Το σκηνικό δεν είναι το ιδανικό. Είναι μια pub στο Μουσείο με όλα τα κομφόρ του old wave. Μπιλιάρδο, βελάκια, τζούκμποξ, ροκ είδωλα στην ταπετσαρία, δυνατές παραδοσιακές κιθάρες για σάουντρακ. Κι εγώ έχω απέναντί μου τον άνθρωπο που στέγασε την άτσαλη, μα παθιασμένη, post punk/new wave σκηνή της Αθήνας τη δεκαετία του ’80. Ως ιδρυτής της ιστορικής Creep Records που φιλοξένησε από το 1982 έως το 1986 γκρουπ όπως οι Yell-O-Yell, Villa 21, The Reporters, Metro Decay, Cpt. Νεφος, South Of No North κ.ά.. O Μπάμπης Δαλίδης, ντράμερ των επίσης ιστορικών Villa 21 (κι εδώ και 22-23 χρόνια των HeadQuake), είναι έτοιμος να μιλήσει άλλη μια φορά τα τελευταία χρόνια για την σκηνή των 80s και την κληρονομιά της. Για τα βινύλια που μοίραζε στα δισκάδικα με το γκρι 50αρι Honda παπί του, για τις σπαρταριστές ιστορίες από τα στούντιο ηχογράφησης που ο Fill Scars κυλιόταν στα πατώματα υπό το ημίφως αναμμένων κεριών φρικάροντας ηχολήπτες που μέχρι τότε είχαν συνηθίσει να γράφουν Μητροπάνο, για τα υποτιθέμενα στρατόπεδα των Εξαρχείων και των Πατησίων-Κυψέλης, για εκείνους που φύγανε νωρίς, για, για, για…
Η νοσταλγία είναι ευλογία αλλά κι επάρατη νόσος της ψηφιακής εποχής μας και η συνάντησή μας γίνεται με αφορμή τo Αφιέρωμα στις Δισκογραφικές Εταιρείες του ’80 που διεξάγεται το Σάββατο 30/1 στο νεότευκτο Piraeus 117 Academy (με live, συζητήσεις, έκθεση και παζάρι κι από άλλα labels όπως Hitchhyke, Wipe Out, Δικαίωμα Διάβασης). Έτσι κι αλλιώς αυτή η σκηνή, αυτή η εποχή ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία σήμερα, όπως φαίνεται από τις δεκάδες επανεκδόσεις αλλά και το ενδιαφέρον που συγκέντρωσαν πρότζεκτ όπως το φιλμ Εδώ Δεν Υπάρχει Άσυλο η το πρόσφατο βιβλίο του Γιάννη Κολοβού Κοινωνικά Απόβλητα – Η ιστορία της πανκ σκηνής στην Αθήνα 1979-2015.
Μόνο που συμφωνούμε να το πάμε κάπως αντίθετα, οι ιστορίες είναι σίγουρα πολλές κι αναπόφευκτα θα προκύψουν, αλλάς ας ξεκινήσουμε από το σήμερα προς το χθες και όχι το αντίθετο…
Ούτε κι εγώ θέλω να διηγούμαι συνέχεια αυτές τις ιστορίες, είναι λίγο πολύ γνωστές. Και το πώς φτιάχτηκε η εταιρεία, και το πώς μοίραζα τους δίσκους, και όλες οι λεπτομέρειες – το κύκλωμα των ανθρώπων που έτσι κι αλλιώς ενδιαφέρονται, τις έχει μάθει. Για μας είναι σημαντικό, έτσι κι αλλιώς υπήρξε ένα κομμάτι της ζωής μας. Βλέπουμε ότι υπάρχει ενδιαφέρον κι από άλλους ανθρώπους, κι από τις νεότερες γενιές.
Εντάξει, θα θέλαμε να είχαμε καλύτερες συνθήκες ηχογράφησης. Αλλά και προώθησης. Στην Αγγλία, τα εβδομαδιαία έντυπα έκαναν ολόκληρη εκστρατεία για τα γκρουπ που θαυμάζαμε και είχαν παράλληλες πορείες με τις δικές μας – το ’83-84 είχαμε συγχρονιστεί μαζί τους, δεν ακολουθούσαμε με καθυστέρηση. Τώρα για τις ηχογραφήσεις, το πρόβλημα είναι ότι είχαν εκπαιδευθεί κάποια στούντιο αν ηχογραφούν ροκ, αλλά τώρα εμείς ερχόμασταν με νέες απαιτήσεις και προδιαγραφές. Πάνω που είχαν προσαρμοστεί στο ροκ ήχο π.χ. των Σπυριδούλα, ερχόμασταν εμείς και τους λέγαμε «πάμε αλλού, είναι παρωχημένο αυτό που ξέρεις».
Υπάρχει και σήμερα σκηνή. Ίσως δεν υτάρχει το αντίστοιχο label που να τη συσπειρώσει όπως εμείς τότε που παίξαμε το ρόλο του «μπροστάρη» αναδεικνύοντας επιτέλους γκρουπ που στηρίζονταν σε δικό τους υλικό και όχι σε διασκευές.
Δεν μπορούμε να αλλάξουμε ούτε ποιοι είμαστε, ούτε την παράδοσή μας, ούτε τα «κακά αγγλικά» μας. Μπορεί να αναδειχθούν κάποια στιγμή συγκροτήματα που θα κάνουν το μεγάλο βήμα κι έξω. Σήμερα π.χ. θα υπέγραφα τους Nightstalker ή τους 1000 Mods κι ας είναι πιο σκληροί. Δε θα έστηνα το ίδιο label, θα ήθελα να είμαι εναρμονισμένος με το παρόν, άλλωστε στους HeadQuake παίζω πια. Υπάρχει μια διαρκής εξέλιξη στα ακούσματά μου, πριν την Creep άκουγα αρχικά Black Sabbath και Led Zeppelin πριν περάσω σε King Crimson, Amon Düül, Can. Μετά μπήκα σε Pere Ubu, Suicide, Bauhaus, Birthday Party, αλλά κι αφότου έκλεισα το label άλλαξαν πολύ τα πράγματα που μ’ άρεσαν.
Νιώθω ανασφαλής κάθε φορά που ανακοινώνεται μια τέτοια διοργάνωση σαν το Αφιέρωμα στο Academy. Έχω την εντύπωση ότι θα έρθουν 60-70 άτομα και θα λένε «τι θέλουν αυτοί οι παλιόγεροι και μας φορτώνονται». Δεν προσπάθησα ποτέ να επιβάλλω τη ρετρολαγνεία και να διατυμπανίζω το παρελθόν μου. Πολλές φορές έχω βρεθεί σε μουσικές κουβέντες και οι άνθρωποι δίπλα μου αγνοούν αυτό το παρελθόν κι αυτό με κάνει να αναρωτιέμαι ποιον αφορά. Εγώ, ας πούμε, δε θα έμπαινα ποτέ στη διαδικασία να ξαναβγάλω τους δίσκους των Villa 21 όπως έκανε η Inner Ear με το «κουτί» The Dark Years. Κι όμως κι αυτά, αλλά και ότι master tapes μου ζήτησαν για να επανεκδώσουν από την Smash στη Θεσσαλονίκη ή την Ειρκτή, φύγανε. Είχα επίβλεψη στο mastering, στο εξώφυλλο, το μόνο που ήθελα ήταν να είναι προσεγμένα.
Ας πούμε ότι ο μέσος όρος κοπής σε αυτές τις επανεκδόσεις είναι 250-300 αντίτυπα. Υπάρχουν 100-150 άτομα που είναι συλλέκτες, έχουν ένα μεράκι να αγοράσουν βινύλια και να χτίσουν μια διαφορετική σχέση με τη μουσική. Και σίγουρα υπάρχουν κι αυτοί που έχουν εμπορική λογική, αγοράζουν πολλές φορές 2-3 κόπιες και τις μοσχοπουλάνε μετά στο eBay και το Discogs. Τέλος, είναι και 30-40 άτομα από το εξωτερικό που αφού έχουν εξαντλήσει διάφορες τοπικές σκηνές, στρέφονται και στην Ελλάδα, θέλοντας να εξερευνήσουν αντίστοιχα γκρουπ εδώ.
Πάντως σε όλο αυτό το revival που επιχειρείται, με τον τρόπο που επιχειρείται, σήμερα, πρωταγωνιστούν οι μπάντες που και τότε θεωρούσαμε β’ και γ’ διαλογής. Δε θα σου πω ποια είναι αυτά. Ας πούμε, κορυφαίους θεωρούσα τους South of No North., τους οποίους τελικα «αδειάσαμε» και δε θα συνοδέψουμε στην σκηνή το Σάββατο.
Στα 80s δε μας ένοιαζε αν υπήρχε ή δεν υπήρχε κοινό. Θέλαμε να βγάλουμε αυτό που είχαμε μέσα μας. Κι αν είχε απήχηση, καλώς. Αν πάλι δεν είχε, δεν πειράζει, εμείς είχαμε εκφραστεί. Τελικά, δεν ήταν ούτε τόσοι λίγοι για να μας φρενάρουν, ούτε τόσοι πολλοί για να απογειωθούμε. Υπήρξε μια περίοδος εκεί γύρω στο ’87-88 που πιστέψαμε ότι κάτι πάει να γίνει στο εξωτερικό: είχαμε κάποιες επιτυχίες σε ανεξάρτητα τσαρτ στο Βέλγιο και την Αυστρία, υπήρχε ζήτηση για τους δίσκους από Γερμανία. Αλλά, τελικα ήθελε κυνήγι, κυρίως στο κομμάτι της προώθησης. Σπάνια, μάλλον ποτέ δε γίνεται κάτι από μόνο του. Η Wipe Out που μας είχε τότε δεν μποορύσε να μας σπρώξει παραπάνω. Σήμερα, χαίρομαι που γκρουπ όπως οι Planet of Zeus γεμίζουν μεγάλους χώρους. Πάει να πει ότι κάτι γίνεται καλύτερα, βοηθάει φυσικά και το διαδίκτυο.
Σε κάποιο βαθμό συναισθανόμασταν ότι μπορεί να μην πετυχαίναμε εμείς σε πρώτο χρόνο κάτι μεγάλο, αλλά θα παραδίδαμε σκυτάλη έχοντας ανοίξει ένα δρόμο. Μας έλεγαν από τότε «γράφτε ημερολόγιο, κάποτε θα χρειαστεί». Δεν το κάναμε ποτέ, πλάκα θα είχε να το ξεφυλλίζαμε. Στη συναυλία που έγινε για να χρηματοδοτηθεί το Εδώ Δεν Υπάρχει Άσυλο εξεπλάγην. Δεν είναι πάντως το ζητούμενο να βγαίνουμε με κοιλιές κι άσπρα μαλλιά για να αναπαραστήσουμε την εικόνα του τότε.
Ήμασταν λίγο γκέτο στην Creep, ηθελημένα απομονωμένοι. Πηγαίναμε στο Αγκάθι στην Κυψέλη, προβάραμε σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι στην Πλατεία Αμερικής, ενώ το σπίτι μου, επίσης στην Κυψέλη, ήταν κέντρο διερχομένων όπου συναντιούνταν όλα τα μελη των γκρουπ της Creep. Ηχογραφούσαμε κυρίως στο Blue Moon με τον Μανωλίτση. Εντάξει, καμιά φορά αισθανόμαστε ότι μας κοιτάζαν παράξενα στο λεωφορείο, αλλά όχι τίποτα φοβερό. Μέχρι που μας άρεσε κιόλας. Πολιτικά, δεν αισθανόμαστε ότι μας εξέφραζε κάποιος χώρος – ήταν λίγο συνειδητό και λίγο η εύκολη πανκ απόρριψη της ηλικίας και της σκηνής. Νομίζω, ήταν διάχυτη μια αίσθηση ότι το κοινωνικό περιβάλλον μας περιόριζε. Ήμασταν μακριά κι από το φοιτητικό μαχητικό κίνημα όπως εκφραζόταν από το ΚΚΕ. Ήταν πολύ στρατιωτικοποιημένο για να χωράμε και να μας εκφράζει. Συμφωνώ ότι το Χημείο είναι ορόσημο της εποχής και της γενιάς, αλλά ποτέ μας δεν μπορέσαμε να συμπλεύσουμε με όσους φορούσαν κομματική στολή και παρωπίδες. Ασε που μερικές φορές αισθανόμασταν ότι μας έβλεπαν σαν εχθρούς.
Ναι, δε συμμεριζόμασταν την «σοσιαλιστική ευφορία» της περιόδου, γιατί αυτή η «σοσιαλιστική ευφορία» ήταν που μας έκοβε live στη μέση και μας έκανε σε διάφορα σκηνικά τη ζωή δύσκολη. Ακόμα το κράτος δεν είχε αλλάξει πλήρως, ας πούμε το μυαλό του αστυνομικού δεν είχε προχωρήσει και πολύ από τα χρόνια της χούντας ή της σκληρής δεξιάς. Ξέραμε να αποφεύγουμε πάντως τις κακοτοπιές, εντοπίζαμε αμέσως την παρουσία των ασφαλιτών.
Έχουμε παίξει σε απίθανα μέρη. Πώς μπορώ να ξεχάσω το Shalloon Las Vegas στο Κιάτο που είχαμε για κοινό 4 άτομα και στο διπλανό μαγαζί τύπου επαρχιακή ντίσκο γινόταν χαμός; Αλλά, στον αντίποδα, και στο Άλφαβιλ νομίζω το ’87, παίξαμε με Last Drive και ήταν ασφυκτικά γεμάτο, έχοντας άλλο τόσο κόσμο έξω.
Εντάξει, είχαμε μια «κοντρίτσα» με την «σκηνή του Πηγάσου» (Αρνάκια, Anti-Troppau Council κτλ.), αλλά τη λύσαμε σε ποδοσφαιρικό αγώνα. Χάσανε στο πρώτο ματς και στον επαναληπτικό. Και τα πάντα διευθετήθηκαν εκεί.
Η Creep τελείωσε το ’86 και οι Villa τελείωσαν το ’91. Ξαναπροσπάθησα να την στήσω το 1995 με την FM Records που μου πρότεινε να χρηματοδοτήσει νέες κυκλοφορίες κι εγώ να είμαι label manager. Όχι στο ίδιο ύφος, έβγαλα Nightstalker και Blackmail, κυκλοφορίες για τις οποίες είμαι πολύ περήφανος αν και οι νιουγουεϊβάδες δεν ακολούθησαν. Ήταν λυμένα τα ζητήματα διανομής, εκτύπωσης κτλ., αλλά δεν κράτησε γιατί ήθελαν να λειτουργήσουν εντελώς εμπορικά π.χ. να βγάλουν hip hop (εγώ τους πήγα τους Terror X Crew) κι άλλα πράγματα που δεν μπορούσα να ακολουθήσω. Είναι λίγο παραγνωρισμένη αυτή η δεύτερη σύντομη περίοδος, αλλά είμαι περήφανος γι’ αυτήν.
Το 1992-93 ξεκίνησα τους HeadQuake, με τους οποίους παίζω μέχρι σήμερα. Δε μας ξένισε η επιτυχία του ελληνόφωνου ροκ στα 90s. Ξέραμε ότι ο ελληνικός στίχος παίζεται στο ραδιόφωνο και γι’ αυτό τον κυνηγούσαν οι εταιρείες. Εκείνον τον καιρό ακόμα και οι Last Drive ήταν στην απ’ έξω.
Ακόμα και την εποχή της Creep είχα πρωινή δουλειά, υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών από το 1982 – Δόκτορ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ. Προσπαθούσα να κρύβω την άλλη ταυτότητά μου, αλλά δεν ήταν πάντα εφικτό. Θυμαμαι μια φορά στην εφορία να μου λέει ένας κύριος «ρε συ Μπάμπη, σε είδα χθες στην τηλεόραση» – είχε δει το κλιπ του “Annie’s Animal” στις μουσικές σφήνες που έδειχνε η ΕΡΤ2. Η δουλειά με απέτρεψε από το να έχω εκκεντρική εξωτερική εμφάνιση, αυτό ναι. Έτσι κι αλλιώς ήμουν παντρεμένος από 23 ετών, από το 1981 και δε με επηρέασε η σκηνή από το να κάνω οικογένεια, έχω δύο παιδιά. Αντίθετα, η οικογένεια με προφύλαξε από την σκηνή.
Είναι μια άσχημη ιστορία η πρέζα για εκείνη την εποχή. Είτε τη διέδωσαν όπως θέλει ο αστικός μύθος, είτε δεν την εμπόδισαν, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Είχα πολλούς φίλους που ταλαιπωρήθηκαν, το 1993 έχασα τους δύο κολλητούς μου. Τον Fill των Yell-O-Yell από ναρκωτικά και τον Κώστα Ποθουλάκη των Villa 21 σε δύστυχημα με το μηχανάκι του. Ήταν πολύ σκληρό. Τους θυμάμαι και τους δύο πολύ έντονα και μου λείπουν πολύ. Τους σκέφτομαι στα ευχάριστα που μου συμβαίνουν, σκέφτομαι ότι θα ήθελα να τα μοιραστώ μαζί τους.
Σαν μορφές από αυτές που παίξαμε μαζί, σίγουρα ο Cave εποχής Birthday Party ήταν το κάτι άλλο στην σκηνή, τη γέμιζε με έναν απίστευτο τρόπο. Αν κι εγώ από αυτούς καλύτερη παρέα έκανα με τον Barry Adamson. O πιο ωραίος και γενναιόδωρος τύπος ήταν πάντως ο Greg Sage των Wipers.
45 χρόνια είμαι ενεργός στη μουσική. Ακροατής, μέλος γκρουπ, εκδότης, παραγωγός, διανομέας, τα πάντα. Τι κατάλαβα; Πέρασα καλά. Το διασκέδασα. Και συνεχίζω.