Αθηνά Μαξίμου: «Η αγρανάπαυση είναι εργαλείο της ζωής»

Όταν είχα δει το Αυτή η νύχτα μένει, θυμάμαι την ώρα της προβολής έκανε έναν μικρής έντασης αλλά αισθητό σεισμό. Δεν κουνήθηκα απο τη θέση μου. Δεν θυμάμαι κανείς άλλος να σηκώθηκε για να φύγει από την αίθουσα. Η Αθηνά Μαξίμου, ο Νίκος Κουρής και φυσικά ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είχαν φτιάξει μια ταινία που σε καθήλωνε.

20 χρόνια μετά η Αθηνά Μαξίμου έχει διατηρήσει τον τρόπο να καθηλώνει, είτε ερμηνεύοντας την Ιρίνα, στις Τρεις Αδελφές του Τσέχωφ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, είτε μιλώντας για την αθωότητα των σκυλιών της και για το πώς εμπεριέχουμε μέσα μας την ευτυχία. 

Ποια είναι η κατά Καραντζά προσέγγιση των Τριών Αδελφών του Τσέχωφ; Υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον πρίσμα στην σκηνοθεσία του Δημήτρη. Αυτές οι τρεις αδελφές στον παρόντα χρόνο είναι στις πραγματικές ηλικίες που είμαστε εμείς και όχι στις ηλικίες του θεατρικού έργου. Από αυτό το πρίσμα είναι σαν τα τρία αυτά πρόσωπα να κάνουν βουτιά σε μια περιοχή μνήμης που τις σημάδεψε, σε μια περιοχή μνήμης που τις οδήγησε, ενδεχομένως, στην οδύνη. Μέσα σε αυτό το τοπίο ξεκινούν από έναν χώρο άδειο που βρίσκονται μόνο οι τρεις τους και ένα συνθεσάιζερ και σιγά σιγά οι μνήμες έρχονται είτε ως έπιπλα είτε ως άνθρωποι. Κάποιες μνήμες τις ορίζουν εκείνες, κάποιες άλλες έρχονται και τις βρίσκουν.

Από εκεί ξεκινάει η παράστασή μας όμως χωρίς αυτό το στοιχείο να είναι τροχοπέδη για να ειπωθεί η ιστορία, για να υπάρξει η αφήγηση του έργου. Και χωρίς να υπάρχει ένα δάκτυλο που να λέει «κοιτάξτε, αυτό είναι μνήμη» σε όλη τη διάρκεια του έργου. Έτσι ξεκινάει και σταδιακά «ανοίγει» σαν να είναι στο τώρα.

Είναι μια κάψουλα χρόνου που διευρύνεται; Όχι. Είναι σαν μια απόφαση να βουτήξουν σε αυτή την περιοχή μνήμης. Είναι μια πρόταση της Όλιας, ακολουθεί η Ιρίνα και τελευταία μπαίνει η Μάσα.

«Υπάρχουν τρία χημικά συστατικά: η μνήμη, η φαντασία και η εμπειρία που ενδεχομένως είναι η απόληξη της μνήμης. Η εμπειρία είναι ο τρόπος που επεξεργάζεσαι τη μνήμη».

Γιατί παίρνουν αυτή την απόφαση; Ποια η αφορμή; Τίποτα. Ένας ήχος που φέρνει η Όλια. Είναι σαν τρεις γυναίκες που είναι ριζωμένες σε έναν άδειο χώρο, για αιώνες όμως λαχταρούν πάρα πολύ να κινηθούν, να κάνουν κάτι. Κι αυτό το «κάτι» είναι η βουτιά γιατί έχουν την ανάγκη να ξαναζήσουν στιγμές, ίσως και να τις διορθώσουν. Υπάρχει κάτι που λέει ο Βερσίνιν, και που ίσως είναι η αφετηρία του Δημήτρη, «Αναρωτιέμαι πώς θα ήταν αν ξανάρχιζε κανείς τη ζωή του από την αρχή. Αν η πρώτη ζωή ήταν το προσχέδιο και η δεύτερη το τελικό κείμενο». Είναι σαν να θέλουν να γράψουν ξανά τη ζωή τους.

Έχοντας όμως την πλήρη επίγνωση της πρώτης ζωής; Ναι και όλων όσων έκαναν ή δεν έκαναν.

Όμως δεύτερη ζωή δεν έχει. Δεν έχει, όμως ξέρεις τι με προβληματίζει όλο αυτό τον καιρό, και πριν καν ξεκινήσουμε τις πρόβες, πρόβες που ενέτειναν τον προβληματισμό αλλά και την επιθυμία; Αναρωτιέμαι πώς θα ήταν να μπορούσα να ξαναζήσω, όχι απαραίτητα συμμετέχοντας, αλλά έστω παρατηρώντας στιγμές της ζωής μου. 

Για να διορθώσεις; Κάποιες μνήμες είναι τόσο ισχυρές που έχεις την ανάγκη να γυρίσεις πάλι εκεί, όχι για να διορθώσεις, απλώς και μόνο για να δεις το γεγονός. Δεν αντιλαμβανόμαστε πάντα το μέγεθος αυτού που συμβαίνει την ώρα που συμβαίνει. Η μνήμη, καμιά φορά, κάνει περίεργα παιχνίδια.  Την ώρα που ζούμε κάτι μπορούμε να πούμε ότι προκαλεί έντονη οδύνη ή μεγάλη ευτυχία. Και μετά όταν σου έρχεται ως ανάμνηση λες «έλα μωρέ δεν ήμουν τόσο ευτυχισμένη όσο νόμιζα τότε» ή «κοίτα να δεις, αυτό που τότε θεωρούσα ως οδυνηρό πόσο πολύ με προχώρησε ως άνθρωπο». Σε όλους τους ανθρώπους νομίζω ότι υπάρχει η νοσταλγία για εκείνη τη στιγμή που σε καθόρισε, σε στιγμάτισε, σε μετακίνησε. Λες τι «ωραίο θα ήταν να νιώσω ξανά αυτή τη θέρμη».

«Όμως η ευτυχία εάν δεν την τοποθετήσεις έξω από εσένα, βρίσκεται μέσα σου, την εμπεριέχεις. Μπορείς να ανατρέξεις μέσα σου κι απέναντι σου.»

Η μνήμη είναι εργαλείο της δουλειάς σου; Είναι καταλύτης, νομίζω. Υπάρχουν τρία χημικά συστατικά: η μνήμη, η φαντασία και η εμπειρία που ενδεχομένως είναι η απόληξη της μνήμης. Η εμπειρία είναι ο τρόπος που επεξεργάζεσαι τη μνήμη. Στη σκηνή αυτό που πραγματικά πρέπει να κάνεις είναι να υπάρχεις στο παρόν. Ξέρουμε, και οι θεατές και οι εμείς, ότι αυτό που κάνουμε πάνω στη σκηνή είναι μια κατασκευή αλλά εκείνη την ώρα πρέπει να το ξεχνάμε. Το έχει πει πολύ ωραία ο Μιχαήλ Μαρμαρινός «Είναι σαν να δημιουργούμε μια παγίδα, τη φτιάχνουμε πολύ ωραία, με κανόνες, με συγκεκριμένες κινήσεις και αφού την κατασκευάσουμε και ξέρουμε ακριβώς τι πρέπει να κάνουμε τότε πρέπει να πέσουμε μέσα». Αυτό είναι το θέατρο.

Αυτός είναι ο στόχος κάθε φορά; Αυτή την πληρότητα την αναζητούμε διαρκώς αλλά δεν συμβαίνει πάντα, όπως δεν συμβαίνει πάντα και στη ζωή. Δεν είσαι πάντα ερωτευμένος, δεν είσαι πάντα ευτυχισμένος, δεν νιώθεις συνεχώς πλήρης και αυτάρκης. Η ζωή έχει τις τρύπες της. Πάντα υπάρχει η αναζήτηση. Και στις Τρεις Αδελφές τα υπέροχα αυτά πρόσωπα που είναι ικανά για το καλύτερο και το χειρότερο, αυτό αναζητούν διαρκώς με εμμονή, θα έλεγα, και ίσως γι’ αυτό χάνουν τη μπάλα. Αναζητούν συνέχεια το νόημα, την ευτυχία. Πιστεύουν ότι η ευτυχία είναι κάτι άπιαστο, την τοποθετούν σε έναν τόπο, στη Μόσχα. Όμως η ευτυχία εάν δεν την τοποθετήσεις έξω από εσένα, βρίσκεται μέσα σου, την εμπεριέχεις. Μπορείς να ανατρέξεις μέσα σου κι απέναντι σου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ 

Γιατί είναι τόσο δύσκολο να το καταφέρουμε αυτό; Ίσως γιατί, μεταξύ άλλων, δεν αναλαμβάνουμε την ευθύνη του ελλιπούς. Να αποδεχτούμε ότι είμαστε ατελείς και δεν πειράζει. Με το ατελές μας πρέπει να προχωρήσουμε. Αυτό που φαντάζει το αδύναμό μας, αυτό που δημιουργεί το πρόβλημα είναι το ίδιο που μας δίνει και την ευτυχία. Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις, μόνο ψυχικά εργαλεία.

Έχεις κάνει ψυχανάλυση; Ναι, έχω κάνει. Δεν σου δίνει τις απαντήσεις. Αλλά αποκτάς κάποια ψυχικά εργαλεία για να μπορείς να διαχειρίζεσαι τα τραύματα, να αντιμετωπίζεις την ευθύνη σου, να μπορείς να έχεις μια καλή ανάσα και όχι την ανάσα του πανικού.

«Με το ατελές μας πρέπει να προχωρήσουμε».

Ποιες είναι οι πιο ωραίες σου στιγμές μέσα στη μέρα; Μπορεί να είναι πολλές. Από το ξύπνημα και να βάλω να πιω τον καφέ μου, να ακούσω λίγη μουσική, να διαβάσω για την πρόβα, να κοιτάξω τα σκυλιά μου και να δω το πόσο αθώα είναι, να πω καλημέρα στον άνθρωπό μου, να μιλήσω με την μητέρα μου στο τηλέφωνο. Όλα αυτά μπορεί να γίνουν και κουραστικά κάποιες στιγμές, μπορεί να βιάζεσαι, να πρέπει να κάνεις κάτι άλλο αλλά όλα αυτά είναι τόσο τρυφερά και ανθρώπινα που δεν πειράζει κάποιες φορές να τα βαρεθούμε ή να γίνουν και εκνευριστικά. Δεν πειράζει να μην θέλω να κάνω τίποτα, να αράξω στην καναπέκλα μου -δική μου λέξη από το καναπές και καρέκλα-  να χαζέψω στην τηλεόραση ή και να μην κάνω απολύτως τίποτα. Η αγρανάπαυση είναι εργαλείο της ζωής.

Πάνε 20 χρόνια από την προβολή του «Αυτή η νύχτα μένει». Τι θυμάσαι από τότε; Δεν είχα καταλάβει τότε πόσο μεγάλο ήταν όλο αυτό, ήμουν 22-23 χρονών. Δεν είχα κάνει ξανά κινηματογράφο, δεν ήξερα πού είναι κάμερα, δεν ήξερα τίποτα. Όμως κάναμε τόσες πολλές πρόβες με τον Νίκο τον Παναγιωτόπουλο. Να αυτές οι στιγμές θα ήθελα να δω να συμβαίνουν ξανά, να τις παρατηρήσω, να ακουμπήσω αυτό τον άνθρωπο που δεν υπάρχει πια. Με είχε πάρει τηλέφωνο ο Νίκος και μου είπε «Λοιπόν Αθηνούλα, όπως είσαι πήγαινε στον Δαναό, λοιπόν παίζεται το τρέιλερ πριν από το “Όλα για την μητέρα μου”. Καλά χεστήκαμε για την ταινία, λοιπόν, πήγαινε να δεις το τρέιλερ». Τέτοιος ήταν ο Νίκος και πήγα με την μητέρα μου στον Δαναό, έπαθα κρίση πανικού, άρχισα να κλαίω με αναφιλητά, είδα τη φάτσα μου στην μεγάλη οθόνη και ξαφνικά ήταν τόσο δυνατό αυτό το πράγμα, ένιωσα ότι με ξεπερνάει, όλη αυτή η ένταση των γυρισμάτων, η αγωνία. Φύγαμε με την μαμά μου, δεν άντεξα παραπάνω. Όλα αυτά με το τρέιλερ. Όταν είδαμε την ταινία θυμάμαι ότι κρατούσα κάποιου το χέρι. Το πιστεύεις ότι δεν θυμάμαι ποιου το χέρι κρατούσα; Είναι φοβερό. Μάλλον του Νίκου (Κουρή). Ναι. Δεν θυμάμαι.

Τρεις Αδελφές, του Τσέχωφ. Μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης – Γιώργος Δεπάστας, Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς, Σκηνικά: Μαρία Πανουργιά, Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη, Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός, Κίνηση: Χρήστος Παπαδόπουλος, Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου. Παίζουν:  Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Αιμίλιος Χειλάκης, Αθηνά Μαξίμου, Μαρία Κεχαγιόγλου, Ορφέας Αυγουστίδης, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Σύρμω Κεκέ, Γιάννης Κλίνης, Αινείας Τσαμάτης, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Νίκος Μάνεσης, η Υβόννη Μαλτέζου και ο Δημήτρης Πιατάς. Θέατρο ΒΕΑΚΗ, Στουρνάρη 32, Τηλ. 210 5223522
Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.