σε απάνθρωπη αδιαφορία– όμως αυτό που στ’ αλήθεια σε κεντρίζει στην ιστορία του, είναι το πώς, έστω κι από σπόντα, αναδεικνύεται εκείνη η άλλη πλευρά της σύγχρονης οικονομικής πραγματικότητας, όπου η κρίση χρησιμεύει ως άλλοθι, για τον εργοδότη, να τερματίσει ολόκληρες ζωές κουνώντας το κεφάλι, και φτύνοντας ένα στεγνό «καταλαβαίνεις». Η ταινία έχει την παγκόσμια πρεμιέρα της απόψε, οπότε σήμερα θ’ αρχίσουμε να βλέπουμε και πώς το βλέπει ο διεθνής Τύπος.

Μνημείων Άνδρες

Για λίγο αλάφρωμα του κλίματος του, ο διεθνής Τύπος μαζεύτηκε σύσσωμος το μεσημέρι του Σαββάτου στη συνέντευξη Τύπου του Τζορτζ Κλούνεϊ, η οποία, όπως μας ενημέρωσε το κοντρόλ, θα ξεκινούσε με καθυστέρηση για 18(!) λεπτών, λόγω δημοσιογράφου που έπαθε καρδιακό στην προβολή του Μνημείων Άνδρες λίγο νωρίτερα. Το αν έφταιγε η συγκίνηση του ενδεχόμενου να δει Κλούνεϊ live, στα καπάκια με την προβολή, παραμένει αδιευκρίνιστο, όμως η αναμπουμπούλα έδωσε την ευκαιρία σε εφηβικού παρουσιαστικού ασιάτισσα συνάδελφο, να πηδήξει κατσικίσια τέσσερις πέντε σειρές καθίσματα να ’ρθει να κάτσει δίπλα μου. Όχι για να κάτσει δίπλα μου, βέβαια, αλλά για να ‘ναι πιο κοντά στ’ αστέρια. Κι όσο ειρωνευόμουν τον λιγωμένο ενθουσιασμό της που θα έβλεπε τον «Ζόρζε Κλούνι» (sic), αυτή με ρούμπωσε τραβώντας φωτογραφίες μια οθονίτσα στη γωνία, που έδειχνε τον Ζόρζε να φωτογραφίζεται στο παραδιπλανό δωμάτιο. Το οποίο είναι ο ορισμός του εφηρμοσμένου ινσέψγιον, φυσικά.

Λοιπόν, είναι λίγο δύσκολο να συγκεντρωθείς σε συνέντευξη Τύπου, όταν η διπλανή σου κοντεύει να ξεβιδώσει το χέρι της απ’ τη μανία της να το σηκώσει πιο ψηλά απ’ όλους, για να πάρει το μικρόφωνο (και να ρωτήσει τον Κλούνεϊ τι μήνυμα έχει να στείλει στους κατοίκους του Σιζιαζουάνγκ –wtf?). Κι όταν ακούς τη συντονίστρια να παρακαλεί τους δημοσιογράφους να μην μαλώνουν, δεν χρειάζεσαι άλλα για να καταλάβεις ότι πρόκειται περί τσίρκου. Αλλά έρχονται κι απλά ως επιβεβαίωση, ερωτήσεις του στυλ «Ματ, σας είδα σ’ ένα πάρτυ χθες, πώς κι είσαι τόσο φρέσκος σήμερα, ενώ εγώ υποφέρω απ’ το hangover;» (Ντέιμον: «Κρατιέμαι ακόμη μεθυσμένος»), ή «Κύριε Κλούνεϊ, το ξέρετε ότι έχετε πρωταγωνιστήσει στις ερωτικές φαντασιώσεις εκατομμυρίων γυναικών; Κάνετε κάτι υπέροχο για την ψυχική υγεία πολλών, πολλών γυναικών, ιδίως των Μεξικανών» (Κλούνεϊ: «Ερμ.. υπάρχει κάποια ερώτηση σ’ αυτό;»). Πριν καν τελειώσει η συνέντευξη Τύπου, το κοινό είχε αρχίσει να μαζεύεται έξω απ’ το Παλάτι της Berlinale να καπαρώσει θέσεις κοντά στο κόκκινο χαλί που θα πατούσαν τα μαγικά λουστρίνια του Κλούνεϊ κάνα τετράωρο αργότερα, τότε που θα χτυπούσε και το τηλέφωνο, για να γειωθεί απ’ την Ελλάδα η υστερία του Βερολίνου: «Πώς τα περνάς; / Καλά, μια χαρά / Είναι καμιά προσωπικότητα της προκοπής εκεί; / Ε, έχουμε τον Κλούνεϊ σήμερα / Ποιόν; / Τον Τζόρτζ Κλούνεϊ… / Α, εκείνον που τού κλέβουν τους καφέδες τα κοριτσάκια». Κυρίες και κύριοι, η μητέρα μου.

Μιας και δεν έχω φέρει ένδυμα για κόκκινο χαλί, το Μνημείων Άνδρες φύλαξα να το δω την επόμενη, στο Kino International. Ένα σινεμά που χτίστηκε το 1961, για να φιλοξενεί τις επίσημες πρεμιέρες των καθεστωτικών ταινιών του Ανατολικού Βερολίνου και το έκανε μέχρι και τη μέρα που έπεσε το Τείχος. Ένα κομψοτέχνημα που διατηρείται μέχρι σήμερα απαράλλαχτο, ως κινηματογραφικό και αρχιτεκτονικό μνημείο, ιδανικό για να δεις μια ταινία που μιλά για μνημεία κι εκτυλίσσεται στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το κυματιστό του ταβάνι και τα ξύλινα πάνελς στους τοίχους, σχεδιασμένα ειδικά για να αντανακλούν τον ήχο και να προσφέρουν τη βέλτιστη δυνατή εμπειρία στον θεατή, ήταν μια τεχνολογική καινοτομία για την εποχή, ενώ στους χώρους του κτιρίου, περιλαμβάνονται δωμάτια προορισμένα τότε ειδικά για την ψυχαγωγία των πολιτικών ηγετών πριν και μετά τις πρεμιέρες, και τα οποία σήμερα χρησιμοποιούνται για τα πάρτι του gay & lesbian club του κινηματογράφου. Γιατί τα κτίρια μπορεί να μένουν, οι εποχές, όμως, αλλάζουν.

Περίπου όπως άλλαξε κι η εύνοια του Τύπου για τον Κλούνεϊ, μάλλον, του οποίου το Μνημείων Άνδρες, έχει αντιμετωπίσει μια κάπως ακατανόητη απόρριψη, ως μακρύ, βαρετό και μέτριο. Βασισμένη στην αληθινή ιστορία μιας ομάδας Αμερικανών στρατιωτών, που ψάχνανε να ξετρυπώσουν και να απελευθερώσουν τα κατασχεθέντα απ’ τους Ναζί έργα τέχνης των κατεχόμενων ευρωπαϊκών χωρών, η ταινία ξεκινά μπιτάτα και δυναμικά σαν ένα Ocean’s 11 στην εποχή του Β’ Παγκοσμίου, και μπορεί να μην είναι κι η πιο φιλόδοξη απ’ τις δουλειές του Κλούνεϊ, μιας κι είναι κάπως δραματουργικά στεγνή, αλλά επιδεικνύει ξεκάθαρα μια διάθεση του ασπρομάλλη γόη να μεγαλώσει το εύρος του, τουλάχιστον στο επίπεδο της παραγωγής, πράγμα που πετυχαίνει, διατηρώντας το θέαμά του ανάλαφρο, με διάσπαρτα χιουμοριστικά καρυκεύματα, να νερώνουν τα κάπως μελοδραματικά σολαρίσματά του, όταν μονολογεί για τη σημασία της διατήρησης της κουλτούρας και των επιτευγμάτων του ανθρωπίνου πνεύματος, σε περιόδους δύσκολες, που ανατιμούν την αξία της ανθρώπινης ζωής.

Über-Ich und Du (Benjamin Heisenberg)

Η Κυριακή, ήταν εύκολα η πιο ταινιοκεντρική μέρα του φεστιβάλ ως ώρας, με το πρόγραμμα να ανοίγει η επιστροφή του Μπέντζαμιν Χάιζενμπεργκ, του οποίου η προηγούμενη δουλειά, το The Robber ήταν ένα απ’ τα καλύτερα πράγματα που έχουν παιχτεί στη Berlinale την τελευταία πενταετία. Τότε, οι Έλληνες διανομείς είχαν θεωρήσει ότι δεν άξιζε να δεις τον Χάιζενμπεργκ στις ελληνικές αίθουσες, το φετινό του όμως, μπορεί να το εκτιμήσουν αλλιώς, μιας και πρόκειται για παραδοσιακή κωμωδία αταίριαστου διδύμου (μικροαπατεώνας που δε βγάζει ποτέ το κασκέτο του, βρίσκεται μπλεγμένος να προσέχει μέγα γερασμένο ψυχολόγο που δεν αφήνει απ’ τα χέρια του τα μπατόν του σκι), η οποία παίζει ευχάριστα, σαν μια εύπεπτη, γερμανική εκδοχή των Intouchables, ας πούμε.

Και μιας και πιάσαμε τους Γάλλους, ο Πασκάλ Σωμέι, ένα gun for hire της γαλλικής μηχανής παραγωγής κωμωδιών της στιγμής, έχει μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το A Long Way Down, ένα απ’ τα λιγότερο αξιομνημόνευτα βιβλία του Νικ Χόρνμπι, μεταφορά που αναμένεται να προκαλέσει κάποιες ιαχές, όταν περπατήσουν το κόκκινο χαλί της εκτός συναγωνισμού πρεμιέρας ο Πρις Μπρόσναν, η Ρόζαμουντ Πάικ, η Τόνι Κολέτ, η Ίμοτζεν Πουτς, κι ο Άαρον Πολ. Στη νουβέλα του Χόρνμπι ξεδιπλώνεται η ευχάριστη ιστορία τεσσάρων απελπισμένων που η μοίρα ενώνει όταν μαζεύονται να πηδήξουν την ίδια στιγμή απ’ την ίδια ταράτσα, κι έχει διάφορες δραματικές ευκαιρίες που εξαργυρώνονται με μεγάλη φειδώ, και κάποιες υπαρξιακοκοινωνιολογικές προεκτάσεις που μόνο από ακούσια αλληθωρίσματα αντικρίζονται, για να μη βαρύνει το κωμικό δυναμικό που μόνο εν μέρει εκπληρώνεται από τον συγγραφέα. Κάπως έτσι είναι κι η ταινία, και κάπως έτσι την αντιμετωπίζουν κι οι ηθοποιοί, με τους Κολέτ και Μπρόσναν να περνάνε απ’ την οθόνη στον αυτόματο πιλότο, τον Άαρον Πολ να κάνει κυριολεκτικές βουτιές στη μανιασμένη θάλασσα, μπας και βρει δραματικό υπόβαθρο να μασουλήσει, και την Ίμοτζεν Πουτς να βγαίνει μόνη κερδισμένη, κατακλέβοντας την ταινία με την αυθάδικη μουσούδα της κι ένα χαμόγελο αρκετά λαμπερό για να φωτίσει την καρδιά και του πιο αποφασισμένου αυτοκτονικού.

Τα Δύο Πρόσωπα του Ιανουαρίου

Έτερη ειδική, εκτός συναγωνισμού προβολή, αυτή για Τα Δύο Πρόσωπα του Ιανουαρίου, με τον Ιρανό Χοσεΐν Αμινί, να μεταφέρει την ομότιτλη νουβέλα της Πατρίσια Χάισμιθ και με τα πρώτα του πλάνα κιόλας, να αγαλιάζει την καρδιά σου, πλημμυρίζοντας την οθόνη με τον υπέροχο, ζεστό, λαμπερό ήλιο που φέγγει πάνω απ’ τον Παρθενώνα. Γυρισμένη στην Αθήνα και στην Κρήτη, η ταινία εκτυλίσσεται στα ελληνικά 60s, πράγμα που δίνει στον Αμινί την ευχέρεια να ενσωματώσει ένα σωρό αξιαγάπητες ελληνικές γραφικότητες, όπως τον ψαρά που μαλακώνει το χταπόδι του στα βράχια του λιμανιού, ας πούμε, την ώρα που το πλήρες ψυχολογικής έντασης μυστήριο που του παρέχει το κείμενο της Χάισμιθ, του προσφέρει αρκετά στιβαρή άγκυρα για να μην ξωκύλει στο τουριστικό οδοιπορικό. Το σφιχτό θρίλερ της Χάισμιθ χρησιμεύει ως ιδανικό υπόβαθρο για να αναδειχθούν οι ψυχολογικές και συναισθηματικές συνέπειες του ερωτικού τριγώνου που αναπτύσσεται ανάμεσα στο ζευγάρι των κυνηγημένων κοσμοπολιτών Βίγκο Μόρτενσεν και Κίρστεν Ντανστ, και τον ξεναγό Όσκαρ Άιζακ, που μπλέκουν στη ιστορία δολοφονίας τους, όμως όταν αυτή η δυναμική σπάει βιαίως, το δράμα ξεμένει από καύσιμα, εν γνώσει του Αμινί, που μαζεύει όσες μπορεί απ’ τις αναθυμιάσεις για να τρέξει την ταινία προς το φινάλε της.

Και κάπου εδώ βάζουμε κι εμείς φινάλε, να μαζέψουμε αναθυμιάσεις να προλάβουμε τον καινούριο Μισέλ Γκοντρί, για να ’χουμε και κάτι άλλο να πούμε αύριο, πέρα απ’ τον Γιάννη Οικονομίδη, που ετοιμάζεται για τα αποκαλυπτήριά του στο Επίσημο Διαγωνιστικό, με το Μικρό Ψάρι του.

*Η Popaganda τρεχοβολάει στις αίθουσες της Berlinale και κάνει γνωριμίες στα μπαράκια του Βερολίνου, χάρη στην ευγενική υποστήριξη της Aegean Airlines

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης