Συνάντησα τα Αρνάκια ένα κυριακάτικο ηλιόλουστο μεσημέρι στην πλατεία Εξαρχείων. Γύρω μας δεν υπήρχε η περίφημη άγρια νεολαία, αλλά ζογκλερικά, θέατρο και πολλά παιδάκια. Δεν ήθελα να βλέπω μπόμπιρες, ήθελα να μιλήσουμε για «βαριά» πράγματα. Γι’ αυτό φεύγουμε κατευθείαν και πάμε σε μια σκοτεινή γωνία ενός μπαρ, τα παιδικά τραγουδάκια δεν ακούγονται πια και μέσα στην ησυχία του άδειου μαγαζιού τα Αρνάκια αρχίζουν να καλαμπουρίζουν μεταξύ τους, κάνουν εκείνοι σα μικρά παιδιά. Δεν βρίσκονται συχνά πια, έχουν μεγαλώσει και μαζί τους μεγάλωσαν και οι υποχρεώσεις. Ο Θεοδόσης Τσατσαρώνης, ο πιο μικρός και καινούριος στο γκρουπ μόλις είχε γυρίσει από ευρωπαϊκό τουρ με τους Cemetery Dance, μια άλλη μπάντα που παίζει τύμπανα, ενώ οι άλλοι τρεις ζουν την αθηναϊκή καθημερινότητά τους. Έχουν ιστορία από το 1983. Οι Δημήτρης Παπαθεοφίλου και Φίλιππος Παππάς, συμμαθητές, στέριωσαν μέχρι το 1986. Επέλεξαν ειρωνικά το “Αρνάκια” για όνομα γιατί ήθελαν να κάνει αντίφαση με την δυναμική του ήχου τους. Το 1988 ο Χάρης Παπασιδέρης ήρθε στο συγκρότημα, πιάνοντας την κιθάρα και το 1990 ο Αντώνης Πρωτονοτάριος ανέλαβε τα τύμπανα.
Εκτός από την πρόσφατη 30λεπτη εμφάνισή τους στο Gagarin, τελευταία φορά έπαιξαν στην ΑΣΚΤ το καλοκαίρι του 1999. Τότε είχε έρθει ο Σπύρος από την Κέρκυρα, ένας απλός θαυμαστής μόνο και μόνο για να παίξει μαζί τους αλλά η συνεργασία δεν τράβηξε γιατί τα πράγματα ήταν για όλους ψυχολογικά πολύ δύσκολα. Τον Οκτώβρη του ’96 ο ξαφνικός θάνατος του ντράμερ τους, Αντώνη Πρωτονοτάριου από το σύνδρομο της Νάξου τους αναγκάζει στην ουσία να δώσουν – σε πείσμα της απώλειας – μια τελευταία συναυλία αφού έχουν μόλις κυκλοφορήσει τον δίσκο που είχαν προλάβει να γράψουν όλοι μαζί. Θα μπορούσε κανείς να πει πως η ίδια η τέχνη τους ήταν μια τραγική προϊκονομία για το πιο δυσάρεστο νέο. «Ενώ ήξερε για τη νόσο, τα κομμάτια δεν τον επηρέαζαν, είχε ξεπεράσει τον ίδιο τον Θάνατο», μου λέει ο Δημήτρης, αργότερα θα καταλάβω τι εννοεί.
Αναρωτιέμαι γιατί έχουν τόση μελαγχολία στους στίχους τους, καμιά φορά στα όρια της μιζέριας. Ο Δημήτρης μου λέει για εκείνο το διάχυτο σκοτάδι στην ατμόσφαιρα των ‘80s. «Άδικα κάποιος θα μας κατέτασσε στην dark σκηνή καθώς δεν ήμασταν απλά θύματα μιας μόδας. Τότε εργαζόμουν ως πλήρωμα ασθενοφόρου και έζησα για τέσσερα χρόνια από κοντά τον αληθινό πόνο και τον θάνατο. Όταν σταμάτησα τελικά, γιατί δεν άντεξα, ήταν σαν να πήγα στον πόλεμο και να την γλύτωσα, οι δεινές εμπειρίες αυτές όμως επηρέασαν από ότι φάνηκε τη στιχουργική μου. Δεν ήταν βέβαια μόνο τα βιώματα, θέλαμε επίσης να πάμε και κόντρα στο ρεύμα μιας ανύποπτης εποχής». Ο Χάρης μου εξηγεί για την εποχή πως «μόλις είχε τελειώσει η δεκαετία του ’80 που υπήρχε μια διάθεση “σκόρπα λεφτά, πέρνα καλά, πήγαινε στη disco κ.ο.κ.”, οι πιο darkάδες το λέγανε “είναι μαλακίες αυτά που κάνετε”. Όταν ήρθε το ’90 διαπιστώσαμε πως όλα ήταν ψέματα. Είχαμε μεγάλο θέμα με τους χαζοχαρούμενους. Έπρεπε να τονίσουμε πως δεν περνάγαμε καλά, μη λέμε μαλακίες, το ότι υπήρχε ΠΑΣΟΚ και έκλεβαν ο ένας τον άλλον δεν ήταν κάτι που έπρεπε να το ζήσουμε κι εμείς. Όλα αυτά θα τα τρώγαμε στην μούρη, οι πιο μεγάλοι το λέγανε και δεν το πίστευε κανένας. Κανείς δεν ήθελε να ακούει την άλλη πλευρά παρά μόνο τα ευχάριστα. Η εποχή είχε μια ένταση που τώρα μπορεί να φαίνεται σκοτεινή και μαύρη αλλά τότε ήταν έτσι». Ο Φίλιππος συμφωνεί, «αν ήσουν σκεπτόμενος και σε ενδιέφερε να διαφοροποιήσεις την θέση σου από όλο εκείνο το σκατό που τρώγαμε, δεν υπήρχε περίπτωση να ήσουν έξω από αυτό το οποίο ήμασταν εμείς. Η αίσθηση της μιζέριας, βγαίνει από τους δίσκους, την έχουν όλοι οι πιο μικροί σαν και σένα που δεν μας έχουν δει ποτέ live. Οι δίσκοι έχουν ένα concept, οι συναυλίες είναι διαφορετικές, υπάρχει ένας δυναμισμός που ξεφεύγει από το dark κι έχει ακραιφνώς πανκ στοιχεία». Το κρατάω σαν υπόσχεση για την 1η Νοέμβρη.
Πανκ στην ουσία της συμπεριφοράς δηλαδή, αλλά τα Αρνάκια δεν δέχονται πως είναι μόνο πανκ γι’ αυτό και «δεν μπορούσαν ακόμα και τότε να μας κατατάξουν και πουθενά». Έτυχε να ανήκουν σε μια γενιά που το μήνυμα ήταν πιο δυνατό από το ίδιο το μέσο, από τη μουσική, μια γενιά που «τα έχωνε» χωρίς να τη νοιάζουν πολλά-πολλά. Τα Αρνάκια τα ισορρόπησαν αυτά γιατί ήθελαν να διαφοροποιηθούν και από αυτή την άποψη. Ο Χάρης υπερθεματίζει ότι και η μουσική, τα ριφάκια ή οτιδήποτε άλλο είχαν τη σημασία τους, δεν έφταναν μόνο τα τραγούδια-συνθήματα που τα έβαζαν με το κράτος και τους θεσμούς; Αυτή ήταν η εύκολη λύση έπρεπε να πάνε πιο πέρα από αυτό.
Πάντα είχαν σαφή πολιτική θέση, υπέρ της εργατικής τάξης και των αδυνάτων. Ο Χάρης έχει πει πως “Είχε πολύ βία το πάνκ”, την οποία βέβαια καταδικάσαν με τον “Κακό Σου Εαυτό”. Μόλις το έπαιξαν στο Gagarin, κάποιοι νέοι fans φώναξαν το γνωστό σύνθημα με τα γουρούνια και τους δολοφόνους, κάτι που δεν είχε σχέση με αυτό που τραγουδούσαν. Δε μίλησαν βέβαια γιατί δεν θα έκαναν ποτέ μια εννοιολογική διευκρίνιση σε γυρίσματα ντοκιμαντέρ. «Η βία υπήρχε στην κοινωνία από τότε, δεν μπορείς επίσης να καταδικάσεις τα πιτσιρίκια που απλά “τα σπάνε”. Όταν ο άλλος είναι υποχρεωμένος να ζει μέσα σ’ ένα δυάρι με τους γονείς και τ’ αδέρφια του, βγαίνει έξω και δεν γουστάρει αυτό που ο μπαμπάς έχει ορίσει σαν status, το πρότυπο του αυτοκινήτου και της σταθερής δουλειάς, θα τα σπάσει. Δεν ξέρει ακόμα τι κάνει, αλλά κάνει μια κίνηση. Αυτά τα παιδιά είναι τα μόνα που αντιστέκονται ενάντια στο σύστημα που μας έχουν επιβάλλει. Μπορεί να είναι ακραίοι αλλά είναι οι μόνοι που αντιδρούν. Κι αυτά τα παιδιά είναι που έχουν κρατήσει τους φασίστες μακριά από τους δρόμους. Χωρίς τους “ταραξίες” δεν θα φοβόντουσαν κανέναν», προσθέτει ο Χάρης.
Αυτοί οι πιτσιρικάδες είναι και που τους συγκίνησαν στο Gagarin. Τους έβλεπαν που τραγουδούσαν όλοι και ήθελαν να σταματήσουν και να ρωτήσουν παιδιά 25-30 χρονών πού ξέρουν τους στίχους. Τους ρωτάω αν είχαν στο βάθος του μυαλού τους ένα reunion. Επικρατεί μια αμηχανία, κοιτάζονται μεταξύ τους ο Χάρης ξύνει την γκρίζα πια μοϊκάνα του.
– Ξέρω γω το είχαμε;
– Χμ.
– Ναι, το είχαμε.
– Μπορεί και να παίζαμε. Όποτε υπήρχε η ευκαιρία μεταξύ μας παίζαμε.
– Έτυχε να συμπληρωθεί ένα κομμάτι του παζλ πολύ σημαντικό, ο Θεοδόσης, γιατί χωρίς καλό ντράμερ δεν βγαίνεις να ροκάρεις. Μόνο ωραίες προτάσεις χρειαζόμασταν και κινητοποιηθήκαμε αμέσως γιατί γουστάραμε που υπήρχε ενδιαφέρον τελικά, δεν είχαμε ποτέ στο μυαλό μας πως φέτος κάποιος θα μας καλέσει για μια δική μας συναυλία.
Μιλάμε για το revival της πανκ γενιάς του ’80, στο οποίο θεωρούν πως δεν ανήκουν αλλά όπως και να ’χει συμπίπτει με την δική τους επανεμφάνιση. Διαφοροποιούνται ξανά και δεν θέλουν να τους βάλω μέσα σε αυτό το κλίμα. «Μακάρι να κρατήσει όχι μόνο με νοσταλγική αλλά και με δημιουργική διάθεση. Μη σβήσει πάλι, να υπάρχει μια πρόοδος, μη μείνουμε σε αυτά που παίζαμε τότε», μου λέει ο Δημήτρης που μέχρι τα 30, δεν είχε δικό του ενισχυτή και έπαιζε με δανεικό εξοπλισμό. «Αυτό το ελληνικό revival διαφέρει από οποιοδήποτε άλλο γιατί στην πραγματικότητα δεν είχαμε ποτέ καμία ευκαιρία τότε να παίξουμε όπως θέλαμε. Δεν έπαιζαν ενισχυτές, όργανα, ηχολήπτες, χώροι. Μόνο από τύχη έβγαινες καλά. Τώρα όπου και να πας έχεις ενισχυτάρες και μια ομάδα που σε υποστηρίζει. Οι άνθρωποι που προκάλεσαν αυτό το revival ήθελαν απλά να πουν “ρε παιδιά ας τους ακούσουμε και υπό κανονικές συνθήκες, ας μην ακούμε μόνο τις χάλια ηχογραφήσεις”», λέει ο Χάρης και συνεχίζει ο Φίλιππος: «Άνθρωποι που άκουσαν την σκηνή στην ώρα της αναρωτιούνται πως θα ήταν αυτή η σκηνή αν είχε στοιχειωδώς καλύτερα όργανα και τεχνογνωσία. Παίξαμε κυρίως σε συναυλίες με χάλια ήχο, μέσα και έξω, αλλά έπρεπε κάποια στιγμή να παίξουμε και σε μια συναυλία με τους όρους μας. Αυτό δεν γίνονταν στα ‘80s, ήταν όλα χύμα. Από τις δέκα συναυλίες που κάναμε τότε, η μία ακούγονταν αξιοπρεπώς, ενώ εμείς δεν αλλάζαμε τον ήχο μας. Έπρεπε να είσαι τυχερός να ακούσεις πραγματικά τον ήχο του συγκροτήματος, σκέψου η καλύτερη συναυλία ήταν η τελευταία μας, έτυχε, μάλλον είχε καλό φένγκ-σούϊ!».
Μου λένε ιστορίες για μπάτσους, για εκείνο το Audi του Γιώργου που είχε μεταφέρει «τα πάντα εκτός από όπλα», για τις πορείες και τότε μου έρχεται η απορία αν όντως ο στίχος «σκότωσε τον μπάτσο που ‘χεις μέσα σου» είναι δικός τους. Ρωτάω τον Χάρη την στιγμή που ο Φίλιππος και ο Δημήτρης γελάνε συνωμοτικά λες και κάθονται το τελευταίο θρανίο. «Αυτό είναι παλιό ρε, είναι ουσιαστικά παράφραση του Ράιχ». «Το άκουσα κι από τον Κοροβέση, αλλά όχι πριν το τραγουδήσω», πετάγεται ο Δημήτρης, «Τίποτα δεν είναι εντελώς καινούργιο, δεν είναι αυτή η φράση που χαρακτηρίζει το κομμάτι, είναι μια κατάληξη, πιο πριν μιλάει για ένα χαρακτήρα ανθρώπου που για να αντιμετωπίσει την κρατική βία πρέπει να εξελιχθεί πνευματικά».
Πιστεύουν πως αν κάτι σε αλλάζει προς το καλύτερο αυτό είναι η Τέχνη και η Φιλοσοφία. Κάποιος πρόσθεσε και τον Έρωτα, συμφωνούν, όμως αναρωτιέμαι αν τελικά αυτό που σε αλλάζει είναι ο φόβος του Θανάτου. Δεν το σκέφτηκα μόνος, είναι η ματαιότητα των στίχων από τα κομμάτια τους. Ο Φίλιππος μου εξηγεί πως «πρόκειται για συνειδητοποίηση και αυτή είναι η αρχή της φιλοσοφίας της σκέψης. Ο τρόπος που το εκφέρεις έχει αξία και γι αυτό η ενέργεια που δίνουμε στην μουσική μας έρχεται σε αντιδιαστολή με τους στίχους και συμπληρώνουν το νόημα». Ο Δημήτρης ξεκαθαρίζει «αυτά τα τραγούδια δεν είναι γραμμένα για να μεταδώσουν την αγωνία και τον φόβο του θανάτου αλλά την ιδέα πως ο θάνατος είναι γνώση που δίνει αξία στην εφήμερη ζωή μας». Άλλη εντύπωση είχα για τα Αρνάκια και γι’ αυτό επιμένω. Για να με μεταπείσουν ξεκινάει μια τεράστια κουβέντα που καταλήγει στον Λαπαθιώτη, την Αγγελάκη-Ρουκ, τον Παπαγιώργη, τον Ρεμπώ και τον Σάλιντζερ. Μου εξηγούν πως ακόμα και αυτό που κάνουμε τώρα δεν είναι μια άχαρη συνέντευξη είναι κάτι όμορφο, η ομορφιά βρίσκεται στην ημέρα έστω και στην ώρα. Ισχύει, συζητάμε κάνουμε αστεία, θα πάμε να φάμε μετά, ο Φίλιππος πρέπει να πάρει τον γιό του από την προπόνηση.
Αν και οι μέρες μας δεν άλλαξαν χρώμα, δεν ξέρω αν και τελικά τα αρνάκια έγιναν λύκοι. Ίσως να μην έχει σημασία αυτό, γιατί τo ελληνικό πανκ ήταν βασικά μια υπαρξιακή κραυγή περισσότερο από μερικά πολιτικά σχόλια που κατάφεραν να «δαγκώσουν». Σε αυτήν την σκηνή που τα Αρνάκια είναι στο μεταίχμιο της ένταξης, ξορκίζουν ακόμα τον φόβο του θανάτου κάνοντας τέχνη μοιραία καταδικασμένη για λίγους, «όχι για τα φράγκα αλλά για την προσωπική μας κάβλα». Προφανώς. Παρότι είχα σχεδιάσει να μιλήσουμε για το σκοτάδι, την ματαιότητα και τον θάνατο, τελικά τα Αρνάκια με έκαναν να μιλήσω για την ζωή και την τέχνη και την φιλοσοφία, αλλά και την προσωπική υπέρβαση όσον αφορά το θάνατο. Αν έμαθα κάτι από την συνάντηση μας είναι πως η ζωή είναι ωραία «με πολλά πανκ στοιχεία», όπως λένε και αυτοί, γι’ αυτό και πάντα θα νικάει.
Τα Αρνάκια εμφανίζονται στο Κύτταρο το Σάββατο 1 Νοεμβρίου (21.30, 7€, ανοίγουν οι The Dead Dranks)