Ο αέρας είναι ένας μύλος από αγκίστρια—
Ερωτήσεις χωρίς απάντηση,
Λαμπερές και μεθυσμένες σα μύγες
Που του φιλιού τους το κεντρί είναι αβάσταχτο
Μέσα στις δυσώδεις μήτρες του μαύρου αγέρα κάτω απ` τα πεύκα το καλοκαίρι.
Θυμάμαι
Τη νεκρή μυρωδιά του ήλιου στις ξύλινες καμπίνες ,
Την ακαμψία των ιστίων , τα μακριά αλατισμένα σάβανα.
Αν έχεις αντικρίσει μια φορά το Θεό , ποια είναι η γιατρειά;
Αν έχεις μια φορά κατακτηθεί
Χωρίς να μείνει ούτ’ ένα κομμάτι,
Ούτε καν ένα δάχτυλο, και αναλωθεί,
Αναλωθεί απόλυτα, στην πυρκαγιά του ήλιου,
Μέσα στο φως από βιτρώ αρχαίων καθεδρικών
Ποια είναι η γιατρειά;
Η όστια της μετάληψης;
Το βάδισμα πλάι σε ακύμαντα νερά; Η μνήμη ;
Ή να διακρίνεις τα λαμπρά ίχνη
Του Χριστού στα πρόσωπα των τρωκτικών,
Των δειλών λουλουδοφάγων, εκείνων
Που έχουν τόσο ταπεινές ελπίδες, ώστε αισθάνονται άνετα-
Καμπουριασμένη στο παστρικό σπιτάκι της
Κάτω από τις ακτίνες της αγράμπελης.
Άραγε δεν υπάρχει μεγάλος έρωτας, μόνο τρυφερότητα;
Θυμάται η θάλασσα
Εκείνον που βάδισε πάνω της;
Το νόημα διαρρέει από τα μόρια.
Οι καμινάδες της πόλης αναπνέουν, το παράθυρο ιδρώνει,
Τα παιδιά σκιρτούν στα κρεβάτια τους.
Ο ήλιος ανθίζει, είναι ένα γεράνι.
Η καρδιά δεν έχει σταματήσει.