Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος είδε σε μία πρώτη προβολή για φίλους το «Μικρό ψάρι» του Γιάννη Οικονομίδη που θα προβάλλεται από αυτήν την εβδομάδα στους κινηματογράφους. Ο συγγραφέας της «Μεταποίησης» ( short list για το φετεινό Κρατικό Βραβείο Διηγήματος) «έπαθε ένα τι» καθώς ο κεντρικός ήρωας της ταινίας ήταν πολύ κοντά στους ήρωες των δικών του διηγημάτων και σκέφθηκε να γράψει για την Popaganda ένα φανταστικό mini-prequel, μια εκδοχή για το πώς φθάσαμε ως εκεί που ξεκινά η ταινία.Ο κομίστας Γιώργος Γούσης προσφέρθηκε να εικονογραφήσει το σύντομο διήγημα που ακολουθεί:
Απόψε η βραδιά είναι για γλέντι
-Τελειώσανε τα ψέματα, Στράτο. Πόσες μείνανε; Δυο βδομάδες και τέρμα. Βγαίνεις και τραβάς χι σε όλα, να πούμε. Βγαίνεις κι είσαι καινούριος. Του κουτιού πάλι. Γραμμένα μετά όλα αυτά εδώ κι εμένα μαζί.
-Άσε μας από ‘δω, ρε Λεωνίδα; Εικοσιτρία χρόνια ‘δω μέσα. Μαζί σου έχω ζήσει πιο πολλά χρόνια απ’ ότι έζησα με τον πατέρα μου. Θα ξεχάσω έτσι τον πατέρα μου;
-Καλά-καλά. Ασ’ τ’ αυτά. Άλλο θέλω να σε ρωτήσω. Το γυροφέρνω καιρό. Απ’ όταν σε γνώρισα, αλλά δεν ήταν της ώρας να το κουβεντιάσουμε.
-Λέγε.
-Τότε που ‘χε γίνει η φάση με ‘κείνους του κωλομπαράδες που σε στριμώξανε ‘δω μέσα.
-Ναι, τι; Αφού μπροστά ήσουνα, τι θες να σου πω;
– Σώπα ρε κι άκου. Μην προτρέχεις. Μπροστά ήμουνα και είδα, γι’ αυτό σε ρωτάω. Όταν μπήκες εδώ μέσα ήσουνα ο Στράτος ο Καραμάνης με τ’ όνομα. Ο πιτσιρίκος που γάμησε τους δυο μπράβους του Μπίνη. Αλλά δε θα ‘σουνα να μιλάμε τώρα άμα τότε που σ’ είχαν αρπάξει δεν έμπαινα εγώ στη μέση. Κι επειδή πολλά μπορεί να είμαι, μαλάκας όμως δεν είμαι, δε μου το βγάζεις απ’ το μυαλό ότι κάτι βρωμάει στην όλη φάση. Έξω έφαγες δύο για την πλάκα σου, κι εδώ μέσα μετά τι; Ήθελες ντάντεμα;
-Δεν είναι έτσι τα πράματα.
-Το ξέρω και γι’ αυτό σε ρωτάω. Τόσα χρόνια το σεβάστηκα που δε μίλαγες, αλλά τώρα σε ρωτάω και θέλω να μου πεις.
-Ντάξει. Περασμένα. Ξέχνα τα.
-Άκου Καραμάνη. Τόσον καιρό χάρη ούτε τόση δα δεν έχω ζητήσει από την πάρτη σου. Όχι, γιατί δεν σε καταδέχτηκα, αλλά γιατί είδα ότι ήσουν ξήγας και σε σεβάστηκα. Τώρα ρωτάω όμως και δε θα μου πεις όχι. Δύσκολο, ξε-δύσκολο, κατάπιε το και λέγε. Τα γκομενίστικα ασ’ τα κατά μέρους, μην το γυρίσω κι εγώ αλλιώς.
-Τι θες να μάθεις ρε; Έτσι όπως τα ξέρεις είναι; Τι με ρωτάς;
-Ρωτάω γιατί εδώ μέσα έκανες την κλώσσα; Γιατί κρατήθηκες μ’ αυτούς τους πούστηδες που σου την πέσανε; Γιατί δεν τους γάμησες τα πέταλα; Ρωτάω αν η φάση με τους φουσκωτούς του Μπίνη έγινε όπως λένε ή σου φορτώσανε κι αλλουνού χρόνια;
-Έτσι έγινε όπως τα λένε.
-Μίλα ρε. Ασ’ τ’ αυτά με μένα. Λέγε. Με το νι και με το σίγμα θέλω να μου τα πεις. Να τ’ ακούσω απ’ το στόμα σου.
-Θα ‘χεις ακούσει ότι το σκηνικό είχε γίνει για μια γκόμενα κι έτσι. Λοιπόν, τότε τα ‘χα, που λες, με μια Χριστίνα. Έτσι μαζεμένο παιδί και σοβαρή. Είχα δαγκώσει τη λαμαρίνα με την πάρτη της καλά, γιατί όσο να πεις είχα περπατήσει το κατιτίς μου κι είχα δει τι κυκλοφορούσε. Πιο πολύ όμως ήταν που ‘χε καταδεχτεί έτσι μια κοπέλα σοβαρή να νταραβερίζεται μ’ έναν τύπο σαν κι εμένα. Και νοιαζότανε, να πούμε. Όχι, σαν και τις άλλες, γαμήσι, ποτά και καλοπέραση. Γκόμενα για σπίτι. Να με μαζέψει, να με πάρει με το καλό, να μου πει “το και το, τι κάνεις με τη ζωή σου ρε Στράτο, μην ξοδεύεσαι, να πούμε, με τη νύχτα”. Μου λείπανε αυτά. Δε μου ‘χε μιλήσει ποτέ κανένας έτσι. Να με νοιαστεί δηλαδή πραγματικά. Και τσούκου-τσούκου άρχισα να τη βλέπω κι εγώ αλλιώς τη δουλειά. Να νοικοκυρευτώ, ας πούμε, ν’ ανοίξω σπίτι, να κάνω παιδιά και τέτοια.
Μια μέρα μου τη βαράει, λέω, τέρμα πάτησες τα εικοσιδυό, ήρθε η ώρα να παντρευτείς. Είχα κάνει μια μπάζα γερή εκείνες τις μέρες, την παίρνω της λέω απόψε πλύσου, ντύσου, χτενίσου βγαίνουμε και το καίμε απόψε. Μου λέει τι και πως, της λέω μη βιάζεσαι. ‘Τοιμάσου και θα μάθεις. Είχα στο νου να της ζητήσω ν’ αρραβωνιαστούμε, αλλά ήθελα να τη γλεντήσω καλά πρώτα, να της δείξω πόσο τη μέτραγα. Πάω την παίρνω από το σπίτι της κι ήταν εκείνο το βράδυ αμαρτία σκέτη, σου λέω. Μου ‘ρθε να τα μουντζώσω όλα και να την πάω σούμπιτη σπίτι μου και να μη σηκωθούμε από το κρεβάτι ως το πρωί. Λέω από μέσα μου, σοβαρός. Απόψε να ‘σαι κύριος. Αυτή ‘ναι η γυναίκα σου. Τελεία. Τη φορτώνω και γυρνάμε τα καλύτερα, Λεωνίδα. Φαγιά, σκατά, ματά, τα πάντα. Κάποια στιγμή την ξεμοναχιάζω στο βουνό κι αφού γίνεται τι γίνεται, της λέω, “πες μου τι άλλο θες. Απόψε η νύχτα δικιά σου.” Μου λέει “μπουζούκια”. Μπουζούκια θέλει το Χριστινάκι, μπουζούκια. Πάμε σ’ ένα μαγαζί έτσι πιο σένιο που ‘ξερα, προς την παραλία. Κολλάω δυο φράγκα στον σερβιτόρο, μας μοντάρει σ’ ένα τραπέζι στην πίστα δίπλα και δωσ’ του τα ουίσκια και τα φουλ έξτρα. Κάποια στιγμή, μου λέει, ανέβα να με χορέψεις. Λέω, εγώ δε χορεύω μάτια μου, ανέβα και θα σε χορτάσω από ‘δω που ‘μαι. Ανεβαίνει και του ‘δωσε και κατάλαβε. Όλα τα μάτια στο μαγαζί πάνω στη δικιά μου τη γκόμενα. Έλεγα από μέσα μου, λαχείο ρε μαν, γυναίκα λαχείο σου ‘κατσε. Με τα πολλά εκεί που πάει να κατεβεί, να σου ένας την πιάνει από το μπράτσο και την τραβάει ξανά στην πίστα να την χορέψει. Τινάζομαι πάνω, λέω, δε θα κάνεις απόψε φασαρία. Απόψε η βραδιά είναι για γλέντι. Αλλά από την άλλη δεν γινότανε να το αφήσω κι έτσι. Κατάλαβες, να πούμε. Δεν μπορούσα να πέσω στα μάτια της και μπροστά και σε τόσο κόσμο. Πάω προς τα ‘κει ήρεμος. Κύριος, λέω από μέσα μου. Θα είσαι κύριος. Τον κόβω που ‘ναι και φουλ πιωμένος και λέω, γάμα το. Δεν αξίζει. Τον πιάνω με το καλό και του λέω “φιλαράκο, η κοπέλα συνοδεύεται κι έπειτα δεν είναι τρόπος αυτός. Ρωτάνε πρώτα, να πούμε”. Μου αρχίζει αυτός τα τι και τα πως και ποιος είσαι συ και γάμα μας ρε φίλε που θα μας πεις και τι θα κάνουμε. Παίρνω τη Χριστίνα αγκαζέ, και της λέω “πάμε να φύγουμε, γιατί δεν είναι να χαλαστούμε απόψε με καυγάδες”. Ο άλλος ο πούστης όμως εκεί. “Γάμα μας” λέει “ρε με την πουτάνα σου. Κουνάει όλο το βράδυ τον κώλο της και σε πείραξε που θα στη χορέψω εγώ”. Στο σταυρό που σου κάνω, ίσα που τον σπρώχνω από μπροστά μου και παίρνω την άλληνα να φύγουμε. Και τι κάνει ρε ο τύπος; Τραβάει μαχαίρι. Το πιάνεις τι σου λέω; Μαχαίρι. Στα καλά του καθουμένου. Δεν ξέρω να πούμε πόσο πιωμένος ήτανε, τι είχε πάρει, και τραβάει μαχαίρι στο έτσι. Κι είναι και τόσο παπάρας που δεν χτυπάει, αλλά μου το παίζει στα μάτια μου μπρος να φοβηθώ. Του τραβάω μια καλή και τον σωριάζω και πάλι γυρνάω στη δικιά μου και της λέω πάμε. Είχε χεστεί πάνω της αυτή με τη φάση. Κι εκεί που του γυρνάω πλάτη και πάμε να φύγουμε, μου την πατάει ο άλλος στο πόδι ‘δω χαμηλά. Τα ‘χασα ρε. Καταλαβαίνεις; Καταλαβαίνεις την πουστιά; Την αδικία; Εγώ του ‘δωσα ευκαιρία να την κάνει κι αυτός με βάρεσε. Εκεί τα ‘χασα. Μου γύρισε το μυαλό. Έτσι όπως ήμουνα και ζεστός δεν κατάλαβα ούτε πόνο ούτε τίποτα. Αρπάζω τη βάση από ένα μικρόφωνο και του την κοπανάω στη μάπα. Και πέφτει κι εγώ τον καβαλάω και συνεχίζω. Λέω, ρε πούστη, εγώ σε πήρα με το καλό κι εσύ εκεί; Και τον βαράω, Λεωνίδα, να ‘χουνε πέσει πάνω μου χίλιοι να με τραβάνε από πάνω του, να ουρλιάζει η γκόμενα, τι κάνεις είσαι τρελός, και τέτοια. Κι εγώ εκεί. Μες στο χαμό να μη βλέπω τίποτα, να μην ακούω κουβέντα. Μόνο εγώ κι η φάτσα του να γίνεται λιώμα. Μ’ αρπάζουνε κάποια στιγμή δυο χέρια και με σηκώνουνε στον αέρα κι όσο να καταλάβω μου τραβάει ένας άλλος δυο μπουκέτα. Αλλά ήμουν τρελαμένος στα μπούνια κι ούτ’ ένιωσα. Του τραβάω μια κουτουλιά στο δόξα πατρί κι όπως τα χάνει αρπάζω ένα σπασμένο πιάτο και του κόβω μια στο λαιμό κι άλλη κι άλλη μέχρι που χτύπησα κόκκαλο κι έσπασε το γυαλί στο χέρι μου. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Του πιάνω το κεφάλι και το βαράω και το τραβάω να το ξεριζώσω. Σηκώνομαι πάλι και στέκομαι από πάνω τους, τους κοιτάω και τους έχω κάνει κουρέλια κι ακόμα δεν έχω χορτάσει. Βράζω ρε. Θέλω κι άλλο. Να τους γαμήσω κι άλλο. Βρίσκω το μαχαίρι και πάω πάλι στον πρώτο κι αρχίζω και τον καρφώνω στο κεφάλι, ξανά και ξανά και ξανά μέχρι που βρήκε το σίδερο πάτωμα. Κι ήθελα να σκύψω να τον δαγκώσω, ν’ αρχίσω να τον τρώω τον πούστη. Έτρεμε το κορμί μου από τη λύσσα κι εγώ γούσταρα. Γούσταρα τη σπίντα. Λες κι είχα σνιφάρει ένα βουνό κόκα και γαμούσα κι έχυνα όλον τον κόσμο.
Μετά δε θυμάμαι άλλο. Μου ‘πανε πως όταν ήρθανε οι μπάτσοι, με βρήκανε ακόμα έτσι από πάνω τους. Κι ότι μου πέσανε πέντε με τα γκλοπ μέχρι να με κάνουνε καλά να μου περάσουνε τα βραχιόλια. Εγώ δε θυμάμαι. Στη ζωή μου, δε θυμάμαι τίποτα. Πώς με πήρανε, πού με πήγανε. Τίποτα. Το δικηγόρο μόνο θυμάμαι που ‘ρθε δυο μέρες μετά και μου ‘πε κάτι να δηλώσω τρελός μπας και πέσω πιο μαλακά.
-Και; Τι; Αυτό; Εγώ άλλο σε ρώτησα. Εδώ μέσα γιατί δεν κουνήθηκες;
-Αυτό σου λέω κι εγώ. Εκείνο το βράδυ γούσταρα ρε. Ξέφυγα. Έκοψα αλυσσίδα κι έγινα ζώο. Θεός να πούμε. Και γούσταρα. Γούσταρα όσο δεν έχω γουστάρει ποτέ με τίποτα. Με τρόμαξε πολύ η φάση. Με τρομάζει ακόμα, να πούμε. Εκείνη τη μέρα που ‘βαλες πλάτες και με γλίτωσες, κρατιόμουνα. Δεν ξέρω πόσο θέλει να τινάξω πάλι το καπάκι και να ξεφύγω. Δεν ήθελα να ξεφύγω πάλι. Δεν ξέρω και δε γουστάρω να το ρισκάρω. Θέλω να είμαι ο Στράτος. Κατάλαβες; Αυτό το πράμα είναι σαν την πρέζα. Το φέρνω στο μυαλό μου και τρέμει το κορμί μου από τη λιγωμάρα. Αλλά άμα ξαναδοκιμάσω ξέρω ότι είμαι ένα τσικ μακριά απ’ το να χάσω τη μπάλα πάλι. Για πάντα, να πούμε.
-Στράτο, του καθενός το παρελθόν είναι ο σταυρός που κουβαλάει. Πρόσεχε μόνο τώρα που θα βγεις. Γιατί καμιά φορά σε σταυρώνουν κιόλας πάνω του.
Το βιβλίο του Δημοσθένη Παπαμάρκου «ΜεταΠοίηση» περιλαμβανόταν στη short list των φετεινών Κρατικών Βραβείων Διηγήματος