Arrival: Η επιστημονική φαντασία θυμίζει ξανά τι είναι σπουδαίο σινεμά

Arrival (4,5/5)

Περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας υποψήφια για Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας, σε σκηνοθεσία του Denis Villeneuve και σενάριο του Eric Heisserer, με τους Amy Adams, Jeremy Renner και Forest Whitaker, διάρκειας 116 λεπτών, σε διανομή της Spentzos Film

Γλωσσολόγος επιστρατεύεται για να μεταφράσει την ακατανόητη διάλεκτο ήχων και συμβόλων ζευγαριού εξωγήινων πλασμάτων που επισκέπτονται τη Γη, όμως η κούρσα της με τον χρόνο ξεκινά πραγματικά, όταν άλλα έθνη με αντίστοιχους μουσαφιρέους αρχίζουν να νιώθουν φαγούρα στο δάχτυλο που έχουν στη σκανδάλη, κι άντε μετά να επικοινωνήσεις με εξωγήινους, όταν δεν μπορείς να συνεννοηθείς ούτε με τους γήινους.

Ταινία – ελπίδα για το ίδιο της το κινηματογραφικό είδος, κινούμενη ανάμεσα στην καθησυχαστική απαλότητα των Στενών Επαφών Τρίτου Τύπου / Close Encounters of the Third Kind (1977), την εξερευνητική αυτοπεποίθηση της Επαφής / Contact (1997), και την υπαρξιακή μαύρη τρύπα του Solyaris (1972), το Arrival είναι μια λαμπρή υπενθύμιση ότι υπάρχουν κι άλλα πράγματα να εξερευνήσει κανείς στην επιστημονική φαντασία, πέρα απ’ τον βαρύ διαγαλαξιακό οπλισμό των αστρικών πολέμων και των καταστροφικών εξωγήινων απειλών. Με χειρουργική αφηγηματική οικονομία, και όπλο του έναν ορθολογισμό ευαίσθητο και γεμάτο ψυχή σαν την ηρωίδα του, ο Denis Villeneuve επιδίδεται σε άλλη μια αποστομωτική επίδειξη της εξωγήινης κινηματογραφική του ευελιξίας, στήνοντας ένα ολότελα συναρπαστικό, και κεκαλυμένα υπαρξιακό sci-fi δράμα, στο οποίο η νηφαλιότητα αποδεικνύεται το πιο γοητευτικό στοιχείο.


 

Μετά το ολιγόλεπτο εισαγωγικό ορεκτικό, που κάνει και την πιο σκληρή, μαρμάρινη καρδιά χίλια κομμάτια, η ταινία δεν χρειάζεται παραπάνω από μισή σκηνή για να απεικονίσει την κοινωνική αναταραχή που προκαλεί η αναπάντεχη επίσκεψη απ’ το εξώτερο σύμπαν: δυο αμάξια που πέφτουν το ένα στο άλλο καθώς προσπαθούν να ξεπαρκάρουν απ’ την αλάνα του πανεπιστημίου, όπου εργάζεται η πρωταγωνίστριά μας, είναι αρκετά για να αποδώσουν την αμεσότητα της απειλής που αισθάνεται το ανθρώπινο είδος, όχι τόσο απ’ τους μουσαφιρέους που απλώνουνε τα σκάφη τους σε διάφορα σημεία της Γης, αλλά κυρίως την απειλή απ’ το ξεβόλεμα τους από τη βεβαιότητα πως ειν’ κυρίαρχοι του σύμπαντός τους. Το φινετσάτο τακτ που εφαρμόζει στην εικονογράφησή του ο Villeneuve, το ίδιο τακτ χαρακτηρίζει και το σενάριο του Eric Heisserer, στις πιο κοφτές του ιστορικοκοινωνιολογικές αιχμές: μια μικρή αναφορά στον Captain Cook και την επίσκεψή του στην Αυστραλία, που οδήγησε στο ξεπάστρεμα των Αβοριγίνων, είναι αρκετή για να σου δώσει πλαίσιο και κλίμακά μεγέθους του τρόμου που οι γήινοι αισθάνονται όχι απ’ το ενδεχόμενο οι εξωγήινοι να αποδειχθούν απάνθρωποι, αλλά να εμπνευστούν αντίθετα απ’ όσα έχουν κάνει οι άνθρωποι οι ίδιοι.

Χειριζόμενος με ζηλευτή αυτοπεποίθηση τις εναλλαγές της αφήγησής του απ’ την ασφυκτική πειθαρχεία της στρατιωτικής γραφειοκρατίας, στον εξοργιστικό παραλογισμό της πολιτικής κοντοφθαλμίας, κι από ‘κει στη διελκυστίνδα που στήνει η αγωνία με την παράνοια στον νου του ανθρώπου, ο Γαλλοκαναδός σκηνοθέτης χτίζει μεθοδικά και αέρινα την ίντριγκά του γύρω από τον άνθρωπο, τα πάθη και τις αδυναμίες του, τα οποία χρησιμοποιεί με ακρίβεια, φινέτσα κι έμπνευση, για να αποδώσει δέος, γοητεία, αλλά και οικειότητα στο υπερφυσικό, που όπως είναι φυσικό, πάντα μετράμε με μέτρα ανθρώπινα.

Συγκινητικό στο βαθύτερο ανθρώπινο επίπεδο, πλούσιο σε συναισθηματική ειλικρίνεια και σοβαρή υπαρξιακή αγωνία, ευρηματικό όσο και τολμηρό στην εικονογράφηση της συναρπαστικής επιστημονικής του φαντασίας, το νέο πόνημα του Villeneuve είναι ένα απ’ αυτά τα σπάνια φιλμ, που καταφέρνουν να δημιουργήσουν αποπνικτικό σασπένς, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγουν σε θορυβώδη δράση. Αντίθετα, του Arrival η δράση εκτυλίσσεται κυρίως στο εσωτερικό όχι μόνο των σκηνικών του Villeneuve, αλλά και των ηρώων του πολυσχιδούς, μεστού, και πλήρους αφηγηματικής οικονομίας σεναρίου του Eric Heisserer. Στο δε σύνολό του, ευλογημένο όπως είναι κι από μια σπουδαία, χαμηλότονη μα και σπαρακτική συνάμα ερμηνεία απ’ την Amy Adams (η καλύτερη στιγμή της καριέρας της), το Arrival θα σε έχει να παρακαλάς να είναι ένα δείγμα μόνο της υψηλής συναισθηματικής νοημοσύνης που φαίνεται να υπόσχεται να φέρει στο remake του Blade Runner ο Denis Villeneuve, ο οποίος επικυρώνει πιο εμφατικά από ποτέ, πως πρόκειται για τη σπουδαιότερη κινηματογραφική ματιά που έχει βγάλει ο Καναδάς, τουλάχιστον από την εποχή του David Cronenberg κι εδώθε.


Οδύσσεια / L’odyssée (3,5/5)

Βιογραφικό δράμα σε σκηνοθεσία Jerome Salle, σε σενάριο του ιδίου και του Laurent Turner, με τους Lambert Wilson, Pierre Niney και Audrey Tautou, διάρκειας 122 λεπτών, σε διανομή της Rosebud.21

Ο Ζακ Κουστώ ήταν σκέτη λέρα.

Βασισμένο σε αφηγήσεις κι απομνημονεύματα, σε βιογραφίες και δημοσιεύματα, έρευνα πολύχρονη και επένδυση ψυχής, ετούτο εδώ το φιλμ έχει όλη τη στόφα ενός έργου ζωής για τον δημιουργό του, και την σφραγίδα της προσωπικότητάς του ατόφια πάνω του, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για ένα προϊόν φουλ εμπορικό, περασμένο απ’ όλα τα φίλτρα και τις απαιτήσεις που μοιραία πάνε πακέτο με τον τίτλο του ως «μια απ’ τις ακριβότερες παραγωγές στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου». Στρωτό στην αφήγησή του, με σίγουρο χέρι και αλλεργία στους πειραματισμούς και τις παρεκκλίσεις απ’ τη φόρμα του καθαρόαιμου λαϊκού κι εντυπωσιακού σινεμά, η Οδύσσεια του Jerome Salle καταφέρνει παρ’ όλα τα καλούπια που τη σφίγγουν, να είναι μια σημαντική ταινία, για έναν πάρα πολύ απλό, αλλά και πολύ δύσκολο να τον πετύχεις, λόγο: αντί για την αγιογραφία που θα περίμενες, σε ένα όνομα – θρύλο, που εκτός από εμβληματική φυσιογνωμία της γαλλικής ποπ κουλτούρας, εξακολουθεί να κόβει και μονέδα για τους κληρονόμους του, το φιλμ του Salle αποτελεί αντίθετα μια πραγματική αποκαθήλωση, που παίρνει της αποστάσεις τις απ’ το καθαρόαιμο μοτίβο της ανόδου της πτώσης και της αποκαθήλωσης ενός ήρωα, παρουσιάζοντάς τον εξαρχής ως ένα σκουλήκι της γης. Ένας πραγματικά σκατένιος τύπος, ο Cousteau του Jerome Salle ξεδιπλώνεται στην οθόνη ως ένας κομψός και γοητευτικός, αμείλικτος τυχοδιώκτης, που στην πραγματικότητα κατάφερε όσα πέτυχε χάρη στο ότι ήταν όντως οραματιστής, πλην όμως το όραμά του ήταν πολύ πιο ιδιοτελές απ’ όσο έχουμε φτάσει οι περισσότεροι να θεωρούμε.


 

Το γεγονός ότι οι πετρελαιοβιομηχανίες χρηματοδότησαν τις πρώτες του αποστολές, το ότι ο ίδιος ήταν πρόθυμος να επιβάλει ακόμη κι από μόνος του συμβιβασμούς στον εαυτό του και εκπτώσεις σωρηδών, ότι η σχέση του με την φύση ήταν τουλάχιστον αμφίσημη, αν όχι παντελώς αδιάφορη αρχικά, κι ότι η οικολογική του συνείδηση αφυπνίστηκε αρκετά αργά, και σίγουρα αφού είχε ουσιαστικά εφεύρει, διαδώσει και νομιμοποιήσει την έννοια του θαλάσσιου τσίρκου με τα ζώα που αιχμαλώτιζε και (κακο)μεταχειριζόταν για να τα φιλμάρει, όλα αυτά είναι πράγματα όχι πολύ γνωστά, και σίγουρα όχι εύκολα να τα περάσεις σε ταινία, ιδίως όταν είναι εμπορική, κι ακόμη πιο ιδίως όταν είναι γαλλική, για έναν ήρωα, θρύλο και ταγό της εικονογραφίας μιας χώρας διαβόητης για τον σοβινισμό της. Παρ’ όλα αυτά ο Salle κατεβάζει τον Coustaeu από το βάθρο, και φιλμάρει την αθέατη πλευρά του, εντάσσοντας με ρευστό, ομαλό κι απόλυτα οργανικό τρόπο στην κατακερματισμένη του αφήγηση, τα κομβικά στοιχεία της ζωής του μέγα θαλασσοπόρου, εφευρέτη κι εξερευνητή, που δεν δίστασε στιγμή να κλειδώσει τα παιδιά του σε οικοτροφείο προκειμένου να κυνηγήσει το όνειρό του. Ζωτικής σημασίας στην επιτυχία της ταινίας έχει η ερμηνεία του σταθερά σπουδαίου Lambert Wilson, στον κεντρικό ρόλο ενός τρομερού κι ακαταμάχητα μαγνητικού κτήνους, σκληρόπετσου μα και γεμάτου ευαισθησίες την ίδια στιγμή, ψυχρά υπολογιστικού αλλά και ασταμάτητα δημιουργικού συγχρόνως. Ενός χαρακτήρα που σίγουρα θα εκπλήξει τους θεατές, με τον τρόπο που έχουν την τάση να το κάνουν οι άγνωστες πτυχές της πραγματικότητας.


Αμερικανικό Ειδύλλιο / American Pastoral (2,5/5)

Δράμα εποχής υποψήφιο για Χρυσό Κοχύλι στο Φεστιβάλ San Sebastian, σε σκηνοθεσία του Ewan McGregor και σενάριο του John Romano (απ’ τη βραβευμένη με Πούλιτζερ νουβέλα του Philip Roth), με τους Ewan McGregor, Jennifer Connelly, και Dakota Fanning, διάρκειας 108 λεπτών, σε διανομή Tanweer.

Ειδυλλιακή αμερικανική οικογένεια σκορπάει στους ανέμους τις παραφροσύνης, όταν η γλυκύτατη κορούλα επιδίδεται σε βομβαρδισμούς και χάνεται στον υπόκοσμο του ένοπλου αντάρτικου.

Με αδρές, ζωηρές και ηλιόλουστες πινελιές ανοίγει την ταινία του ο Ewan McGregor, που γεμάτος τόλμη και φιλοδοξία, κάνει το πρώτο του σκηνοθετικό βήμα επιλέγοντας για οδηγό ένα απ’ τα πλέον πολυβραβευμένα μυθιστορήματα του Philip Roth, ελπίζοντας πως, ζωγραφίζοντας με ακρίβεια τα σύννεφα του αμερικανικού ονείρου, θα σπάσει παράλληλα και την κατάρα του μη-κινηματογραφίσιμου των βιβλίων ενός απ’ τους μεγαλύτερους αποκαθηλωτές του. Με επίκεντρό του τον πυρήνα της αγίας καθολικής (καίτοι Εβραίας στις ρίζες της) αμερικανικής οικογένειας, ο McGregor εστιάζει την κάμερά του στον Σουηδό, τον ήρωα που στο μυθιστόρημα του Roth συμπυκνώνει στο ακμαίο του παρουσιαστικό, στα αθλητικά του κατορθώματα, στο λαμπερό χαμόγελο και τη χρυσαφιά χωρίστρα, όλες τις ελπίδες ενός έθνους για ένα καλύτερο, δίκαιο και προκομμένο μέλλον. «Ο δικός μας Κένεντυ» ήτανε λέει ο αφηγητής, το alter ego του συγγραφέα, που στην αποτυχία του Σουηδού σωματοποιεί την αποτυχία της Αμερικής να ανταποκριθεί η ίδια στις προσδοκίες του ονείρου της, παραδινόμενη στη διχαστική ρητορεία, στο καρκίνωμα του μίσους και του φόβου που έθρεψε τον πόλεμο στο Βιετνάμ, και τον μαρασμό της κοινωνίας της ως το μεδούλι. Τις βαθιά κοινωνιολογικές, πλήρης επίγνωσης των αλληλουχιών της Ιστορίας, λογοτεχνικές παραβολές του Roth, ο McGregor επιχειρεί να τις προσεγγίσει με ευθύβολη, κυριολεκτική αφήγηση, η οποία τον υπηρετεί στρωτά στο πρώτο του μισό, προμηθεύοντάς τον με τα υλικά που χρειάζεται για ένα φιλμ φινετσάτο στη σκηνοθεσία του, τριζάτο στην ίντριγκα, και πηχτό στο δράμα του για να σε συνεπάρει. Όταν ο Roth αρχίζει μακροβούτια όμως σε επίπεδα υπαρξιακά, για να οδηγήσει την ιστορία του στην κορύφωσή της, το σκηνοθετικό βλέμμα του Σκοτσέζου παραμένει ολότελα επιφανειακό, πολύχρωμο σαν τα αντιανεμικά του Σουηδού του, ανίκανο να ακολουθήσει τη γκριζάδα που κρύβει η αφήγηση πίσω απ’ το ζόφο των συνθηκών. Η σκοτεινή παλέτα του Roth παραμένει στην ουσία ανεξερεύνητη, σχεδόν σα να αποκρούει τις προσπάθειες του McGregor να την προσεγγίσει, εξοστρακίζοντάς τον σε τονικά και υφολογικά φαλτσαρίσματα τέτοιου βαθμού, που πετάνε την αφήγηση σε επίπεδα σχεδόν σουρεαλιστικής παρωδίας. Ευτυχώς όμως για το φινάλε του ο McGregor έχει κάτι κουβάδες μελοδράματος να αδειάσει, και σώζει κάπως την κατάσταση κινηματογραφικά, έστω εκφυλίζοντάς την σε επίπεδα τηλεοπτικά.


90 Χρόνια ΠΑΟΚ (3,5/5)

Ντοκιμαντέρ βραβευμένο ως Καλύτερη Ελληνική Ταινία της Χρονιάς από την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Νίκου Τριανταφυλλίδη, με τους Ιβάν Σαββίδη, Γιώργο Κούδα, Νότη Τσίντογλου κ.ά., διάρκειας 102 λεπτών, σε διανομή Feelgood Entertainment


 

Η Ιστορία του ΠΑΟΚ,  γεμάτη ίντριγκα κι ανατροπές, πάθη κι απογοητεύσεις, μια ιστορία με οργή και θλίψη κι αγωνία και δικαίωση, και πάλι πτώση απ’ την αρχή. Μια ιστορία σαν την ίδια τη ζωή, για μια ζωή που εδώ και 90 χρόνια γράφει Ιστορία.

Κύκνειο άσμα του πρόσφατα εκλιπόντα Νίκου Τριανταφυλλίδη, αυτό το ολότελα συναρπαστικό ντοκιμαντέρ του για τον ΠΑΟΚ, που καταφέρνει να υπερβεί το θέμα του με τον ίδιο τρόπο που ο ΠΑΟΚ υπερβαίνει τα στεγανά του αθλητικού σωματείου για ν’ αποτελέσει σύμβολο και σφραγίδα στην Ιστορία της Ελλάδας και της Θεσσαλονίκης και της ανθρωπιάς απανταχού του ανθρώπου, είναι ένα ντοκιμαντέρ πολύ επικίνδυνο: έτσι όπως σφύζει απ’ το πάθος και την αγάπη του σκηνοθέτη και των συνομιλητών του για την ασπρόμαυρη ομάδα της Θεσσαλονίκης, με τον θλιμμένο της δικέφαλο για έμβλημα και σύμβολο υπενθύμισης του πόνου και της πίστης των κατατρεγμένων που την γέννησαν, το Νοσταλγώντας το Μέλλον είναι ένα ντοκιμαντέρ που, πριν καλά-καλά να το καταλάβεις, μέχρι το τέλος του μπορεί να σ’ έχει κάνει ΠΑΟΚ. Διαβάστε την πλήρη κριτική για την ταινία στην ανταπόκριση από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου και έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της.


Επίσης στις αίθουσες:

Creepy
Πρώην ντετέκτιβ μπλέκει σε υπόθεση εξαφανισμένου προσώπου κλειδωμένη στο αρχείο εδώ και μισή δεκαετία, η λύση του μυστηρίου όμως, μπορεί να είναι πολύ πιο κοντά του, απ’ όσο θα τολμούσε ο ίδιος να φανταστεί. Θρίλερ μυστηρίου σε σκηνοθεσία του Kiyoshi Kurosawa και σενάριο του Chihiro Ikeda (απ’ το βιβλίο του Yutaka Maekawa), με τους Hidetoshi Nishijima, Yûko Takeuchi και Toru Baba, διάρκειας 130 λεπτών, σε διανομή Odeon.

Le Confessioni
Στη σύνοδο των G8 σε πολυτελές θέρετρο, ο διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείο περιλαμβάνει στους καλεσμένους του έναν Ιταλό μοναχό, στον οποίο θέλει να εξομολογηθεί το βράδυ της άφιξής του. Το αμέσως επόμενο πρωινό, ο διευθυντής του ΔΝΤ εντοπίζεται νεκρός. Δράμα μυστηρίου βραβευμένο με Βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ του Karlovy Vary, σε σκηνοθεσία Roberto Ando και σενάριο του ιδίου και του Angelo Pasquini, με τους Toni Servillo, Daniel Auteuil και Pierfrancesco Favino, διάρκειας 103 λεπτών, σε διανομή Danaos Films.

Office Christmas Party
Απελπισμένος να σώσει το υποκατάστημα της εταιρείας που διαχειρίζεται η αδερφή του, ο τοπικός διευθυντής διοργανώνει ένα επικό χριστουγεννιάτικο πάρτι, προκειμένου να τσιμπήσει ένα εξίσου επικό πελάτη που θα ξελασπώσει την εταιρεία. Τα πράγματα δεν πάνε σύμφωνα με το σχέδιο. Κωμωδία σε σκηνοθεσία των Josh Gordon και Will Speck και σενάριο των Justin Malen, Laura Solon και Dan Mazer, με τους Jason Bateman, Olivia Munn, T.J. Miller κ.ά., διάρκειας 105 λεπτών, σε διανομή Odeon.

Αγάπη, Αγάπη, Αγάπη
Χήρα με δύο ορφανά το ρίχνει στα sex show σε σινεμά που έχει γίνει στριπτιτζάδικο, ανάμεσα στους θαμώνες του οποίου συναντά τον έρωτα που ίσως να την ξελασπώσει, αν το επιτρέψουν η έξαλλη κόρη κι ο απασφαλισμένος γιος, που εκτός απ’ τα χαστούκια της μοίρας, πρέπει να ισορροπήσουν κι αυτά της εφηβείας. Φτάνει η αγάπη ενός άντρα για να σώσει τρεις ζωές; Δραματικό θρίλερ σε σκηνοθεσία και σενάριο του Κώστα Ζάπα, με τους Αγγελική Παπαθεμελή, Αντώνη Παπαδόπουλο, Άγγελο Βαλέρα κ.ά., διάρκειας 102 λεπτών, σε διανομή New Star.

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης