Aρχέτυπα σύμβολα και αλληγορίες, σκοτεινά νοήματα και λογοπαίγνια, φιλοσοφικές δοξασίες και κάθε λογής παράδοξα, παραβολές παρμένες από το χώρο της συλλογικής φαντασίας και αφηγήσεις που συνδυάζουν το γεμάτο παράξενες φωτοσκιάσεις λογοτεχνικό παιχνίδι με το μυστήριο, τους διανοητικούς γρίφους, τα μυθεύματα: Ο υποβλητικός κόσμος τους Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1899- 1986) -είτε πρόκειται για τα ποιήματά του, είτε για τα διηγήματά του που και αυτά μοιάζουν με πεζά ποιήματα- είναι πλημμυρισμένος από παραστατικές εικόνες οι οποίες αντικαθρεφτίζουν τη μαγεία και τη συγκίνηση που -απ’ ό,τι φαίνεται- υποκρύπτει η εκάστοτε πραγματικότητα.
Για να φτάσει, όμως, στη συγγραφή ιστοριών έπρεπε να περάσει μία τεράστια προσωπική δοκιμασία. Το 1938 του συνέβη ένα ατύχημα που θα του άλλαζε για πάντα τη ζωή: Ήταν Χριστούγεννα και ανέβαινε τρέχοντας μια σκάλα όταν ξαφνικά χτύπησε άσχημα το κεφάλι του σε ένα ανοιχτό παραθυρόφυλλο. Η πληγή μολύνθηκε και παρά λίγο να πεθάνει από σηψαιμία. Όταν βγήκε από την κλινική δεν ήξερε εάν είχε ανακτήσει τη διανοητική του ακεραιότητα και τότε είπε στον εαυτό του: «Αν δοκιμάσω να γράψω μία κριτική και δεν τα καταφέρω, διανοητικά είμαι χαμένος, ενώ αν τολμήσω να δοκιμάσω αυτό το καινούργιο είδος και αποτύχω, αυτό δε θα έχει μεγάλη σημασία».
Κάπως έτσι έγραψε το πρώτο του διήγημα «Πιέρ Μενάρ, ο συγγραφέας του Δον Κιχώτη» και την πρώτη του συλλογή διηγημάτων «Ο κήπος με τα μονοπάτια που διακλαδώνονται». Μάλιστα, το βιβλίο περιλάμβανε το εξαιρετικό διήγημα «Ο Νότος» που περιείχε αυτοβιογραφικά στοιχεία -κυρίως για το ατύχημα που είχε ο Μπόρχες- και το οποίο πίστευε ότι ήταν η καλύτερή του ιστορία.
Μέσα στα επόμενα χρόνια θα συνεχίσει ακατάπαυστα να συνθέτει μικρά διηγήματα και ποιήματα δημιουργώντας ένα ξεχωριστό ιδίωμα, ένα σπανιότατο στυλιστικό επίτευγμα για τον χώρο της λογοτεχνίας. Και αυτό όχι μόνο επειδή συγκεντρώνει μία ευρύτατη γκάμα απεριόριστων ποιητικών και διανοητικών υποδείξεων.
Η εκπληκτική του ικανότητά βρίσκεται κυρίως στο ότι μπορεί και διαστρέφει αυτήν την πυκνότητα ιδεών κάνοντάς την να μοιάζει λιτή και αέρινη, μακριά από την αίσθηση της παραμικρής έστω συμφόρησης. Πρόκειται για έναν κόσμο όπου κυριαρχούν οι συμπτώσεις, οι αντιθέσεις και τα σύμβολα, το μυστήριο και η ασάφεια, με την ματαιότητα για μια απόλυτη γνώση να είναι ανησυχητικά εμφανής και με την λογοτεχνία να μην είναι παρά μία μόνο διέξοδος.
Απ’ την άλλη, ο Μπόρχες, ο οποίος δεν έγραψε ποτέ μυθιστόρημα, αντιλαμβανόταν τη σύνθεση μεγάλων βιβλίων ως μία κοπιώδη και εκφυλιστική διαδικασία. Δεν έβλεπε τον λόγο ανάπτυξης κάποιας ιδέας σε πολλές σελίδες, όταν η ίδια μπορούσε να αποδοθεί προφορικά μέσα σε λίγα μόνο λεπτά. Το σύνολο, λοιπόν, των ιστοριών του αφήνει την εντύπωση ότι ξεφύλλισες πυκνογραμμένους τόμους παραπομπών και υποσημειώσεων απ’ όπου απουσιάζει το κυρίως κείμενο.
Θεματικά ο Μπόρχες, διαπραγματεύεται σταθερά αυτό ακριβώς το μυστήριο της απουσίας, ένα μυστήριο που γίνεται αντιληπτό διαφορετικά από τον κάθε αναγνώστη. Στα διηγήματά του ο μύθος δεν λειτουργεί ως φυγή από την πραγματικότητα, αλλά ως έκφραση μιας ευρύτερης κοσμοαντίληψης: Όλοι αυτοί οι μύθοι αντανακλούν την θεμελιώδη πεποίθησή του για το εξωπραγματικό του φαινομενικού κόσμου.
Ο Μπόρχες με το να μυθοποιεί τόσο τα ευρήματα της φιλοσοφίας, όσο και τις αποκαλύψεις της θεολογίας υπαινίσσεται τη διαίσθηση της ματαιότητας της γνώσης. Εκφράζει την πεποίθηση ότι είναι αδύνατον να κατανοήσουμε το απώτερο νόημα του κόσμου, διότι ο κόσμος στερείται νοήματος. Εν τέλει ο Μπόρχες παίζει αλλά είναι τόσο σοβαρός στους χειρισμούς του που σε ξεγελάει.
Πάντως, αυτό που διακρίνεται μέσα από το εύρος των ασυνήθιστα γοητευτικών ιστοριών του είναι η λεπτή και ιδιαίτερα αιχμηρή ειρωνική διάθεση απέναντι στον κόσμο των νοητικών και ηθικών κατηγοριών – έναν κόσμο επίσης επινοημένο, ο οποίος σίγουρα δεν είναι πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα η οποία ήταν σκληρή για τον Μπόρχες που το 1955 έχασε το φως του.
Ο Μπόρχες με τις ανεπανάληπτες συγγραφικές του ιδιαιτερότητες και τις τεχνικές εκείνες που πάντοτε αναδείκνυαν την αφήγηση σε υψηλή τέχνη -μέσα από τα ταξίδια του που ξεκινούσαν από το Μπουένος Άιρες και έφταναν στην Ισλανδία, τη Μαγιόρκα, την Ελλάδα, την Καλιφόρνια, τη Ρώµη- μας παραδίδει την προσωπική του ιδιάζουσα γεωγραφία από πεζά, στίχους, ακτινωτούς συνειρμούς και τις φωτογραφίες από την σύντροφό του να συμπληρώνουν ιδανικά.
Το αποτέλεσμα είναι καθηλωτικό: ο Μπόρχες δημιουργεί μία εκπληκτική αινιγματογραφία, ένα παζλ με μικρά κομματάκια, ένα σπασμένο βιτρώ που πρέπει επειγόντως να ανασυσταθεί. Και αυτό γίνεται με έναν τρόπο θαυμαστό, μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Εντυπωσιακές λεπτομέρειες και αποσπάσματα από κείμενα, συνυπάρχουν με ιστορικές αναφορές, καταγραφές ονείρων, διάσπαρτες εμπειρίες, ευφάνταστες σκέψεις και ιδέες.
Και όλα αυτά, με τον συγγραφέα να αποτυπώνει την πραγματικότητα, όπως εκείνος την αντιλαμβάνεται: παράξενα γοητευτική, ενίοτε κρυπτική, κάποτε μυστική, ανεξιχνίαστη και αδιευκρίνιστη – όπου, απλώς, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Αυτή, άλλωστε, μοιάζει να είναι και η γοητεία της…
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
«Άτλας»
Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης, Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις: Πατάκη
Σελίδες: 128
«Δεν υπάρχει τίποτα πίσω από μια φωτογραφία»
Εκδόσεις: Πόλις
Σελίδες: 296
Τι υπάρχει πίσω από μια φωτογραφία; Κάποιες φορές τίποτα, κάποιες φορές μια περιπέτεια, μία ιστορία που μόνο ο φωτογράφος γνωρίζει. Από μόνη της, η φωτογραφία υπενθυμίζει μια συνθήκη, μια τοπογραφία, μια διάθεση, ίσως και μια έξαψη, αλλά δεν μαρτυράει τα κρυφά της ελατήρια. Αν κάποτε αυτά φανερωθούν μέσα από σημειώσεις και παλιά τετράδια, θα είναι είτε από απερισκεψία, είτε επειδή η αντιστοιχία φωτογραφίας και συγκεκριμένων περιστάσεων, επιθυμιών, παρορμήσεων, θα αποσκοπεί να αποκαταστήσει πληρέστερα την εικόνα.
Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου
Εκδόσεις: Gutenberg
Σελίδες: 460
Το «Πέρασμα του Μακελάρη» είναι ένα μυθιστόρημα για την ομώνυμη, φανταστική πόλη της αμερικάνικης Δύσης, μεταξύ 1870-1890, όπου κυνηγοί βουβαλιών σταθμεύουν για να οργανώσουν ομάδες εξόρμησης: ένας-δύο κυνηγοί, ένας-δύο γδάρτες και ένας υπεύθυνος τροφοδοσίας. Την εποχή του «πυρετού» του χρυσού συντελείται και ο «πυρετός» του κυνηγιού, με εξαφάνιση ειδών της άγριας φύσης. Κάθε ομάδα εξολόθρευε 2.000 έως 5.000 ζώα σε κάθε εξόρμηση. Την ίδια εποχή ο Θόρω και ο Έμερσον, οι κορυφαίοι Αμερικανοί στοχαστές, επισήμαιναν τον κίνδυνο της αποξένωσης του ανθρώπου από τη φύση, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα από τον συγγραφέα του «Στόουνερ» για το κυνήγι του εύκολου πλουτισμού και την αλόγιστη καταστροφή της φύσης που τελικά στρέφονται ενάντια στον άνθρωπο.
«Εξ αίματος»
Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής
Εκδόσεις: Αίολος
Σελίδες: 368
Το 1976 η Ντέινα έχει μόλις κλείσει τα είκοσι έξι της και με τον Κέβιν, τον άντρα της, μετακομίζουν στο καινούργιο τους σπίτι, στο Λος Άντζελες. Ξαφνικά και ενώ τακτοποιούν τα βιβλία τους, η Ντέινα χάνει τις αισθήσεις της. Όταν συνέρχεται, βρίσκεται στην άκρη ενός πυκνού δάσους και αμέσως αντιλαμβάνεται ότι στο ποτάμι που βρίσκεται δίπλα της, πνίγεται ένα μικρό παιδί. Δίχως δεύτερη σκέψη βουτάει στο νερό και το σώζει, αλλά βγαίνοντας την περιμένει στην όχθη ένας άνδρας που τη σημαδεύει με το όπλο του. Και ενώ κινδυνεύει η ζωή της, βρίσκεται και πάλι πίσω στο διαμέρισμά της, μουσκεμένη ως το κόκαλο. Μόλις έχει βιώσει την τρομακτικότερη εμπειρία της ζωής της, αλλά τότε δεν ήξερε ότι αυτό θα της συνέβαινε ξανά και ξανά…
«Μέρες της Κηφισιάς»
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Σελίδες: 216
Ένα νεαρό κορίτσι, η Ισμήνη, μεγαλώνει σε έναν μαγευτικό κήπο στην Κηφισιά προσπαθώντας να πάρει τη ζωή στα χέρια της, μακριά από τα συναισθηματικά βάρη και τ’ αδιέξοδα της προηγούμενης γενιάς. Ένας μεγάλος έρωτας, ένα οικογενειακό μυστικό που αργεί να αποκαλυφθεί, μοναδικοί ήρωες σε μικρούς και μεγάλους ρόλους καθώς και άγνωστες πτυχές της ιστορίας μας συνθέτουν το σκηνικό της μυθοπλασίας. Πλούσιοι και φτωχοί, ντόπιοι και πρόσφυγες συνυπάρχουν γύρω από αρχοντικά και παραπήγματα διαμορφώνοντας την ανθρωπογεωγραφία της πόλης. Ένα μυθιστόρημα που μας ταξιδεύει στην Κηφισιά του ’50 και του ’60 και γοητεύει με την πλοκή, την ευαισθησία και τη ζωντάνια των εικόνων του.