Φτιαγμένο σαν τα ενήλικα στουντιακά δράματα που πριν από μια 20ετία κυριαρχούσαν στα Όσκαρ, το Μπέλφαστ του Κένεθ Μπράνα ανήκει όντως σε άλλη εποχή, πέρα από την Ιρλανδία του 1969 οπότε και διαδραματίζεται. (Και, κρίνοντας από την πορεία της ταινίας στην κούρσα των φετινών βραβείων, μπορούν ακόμα να αγγίξουν τις ευαίσθητες χορδές της κινηματογραφικής βιομηχανίας αν το επιτρέπουν οι συγκυρίες.)
Αφηγούμενος την ιστορία μιας αγαπημένης οικογένειας με φόντο τις πρώτες αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα σε Καθολικούς και Προτεστάντες που θα έβαφαν την πατρίδα του με αίμα για πολλές δεκαετίες μέσα από την αθώα ματιά ενός 9χρονου αγοριού (Τζουντ Χιλ), ο Μπράνα κάνει βουτιά στις προσωπικές του αναμνήσεις με πλήρως νοσταλγική διάθεση, αλλά χωρίς το βάρος μιας καλλιτεχνικής δήλωσης που θα ωθούσε την ταινία πέρα από την εικόνα ενός wannabe Ρόμα.
Το Μπέλφαστ ξεκινά με μια εναέρια πανοραμική λήψη της σημερινής πόλης, πριν γυρίσει στο ασπρόμαυρο παρελθόν. Η συγκεκριμένη αισθητική επιλογή από τον Μπράνα έχει λίγη αξία (και μηδενική ομορφιά, ψηφιακά γυρισμένη γαρ) πέρα από εκείνη της χρονικής συντομογραφίας, καθώς η ταινία μας συστήνει την ομολογουμένως συμπαθέστατη οικογένεια του μικρού Μπάντι: τη δυναμική, δίκαιη μαμά του (Κατρίνα Μπαλφ), το λιγομίλητο μπαμπά του (Τζέιμι Ντόρναν), το μεγάλο του αδερφό (Λούις Μακάσκι), τη σοφή γιαγιά του (Τζούντι Ντεντς) και το λατρεμένο του παππού (Σιάραν Χιντς).
Δεμένοι μεταξύ τους (παρά τη συχνή απουσία του πατέρα που εργάζεται στην Αγγλία και επιστρέφει σπίτι τα Σαββατοκύριακα) αλλά και με τη γενέτειρά τους, βρίσκονται ξαφνικά αντιμέτωποι με τη δύσκολη απόφαση του ξεριζωμού όταν η γειτονιά τους γίνεται το επίκεντρο της βίας, της αναρχίας και του εθνικού διχασμού που προκαλούν οι αντι-καθολικές ομάδες Προτεσταντών. Ο Μπάντι, αναστατωμένος από τη διατάραξη της οικείας καθημερινότητάς του και ανήμπορος να καταλάβει το μέγεθος των εξελίξεων, προτιμά να τρώει παγωτό, να καταστρώνει σχέδιο για να κερδίσει την καρδιά της συμμαθήτριας με την οποία είναι ερωτευμένος και να χάνεται στις μαγικές εικόνες του χολιγουντιανού σινεμά, από το Chitty Chitty Bang Bang (ο Μπράνα κρατά αυτή την έκρηξη χρώματος για την οθόνη-μέσα-στην-οθόνη) ως το Τρένο Θα Σφυρίξει Τρεις Φορές.
Η ολοένα και συχνότερη απειλή των εθνο-εθνικιστικών συγκρούσεων, μαζί με το στρίμωγμα της οικογένειας από τον τοπικό κακοποιό (Κόλιν Μόργκαν), πιέζει τους γονείς του Μπάντι να αποφασίσουν για το μέλλον τους, το οποίο ο πατέρας μπορεί να προσφέρει με μια πρόταση μετανάστευσης στην επαγγελματική σιγουριά της Αγγλίας. Η σύζυγός του, όμως, δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με την ιδέα, οδηγώντας την εξαιρετική Μπαλφ σε ένα συναισθηματικό μονόλογο που θα αποτελέσει σίγουρα το Oscar clip της, σε μια από τις δύο πιο αξιομνημόνευτες σκηνές της ταινίας. (Η δεύτερη, και δικαίως πιο πολυσυζητημένη, είναι η ερμηνεία του τραγουδιού “Everlasting Love” από τον Ντόρναν, σε μια σεκάνς που θυμίζει μουσικοχορευτικό νούμερο φαντασίας του παλιού σινεμά – και θα μπορούσε να είναι, στο μυαλό του Μπάντι/Μπράνα). Επιπλέον, η χημεία της Μπαλφ με τον Ντόρναν κάνει θαύματα για μια ταινία γεμάτη καλές προθέσεις, αλλά χωρίς καμία πολιτική τοποθέτηση ή πραγματική αίσθηση κινδύνου. Τέχνη πιο faux ακόμα κι από την προσθήκη του Μπράνα στο MCU.