Σε ένα καλοκαίρι γεμάτο με διεθνείς κινηματογραφικές και καλοκαιρινές παραγωγές που γυρίζονται στην Ελλάδα, το Beckett του Netflix τις προλαβαίνει όλες, κάνοντας ταυτόχρονα παγκόσμια πρεμιέρα στην υπηρεσία την Παρασκευή 13 Αυγούστου, δύο χρόνια μετά την “απόβαση” του φωτογενούς καστ της στα πέριξ της Πίνδου και το κέντρο της Αθήνας.
Η πρώτη παραγωγή του Netflix που εκτυλίσσεται στην Ελλάδα βρίσκει τον ανυποψίαστο αμερικανό τουρίστα Τζον Ντέιβιντ Γουάσινγκτον (Tenet) να κάνει διακοπές κάπου στο Μέτσοβο μαζί με την αγαπημένη του (η βραβευμένη με Όσκαρ Αλίσια Βικάντερ) και, μετά από ένα τραγικό ατύχημα, ξαφνικά να γίνεται στόχος ενός ανθρωποκυνηγητού από ισχυρούς, μυστηριώδεις διώκτες με πλοκάμια σε υψηλά κλιμάκια. Από τα Ιωάννινα ως την πλατεία Συντάγματος, ο τουρίστας Μπέκετ θα προσπαθήσει να καθαρίσει το όνομά του και να λύσει ένα γρίφο που περιλαμβάνει τον ανερχόμενο πολιτικό του Γιώργου Πυρπασόπουλου, με τη βοήθεια της ακτιβίστριας Βίκι Κριπς (Αόρατη Κλωστή).
Με συμπαραγωγό τον Λούκα Γκουαντανίνο, ο Ιταλός σκηνοθέτης Φερντινάντο Τσίτο Φιλομαρίνο (που ήταν βοηθός του διάσημου δημιουργού στις ταινίες Να Με Φωνάζεις Με Τ’ Όνομά Σου, Κάτω από τον Ήλιο και Suspiria), επιχειρεί να φέρει στο νου κλασικές περιπέτειες αγωνίας του Σίντνεϊ Λουμέτ και του Άλαν Πάκουλα στο αγγλόφωνο ντεμπούτο του και μιλάει στην Popaganda για τη συνεργασία του με αστέρια του Χόλιγουντ και για την εμπειρία των γυρισμάτων στην Ελλάδα.
Μπορείτε να μας μιλήσετε για την προέλευση του Beckett;
Η βασική ιδέα ήταν να βρω μια συγκεκριμένη οπτική προσέγγισης ενός ανθρωποκυνηγητού με πολιτικό υπόβαθρο. Η προσέγγιση αυτή ήταν η δημιουργία ενός πολύ συγκεκριμένου χαρακτήρα που θα βίωνε διάφορα στοιχεία του genre cinema σαν στόχος κυνηγητού και συνωμοσίας με τη δική του οπτική, την οπτική ενός ανθρώπου που είναι φυσιολογικό. Και χωρίς τα προσόντα για να αντιμετωπίσει όλο αυτό. Ξεκίνησα, λοιπόν, από εκεί και προχώρησα με διάφορες εμπνεύσεις και εξελίξεις.
Πώς αναπτύξατε την ταυτότητα και την προσωπική ιστορία του χαρακτήρα;
Είναι αρκετά ειρωνικό, αλλά η πρώτη ιδέα ήταν “ποιος είναι ο χειρότερος δυνατός χαρακτήρας που θα μπορούσε να παλεύει για τη ζωή του σε μια ξένη χώρα;” Ήταν διασκεδαστικός τρόπος για να βάλεις μερικά βασικά κομμάτια στο παζλ. Κάποιες φορές, ταινίες αυτού του είδους μοιάζουν ψυχρές ή απόμακρες, με τους χαρακτήρες να λύνουν ηρωικά όλα τους τα προβλήματα χωρίς καμία πραγματική προσπάθεια. Εγώ ήθελα να νιώσουμε κοντά στο χαρακτήρα και σκέφτηκα ότι αν περνάει κάποια προσωπική κρίση επειδή του συμβαίνει κάτι στην αρχή της ταινίας, και επειδή δεν είναι ο Action Man, μπορούμε να ταυτιστούμε λίγο πιο εύκολα μαζί του και να σκεφτούμε τι θα κάναμε στη θέση του.
Χρειάστηκε να δουλέψετε με ένα καστ αστέρων, πώς διαχειριστήκατε αυτή την εμπειρία;
Η πρώτη μου ταινία [σ.σ. Antonia], που γυρίστηκε στην Ιταλία, σίγουρα έπεισε τον Τζον Ντέιβιντ Γουάσινγκτον να παίξει στο Beckett, γιατί ενώ του άρεσε το σενάριο πολύ, του άρεσε επίσης και η πρώτη μου ταινία και μου μίλαγε πολύ γι’αυτή. Από την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε προσπαθήσαμε να βρούμε κοινά γούστα και κοινούς στόχους. Και μαζί με τους υπόλοιπους θαυμάσιους ηθοποιούς, αλλά και τη βοήθεια των παραγωγών μου, απογείωσαν το υλικό του σεναρίου και τελικά αυτό μετράει περισσότερο απ’ όλα.
Ο Τζον Ντέιβιντ Γουάσινγκτον και η Αλίσια Βικάντερ έχουν λίγες σκηνές μαζί στην ταινία, αλλά με φοβερή χημεία. Πώς το καταφέρατε εσείς κι εκείνοι;
Χαίρομαι πολύ που το λέτε αυτό γιατί δεν γνωρίζονταν πριν συνεργαστούν σε αυτή την ταινία. Βασικά συναντήθηκαν πρώτη φορά το πρωί που θα ξεκινούσαν γύρισμα. Αλλά είχαμε δουλέψει από πριν, είχα πολύ συγκεκριμένες ιδέες για το τι ήθελα να συμβολίζει η σχέση τους και τι συναισθήματα να προκαλεί. Στη διαδικασία συγγραφής του σεναρίου συνέλεξα πολύ υλικό γι’αυτό και μοιράστηκα λίγο από αυτό μαζί τους. Είχαμε ατομικές συζητήσεις για το τι σήμαινε να βρίσκονται με το άλλο πρόσωπο. Αυτό έκανα από τη δική μου πλευρά. Είναι και οι δυο διαφορετικοί, αλλά φοβερά ενστικτώδεις ηθοποιοί και πέτυχαν μια άμεση χημεία που λειτούργησε φανταστικά στο πλατώ.
Αυτή είναι μια “βουκολική” ταινία δράσης, με σκηνές στα βουνά της Ηπείρου, που είναι σίγουρα πρωτοφανείς για το είδος. Πώς αντιμετωπίσατε την πρόκληση;
Το διασκεδαστικό για μένα ήταν η εξερεύνηση τοποθεσιών που δεν αναδεικνύονται στο διεθνές σινεμά πάρα πολύ, αλλά και η προσαρμογή των σκηνών δράσης και των κυνηγητών στα μέρη αυτά. Άλλαζε και το σενάριο αναλόγως με τις τοποθεσίες που βρίσκαμε, και είχε πλάκα – βασικά οδηγούσαμε στην Ελλάδα και εντοπίζαμε ένα μέρος που μας φαινόταν ενδιαφέρον για μια σκηνή και προσαρμόζαμε το σενάριο. Θεώρησα ότι έτσι κατάφερα να κάνω μια χώρα παρούσα και σχετική με την ιστορία από γεωγραφικής πλευράς.
Υπάρχει και κοινωνική κριτική στην ταινία, πώς διατηρήσατε αυτή την ισορροπία;
Το πολιτικό σχόλιο της ταινίας ήταν το σημαντικότερο πράγμα που ήθελα να εκφράσω και να έχει σχέση με την ιστορία και το χαρακτήρα του Μπέκετ καθώς αναλαμβάνει δράση. Με ενέπνευσε ό,τι έμαθα ότι συνέβη στην Ευρώπη και την Ελλάδα τα τελευταία 10 χρόνια και το πώς, πολύς κόσμος που δεν ασχολούνταν με την πολιτική πριν από αυτό, ανέλαβε δράση, πήγε σε πορείες διαμαρτυρίας και φώναζε τη γνώμη του. Το βρήκα πολύ επίκαιρο και σημαντικό και ήταν μια καλή επιρροή στην ιστορία και το χαρακτήρα του Μπέκετ.