«Μία μέρα του Μαΐου, περιμένω ως συνήθως το μετρό στη 1.15 μ.μ. στο σταθμό Πορτ ντε Σαιν-Κλου. Στέκομαι εκεί που σταματά η κεφαλή του συρμού, ενόψει της ανταπόκρισης στο Μισέλ-Ανζ Μολιτόρ. Νιώθω πάνω μου ένα επίμονο βλέμμα. Σηκώνω τα μάτια: ένας νεαρός με μαύρα μαλλιά και κοστούμι πρενς ντε γκαλ, με ένα χαρτοφύλακα στο χέρι, με ρωτά: Είστε Αγγλίδα;»
Κάπως έτσι, σε μία αποβάθρα του παριζιάνικου μετρό, συναντώνται για πρώτη φορά μία νέα Γερμανίδα, η Μπεάτε Κίντσελ, και ο πολλά υποσχόμενος εβραϊκής καταγωγής και γεννημένος στη Ρουμανία νεαρός Σερζ Κλάρσφελντ, σε μία συγκυρία που επρόκειτο να σηματοδοτήσει την πρώτη πράξη ενός έρωτα ζωής.
Μπορεί η έναρξη αυτής της αγάπης να έγινε με μία κοινότοπη και γεμάτη αγωνία για ανταπόκριση ερώτηση, όμως η συνέχειά της θα είναι γεμάτη περιπέτειες και γνώσεις, όπως θα έλεγε και ο Αλεξανδρινός Ποιητής. Την κοινή ζωή των δύο, μέσα από τον ορκισμένο «πόλεμο» που θα κηρύξουν σε όσους Ναζί δεν δικάστηκαν μεταπολεμικά, μαθαίνουμε μέσα από τα Απομνημονεύματά τους με τίτλο «Κυνηγωντας τους Ναζί», που κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις Εκδόσεις ΚΑΠΟΝ.
Η Μπεάτε, που γεννιέται όταν η σπίθα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι έτοιμη να πυροδοτήσει την γενικευμένη σύρραξη στα σπλάχνα της αποκαμωμένης γηραιάς ηπείρου, ανήκει σε μία φτωχή και μικροαστική γερμανική οικογένεια. Ο πατέρας της υπηρετεί στο ανατολικό μέτωπο και, επιζώντας των πολεμικών συγκρούσεων, επιστρέφει στην κατεστραμμένη από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς πατρίδα. Στόχος πια δεν είναι παρά η επιβίωση, η επαναφορά σε μία φυσιολογική ζωή που για χρόνια έχει χάσει το ανθρώπινο μέτρο.
Ο Σερζ, σε αντίθεση με την Μπεάτε, θα κλάψει τον πατέρα του. Ο τελευταίος συλλαμβάνεται τον Οκτώβριο του 1943 από την Γκεστάπο, η οποία επιδιώκει λυσσασμένα τα αφανίσει το εβραϊκό στοιχείο από τη Νίκαια, την πόλη της νότιας Γαλλίας, όπου οι Κλάρσφελντ έχουν διαφύγει από το 1940, για να γλιτώσουν από τους προελαύντοντες στο Παρίσι Ναζί. Ο Αρνό Κλάρσφελντ εκτοπίζεται στο στρατόπεδο συγκέντωσης του Άουσβιτς-Μπιρκενάου, από το οποίο δεν επρόκειτο να γυρίσει ποτέ.
Παρά την απώλεια του πατέρα του και χάρη στις προσπάθειες της μητέρας του, ο Σερζ λαμβάνει υψηλή για την εποχή μόρφωση. Όταν γνωρίζει την αγαπημένη του Μπεάτε, την παροτρύνει να ακολουθήσει και εκείνη το μονοπάτι των γραμμάτων, των τεχνών και της ιστορίας, ώστε να «ομορφύνει τη ζωή της» και να μην συμμετέχει σε αυτήν «ασυνείδητα».
Η σχέση της με τον Σερζ κάνει την Μπεάτε να έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με τα εγκλήματα των Ναζί που δεκαπέντε χρόνια μετά το τέλος του πολέμου κυλιδώνουν και ντροπιάζουν ακόμα το γερμανικό έθνος. Ωστόσο, εκτός από τις ναζιστικές θηριωδίες, η Μπεάτε μαθαίνει μία ακόμη σοκαριστική για εκείνη αλήθεια: πολλοί από τους Ναζί δεν φτάνουν ποτέ στο εδώλιο του κατηγορουμένου, κατορθώνοντας να διαφύγουν με νέα ταυτότητα σε χώρες της Μέσης Ανατολής και της Λατινικής Αμερικής. Δεν είναι μάλιστα λίγα τα στελέχη που έμειναν στις πατρίδες τους, ανελισσόμενοι σκανδαλωδώς σε ανώτατα αξιώματα των μεταπολεμικών δημοκρατιών της Ευρώπης.
Η ωμή και κυνική πραγματικότητα οδηγεί το ζεύγος Κλάρσφελντ σε μία απόφαση ζωής: να κυνηγήσουν και να οδηγήσουν στη δικαιοσύνη όσα πρώην στελέχη των Ναζί κατάφεραν να γλιτώσουν της ανθρώπινης δικαιοσύνης.
Δεν ήταν λίγοι οι ναζιστές που κατάφεραν να αποφύγουν τη φυλάκιση. Χαρακτηριστή είναι η περίπτωση του γιατρού Γιόζεφ Μένγκελε, του επονομεζόμενου «αγγέλου του θανάτου» του Άουσβιτς, που χρησιμοποιούσε τους κρατούμενους του στρατοπέδου ως πειραματόζωα. Ο Μένγκελε καταφέρνει μετά το τέλος του πολέμου να διαφύγει της σύλληψης και να ταξιδέψει το 1949 στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Ατιμώρητοι παραμένουν ακόμη ο Αλόις Μπρούνερ -το λεγόμενο «δεξί χέρι του Άιχμαν»- που έστειλε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης περισσότερους από 125.000 Εβραίους, αρκετοί από τους οποίους ζούσαν στην Ελλάδα- και ο Βάλτερ Ράουφ, ο οποίος είχε κατακευάσει κινητούς θαλάμους αερίων, στους οποίους έχασαν τη ζωή τους περισσότεροι από 150.000 άνθρωποι.
Εκτός από τους διαφυγόντες της σύλληψης, υπήρξαν Ναζί που κατάφεραν να συνεχίσουν μεταπολεμικά την πολιτική τους καριέρα. Στο βιβλίο συγκλονίζει ο «πόλεμος» που οι Κλάρσφελντ εξαπολύουν στον Κουρτ Γκέοργκ Κίζινγκερ, ο οποίος, παρότι έχει διατελέσει μέλος του ναζιστικού κόμματος από το 1933, κατορθώνοντας μάλιστα να γίνει ο κύριος «κρίκος» μεταξύ του Υπουργού Εξωτερικών Ρίμπεντροπ και του Υπουργού Προπαγάνδας Γκέμπελς, αναδεικνύεται ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών και Καγκελάριος την τριετία 1966-1969.
Όμως δεν είναι μόνο η πολιτική σκηνή της Γερμανίας που επιτρέπει σε πρώην ναζιστές να επιβιώσουν πολιτικά. Σκανδαλώδης υπήρξε η περίπτωση του Μορίς Παπόν, ο οποίος στα χρόνια γερμανικής κατοχής στη Γαλλία υπηρετεί το καθεστώς Βισύ και στέλνει στο Άουσβιτς 1.600 Εβραίους. Ο Παπόν εκλέγεται βουλευτής το 1978, αναλαμβάνοντας την περίοδο 1978-1981, επί πρωθυπουργίας Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, το Υπουργείο Προϋπολογισμού. Θα καταδικασθεί σε δεκαετή φυλάκιση πολλά χρόνια αργότερα, το 1998, παρότι ο τύπος είχε δημοσιοποιήσεις ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 στοιχεία, τα οποία αποδείκνυαν τις αγαστές σχέσεις του Γάλλου με το Τρίτο Ράιχ.
Διαβάζοντας κανείς τα απομνημονεύματα των Κάρλσφελντ, διαπιστώνει ότι οι πρώην Ναζί που ενσωματώθηκαν στους πολιτικούς κύκλους των αστικών δημοκρατιών δεν ήταν μία εξαίρεση, αλλά ένα φαινόμενο ανησυχητικά διαδεδομένο, που «άγγιξε» και τους πρώτους μηχανισμούς της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση του Ερνστ Άχενμπαχ. Βουλευτής με το φιλελεύθερο κόμμα FDP, ο Άχενμπαχ θέτει υποψηφιότητα για τη θέση του εκπροσώπου της Γερμανίας στην Επιτροπή της ΕΟΚ στις Βρυξέλλες. Σύντομα, ωστόσο, οι έρευνες της Μπεάτε θα ξεσκεπάσουν το ναζιστικό παρελθόν του.
Ο Άχενμπαχ έχει διατελέσει μέλος του διπλωματικού σώματος στο Παρίσι την εποχή της κατοχής της Γαλλίας από το Τρίτο Ράιχ. Θεωρείται ένας από τους αρχιτέκτονες των πρώτων μέτρων για τις φυλετικές διακρίσεις που καθιέρωσε η γερμανική πρεσβεία στη γαλλική πρωτεύουσα. Το ρόλο που έπαιξε ο Άχενμπαχ κατά την παραμονή του στο Παρίσι περιγράφει καλύτερα ο επίσης ναζιστής Όττο Άμπετζ, του οποίου σύμβουλος ήταν ο Άχενμπαχ: «Το πολιτικό τμήμα [που διεύθηνε ο Άχενμπαχ] παρύτρυνε τη γερμανική στρατιωτική διοίκηση και τη γαλλική κυβέρνηση για μία νομοθεσία κατά των Εβραίων. Η καινούργια μελέτη γι’αυτή τη νομοθεσία ανατέθηκε στον Χαβιέ Βαλά, επίτροπο εβραϊκών ζητημάτων, ύστερα από πρόταση της πρεσβείας». Το 1943 ο Άχενμπαχ επιστρέφει στο Υπουργείο Εξωτερικών του Βερολίνου, όπου και συνδέεται πολιτικά με τον Κουρτ Γκέοργκ Κίζινγκερ.
Οι υπηρεσίες του Άχενμπαχ στο ναζιστικό καθεστώς, στις οποίες περιλαμβάνεται η σημαντική συμβολή του στον εκτοπισμό δεκάδων χιλιάδων Εβραίων στο Άουσβιτς, κινητοποιεί τους Κλάρσφελντ, που στέλνουν ένα φάκελο με όλα τα «ενοχοποιητικά» στοιχεία σε Ευρωπαίους και κυβερνητικούς αξιωματούχους. Η υπόθεση παίρνει μεγάλες διαστάσεις στον εθνικό και διεθνή τύπο και η υποψηφιότητα του Άχενμπαχ λαμβάνει άδοξο τέλος.
Το προσωπικό κόστος και τα όρια του ανθρωπίνως εφικτού
Οι προσπάθειες των Μπεάτε και Σερζ Κλάρσφελντ δεν είναι χωρίς συνέπειες για την προσωπική τους ζωή. Πέρα από τις ανυπέρβλητες δυσκολίες που ανακύπτουν κατά τις προσπάθειες εντοπισμού και έκδοσης Ναζί εγκληματιών, καθώς και το κεφάλαιο σε χρόνο και χρήμα που πρέπει να θυσιάσει από την οικογενειακή του ζωή, το ζεύγος έρχεται αντιμέτωπο με την αδίστακτη ODESSA, την οργάνωση που έχουν συστήσει στελέχη των SS για τη φυγάδευση δεκάδων ναζιστών στη Λατινική Αμερική. Η εν λόγω εγκληματική οργάνωση βάζει το 1979 βόμβα στο αυτοκίνητο των Κλάρσφελντ, η οποία εκρήγνυται, χωρίς ωστόσο να προκληθεί κάποιος τραυματισμός.
Η γενναιότητα τους δεν φαίνεται μόνο στην αψήφιση του κινδύνου μπροστά σε πραγματικούς εγκληματίες, αλλά και στις μεθόδους που ακολουθούν για να φτάσουν στον ηθικά δίκαιο στόχο τους. Αντιμετωπίζουν πολλαπλά εμπόδια στις προσπάθειές τους να πετύχουν την έκδοση ναζιστών από δικτατορικά καθεστώτα της Λατινικής Αμερικής, όπως ήταν εκείνο του Περόν στην Αργεντινή. Το τελευταίο αρνήθηκε πολλές φορές να προχωρήσει σε έκδοση του Όττο Άντολφ Άιχμαν, ο οποίος τελικά απήχθη από την Μοσάντ το 1960. Ο συνταγματάρχης των SS και επικεφαλής του Γραφείου Εβραϊκών Υποθέσεων της Γκεστάπο οδηγήθηκε στο Ισραήλ, όπου καταδικάσθηκε σε θάνατο και απαγχονίστηκε. Την επιτυχή επιχείρηση των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών θα προσπαθήσουν να μιμηθούν αργότερα οι Κλάρσφελντ, σχεδιάζοντας -χωρίς επιτυχία- την απαγωγή των Κουρτ Λίσκα, στελέχους της Γκεστάπο, και Κλάους Μπάρμπι. Ο δεύτερος εκδίδεται τελικά το 1983 στη Γαλλία, όπου και καταδικάστηκε σε ισόβεια κάθειρξη.
Το εγχείρημα της Μπεάτε και του Σερζ είχε σημαντικό αντίκτυπο στη σύγχρονη κοινωνία. Όταν η πρώτη χαστουκίζει τον πρώην ναζιστή και Γερμανό Καγκελάριο Κίζινγκερ, ο δημοφιλής φιλόσοφος Καρλ Γιάσπερς διαμαρτύρεται για το γεγονός ότι ένας εγκληματίας έχει ανέλθει στην ηγεσία της Δυτικής Γερμανίας. Το ίδιο κάνει και ο γνωστός συγγραφέας, Γκύντερ Γκρας. Ο επίσης κορυφαίος των γερμανικών γραμμάτων, Χάινριχ Μπελ, συγχαίρει την Μπεάτε για τη γενναία πράξη της, στέλνοντάς της μία ανθοδέσμη.
Το έργο των Κλάρσφελντ δεν στέφθηκε πάντοτε με επιτυχία. Οι Γιόζεφ Μένγκελε, Αλόις Μπρούνερ και Βάλτερ Ράουφ ήταν μερικοί από τους Ναζί εγκληματίες που δεν τιμωρήθηκαν ποτέ για τα εγκλήματά τους. Όμως αυτό δεν μειώνει καθόλου την προσφορά τους στη σύγχρονη δημοκρατία. Έφεραν σε πέρας, στο βαθμό του ανθρωπίνως δυνατού, ένα έργο που «βάραινε» πολιτικά και ηθικά τις ηγεσίες των μεταπολεμικών δημοκρατιών. Οι Κλάρσφελντ πέτυχαν στην δύσκολη αποστολή που οι ίδιοι έθεσαν στον εαυτό τους, καθώς κατάφεραν να αναδείξουν ότι ο αγώνας ενάντια στον εθνικοσοσιαλισμό και το φασισμό δεν ανάγεται μονάχα στην αντιπαράθεση κρατών και πολιτειακών συστημάτων. Είναι, συνάμα, μία υπόθεση συνείδησης των απλών καθημερινών ανθρώπων.