Απόστολος Κίτσος: «Ακόμα και τα πιο “αντιποιητικά” πράγματα κρύβουν μέσα τους θησαυρούς»

Ημέρα Τρίτη, κάπου στα μέσα του Σεπτέμβρη και το φθινόπωρο φαίνεται να έχει μπει για τα καλά στην πόλη. Μετά από συζητήσεις και αποτυχημένα ραντεβού τελικά έφτασε η στιγμή που θα συναντηθούμε με τον Απόστολο Κίτσο.

Γεννήθηκε στη Θήβα, όπου πέρασε τα μαθητικά του χρόνια και απέκτησε ήδη σημαντική επαφή με τη μουσική. Αργότερα, προέκυψε για εκείνον η Νομική αλλά πάντα δίπλα του ήταν η μουσική, να συνοδεύει διακριτικά τα βήματα του. Σπουδές στο Εθνικό Ωδείο, το Ωδείο Φίλιππος Νάκας και αργότερα στην Αγγλία, στο Royal Northern College of Music.

Πολλές και σημαντικές συνεργασίες, η διάκριση ως ερμηνευτής στην 4η Ακρόαση της Μικρής Άρκτου, ώσπου τελικά γεννιέται το «Κάτι Παράξενο», ένας δίσκος που κυκλοφορεί από τη Μικρή Άρκτο και είναι «προϊόν» μια αληθινής φιλίας δύο καλλιτεχνών, του Απόστολου Κίτσου και του Μιχάλη Καλογεράκη.

Πότε μπήκε μέσα σου το μικρόβιο της μουσικής; Δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου η μουσική και το τραγούδι καταλάμβαναν ένα μεγάλο κομμάτι του εγκεφάλου μου. Ωστόσο, κάπου λίγο πριν τελειώσω το σχολείο είχα αποφασίσει ότι αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου.

Το “Κάτι Παράξενο” είναι ένας δίσκος μελοποιημένης ποίησης, που τον διακρίνει όμως μια φρεσκάδα και μια σύγχρονη ματιά. Ποιο ρόλο παίζει η ποίηση στη ζωή σου; Η ποίηση είναι τρόπος ζωής και θέασης των πραγμάτων. Διαλέγεις αν θα ζήσεις ποιητικά ή όχι, αν θα δεις την ποιητική ή την πεζή πλευρά του κόσμου γύρω σου. Ακόμα και τα πιο “αντιποιητικά” πράγματα, όπως για παράδειγμα το να περιμένεις το λεωφορείο ή μια επίσκεψη στην Πολεοδομία στη Σωκράτους, κρύβουν μέσα τους θησαυρούς, αν έχεις τα μάτια να τους αντικρίσεις. 

Τι συμβολίζει για σένα ο δίσκος “Kάτι Παράξενο”; Το “Κάτι Παράξενο” είναι η πρώτη μου δισκογραφική δουλειά που κάναμε σε συνεργασία με το Μιχάλη Καλογεράκη. Φέρει μια μεγάλη συναισθηματική φόρτιση για μένα, γιατί περικλείει μουσικά την εποχή της πρώτης μου νεότητας και είναι είναι ένας φόρος τιμής σε όλα αυτά που αγαπούσα να ακούω. Η ιδιαιτερότητά του νομίζω οφείλεται ακριβώς σ’ αυτό το πάντρεμα πολύ διαφορετικών μεταξύ τους πραγμάτων.

Πιστεύεις ότι ένα τραγούδι μπορεί να είναι εμπορικό και συγχρόνως ποιοτικό; Συμβαδίζουν αυτά τα δύο; Φυσικά και είναι δυνατό να συμβαδίζουν αλλά όχι και αναγκαίο. Το ένα δεν αποκλείει το άλλο, αλλά ούτε και το προϋποθέτει. Υπάρχουν συγκλονιστικοί καλλιτέχνες που έχουν πουλήσει εκατομμύρια δίσκους. Η εμπορικότητά τους δεν αναιρεί την καλλιτεχνική τους αξία. Και αντίστροφα, όταν κάτι δεν είναι εμπορικό, δε σημαίνει απαραίτητα ότι είναι και σπουδαίο. Προσωπικά, εκτιμώ διπλά ένα έργο τέχνης που υπηρετεί ένα αίτημα υψηλό και ταυτόχρονα καταφέρνει να είναι προσβάσιμο από ένα ευρύ κοινό. Είναι σπάνιο, οφείλω να πω, μα υπαρκτό. Η τέχνη πρέπει να αφορά και ναι, να παιδεύει, όχι όμως να φυλακίζεται σε ακαδημαϊκά στεγανά και αυτιστικούς ελιτισμούς.

Πόσο εύκολο είναι ένας νέος ερμηνευτής να πέσει στην παγίδα της διασημότητας; Δεν νομίζω ότι πέφτεις σε καμία παγίδα, αν εξαρχής ο στόχος σου  δεν είναι η διασημότητα. Ωστόσο, η αλήθεια είναι πως κάθε καλλιτέχνης επιθυμεί την αναγνώριση. Όποιος πει το αντίθετο, λέει ψέματα. Από την άλλη, αν η αναγνώριση γίνει αυτοσκοπός, χάνεται η ουσία. Εμένα αυτό που με αφορά είναι να φτιάξω μουσική που να αρέσει πριν απ’ όλους σε μένα. Αυτό είναι ένα μίνιμουμ, μία παράμετρος που δε θυσιάζω. Αν από εκεί κι έπειτα βρεθούν κι άλλοι να ενδιαφερθούν για τη μουσική αυτή και να ακολουθήσουν, καλώς να ορίσουν, είναι ευχής έργον. 

Γνωρίζοντας τις σπουδές σου στη Νομική Αθηνών, θα ήθελα να ρωτήσω αν πλέον θα μπορούσες να φανταστείς τον εαυτό σου ως μάχιμο δικηγόρο; Σε καμία περίπτωση. Οι σπουδές μου στη Νομική Σχολή, πέρα από κάποιες χρήσιμες γνώσεις, μου παρείχαν τη βεβαιότητα ότι, αν δεν ασχοληθώ με την Τέχνη, θα είμαι δυστυχής.

Αν είχες  την ευκαιρία να μιλήσεις στον Απόστολο της ηλικίας των 15 ετών, τι θα τον συμβούλευες; Να κάνει λίγο περισσότερη γυμναστική και να μην αφήσει τον πρώτο του έρωτα ανεκπλήρωτο. Κατά τ’ άλλα μια χαρά τα πήγε.

Επικρατεί η άποψη ότι η ελληνική επαρχία «τρώει τα παιδιά της». Η πορεία σου στη μουσική θεωρείς ότι διαψεύδει αυτό τον ‘κανόνα’ ή είναι μια φωτεινή εξαίρεση; Μιλάς σ’ έναν άνθρωπο που πιστεύει ότι το αστικό περιβάλλον είναι πηγή δυστυχίας για τον άνθρωπο. Άσχετα αν είμαι urban junkie και δεν μπορώ ακόμη να αφήσω την Αθήνα. Η αλήθεια είναι πως αν θέλεις να ασχοληθείς σοβαρά με την Τέχνη στην Ελλάδα, πρέπει κάποια στιγμή να έρθεις στην πρωτεύουσα. Αυτό σε άλλες χώρες της Ευρώπης δε συμβαίνει. Υπάρχουν ερεθίσματα και δομές κι εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων. Παρ’ όλα αυτά, νιώθω τυχερός που μεγάλωσα στην επαρχία και δε νιώθω σαν κάποια εξαίρεση. Ίσα ίσα, πιστεύω πως το μεγάλωμα σε ένα μη αστικό περιβάλλον με προίκισε με ψυχραιμία και αυξημένη συναισθηματική νοημοσύνη και με γλίτωσε από διάφορες νευρώσεις που βλέπω τριγύρω. Νομίζω πως οι επαρχιώτες στην Αθήνα, τηρουμένων των αναλογιών, είναι σαν τους Έλληνες στο εξωτερικό. Βρισκόμενοι στο κατάλληλο περιβάλλον και πλαίσιο ευδοκιμούν περισσότερο απ’ ό,τι αν έμεναν εκεί που γεννήθηκαν.

«Η αλήθεια είναι πως αν θέλεις να ασχοληθείς σοβαρά με την Τέχνη στην Ελλάδα, πρέπει κάποια στιγμή να έρθεις στην πρωτεύουσα. Αυτό σε άλλες χώρες της Ευρώπης δε συμβαίνει.»

Λένε πως συχνά οι καλλιτέχνες ζουν στο δικό τους «γυάλινο πύργο» απομονωμένοι. Ισχύει κάτι τέτοιο;Όπως έχει περιγράψει με θαυμαστή ακρίβεια ο Καμύ: «Ο καλλιτέχνης διαπλάθεται μέσα σ’ ένα αδιάκοπο πηγαινέλα από το εγώ του στους άλλους, στο μεταίχμιο μεταξύ της αναγκαίας γι’ αυτόν ομορφιάς και της κοινότητας  από την οποία αδυνατεί να αποσπαστεί. Γι’ αυτό το λόγο οι αληθινοί καλλιτέχνες δεν περιφρονούν τίποτε και υποχρεώνουν εαυτούς να κατανοούν αντί να κρίνουν.»

Αν είχες  την επιλογή να διαλέξεις  μιαν άλλη εποχή για να ζήσεις  ως μουσικός, ποια θα ήταν αυτή; Όσο κι αν αγαπώ τη δισκογραφία, θα ήθελα να έχω ζήσει στην εποχή  προ αυτής, τότε που η μουσική παιζόταν μόνο ζωντανά. Ούτε Spotify, ούτε cd, ούτε βινύλια. Οπότε, αν ήθελες να ακούσεις μουσική, έπρεπε ή να παίξεις ο ίδιος ή να πας σε κάποια συναυλία. Αυτή η εγγενής θνητότητα της μουσικής performance, που δεν αποτυπωνόταν πουθενά, παρά μόνο στη μνήμη, διαμόφωνε μια τελείως άλλη, πιο ιερή σχέση με τη μουσική και αναδείκνυε το υπερβατικό στοιχείο της . Όταν σε κάτι δεν μπορείς να ανατρέξεις οποιαδήποτε στιγμή το θελήσεις, όταν δεν το έχεις “του χεριού σου” που λέμε, το εκτιμάς αλλιώς, το λαχταράς, το βλέπεις σαν κάτι μαγικό και πρέπει να προετοιμαστείς καταλλήλως για να το δεχτείς.

Σαν καλλιτέχνης τι αντιπαθείς και τι αγαπάς στην Ελλάδα του σήμερα; Απεχθάνομαι το ότι στην Ελλάδα ακόμα η Τέχνη αντιμετωπίζεται σα χόμπι, πολλές φορές ακόμα και από την πολιτεία, και όχι σα μια σοβαρή πνευματική και σωματική εργασία που είναι στην πραγματικότητα. Από την άλλη, μου αρέσει πολύ που είμαστε ένας λαός ταλαντούχος. Οι περισσότεροι Έλληνες, και γενικότερα οι Μεσογειακοί, έχουν μια φυσική κλίση, έστω και ακαλλιέργητη, στις τέχνες, κυρίως τις παραστατικές. Ο κύριος με τις ντομάτες που φωνάζει στη λαϊκή κοντά στο σπίτι μου, για παράδειγμα, είναι εξαιρετικός performer. Έχει ένα αξιοζήλευτα δυνατό και εξασκημένο φωνητικό εργαλείο, μια επιβλητική σωματική παρουσία και εκτόπισμα και είναι ιδιαίτερα ευρηματικός και ευφυής στις ατάκες του. Είναι χάρμα να τον παρακολουθείς.

Πηγαίνοντας στην 4η ακρόαση της Μικρής Άρκτου τι προσδοκίες είχες ; Φανταζόσουν  αυτή την όμορφη συνέχεια;Ήταν η πρώτη μου επαγγελματική απόπειρα, οπότε το καλάθι μου ήταν μικρό. Όμως η εξέλιξη των πραγμάτων ξεπέρασε τις προσδοκίες. Η Μικρή Άρκτος με τις Ακροάσεις της κάνει κάτι πάρα πολύ σημαντικό και απαραίτητο για την Τέχνη. Δίνει ευκαιρία και βήμα σε ανθρώπους που έρχονται πραγματικά από το πουθενά, όπως εγώ. Και σα να μην έφτανε αυτό μας δίνει την απόλυτη ελευθερία έκφρασης και δημιουργίας. Σε αυτές τις δύσκολες για τη δισκογραφία και τη μουσική μέρες, νομίζω πως μόνο το επίθετο “γενναίος” μπορεί να χαρακτηρίσει με επάρκεια, όχι μόνο το θεσμό των Ακροάσεων, αλλά και συνολική στάση της εταιρείας στα πράγματα. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Τι να περιμένουμε στη συνέχεια; Ετοιμάζεις  κάποια νέα δισκογραφική δουλειά; Ναι, έχω ξεκινήσει πολύ δειλά να ετοιμάζω μια δεύτερη δισκογραφική δουλειά, μάλλον για το Σεπτέμβριο του 2020, αλλά ακόμη δεν υπάρχει κάτι στέρεο και ανακοινώσιμο.

Έχεις  προγραμματίσει κάποιες συναυλίες για φέτος; Η επόμενή μας “Παράξενη” συναυλία είναι με τους Μιχάλη και Παντελή Καλογεράκη στο Π131 την Πέμπτη 21 Νοεμβρίου. Θα είναι μια υπέροχη βραδιά με τα τραγούδια μας, τραγούδια άλλων που αγαπάμε, αλλά και με δύο καλεσμένους έκπληξη. Πάντα με τη στήριξη και τη φροντίδα της Μικρής Άρκτου.

Θα ήθελα να χρησιμοποιήσεις  ένα στίχο από το δίσκο σου ‘ Kάτι Παράξενο’ με σκοπό να χαρακτηρίσεις τη συγκεκριμένη περίοδο της ζωής σου “Οι φίλοι, ξέρεις, λιγοστεύουνε/γίνονται δικηγόροι, γιατροί, καθηγητές” από το “Καλό Φεγγάρι Λέω” του Μιχάλη Γκανά.

Κάτι Παράξενο, Μικρή Άρκτος 

Καλλιόπη Βούρου

Share
Published by
Καλλιόπη Βούρου